Το δωμάτιο της ανάκρισης ήταν ψυχρό, άδειο, σχεδόν υπερβολικά συμμετρικό.
Λευκοί τοίχοι που δεν άφηναν το βλέμμα να σταθεί πουθενά, και στη μέση το μεταλλικό τραπέζι με την ψυχρή γυαλάδα του. Στην απέναντι πλευρά, τρεις καρέκλες — κενές για λίγα λεπτά που έμοιαζαν αιώνες. Ένας καθρέφτης στον τοίχο, μεγάλος, τέλειος. Δεν αντανακλούσε απλώς· έμοιαζε να μας απορροφά, σαν να ’θελε να μας θυμάται περισσότερο απ’ όσο θυμόμασταν εμείς τους εαυτούς μας.
Μας κάθισαν στη σειρά. Ο Μίχα, εγώ, ο Ραμί. Ο αέρας μύριζε απολυμαντικό, αλλά πίσω απ’ τη μυρωδιά κάτι άλλο, μεταλλικό· σαν αίμα που είχε μείνει παλιό.
Η πόρτα άνοιξε. Τρεις ανώτεροι μπήκαν, με βήματα που έσπαγαν τη σιωπή σε κομμάτια. Δεν μας χαιρέτησαν. Κάθισαν αργά, σαν να είχαν όλο τον χρόνο του κόσμου — και ίσως να τον είχαν.
«Πώς γυρίσατε;»
Η φωνή ήρθε κοφτή, χωρίς συναίσθημα.
Ο Μίχα ψέλλισε κάτι για σκοτάδι που κινήθηκε σαν νερό. Τον διέκοψαν.
«Συγκεκριμένα».
Ο Ραμί προσπάθησε να πει ότι δεν θυμόταν. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν βαρύτερη κι από την απάντηση.
Όταν γύρισαν σε μένα, ένιωσα τον χρόνο να διαλύεται. Δεν ήξερα αν η ερώτηση είχε ήδη γίνει ή αν επρόκειτο να γίνει. Τα λεπτά άπλωναν σαν καπνός. Οι λέξεις τους έφταναν πριν τις προφέρουν. Ένιωσα να γλιστράω σε ρωγμές όπου το «πριν» και το «μετά» μπλέκονταν σαν υγρό μέταλλο.
«Είδες;» με ρώτησε ο χωρίς γάντια, ο μόνος που είχε αφήσει το χέρι του γυμνό πάνω στο τραπέζι.
Δεν ήξερα αν με ρώτησε ή αν μου είχε ήδη απαντήσει.
Κι ύστερα, η φράση που κόλλησε σαν μαχαίρι:
«Επιστρέψατε ενώ δεν έπρεπε. Αυτό σημαίνει ότι φέρατε κάτι πίσω. Εμείς θα το βρούμε».
Οι Καθρέφτες
Δεν υπήρξε έξοδος για μας. Μας έσυραν από την πίσω πόρτα, μέσα από διαδρόμους που μύριζαν χλώριο και σκουριά, μέχρι στους θαλάμους. Εκεί δεν ήμασταν στρατιώτες πια· ήμασταν δείγματα.
Πρώτο στάδιο: ο θάλαμος των καθρεφτών. Κυκλικός, χωρίς άκρη. Ολόκληρος επενδυμένος με καθρέφτες που πολλαπλασίαζαν το είδωλό μας σε χιλιάδες αντίγραφα. Στην αρχή κοιτούσα με περιέργεια. Μετά από ώρες —ή μέρες;— άρχισαν να κινούνται ανεξάρτητα. Ένα χαμόγελο που δεν έκανα ποτέ. Ένα βλέμμα που δεν μου ανήκε. Ο χρόνος εκεί μέσα δεν είχε κατεύθυνση. Υπήρχαν μόνο στιγμές που επαναλαμβάνονταν σαν σπασμένοι δίσκοι.
Δεύτερο στάδιο: οι διάφανοι κύλινδροι. Μας έκλειναν μέσα, γεμάτους με νερό που ανέβαινε αργά, βασανιστικά. Ο πνιγμός ερχόταν μεθοδικά· όχι για να πεθάνεις, αλλά για να θυμάσαι ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις. Γύρω από τον κύλινδρο περιστρέφονταν καθρέφτες, ασταμάτητα, κάνοντας το σώμα μου να πνίγεται σε εκατοντάδες εκδοχές του. Έβλεπα τον εαυτό μου να πεθαίνει ξανά και ξανά, αλλά η ανάσα συνεχιζόταν.
Τρίτο στάδιο: οι αίθουσες με ήχους και φώτα.
Λάμπες που άναβαν και έσβηναν με ρυθμό ακατανόητο, μέχρι να διαλυθεί η αίσθηση του χώρου. Ήχοι χαμηλοί, βουητά που χτυπούσαν το κρανίο σαν να το ήθελαν να ανοίξει από μέσα.
Δεν υπήρχαν μέρες ούτε νύχτες. Δεν ξέραμε αν ο χρόνος έξω συνέχιζε ή αν κι αυτός είχε σταματήσει μαζί μας. Στο τέλος, ο ύπνος και η εγρήγορση μπλέχτηκαν· ό,τι ζούσαμε μπορούσε να ’ναι όνειρο ή να ’ναι το μόνο αληθινό.
Η Σπίθα
Μια νύχτα —αν ήταν νύχτα— ξύπνησα στον θάλαμο των καθρεφτών και το είδωλό μου, ένα μόνο ανάμεσα στα χιλιάδες, χαμογελούσε διαφορετικά. Δεν με μιμήθηκε· με κοίταξε. Το χαμόγελο έλεγε: Θυμήσου.
Κι εκεί κατάλαβα ότι όσο κι αν με έσπαγαν, όσο κι αν με έπνιγαν στον ίδιο μου τον καθρέφτη, δεν ήμουν δικός τους. Δεν ήμουν το πείραμά τους.
Κάτι μέσα μου είχε αρχίσει να καίει.
Stranger…