Η μικρή πόλη Λυζιέ, κρυμμένη ανάμεσα σε λόφους και πλαγιές της βόρειας Γαλλίας, έμοιαζε γύρω στο 1800 με ένα σκηνικό που θα ζήλευε ζωγράφος του ρομαντισμού. Στενά λιθόστρωτα δρομάκια, σκεπασμένα από κληματαριές που έριχναν σκιές πράσινες και χρυσαφένιες. Ο ποταμός Ορν κυλούσε ήρεμα λίγο πιο πέρα, κουβαλώντας τις αντανακλάσεις του ήλιου και τα γέλια των παιδιών που έτρεχαν ξυπόλυτα στις όχθες. Η πόλη δεν ήταν μεγάλη· λίγες εκατοντάδες ψυχές, όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, όλοι μοιράζονταν τις ίδιες χαρές και λύπες.
Στην καρδιά της πόλης, απέναντι από την πλατεία με το σιντριβάνι, βρισκόταν το κρεοπωλείο του Ετιέν Μποβιέ. Ο Ετιέν ήταν άντρας βραχύσωμος, γεροδεμένος, με δυνατά μπράτσα που είχαν μάθει να χειρίζονται το μαχαίρι με ακρίβεια σχεδόν καλλιτεχνική. Ύψος μόλις ένα και εβδομήντα πέντε, μα με παρουσία που γέμιζε τον χώρο. Είχε μάτια καστανά, που έλαμπαν πάντα ζεστά και καλοδεχούμενα, και χαμόγελο πλατύ που έκανε τον κόσμο να λέει πως ο χασάπης της Λυζιέ ήταν ο πιο καλόκαρδος άνθρωπος του τόπου.
Οι γείτονες τον αγαπούσαν γιατί ήταν ανοιχτοχέρης: συχνά έβαζε λίγο παραπάνω κρέας στο χαρτί της φτωχής χήρας, ή χάριζε κόκαλα για ζωμό στα παιδιά που δεν είχαν. Τίποτα δεν του έλειπε. Η ζωή του ήταν μετρημένη, ήσυχη, σχεδόν ευλογημένη.
Όλα, όμως, είχαν ένα κέντρο βάρους: τη Ζοζεφίν.
Η γυναίκα του ήταν η ομορφότερη παρουσία της πόλης – ίσως και της ολόκληρης Νορμανδίας. Ψηλή, με μαλλιά μαύρα σαν μετάξι που έπεφταν στους ώμους της, με μάτια πράσινα σαν θάλασσα καλοκαιρινή και δέρμα λευκό, διάφανο σχεδόν. Όταν περπατούσε στα δρομάκια, οι άνδρες δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν το βλέμμα τους, και οι γυναίκες χαμήλωναν τα μάτια μισοζηλεύοντας, μισοθαυμάζοντας.
Η Ζοζεφίν δεν ήταν απλώς όμορφη· είχε κάτι το αιθέριο, ένα άρωμα που έμοιαζε να μένει στον αέρα και να θολώνει τον νου όσων την πλησίαζαν. Ο Ετιέν την λάτρευε με πάθος αμείωτο, σαν την πρώτη μέρα που την είχε δει στο πανηγύρι της Παναγίας. Μα αυτή η λατρεία έκρυβε μέσα της ένα σκιάχτρο: τη ζήλια.
Στο κρεοπωλείο, ενώ έκοβε το κρέας με μαχαίρι που έλαμπε στον ήλιο, τα μάτια του συχνά έτρεχαν στο παράθυρο. Αν κάποιος νεαρός σταματούσε στον δρόμο για να χαιρετήσει τη Ζοζεφίν ή να της χαμογελάσει, ο Ετιέν έσφιγγε το σαγόνι, το αίμα του φούσκωνε στους κροτάφους. Ένιωθε τη φλέβα του να χτυπά σαν σφυρί. Το γέλιο της, που για τους άλλους ήταν γλυκό, για εκείνον γινόταν μαχαιριά.
Η πόλη έβλεπε τον Ετιέν σαν άγιο άνθρωπο· η Ζοζεφίν τον αγαπούσε με στοργή και αφοσίωση. Όμως εκείνος δεν μπορούσε να αντέξει την ιδέα ότι τα μάτια των ανδρών άγγιζαν τη γυναίκα του. Γινόταν παθολογικός ζηλιάρης. Έφτανε να κοιτάζει τα χέρια της, πού ακουμπούσαν, ποιον χαιρετούσαν· να μετράει τα δευτερόλεπτα που μιλούσε με άλλους· να αναρωτιέται αν το χαμόγελό της είχε κάτι παραπάνω από ευγένεια.
Στις γιορτές, ενώ η μουσική και οι χοροί πλημμύριζαν την πλατεία, εκείνος δεν διασκέδαζε· παρακολουθούσε. Σαν λύκος που φυλάει την αγέλη του, έβλεπε κάθε κίνηση, κάθε βλέμμα που γλιστρούσε πάνω στη Ζοζεφίν.
Η αδυναμία του δεν ήταν το κρέας, ούτε το κρασί, ούτε ο πλούτος. Η αδυναμία του ήταν αυτή η γυναίκα. Και η αδυναμία του γινόταν πάθος, το πάθος γινόταν φωτιά, κι αυτή η φωτιά τον έκαιγε αργά, μέρα με τη μέρα, πίσω από το χαμόγελο του «καλού χασάπη».
Η ζωή του έμοιαζε τέλεια. Μα το τέλειο είχε μια ρωγμή. Μια ρωγμή στο σχήμα της Ζοζεφίν.

ΚΏΔΙΚΑΣ ΖΟΖΕΦΊΝ=1704
ΥΠΌΣΤΑΣΗ Τ _ _ ΙΝ _ _ Α=1704
ΣΚΟΠΌΣ, ΜΆΝΑ ΠΡΟΣΤΑΣΊΑ=1704
ΑΙΘΕΡΙΚΗ ΕΝΈΡΓΕΙΑ, ΓΕΩΣΤΊΓΜΑ=1704