Η
ανοσολογική ανεπάρκεια [(immunedeficiency) ή
ανοσοκαταστολή] είναι η παθολογική κατάσταση κατά την οποία το
ανοσοποιητικό σύστημα δεν είναι σε θέση να επιτελέσει σωστά και πλήρως τον ρόλο του (είναι δηλαδή ανεπαρκές), με αποτέλεσμα η ικανότητα του οργανισμού να καταπολεμήσει παθογόνα μικρόβια, παράσιτα και ιούς να είναι περιορισμένη ή εντελώς απούσα. Παρόλο που το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στον άνθρωπο (
Homo sapiens), ανοσολογική ανεπάρκεια μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε οργανισμό που έχει ανοσοποιητικό σύστημα, όπως π.χ. στον κοινό ποντικό (
Mus musculus).
Το άτομο που παρουσιάζει ανοσολογική ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται ως
ανοσοκατεσταλμένο (
immunocompromised). Η ανοσολογική ανεπάρκεια, συνήθως, σχετίζεται με ανεπαρκή αριθμό ή αδυναμία δράσης είτε των ειδικών κυττάρων άμυνας του οργανισμού (π.χ. Β-λεμφοκύτταρα, Τ-λεμφοκύτταρα) είτε κάποιων άλλων πρωτεϊνών του πλάσματος (π.χ.
συστήματος του συμπληρώματος. Υπάρχουν δυο κύριες κατηγορίες ανοσολογικής ανεπάρκειας: η
πρωτογενής και η
δευτερογενής ή επίκτητη.
Πρωτογενής ανοσολογική ανεπάρκεια
Η πρωτογενής ανοσολογική ανεπάρκεια περιλαμβάνει μια πλειάδα σπάνιων και συχνά κληρονομικών παθήσεων (π.χ. σύνδρομο DiDeorge, σύνδρομο Omenn, ανεπάρκεια ανοσοφαιρίνης Α, ανεπάρκεια του παράγοντα 3 του συστήματος του συμπληρώματος, κ.ά.)[1]. Ως συνέπεια, το άτομο παρουσιάζει μειωμένη ικανότητα αντιμετώπισης παθογόνων μικροοργανισμών από την παιδική ηλικία. Η σοβαρότητα της νόσου εξαρτάται από το ποιο/α στοιχείο/α του ανοσοποιητικού συστήματος απουσιάζει/ζουν ή υπολειτουργεί/ργούν. Η αντιμετώπιση είναι αυστηρώς εξειδικευμένη και περιλαμβάνει χορήγηση ανοσοσφαιρινών, αντιβιοτικών, μεταμόσχευση μυελού των οστών και την εν εξελίξει γονιδιακή θεραπεία.
Δευτερογενής ή επίκτητη ανοσολογική ανεπάρκεια
Η δευτερογενής ή επίκτητη ανοσολογική ανεπάρκεια (secondary or acquired immunodeficiency) είναι πιο συχνή από τη πρωτογενή. Παρόλο που το ανοσοκατεσταλμένο άτομο γεννήθηκε με φυσιολογικό και πλήρως λειτουργικό ανοσοποιητικό σύστημα, ένα γεγονός που συνέβη στη ζωή του οδήγησε σε προσωρινή ή μόνιμη ανεπάρκεια του ανοσοποιητικού συστήματος. Καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν δευτερογενή ανοσολογική ανεπάρκεια είναι το γήρας, η εγκυμοσύνη, η μη σωστή διατροφή, ο καρκίνος, η χρήση ορισμένων φαρμάκων (π.χ. κορτικοστεροειδή, ανοσοκατασταλτικά, κ.ά.), χειρουγικές επεμβάσεις, μεταμόσχευση οργάνων καθώς και ορισμένες βακτηριακές, παρασιτικές, μυκητιασικές και ιογενείς λοιμώξεις[4][5]. Τα άτομα που πάσχουν από δευτερογενή ανοσολογική ανεπάρκεια αντιμετωπίζουν ιδιαίτερο κίνδυνο από τις λεγομένες ευκαιριακές λοιμώξεις (opportunistic infections).
Η πιο γνωστή αιτία επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας είναι η ο
ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (Human Immunodeficiency Virus –
HIV), που προκαλεί το
Σύνδρομο της Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, πιο γνωστό ως
AIDS (Acquired Immunodeficiency Syndrome). Η αντιμετώπιση της δευτερογενούς ανοσολογικής ανεπάρκειας εξαρτάται από το αίτιο που την προκάλεσε. Συνήθως η άρση της αιτίας θα επαναφέρει τη φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος (π.χ. διακοπή λήψης κορτικοστεροειδών ή ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, σωστή και πλήρης διατροφή).
Η
ανοσολογική ανεπάρκεια [(immunedeficiency) ή
ανοσοκαταστολή] είναι η παθολογική κατάσταση κατά την οποία το
ανοσοποιητικό σύστημα δεν είναι σε θέση να επιτελέσει σωστά και πλήρως τον ρόλο του (είναι δηλαδή ανεπαρκές), με αποτέλεσμα η ικανότητα του οργανισμού να καταπολεμήσει παθογόνα μικρόβια, παράσιτα και ιούς να είναι περιορισμένη ή εντελώς απούσα.
Παρόλο που το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στον άνθρωπο (Homo sapiens), ανοσολογική ανεπάρκεια μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε οργανισμό που έχει ανοσοποιητικό σύστημα, όπως π.χ. στον κοινό ποντικό (Mus musculus).
Το άτομο που παρουσιάζει ανοσολογική ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται ως
ανοσοκατεσταλμένο (
immunocompromised). Η ανοσολογική ανεπάρκεια, συνήθως, σχετίζεται με ανεπαρκή αριθμό ή αδυναμία δράσης είτε των ειδικών κυττάρων άμυνας του οργανισμού (π.χ. Β-λεμφοκύτταρα, Τ-λεμφοκύτταρα) είτε κάποιων άλλων πρωτεϊνών του πλάσματος (π.χ.
συστήματος του συμπληρώματος. Υπάρχουν δυο κύριες κατηγορίες ανοσολογικής ανεπάρκειας: η
πρωτογενής και η
δευτερογενής ή επίκτητη.
(Οποιαδήποτε ομοιότητα είναι “συμτωματική”!!!)