Συλλογίζομαι ότι η φαντασμαγορία των αστεριών
και η λάμψη τους είναι πολύ διαφορετική από το σκοτάδι που περιβάλλει τα πτώματα που βρίσκονται μπροστά μου.
Οι ίδιες λάμψεις που όμως είναι χρωματισμένες με την κόκκινη λάσπη που ποδοπατώ
και που η στυφή τους μυρωδιά με αηδιάζει τόσο όσο και η γνώση του ότι
αύριο θα είμαι ένας από αυτούς.
Εγώ ο Αγαθοκλής, Σπαρτιάτης στρατιώτης, φυλάω το πέρασμα των Θερμοπυλών.
Ξέρω ότι σήμερα είμαστε περικυκλωμένοι και ότι ο τόπος αυτός θα είναι ο τάφος μου
και ενώ το σκέπτομαι το στομάχι μου νοιώθει το κρύο,
σαν ήδη να έχει εισβάλει η ψύχρα του θανάτου στο σώμα μου.
Γι’ αυτό γράφω προσεκτικά και κάνοντας το τα χέρια μου σταματούν να τρέμουν
και οι φόβοι μου σβήνουν.
Όχι, δεν θα προσπαθήσω να φύγω μεσ’ στο σκοτάδι, αντίθετα γράφω
και τα λόγια μου αυτά θα μιλούν όταν θα είμαι νεκρός.
Θα σας εξηγήσουν γιατί δέχομαι το πεπρωμένο μου, έτσι ώστε να κάνουν κατανοητά τα κίνητρα εκείνων που περιμένουν το θάνατο εδώ.
Εμείς, οι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, φρουροί του βασιλιά, λένε ότι είμαστε οι μόνοι άνδρες
οι οποίοι είχαν επιλεγεί μεταξύ εκείνων που έχουν τη μεγαλύτερη περιφρόνηση
για τον πλούτο και την πολυτέλεια, και δεν αφεθήκαμε ποτέ να διαφθαρούμε απ’ το χρυσό,
αλλά σας λέω ειλικρινά ότι όποιος ισχυρισθεί κάτι τέτοιο ψεύδεται.
Στην Κόρινθο, για πρώτη φορά είδαμε χρυσό και ασήμι σε αφθονία
και σιγά – σιγά αρχίσαμε να ανυπομονούμε για τη λεία,
όμως πολύ γρήγορα αντικρίσαμε αδελφό να μαλώνει με τον αδερφό του για ένα ασημένιο κύπελλο,
ή τους άνδρες που είχαν πολεμήσει μαζί, να μαλώνουν για μια σκλάβα με πράσινα μάτια.
Ο Λεωνίδας μας είδε κυριευμένους από την απληστία, και μας κάλεσε στην αγορά.
Εκεί, έριξε ότι του αναλογούσε στο έδαφος και είπε:
“εδώ είναι μερίδιο μου, αλληλοσκοτωθείτε για να το πάρετε»
Εμείς, οι τριακόσιοι άνδρες της φρουράς του, ντροπιασμένοι,
ρίξαμε κάτω το πλούτο μας με τον ίδιο τρόπο.
Από εκείνο το βράδυ βγήκαμε μέσα από το μαρμάρινο ανάκτορο
και κοιμόμαστε έξω από την πόλη κάτω από λινές σκηνές μας.
Όλοι οι άνδρες του στρατού της Σπάρτης μας επαίνεσαν και είπαν,
«αυτοί είναι οι μόνοι άνδρες που δεν είναι δυνατόν να δωροδοκηθούν.”
Όμως για να μοιραστούμε το χρυσό δεν μας ενδιέφερε πλέον,
επειδή είδαμε την τιμή της χλιδής που μας φάνηκε τόσο υψηλή
ώστε ούτε και ένας από τους τριακοσίους είχε το κουράγιο να παραμείνει στην πόλη.
Έτσι, όταν αναγνωρίσαμε τον Ξέρξη, πάνω στο λόφο,
ντυμένο με μετάξι δεμένο με πολύτιμους λίθους, τον υποτιμήσαμε.
Βέβαια, το ίδιο βράδυ αυτός μας πρόσφερε ένα τεράστιο φορτίο χρυσού,
προκειμένου να φύγουμε από το πέρασμα και νοιώσαμε πάλι το σκουλήκι της απληστίας μέσα μας
και νομίζω ότι ο καθένας αισθάνθηκε την επιθυμία του πλούτου
ώστε να εγκαταλείψει τον αγωνιστικό χώρο προκειμένου να ζήσει,
αλλά ο Λεωνίδας στήθηκε πάλι μπροστά μας.
Αυτός μας γνωρίζει και γι ‘αυτό δεν μίλησε για την τιμή, για τη δόξα ή για τη Πατρίδα,
γιατί ήξερε ότι αυτή τη φορά αυτοί οι ορισμοί θα ήταν κούφιες λέξεις στα αυτιά μας
μπροστά στην λέξη ζωή.
“Ίσως κάποιος θέλει να συνεχίζει να ζει στην Κόρινθο – είπε –
και όποιος θέλει μπορεί να λάβει το μερίδιο του και να με αφήσει.
Σε όποιον θα το κάνει του προτείνω να φορτώσει πολύ χρυσό
προκειμένου να ξεχάσει τα πρόσωπα των φίλων που θα αφήσει πίσω του
και για του χρησιμεύσει ακόμα
προκειμένου να ξεχάσει το αίμα αυτών που θα πεθάνουν για την προδοσία του,
πέρα εκεί στο στενό πέρασμα. ”
Αυτό δήλωσε, μετά κοίταζε σιωπηλός ενώ κανείς δεν κινήθηκε και κανένας από μας
δεν πέταξε τα όπλα και ότι για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή,
θα χαιρόταν να είναι εκεί μαζί με τον βασιλιά μας.
Αυτό συνέβη και όποιος λέει αλλιώς, αξίζει να πεθάνει!
Για εμάς, τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, φρουρούς του βασιλιά,
λένε ότι είμαστε άνδρες μεγάλης αξίας, που δεν φοβούνται το θάνατο
και περιφρονούν τη λεπίδα των όπλων του εχθρού.
Εγώ, αλήθεια σας λέω, ότι όποιος το λέει αυτό ψεύδεται επειδή βλέποντας το στρατόπεδο του εχθρού, γεμάτο με όπλα, σφίγγει η καρδιά από φόβο στο κόψιμο της λεπίδας και στον πόνο από τις πληγές του, όμως περισσότερο από αυτόν τον πόνο
φοβόμαστε την περιφρόνηση από τον φίλο που αγωνίζεται στο πλευρό μας,
τη ντροπή της γυναίκας που περιμένει την επιστροφή μας
ή την απόρριψη από τον γέροντα που κάποτε πολέμησε για μας.
Για όλα αυτά, κυριαρχούμε πάνω στους φόβους
και ο αγώνας μας διακατέχεται από μια άγρια μανία που λάμπει στα μάτια μας,
αλλά αυτή η έκφραση δεν είναι το μίσος για τον εχθρό αλλά για τον φόβο,
που φαίνεται ότι πάντα περπατάει δίπλα μας και ότι ο καθένας μας μπορεί να είναι ο επόμενος .
Έτσι είναι και όποιος λέει αλλιώς, αξίζει να πεθάνει!
Για εμάς, τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, φρουρούς του βασιλιά,
λένε ότι είμαστε άνδρες έντιμοι που αγωνίζονται
για την ελευθερία των Ελλήνων πολιτών, τη δικαιοσύνη και τους νόμους,
όμως την αλήθεια σας λέω, όποιος το λέει ψεύδεται.
Αύριο τα ξημερώματα θα αδράξουμε τις ασπίδες μας και, αφού θα έχουμε στα χέρια τα δόρατα,
θα ακουστούν οι ύμνοι μας του πολέμου να αντηχούν στο κάθε μας βήμα
και θα επιτεθούμε ενάντια στις ορδές των βαρβάρων.
Εγώ θα προχωρώ, αγκώνα με αγκώνα, διατηρώντας τη θέση μου στη σφιχτή φάλαγγα
και θα αισθανθώ τη ζεστασιά από το φώς του ήλιου, τη μυρωδιά του σιδήρου, τον ιδρώτα των ανδρών, και θα ξέρω ότι όλα αυτά θα τα κάνω για τελευταία φορά.
Η λόγχη μου θα καλυφθεί με αίμα και θα σκοτώσει δέκα βαρβάρους, ή εκατό, ή χίλιους,
αλλά αυτό λίγο θα χρησιμεύσει, γιατί κοιλιά μου θα είναι διάτρητη από τις λόγχες του εχθρού
και θα πεθάνω.
Όμως δεν θα το κάνω για την ελευθερία των Ελλήνων, ούτε για τη δικαιοσύνη και το νόμο,
και ακόμη δεν θα πεθάνω ούτε για την Σπάρτη.
Θα πεθάνω για να μη με δώ σκλάβο,
σέρνοντας τις αλυσίδες της δουλείας στις ερήμους της Μ. Ανατολής.
Πεθαίνω για να εκδικηθώ τον Αγησίλαο, τον φίλο μου,
που είδα χθές το πτώμα του τρυπημένο από ένα βέλος αιγυπτιακό,
θα πεθάνω μαζί με τον Aγχίλοχο
που έχει καλύψει το πλευρό μου με την ασπίδα του σε δέκα μάχες,
και αύριο θα με καλύψει για τελευταία φορά,
θα πεθάνω για τον Λεωνίδα, ο οποίος μας οδηγεί στο θάνατο,
αλλά και που του είμαστε ευγνώμονες γιατί πρώτα μας έκανε άνδρες!
Αύριο, όταν θα πέσει η νύχτα,
η φρουρά του βασιλιά Λεωνίδα θα καταλήξει απλά ένας σωρός από νεκρούς,
στη συνέχεια μια χούφτα από οστά
και στη συνέχεια τίποτα.
Ίσως κάποτε, όταν θα ξεχαστεί το όνομα της Σπάρτης,
αλλά και όταν η τεράστια αυτοκρατορία του βασιλιά των βασιλιάδων θα πέσει στη λήθη,
κάποιος θα θυμάται τη θυσία μας
και θα δεί ότι με τον θάνατος μας γίναμε γενναίοι και πιστοί
και ακόμα όλα όσα δεν μπορέσαμε να γίνουμε στη ζωή
και στη συνέχεια να πεί:
“Οι Σπαρτιάτες της φρουράς του βασιλιά Λεωνίδα πέθαναν εδώ και πολύ καιρό,
αλλά η μνήμη τους είναι αθάνατη.”
Έτσι θα είναι και όποιος λέει αλλιώς, αξίζει να πεθάνει!
Ένας από τους τριακοσίους.
(Μετάφραση από Ιταλικά
Από κείμενο του Dr. Carlo Boccadifuoco)
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice