Διαφημίσεις

Η νύχτα είχε την υφή βελούδου με καμένα σημάδια από τσιγάρο. Ο Νίκος γύρισε το κλειδί στο μικρό ιαπωνικό αυτοκινητάκι σαν να χάιδευε μυστικό κουμπί σε ξένο σώμα—το σώμα της οικογένειας του αδελφού, που τον φιλοξενούσε με την τρυφερότητα σεκιούριτι: ζεστασιά με χειροπέδες. Το σπίτι πίσω του θρόιζε από προσεκτική σιωπή∙ ένας ρυθμός κλιματιστικού, ένα τρίξιμο σωλήνα—οι μικρές φωνές μιας χώρας που δεν σε ξέρει ακόμη και γι’ αυτό μπορεί ανά πάσα στιγμή να σε καταπιεί. Ήταν είκοσι χρονών και κουβαλούσε πάνω του μια Ελλάδα δεκαετιών: μπουζούκια με καπνό, γέλια στο στόμα, υγρά ξημερώματα, γυμναστήρια που μύριζαν σίδηρο και κολόνια, μικρά ρίσκα που μεγάλωναν σαν να τα πότιζε παράνομη βροχή. Ο φόβος; Α, ο φόβος ήταν το παλιό του άρωμα—ένα fougère της αταξίας—του πήγαινε.

Οι δρόμοι της αμερικανικής πόλης άδειοι, σαν να είχαν πάει όλοι σε ένα πάρτι όπου δεν ήσουν καλεσμένος. Φώτα νατρίου έσκαγαν σε κίτρινους κύκλους πάνω σε λακκούβες με νερό∙ κάθε κύκλος ένα μικρό ηλιακό σύστημα που γεννιόταν και πέθαινε με το πέρασμα του αυτοκινήτου. Το ρολόι στο ταμπλό έφτυνε 10:57 με φωσφορίζοντα ψηφία και ο Νίκος κατάπιε σάλιο που έμοιαζε με γυαλί. Πάτησε φρένο στην άκρη μιας γέφυρας παλιάς, σκουριασμένης—ένα κλουβί από σίδερο πάνω από γραμμές τρένου που δεν ονειρεύονταν πια κανέναν προορισμό.

Κάτω από τη γέφυρα, γύρω από ένα βαρέλι που έκαιγε με φλόγα γαλάζια—η φωτιά σαν ψάρι που ανέπνεε αέρα—στέκονταν πέντε. Σκιές με πρόσωπα, πρόσωπα με σκιές. Ο αέρας μύριζε βροχή που δεν έπεσε ποτέ και χαρτί παλιών εφημερίδων. Ο Νίκος πλησίασε, αφήνοντας πίσω του ένα μονοπάτι από αμφιβολίες που φωσφόριζαν για λίγο και μετά έσβηναν.

«Νίκος;» Η φωνή τον βρήκε πριν βρει εκείνος τον κάτοχό της. Ένας άντρας γύρω στα τριάντα πέντε, μαύρο παλτό, μάτια με τον ρυθμό του μετρονόμου—πάνε-έλα χωρίς ποτέ να κλείνουν. «Μάικλ,» είπε και το χέρι του ήρθε σταθερό, ανθεκτικό, με δέρμα που είχε μάθει να μη δείχνει τίποτα. «Μας αρέσει να λέμε ότι είμαστε ερασιτέχνες ερευνητές. Κράτα το έτσι απλό.»

Η γυναίκα με το κόκκινο κασκόλ—κόκκινο που δεν ήταν χρώμα αλλά πρόθεση—έγειρε ελαφρά το κεφάλι. «Τζένιφερ.» Το χαμόγελό της ήταν σαν κόκκος αλατιού σε μαύρο καφέ: ανεπαίσθητο, πειθαρχημένο. Δίπλα της, ο νεαρός με το ξυρισμένο κεφάλι—ένα κρανίο σαν καλοφτιαγμένο κράνος. «Ρίτσαρντ.» Τα μάτια του σάρωνε τον χώρο σε τετράγωνα, σαν να έφτιαχνε χάρτη ενός αόρατου ναρκοπεδίου. Λίγο πιο πίσω, ένας μεσήλικας με στρογγυλά γυαλιά που καθρέφτιζαν τη φωτιά, «Χένρι—θεωρίες για το ασυνείδητο» είπε, και η φωνή του είχε μέσα της γρανίτη. Η τελευταία, κοπέλα με μαλλιά σαν νύχτα που έχει λουστεί∙ «Έλενα. Αν χρειάζεσαι λέξη, πες με καλλιτέχνη.» Στα μάτια της, όμως, κατοικούσε μεζούρα.

«Ο επιστάτης είπε να είμαι εδώ στις έντεκα,» είπε ο Νίκος και πήρε μια ανάσα που μύριζε σκουριά και τσιμέντο. «Και ήρθα.»

«Το ξέρουμε,» είπε ο Μάικλ, σαν να διάβαζε θερμοκρασία. «Είδες κάτι που δεν βλέπουν όλοι. Σκιές—πίσω από γυαλί, σωστά;» Το «πίσω από γυαλί» πέρασε απ’ τον αέρα σαν παλιό τραγούδι που νόμιζες πως είχες ξεχάσει. Ο Νίκος ένιωσε ένα αγκάθι ευστοχίας στα πλευρά του.

«Είδα μια κίνηση που δεν είχε ιδιοκτήτη,» είπε. «Στον πίνακα ανακοινώσεων, το τζάμι… σαν να ανέβαινε μια σκιά από μέσα του, όχι από πίσω. Ποιος—τι—είστε;»

«Ερασιτέχνες,» ξανά η Τζένιφερ, τόσο γλυκά που η λέξη έκανε ανεπαίσθητο θόρυβο, σαν να έπεφτε σε κουρτίνα. «Παρακολουθούμε φαινόμενα. Σημειώνουμε. Κάνουμε μικρά πειράματα. Σε ενδιαφέρει να… παρατηρήσεις μαζί μας; Να περιγράψεις; Σου υποσχόμαστε γνωριμίες με ανθρώπους που δεν υπάρχουν στα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών.»

Ο Ρίτσαρντ δεν μιλούσε—αποθήκευε. Ο Χένρι έβγαλε ένα μικρό σημειωματάριο με δέρμα που είχε πιει βροχή. «Δεν είναι φαντασία,» είπε. «Είναι μικρά ρήγματα. Σαν να ζουλιέται ο χρόνος και να αφήνει ζουμί. Μερικοί βλέπουν τη γυαλάδα. Ελάχιστοι τη γεύονται. Εσύ—μοιάζεις από τους δεύτερους.»

Ο Νίκος θυμήθηκε τον αδελφό του: τη σκιά του στην πόρτα, το βλέμμα «είμαι εδώ για το καλό σου», την ευθύνη σαν κουκούλι που τον έκλεινε μέσα, αδελφοσύνη με ηλεκτροφόρα σύρματα. Θυμήθηκε επίσης τα φοιτητικά προγράμματα, τα μαθήματα, τα ρολόγια, τα «μην αργήσεις». Κάτι στη λέξη «πειράματα» έβαλε στο στόμα του γεύση οδοντιατρείου. «Δεν ξέρω πώς θα γίνεται,» είπε. «Είμαι… υπό παρακολούθηση. Ο αδελφός μου. Δεν έχω χώρο να λείπω τα βράδια. Κι εσείς… σας γνώρισα πριν πέντε λεπτά.»

Η Έλενα έγειρε, και η φωνή της ήρθε κοντά του σαν κρύο νερό πίσω από τον αυχένα. «Ο φόβος είναι απλώς άλλη πόρτα, Νίκο. Δεν λέω να την κλωτσήσεις. Λέω να δεις το πόμολο.»

«Δεν ζητάμε απόφαση εδώ,» είπε ο Μάικλ. «Θα συναντιόμαστε χαμηλά, κάτω απ’ τα ραντάρ. Μικρές ώρες. Μικρές κινήσεις. Θα κρατάμε καταγραφές—ανεκδοτολογικές. Θα σου δείξουμε ανθρώπους που μιλάνε με τρόπους που δεν συνηθίζεις. Θα καταλάβεις ότι ο κόσμος είναι πιο πλατύς από τα μαθήματα Εισαγωγή στη Θεωρία Ι.»

«Ερασιτέχνες, ε;» είπε ο Νίκος, σαν να ζύγιζε τη λέξη στα δόντια. Η Τζένιφερ βρήκε αμέσως τη χαραγή και γλίστρησε μέσα: «Φυσικά. Κοίτα μας: πέντε περίεργοι σε γέφυρα με βαρέλι. Αν ήμασταν κάτι άλλο, θα φορούσαμε καλύτερα παπούτσια.» Γέλασε με ήχο που δεν άφησε σημάδι.

Ο Χένρι άνοιξε το σημειωματάριο και ο Νίκος, για μια στιγμή, είδε στο κάτω μέρος σε μικρά γράμματα τρεις λέξεις που δεν άνηκαν σε κανένα ερασιτεχνικό σύμπαν: «πρωτόκολλο εισαγωγής—κάλυψη—αποχέτευση». Μπορεί και να τις φαντάστηκε. Μπορεί και όχι. Η φωτιά είχε το συνήθειο να γράφει πράγματα στα μάτια.

«Δεν υπόσχομαι τίποτα,» είπε ο Νίκος και η φωνή του έσπασε ειλικρινά—όχι από φόβο, από το βάρος μιας νέας γεωμετρίας. «Θα πρέπει να βρω τρόπο να… να κινούμαι χωρίς να ανάβω συναγερμό στο σπίτι. Δεν είμαι μόνος εδώ. Και δεν είμαι σίγουρος τι… τι ακριβώς κάνετε.»

«Παρατηρούμε,» είπε ο Μάικλ. Το «παρατηρούμε» έκατσε ανάλαφρα στη γέφυρα, όπως κάθε λέξη που ξέρει να κρύβει την κοιλιά της. «Θα σε βάλουμε να κοιτάς πίσω από γυαλί λίγο πιο συχνά απ’ ό,τι οι άλλοι. Αυτό μόνο.»

«Και αν το γυαλί σπάσει;» Ο Νίκος δεν ήξερε γιατί έκανε αυτή την ερώτηση. Ίσως γιατί ένιωθε ήδη τα δάχτυλά του υγρά.

«Τότε θα δούμε τι μπαίνει μέσα,» είπε η Έλενα με χαμόγελο σαν κοφτερό κουτάλι.

Ο Ρίτσαρντ, που μέχρι τότε είχε μιλήσει όσο ένας αστεροειδής, άφησε δύο συλλαβές να πέσουν, άοσμες αλλά βαριές: «Μόνο-πρωτόκολλο.» Τίποτε άλλο. Σαν να είχε ξεχάσει ότι βγήκαν από το στόμα του.

Η γέφυρα έτριξε το σίδερο της, τα τρένα από κάτω σφύριξαν μνήμη. Η πόλη αναστέναξε σε μακρύ, μονότονο τόνο. Ο Νίκος κοίταξε τη φωτιά: ένα βαρέλι που τώρα φαινόταν σαν στόμα που μασάει νύχτα και φτύνει ζεστή αμφιβολία. Οι φλόγες τρεμόπαιξαν και είδε για μια στιγμή τα πρόσωπά τους αλλιώς: ο Μάικλ με το βλέμμα του χειρουργού που ξέρει πού θα κόψει, η Τζένιφερ σαν σημαία που δεν δείχνει σε ποιον ανήκει, ο Ρίτσαρντ με το σώμα στην ένταση του «σήμερα ή αύριο», ο Χένρι με τις λέξεις «δομή—τεκμηρίωση—κάλυψη» να στροβιλίζουν πίσω από τα γυαλιά του, η Έλενα να κρατά στο χέρι ένα αόρατο πινέλο που ζωγράφιζε πάνω του μια σκιά με το σχήμα του ίδιου.

«Σκέψου το,» είπε ο Μάικλ. «Δεν χρειάζεται απάντηση απόψε. Αν θες, θα έχουμε τις ίδιες φλόγες εδώ, την ίδια ώρα, την άλλη εβδομάδα. Αν όχι, θα πούμε ότι απλώς χάσαμε έναν περίεργο που γύρισε το κεφάλι του την σωστή στιγμή. Μικρό κακό.»

Η λέξη «περίεργος» κάθισε ευγενικά στον ώμο του Νίκου και τον δάγκωσε.

«Και κάτι ακόμη,» πρόσθεσε ο Χένρι, σχεδόν αδιάφορα, καθώς έκλεινε το σημειωματάριο. «Αν σε ρωτήσει κανείς, πες ότι συναντήθηκες με φίλους του πανεπιστημίου για πρότζεκτ. Είναι αθώο. Και αλήθεια, κάπως.» Αυτό το «κάπως» είχε την υφή μιας δεύτερης πόρτας πίσω από την πρώτη.

Ο Νίκος ένευσε. Όχι συμφωνία∙ αναπνοή. Έκανε ένα βήμα πίσω, ύστερα άλλο ένα. Η γέφυρα τον δέχτηκε ξανά, το αυτοκίνητο τον αναγνώρισε σαν δικό του κλέφτη. Στο παρμπρίζ, τα φώτα της πόλης έκαναν μικρές εκρήξεις και μετά ησύχαζαν. Καθώς έσβηνε την τελευταία εικόνα του βαρελιού στο καθρεφτάκι, άκουσε τη δική του φωνή—ίσως, ίσως όχι—να λέει από μέσα του: «Πίσω από το γυαλί.»

Στον δρόμο της επιστροφής, σκέφτηκε τον αδελφό του που θα ροχάλιζε με την ευθύνη στα δόντια. Σκέφτηκε την Ελλάδα σαν ένα μπουκάλι που είχε αδειάσει και παρ’ όλα αυτά μύριζε ακόμη μεθυστικά. Σκέφτηκε πέντε ανθρώπους που του είπαν «ερασιτέχνες» όπως λένε «καλησπέρα» πριν περάσουν σύνορα.

Και πάνω απ’ όλα, σκέφτηκε πως η νύχτα αυτή—ενώ δεν είπε «ναι»—είχε ήδη βάλει το πόδι της μέσα στο δωμάτιο της ζωής του. Ένα πόδι με γαλότσα, βρεγμένο από ποτάμι που δεν σκοντάφτει σε γέφυρες. Ένα πόδι που ήξερε πρωτόκολλα. Ένα πόδι που μύριζε ελαφρά καμένο γυαλί.

Stranger..

Από Stranger

Μετά από την πρώτη πτώση στα 3 μου έτη από μια αντίκα κούνια της γιαγιάς δημιούργησα τα πρώτα μου κενά ! Στην πορεία ένα ατύχημα με ένα ποδήλατο, όπου σε μια κατηφόρα βουνού, συνάντησα ένα γέρικο πλάτανο με το κεφάλι,η συνάντηση αυτή με έφερε στην κατάσταση της μόνιμης Νιρβάνας που βρίσκομαι σημερα!Οι φίλοι μου μου λένε ότι κάπου κάπου ξυπνάω μέσα από τον λήθαργο μου και αρχίζω και γράφω ..η μιλάω σε ένα μικρόφωνο… δεν έχω καλους φίλους το γνωρίζω…από παιδί με κοροϊδεύουν!

Μια σκέψη στο “Κεφάλαιο Λ1 – Ο Σταθμός στις 11”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

elGreek