By Nikolas Gonos
Ελευθεριά..
Μπήκαν στην πόλη, σιωπή και καπνό,
με μάτια σβησμένα, με βλέμμα ψυχρό.
Μας φέραν καθρέφτες, μπιζού και φωνές,
να λάμπουν μπροστά μας σαν νέες αρχές.
Μιλούσαν γλυκά με φωνές από μέλι,
μα μέσα τους έβραζε ψέμα εντέλει.
Μας δείξαν το “όνειρο”, φως δανεικό,
και πήραν απ’ όλους ό,τι ήταν αληθινό.
Μας τάξαν ασφάλεια, ψεύτικη γη,
να ζούμε για πάντα σ’ οθόνη μικρή.
Μας δώσαν κανόνες, μας ντύσαν με φόβο,
να τρέχουμε ήσυχοι γύρω απ’ τον βρόγχο.
Μας είπαν «θα δείτε, θα ζήσετε πλούσια»,
μας ταισαν τα πάθη με όνειρα ανούσια.
Μας μάθαν να σκύβουμε, να μη μιλάμε,
να ζούμε σε ρόλους που άλλοι κρατάνε.
Δεν θέλω καθρέφτες, δεν θέλω σκηνή,
θέλω όμορφα να ζήσω τη στιγμή.
Ο κόσμος ματώνει, μα ακόμα μπορεί,
να βρει τη φωνή του και αλήθεια να πει.
Δεν ήρθε κανένας με θαύμα ακριβό,
μαζεύτηκε οργή σε λαό δειλό.
Τα χέρια δουλεύουν, το βλέμμα κενο,
στα δίκτυα πνίγεται κάθε σωστό.
Στις ουρές των νοσοκομείων οργη,
στα δελτία σερβίρουν την ίδια γραμμή.
Τα παιδιά φεύγουν έξω, οι γέροι σιωπή,
κι ο λαός λέει «φτάνει, ως εδώ η ντροπή».
Στις γειτονιές ανάβει πλεον κουζίνα κοινή,
μοιράζεται ο χρόνος, ψωμί και φωνή.
Στην κάμερα μπροστά δεν σκύβει κανείς,
γιατί απ’ το «εγώ» μεγαλώνει το «εμείς».
Δεν θέλω καθρέφτες, δεν θέλω σκηνή,
θέλω όμορφα να ζήσω τη στιγμή.
Ο κόσμος ματώνει, μα ακόμα μπορεί,
να βρει τη φωνή του και αλήθεια να πει.
Μας πήραν το σώμα, μα όχι το νου,
τον φόβο τον κάναμε πείσμα σαν γκουρου
Κι αν ψάχνουν να βρουν ποιος βαζει την φωτια,
είναι ο λαός που σηκώνεται ξανα.
Δεν θέλω καθρέφτες, δεν θέλω σκηνή,
θέλω όμορφα να ζήσω τη στιγμή.
Ο κόσμος ματώνει, μα τώρα μπορεί,
να βρει τη φωνή του και να σηκωθει
Μπήκαν στην πόλη, μα τώρα κοιτούν,
χιλιάδες καθρέφτες ραγίζουν παντού.
Κι απ’ τις ρωγμές τους γεννιέται ξανά,
η πρώτη αλήθεια, η λέξη: Ελευθεριά.