4 τίτλοι: 1) ό παίχτης 2) 2.598.960 συνδοιασμοί τού πόκερ, 3) ό παίχτης κάθεται σ’ ένα γαλαξία καί παρατηρεί τούς άλλους 4) σ’ ένα αγρόχτημα στό σύμπαν. Ποίοι οί εξυπνότεροι οί Έλληνες ή οί Εβραίοι; Μέρος 1
ό παίχτης κάθεται στό κέντρο ενός γαλαξία καί παρατηρεί τό σύμπαν. Ανταμώνει τή κάθε τού ελπίδα από τή μοναδική τού οπτική θέα. Λιποθυμεί στό κάθε αναμενόμενο, ξημεροβραδυάζεται στίς αναπάντεχες εκπλήξεις. Οί απορίες τού πολλαπλασιάστηκαν καί οί λύσεις τού υπό σπάνιας αμφισβήτησεως. Μίσει τόν εαυτόν τού που είχε ταλέντο γιά κάτι πολύ μεγαλύτερο αλλά κόλλησε στό πεπρωμένο τής παρατήρησης. Νοιώθει μοναξιά στό πειό πολυσύχναστο δεκαεξάκτινο σταυροδρόμι τής παρηγοριάς. Ανοίγει τά φύλλα τής τράμπουλας αλλά κατανοεί στή δροσιά τής θλίψης ότι τού είναι λίγα. Προσμένει τό λεωφορείο τής αστρικής σκόνης νά τόν παρασύρει μακρυά καθισμένος στόν θρόνο τού περιηγητή τής Αφρικής μίας γωνιάς τού διαστήματος. Είδε τόσα πολλά όσα νά ταπεινώσουν τήν αλαζονεία τού ότι έχει εξώστη μέ απεριόριστη θέα. Δέν ήταν παρά μία μικρισκοπική κιλίδα η αισιοδοξία τού στόν μακρόκοσμο τού μικρόκοσμου. Στό τίποτε τού χαμένου, στό πάν τής απομόνωσης. Μία απερίγραπτη περιγραφή τού ένεψε πώς φθάνει η ώρα που τό χρώμα τής είναι εξώ από τόν φαντακτερό ήχο καί στόν ακόρεστο κύβο….
Κρεμασμένα σταφύλια στό υπερπέραν πίσω από τό ξαφνικό διάστημα, τσαμπιά από ιδέες. Θέλει ν’ αγαπήσει τήν μοναξιά του τόσο που νά μήν έχει ανάγκη από άλλη. Θέλει νά τήν αγκαλιάσει μέ τό κέντρο τής μοναδικότητας τού. Τό αριστούργημα τής αυτοσύνδεσης είναι όταν η μοναξιά διειδσύσει μέ τόση αγωνία στό κατώφλι τής αρμονίας στήν μοναδικότητας καί όταν η μοναδικότητα διεισδύσει στή μοναξιά μέ τήν αγιότητα τής παρηγοριάς εκείνης που ό φόβος γίνεται ξένη εξορκισμένη πεπερασμένη ύλη. Ό πήχυς λεπτός ένας βιολογικός συνειρμός ψηλότερα από τήν όραση. Τό μουράγιο τής αστρόσκονης τών φωτεινών πεταλούδων σέ σχήμα γελαστών αιλούρων, προτιμά τήν εικόνα που λέγει άπειρες λέξεις παρά τίς άπειρες λέξεις που μετά δυσκολίας καί ιδρώτα περιγράφουν ζομφά μία ξεθωριασμένη εικόνα από τό παρελθόν τής ματαιοδοξίας. Όλα στήν ανάγκη γιά αιωνιότητα, όλα στήν επιθυμία γιά απαραμιλλότητα, όλα μπροστά τού καμένο λυπημένο φώς. Μία αχτίδα ύπνου, ένα ρεύμα στο καταρράκτη εντόμου πέτρινου ήλιου….
Ανοίγει ξανά τή τράμπολα μέ στενόκοπη δειλία, τούς παρουσιάζονται ξεβράκωτοι 2,598,960 συνδοιασμοί. Αμέσως παρατηρεί ότι διαιρείται μέ τόν κύβο στό άρτιο 24. Λές νά υπάρχουν 108,290 γαλαξίες σ’ αυτό που η στενομυαλοσύνη τού ανθρώπου ονόμασε Σύμπαν; Λές στό κάθε σύνολο νά υποβόσκει τό σύνορο τών 108,290 μέσα από τόν κύβο τού 2,598,960; Αυτόν τόν αριθμό νά μήν τόν ξεχάσεις στό μέλλον θά τόν δείς πολλές φορές στή στιγμή. Τό χρώμα τού έχει τό χρώμα τής απάτης που έγινε αλήθειας καί τής αλήθειας που έγινε τράμπουλα…. Πάμε νά παίξουμε μέ ό,τι έχουμε πάμε νά παίξουμε μέ τή ψυχή…. Μέ τή ψυχή στό στόμα μέ τή ψυχή στήν λευτεριά τής λαχτάρας, στό φτερούγισμα τής αγωνίας τού φόβου τής καρδιάς. Επιτέλους ήρθε η ώρα η καρδιά νά αντικρύσει γυμνά κατάμματα ό,τι επιθυμούσε, θ’ άντέξει ή θά τά παίξει;…..
Σ’ ένα αγρόκτημα στό σύμπαν. Στό χωριό περίπου στήν άκρη τής αχτής, στό λιγνό φιδωτό μονοπάτι τό κτισμένο από άμμο καί πέτρα. Ψηλά από τή θάλασσα χαμηλά από τή κορυφή, σ’ ένα κρησφύγετο γιά λίγους, γιά μοναχικούς τής ζεστής παρέας, γιά λυκαβηττούς τής συντροφιάς από γερόλυκους τής νεανικής ζωής…. Γιά τύφους που έγιναν αρνάκια, γιά καμάκια που κρέμμασαν τά παπούτσια τού ποδοσφαιριστή. Γιά ξυπόλυτους που πεθύμησαν τήν αιωνιότητα τού χώματος, τήν θλίψη τής μουσκεμένης μέ νερό λεκάνης, γιά φρόνιμους που περιεργάζοντε τήν παραμικρή λεπτομέρεια…. Γι’ αυτούς που αναζητούν μέσα από τά πούρα, τά ποτά, τά τσιγάρια, τά χταπόδια ξαπλωμένα στήν λιακάδα τού τελιού, γιά ορφνούς στιφάδο. Στό αγνάντεμα τού πρωινού μέσα στό χαμόγελο τού δειλινού…. Γι’ αυτούς που πάντα ξημερώνει μέ τόν νού τής φωτιάς σέ κάθε παράλληλο τής γής…. Γιά τούς εραστές τού πώς στήν αναζήτηση τού όποτε….
Κάθε φορά συζήτηση γιά τό μερτικό στή νόηση μίας λέξης, αυτή τή φορά η προέκταση τής σημασίας ήταν η λέξη 2,598,960 άσπονδοι συνδοιασμοί στό πόκερ! Τί προεξόφληση στήν διάνοια νά έχει αυτό;….. Ό καθένας βλέπει τό πόκερ όπως νομίζει, όπως βλέπει η βλέψη τού, όπως αντικρύζει η όραση τού, όπως εννοεί η διαντίληψη τού, όπως κυκλοφορεί τό πεδίο τού, όπως χύνεται τό τοπίου τού, όπως ρεμβάζει η όρεξη τού, όπως τρέχει ό άλειπτος καταρράκτης μέσα στά μάτια τής αγάπης τού…. Όπως λούζεται τό νερό τόν φλοίσβο, όπως κελαρίζει τό ρυάκι στό χλημίντρισμα τού ίππου, όπως τιτιβίζει τό πουλί τό ρογχαλητό βρυχηθμό τού νησταγμένου τίγρη, γιά τούς σκλάβους αυτές οί αρχαίες λέξεις είναι καινούργιες, ξέφυγαν από τό είναι τούς παγηνυρίζοντες εξαπατημένοι που εισήλθαν στόν ήχο τού είναι τού άλλου, ενός άλλου χωρίς άλλο καί χωρίς κάτι…. Ξανά λούζεται η κοπελιά στό εξωτικό παράμερο περιγυάλι καί από πάνω τής χύνεται χείμαρος κατακόρυφος κτενιστής τής ένας παιχνιδιάρης από τή πάνω γειτονιά τής ζούγκλας. Ξυπνάει τό θηλυκό γυρεύει ακόρεστο αρχαίο αρσενικό…. Τό διάστημα τρέμει, η τάξη επανέρχεται. Η θυσία έφερε τήν χελώνα τής μακροζωίας στήν αποκάλυψη τής ερημικής ηρεμίας μέσα στά πυκνά δίμετρα χόρτα στό περιθώριο από θάμνο σέ θάμνο στό βοσκοτόπι από δένδρο σέ δένδρο. Στήν Άνοιξη από ανάσα σέ ανάσα. Στήν ελευθερία από γύμνια σέ γύμνια, στό περίεργο από άγνωστο σέ άγνωστο…. Στήν περιπέτεια από παιχνίδι σέ παιχνίδι, στήν διαδρομή από κίνδυνο σέ κίνδυνο…. στό ξέφωτο τού πράσινου, στό ξέφωτο μιάς στάλας από τιρκουάζ παρδαλότητα μέ τό ασήμι τής λιβελούλας λάμπας…. Κύκνοι ανά μέσα μάς λύκοι στά ενδότερα μάς…. Έντερα από περίεργα διαστρικά λάμα, αυλοί αρχαίων λαών νά παιανίζουν ρυθμό από κάθε βουνό στό διαστημόπλοιο που τού έδωσαν οί στενόμυαλοι Σύμπαν….
συνεχίζεται….
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
Τρεχα τωρα και συ να πληρωθεις και να βρεθεις στον καπιταλιστικο παραδεισο του θεου σου με τα βαπτισμενα πνευματικα λεφτα του θεου σου, για φαι και λοιπες αναγκες για το ποιημα που εγραψες..
Ό δαίμονας αντίχριστος που αλλάζει κάθε φορά όνομα καί μορφή βρυκόλακα, ό λασπολόγος φθονερός επαίσχυντος αντίχριστος κατακολλασμένος.
Κράτα τά χρήματα σού γιά τίς κομμουνιστικές ή άλλες ανάγκες σού, δέν σού ζήτησα χρήματα ούτε σκοποεύω, αλλά βόθρον έχεις βόθρον ξερνάς. Ούτε ζήτησα λεφτά γιά ότι προσφέρω όλα δωρεάν, μάλλον χάνω λεφτά από τό εάν ασχολούμουν αυτές τίς ώρες μέ τό χρήμα!
Κυρίος ειμοί βοηθός καί ού φοβηθήσομαι άνθρωπον καί ού φοβηθήσομαι κακά!
Εσύ πληρώνεσαι ή είσαι αγαθόεργος; Τί προσφέρεις είς τό κοινόν τό οποίον δέν είναι κομμουνιστικόν; Ή μήπως δουλεύεις πολύ καί πληρώνεσαι λίγο; “Αδικιμένε” από τήν αυτοαδικία σού!
Τι πίνετε ρε κουφάλες κ το κάνετε μουχτι??
Εμεις στο πηγάδι κατουρίσαμε?
Να ξέρετε δεν είστε νταξ!!