Διαφημίσεις

Ροκανίζουν τον χρόνον ώσπου να γεράσει ο χρόνος σου και να έρθει ο χρόνος τους….

Δεν έχουν ίχνος ανθρωπιάς

Δεν είναι άνθρωποι ούτε παιδιά

Σου προσφέρουν χρόνον για να χαθεί ο χρόνος

Παραδίνουν χρόνον, παράταση και πανιά μέσα σε μπάνιο που φαίνεται θάλασσα, μέσα σε λουτρό που φαίνεται με φενάκη αιώνας

Κερνούν κάλπικον χρόνον για να σπαταλάς τον χρόνον να ροκανίσουν τον χρόνον μας μέχρι να είναι έτοιμος ο χρόνος τους, ο αιμοβόρος χρόνος τους

Και συ χίλιες φυλές χίλια τσαπατσούλια πατσαβούρικα πανιά

Που τα βλέπει ο άνεμος και γελά όπως παλειά, δεν αλλάζεις δεν άλλαξες είσαι ανάδελφος ή το αντίθετον του αδελφού δελφός

Πιντώνουν [προσθέτουν] στον χρόνον μας υποχρεώσεις

Ελευθερία για υποχρεώσεις, ελευθερία υπο+χρεώσεων

Ένα βουνό που κάθεται πάνω σε μία παλειά ένδοξη σκωροφαγωμένη από την ποίηση της πολιτικόμωρης οίησης καρέκλα

Και φορτώνεται με άλλα βαρετά, άθλια και αδύστακτα βουνά

Και συ τα καλώς ορίζεις σαν καλά μπαχαρικά από τα μακρυά

Και γεύεσαι την απάτη και δοξάζεις, και πανηγυρίζεις

Και γιορτάζεις δεν ξέρεις τι,

Θύμα που βαστάει σκήπτρο

Σκελετός που σηκώνει σπαθί

Τάφος που κάνει επανάσταση στο θαμμένο του πετσί

Μία φαντασία με εκατομμύρια διχασμένα φαντάσματα

Όλα από το σαπρό σώμα του εχθεσυ+νού ένδοξου Εφιάλτη

Του μεγάλου ευκλεή διχασμού

Μία σπορά στην μπόρα της κατηφόρας στην θύελλα

Της αναμμένης μανιώδης καταιγίδας στον ανήφορο

Του μαύρου ηφαστείου της λευκής σκλαβιάς,

Πιντώνουν χώρον στον χρόνον των υποχρεώσεων

Ώσπου να γεράσει ο δικός χρόνος μέσα στον δικό τους χώρο

Να μαραζώσουν και υγροσαπίσουν χόρτο από περυσινή φουρνιά

Τα αόρατα πανιά στα αόρατα πτερά, η μόνη ευκαιρία που είχαμε

Και ποτέ δεν είχαμε διότι δεν είχαμε τα χρυσά μυαλά,

Μας πήραν τα κεφάλια πριχού μας τα πάρουν

Τα ενταφίασαν στις ζούγκλες που μας έφτειαξαν μερικά

Χιλιοστά εκατομμυριοχιλιοστά

Δεν υπάρχουν νόμοι, για να αγκαλιάσεις την ζούγκλα

Πρέπει να τα χάσεις όλα, στην ζούγκλα η ιδιοκτησία

Δηλαδή η ψευδοϊδιοκτησία, η δειλία για τα κατοχικά

Και αυτοκατοχικά δικαιώματα είναι σκλαβιά

Μέσα στο ποταμοκλουβί από τα ποταμοκαλάμια

Του ίδιου σου του εαυτού,

Σε μία ζούγκλα που αρνήθηκες για να γίνεις ένας ζωμός

Από τσάϊ που πέθανε πριν κρυώσει,

Φοβάσαι και γίνεσαι θρασύδειλος στα ξωτικά

Κουκλοθέατρα της κάθε σκιάς από λάβαρα μυθώδη

Που πέθαναν πριν γεννηθεί η ανάμνηση σου,

Φοβάσαι, το βλέπω στα μάτια σου, το ακούω στις φωνές σου

Διαμαρτύρεσαι επειδή υποτάχθηκες

Η διαμαρτυρία είναι η προαναγνώριση του αφέντη

Είναι η στάλα ότι και ο δούλος υπήκοος έχει θάρρος

Ένα θάρρος που σε πάει ως το βρέφος που λέγει ουά ουά

Που στα γαλλικά σημαίνει ναι ναι, ουΐ ουΐ

Ένα κλάμα βρέφους με σύγχρονες και ενήλικες λέξεις

Στα γερατεία σου, στα γερατεία της φυλής σου,

Στα γερατεία της τιμής σου, στα προγερατεία

Της ψευτοπαλλικαριάς σου,

Είσαι ελεύθερος να έχεις υποχρεώσεις και σε αυτές

Δεν αποκλείεται ο θάνατος και ο εξευτελισμός,

Η νεότητα που ποτέ δεν είχες είναι η βόρα

Των υποχρεώσεων,

Είσαι υποχρεωμένος να είναι εκατομμυριούχος υποχρεώσεων

Και δισεκατομμυρίων χρεών

Είσαι το ιδανικότερο είδος σκλάβου

Του σκλάβου που στον νόμο του δεν υπάρχει η λέξη

Και προπαντώς η έννοια σκλάβος σκλάβε!

Είσαι ένα κορόϊδο που σ’ αρέσει να κοροϊδεύεις τα άλλα

Κορόϊδα όταν πονάνε

Και να χασμουριέσαι όταν σε καλούν σε κοινό αγώνα,

Ένα κορόϊδο πρότυπο αρχέτυπο μετάτυπο παράτυπο

Μία τσαλακωμένη σκνίπα με βροντερή φωνή

Αστρικού λέοντα στα υπόγεια του μαγειρικού

Χοιρινού λίπους, για να λείπεις, διότι φοβάσαι

Να είσαι παρών, διότι δειλιάζεις να είσαι αυτοπαρόντας

Στις παρουσίες έξω από την τάξη και πέρα από την γυμναστική

Είσαι ένα κορόϊδο φτειαγμένο από τα σκιάχτρα των μύθων

Και κανίβαλα αυτοσκιάχτρα των αυτομύθων,

Τρέχεις χωρίς πόδια και κίνηση έξω από το διάνυμα

Και το άνυσμα,

Οργώνεις το κεφάλι σου με δόξες πεθαμένες

Με πλοία που σάπισαν και τα ήπιε πρώτα ο ωκεανός

Και ύστερα ο υποσταθμός του πυθμένα του ωκεανού

Μία γριά μάγισσα που σκούριασαν τα ξόρκια της

Ένα τεμπέλικο φρόνημα χωρίς πυξίδα

Ένα ρέμπελο οχλάριο μαλθακό στην δύναμη του

Για αυτοκαταστροφή αλληλοκαταστροφή

Ένα ψόφιο τίποτε που ξεφύτρωσε στο πουθενά

Με φλούδα και λέπια από κίτρινα ξενύχτικα αυγά

Μία θλίψη που κρύβεται στην πλήξη της διαστροφής

Στην πολυπλατεία της υπερηφάνειας

Ένα χώμα που χάλασε

Μία πρύμη που ξεχείλισε

Ένα μεθύσι που δεν φεύγει και ούτε θυμάται τον εαυτόν του

Ένα ψώνισμα από την Τράπεζα ή κάποια παρατράπεζα

Ένα μαγαζί που πωλεί μεγαλεία που δεν άντεξαν

Και δεν κάθονται στα ράφια

Ένα τεμπέλικο φρόνημα χωρίς πυξίδα

Ένα δραστήριο βρακυκύκλωμα στο αυτοβραχυκκύκλωμα

Μία συμφορά

Ένας μήνας που καρτερά χάνοντας την αίσθηση

Στην ασυναίσθηση,

Ένας μήνας που καρτερά χωρίς κατάρτια και νησιά

Βουλιάζοντας σε μία απέραντη στιγμή του παρελθόντος

Που κανείς δεν προσδιορίζει πότε και πού

Που δεν την θυμάται ούτε το παρελθόν

Που δεν την λυπάται ούτε το παρόν

Που πρόλαβε τα προξεπουλημένα εισιτήρια του μέλλοντος,

Μία Πατρίδα μια χούφτα χωρίς μεγέθη, όρια και αισθήσεις

Που την έκανε άνω κάτω και αναγνώριστη

Ο σύγχρονος εκσκαφέας, ο σύγχρονος ντελικάτος ντερβίσης

Πολυεκσκαφέας της ψυχής του σώματος, του σώματος της ψυχής,

Ένα μικροσκόπιο μικροβίου από μικροτόπιο τριμμένου χαμου

Ένας τερμίτης που τρώει τον εαυτόν του κρυφά

Μέσα στον μάταιο πενιχροδύναμο ναό του,

Ένας τερμίτης που άναψε και αράδιασε με δίκτυ χέρι

Σε χειραψία,

Ένας τερμίτης που έγινε φίλος με τον μυρμηγκοφάγο

Από διπλωματία

Δηλαδή ζομφή συγχυσμένη πλανοπαραφαντασία

Ένα όνειρο που δεν ήξερε κολύμπι

Ένα πούρο που έγινε δύτης να ανάψει από το υποθαλάσσιο

Ηφαίστειο, με μουσκεμένα μυαλά σε μουσκεμένα

Υποθαλάσσια διάτρυτα μάλλινα πανιά

Ένας δύτης χωρίς πνεύμονες και βράγχυα,

Ένας μεταλλαγμένος, μετά την αλλαγή ή η ίδια η αλλαγή

Είναι ο θάνατος του προηγούμενου,

Γι’ αυτό το λένε μετά επειδή ποτέ δεν κατάλαβες την γλώσσα σου

Ότι η αλήθεια χώστηκε για να μην αντιληφθείς το με τα….

Ο κουρέλλης σπίνος ταξιτζής που φώναζε τον εαυτόν του

Βασιλιά.

Ο νάνος της καρδιάς με γιγάντια υπεροψία

Βλέπει λίγα και αυτά τα λίγα φαίνονται τα πάντα

Ο νάνος του χρόνου στον νάνο χώρο του φόβου….

Η παράταση ακίνητου χρόνου μαραίνει την όρεξη

Αυτός είναι ο ορισμός της υποχρέωσης

Είσαι υποχρεωμένος να είσαι υποχρεωμένος

Και αυτό το δέχθηκες

Σαν να γεννήθηκες προϋποχρεωμένος,

Το λες ελεύθερη ψυχή να είσαι προπροσαρμοσμένος

Προϋποχρεωμένος μετά χαράς

Και να επαναστατείς ενάντια στην Ηθική

Που σου αποκαλύπτει την ελευθερία

Μέσα στην δίκαια τιμή;

Σου την έδειξε αλλά δεν σε υποχρέωσε

Μόνος σου έχεις προαίρεση προϋποχρέωσης

Σε όλη σου την ζωή γύρευες αυτόν που σε αδικεί

Με ανίκητη ισχύ,

Για να μπορεί να λέγει η δειλία σου στην οκνηρία σου

Μα πως μπορεί να νικηθεί;

Για να μπορεί να λέγει η οκνηρία σου στην δειλία σου

Αυτός είναι ο θεός ο νόμος όπως του κόβει και του αυτοκόβεται

Όπως του αυτοδόξει και όπως του δόξει,

Τι νόμος είναι εάν δεν με αδικεί;

Αυτός είσαι ο ίδιος εσύ….

[και λες από μέσα σου: μα πώς μπορώ να σε ξεχάσω είσαι αυτός που ξέχασα από δειλία και προαδιαφορία, επειδή είμαι ο αυτοεγκληματίας και νοιώθεις με αυτό μία δροσερή προδιεστραμμένη ικανοποίηση, μία στιγμή χωρίς ίχνος ύπαρξης στον χορό του πνιγμένου εαυτού της, αναισθησία της παραλυσίας της κρυμμένης δειλίας και παραδειλίας, μεταφορά ή μεταφορά;]

Παναγιώτης Δίας



Μην αφησετε την Πληροφορια να σας ξεπερασει

Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice

  • 1 Month Subscription
    3 Month Subscription
    6 Month Subscription
    Year Subscription

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

elGreek