Ένα βράδυ στις αρχές Σεπτεμβρίου, το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής, στην Ουάσιγκτον, διοργάνωσε μια συζήτηση που είχε ως θέμα “Cultural Conservatives: Two Visions Responding to the Post-Liberal Left” (“Πολιτιστικοί Συντηρητικοί: Δύο Οράματα Απαντούν στην Μετα-Λίμπεραλ Αριστερά”), σχετικά με το μέλλον του συντηρητισμού, ειδικά του κοινωνικού – θρησκευτικού συντηρητισμού στην εποχή της αυξανόμενης εκκοσμικευμένης εχθρότητας. Την συζήτηση μπορείτε να την δείτε εδώ.
Η συζήτηση ήταν μεταξύ δύο διανοούμενων που θεωρούνται ότι εκπροσωπούν δύο διαφορετικές φωνές της σημερινής αμερικάνικης συντηρητικής σκηνής. Του ιρανικής καταγωγής Sohrab Ahmari, εκδότη της New York Post και του David French, δικηγόρου και αρθρογράφου του National Review.
Η έντονη αντιπαράθεσή τους είχε αρχίσει νωρίτερα αυτό το καλοκαίρι, όταν ο Αχμάρι δημοσίευσε ένα δοκίμιο που το ονόμασε “Against David French-ism”. Ο French που είναι ένας ευαγγελικός χριστιανός που αναμιγνύει τη γλώσσα των πολιτικών ελευθεριών με προειδοποιήσεις από την Αγία Γραφή, πιστεύει, έγραψε ο Ahmari, ότι οι θεσμοί μιας τεχνοκρατικής κοινωνίας της αγοράς είναι «ουδέτερες» ζώνες που θα πρέπει θεωρητικά να φιλοξενούν τόσο τον παραδοσιακό Χριστιανισμό όσο και τους liberal τρόπους και την παγανίζουσα ιδεολογία της άλλης πλευράς. Από την άλλη πλευρά ο Ahmari, που πρόσφατα ασπάστηκε τον καθολικισμό, πιστεύει ότι οι συντηρητικές χριστιανικές αξίες απειλούνται σήμερα όσο ποτέ στην Αμερική – και θα ήθελε οι συντηρητικοί να αφήσουν τις ευγένειες με τον λιμπεραλισμό. Οι πολιτικοί συντηρητικοί, έγραψε, πρέπει να αγκαλιάσουν την πολιτική προσέγγιση της «καμένης γης» (υπό την έννοια του ολοκληρωτικού πολέμου) του Ντόναλντ Τραμπ και να «πολεμήσουν τον πολιτιστικό πόλεμο με στόχο να νικήσουν τον εχθρό».
Ο Ahmari πιστεύει ότι ο Χριστιανισμός στην Αμερική βρίσκεται υπό την πολιορκία τυραννικών αριστερών και έτσι κάθεται απαθής μπροστά στο φαινόμενο του “Drag Queen Story Hour”, στο να προσκαλούνται δηλαδή σε δημόσιες βιβλιοθήκες “drag queens”, να διδάξουν παραμύθια σε μικρά παιδιά, (όπου στην ουσία τα μυούν στο να είναι «ανοικτά στην queerness» και να φαντάζονται έναν κόσμο «χωρίς περιορισμούς φύλου»). Και η μη αντίδρασή του οφείλεται στο ότι δεν θέλει δήθεν να περιοριστεί η «ελευθερία της έκφρασης» και το καλό του «πλουραλισμού» και για αυτό απαιτείται «ανοχή». Με τον τρόπο αυτό οι οπαδοί του «δικαιωματισμού» και οι liberals/ αριστεροί παίζουν χωρίς αντίπαλο.
Γράφοντας στο The American Conservative, ο Rod Dreher, (Αμερικάνος συγγραφέας και δημοσιογράφος που από το 2006 έχει γίνει Χριστιανός Ορθόδοξος), αναφέρεται στις ομιλίες του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπάν, όπου το τι πιστεύει κάποιος για αυτόν, έχει να κάνει με το αν πιστεύει ή όχι ότι η Ουγγαρία ως έθνος αγωνίζεται για την επιβίωσή της ή όχι. Εάν ο λαός της Ουγγαρίας θα αντισταθεί στον επιχειρούμενο αργό θάνατό του ή όχι. Απεναντίας ο τρόπος που αντιδρούν πολλοί συντηρητικοί σήμερα στις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες, υποδηλώνει ότι προφανώς πιστεύουν ότι το σύστημα είναι «υγιές».
Όπως λέει ο Dreher, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο «Χαπιού Murti-Bing για Συντηρητικούς». Με το χάπι αυτό αυτό-τυφλώνεσαι και έτσι επιτυγχάνεις να μην καταλαβαίνεις ότι έχεις χάσει το παιχνίδι και αποφεύγεις να δεις την κατρακύλα ή ίσως μάλιστα μπορεί και να την εξυμνείς ως αποθέωση των «ατομικών ελευθεριών».
Η ιδέα του «Χαπιού Murti-Bing» (Pill of Murti-Bing) προέρχεται από το μνημειώδες βιβλίο του 1953 “The Captive Mind” (“Το Αιχμάλωτο Μυαλό” ή καλύτερα «Η Αιχμάλωτη Σκέψη») του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας, Πολωνού αντικομμουνιστή αντιφρονούντα Czeslaw Milosz (Τσέσλαφ Μίλος, φώτο). Πρόκειται για μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτης για το πώς συμπεριφέρονται οι διανοούμενοι κάτω από ένα καταπιεστικό καθεστώς για το πώς επιτυγχάνεται η «υποδούλωση μέσω της συνείδησης» και παρουσιάζεται μια εντυπωσιακή προσπάθεια να δοθεί εξήγηση γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης που θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα, γίνονται υπερασπιστές του κομμουνισμού.
Σχετική με το Χάπι Murti-Bing είναι και η ιδέα του “Ketman”: η πρακτική να μπορείς να ψεύδεσαι δημόσια επιτυχώς για αυτά που πραγματικά πιστεύεις, ενώ αποκρύπτεις τις προσωπικές σου σκέψεις. Είναι οι άνθρωποι που μέσα τους βαθιά ξέρουν ότι κάτι πολύ άρρωστο συμβαίνει στις σημερινές παρακμιακές liberal δημοκρατίες, αλλά προσπαθούν κάτι τέτοιες σκέψεις να τις θάψουν μέσα τους και να πείσουν τους εαυτούς τους ότι όλα είναι «μια χαρά». Και αυτό γιατί αν πραγματικά αντιμετώπιζαν τους φόβους τους, θα έπρεπε να κάνουν κάτι…
Οι υποτελείς «πολίτες» που παράγει ο ολοκληρωτισμός δεν είναι άμυαλοι τεμπέληδες, αλλά επιδέξιοι υποκριτές, ικανοί για αυτο-δικαιολόγηση και για ηθικούς διαχωρισμούς «καλού-κακού» όπως ο καλύτερα εκπαιδευμένος Ιησουίτης. Ένα τέτοιο άτομο ο Miłosz το ονόμασε «Ketman».
Ο Miłosz δανείστηκε τον όρο ketman από την ιστορία της ισλαμικής θεολογίας. Το βρήκε στο βιβλίο «Θρησκείες και Φιλοσοφία της Κεντρικής Ασίας» (1865), του Γάλλου διπλωμάτη και συγγραφέα Arthur de Gobineau (κόμης Αρτύρ ντε Γκομπινώ, 1816-82), ο οποίος ήταν μελετητής του μουσουλμανικού κόσμου και υπηρέτησε ως προσωπικός γραμματέας του Alexis de Tocqueville μετά την επανάσταση του 1848, και υπουργός της Γαλλίας στην Περσία. Εκεί, μετέφρασε τον René Descartes στην γλώσσα φαρσί και συνομίλησε με μέλη διαφόρων ετεροδόξων ομάδων, όπου κάποια από αυτές τον εισήγαγε στην έννοια του ketman. Προέρχεται από την αραβική λέξη που σημαίνει σύνεση ή απόκρυψη και αναφέρεται στην πρακτική που είχαν οι μωαμεθανοί τα πρώτα χρόνια του Ισλάμ, να κρύβουν τις αληθινές τους πεποιθήσεις, επειδή βρίσκονταν ανάμεσα σε εχθρικούς απίστους. Αργότερα, οι Σιίτες, που ζούσαν αιώνες ως διωγμένη μειονότητα υπό τη κυριαρχία των Σουνιτών, πήραν αυτή την πρακτική και την μεταμόρφωσαν σε διαταγή, γνωστή ως taqiyya. Μετά την επανακατάκτηση της Ισπανίας από τις χριστιανικές δυνάμεις, ορισμένοι μουσουλμάνοι κληρικοί άρχισαν ενθαρρύνουν τους οπαδούς τους να εξασκήσουν την τακίγια για να διατηρήσουν τη θρησκεία τους. Παρόμοια τακτική υιοθέτησαν και χριστιανικές αιρέσεις όπως οι Βαλδέσιοι, αλλά και οι Εβραίοι.
Του βιβλίο του Milosz ξεκινάει με αναφορά σε ένα σκοτεινό δυστοπικό μυθιστόρημα του 1927, του Πολωνού διανοούμενου Stanislaw Ignacy Witkiewicz, με τον τίτλο “Insatiability” (“Αδηφαγία” στην ελληνική μετάφραση. Να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Witkiewicz, αυτοκτόνησε την μέρα που τα σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Πολωνία). Σε αυτή την ιστορία, οι Κεντροευρωπαίοι που αντιμετωπίζουν την προοπτική να καταληφθούν από άγνωστες ασιατικές ορδές, δημιουργούν ένα μικρό χάπι, ως «θεραπεία για την ανεξάρτητη σκέψη», το οποίο τους ανακουφίζει από το φόβο και το άγχος. Επηρεασμένοι από τα αποτελέσματα του χαπιού, όχι μόνο δέχονται τα νέα τους αφεντικά, αλλά είναι και ευτυχείς που θα τους δεχτούν.
Στην αρχή, τα χάπια Murti-Bing δημιουργούν μια τυφλή υπακοή, αλλά τελικά οδηγούν όσους τα παίρνουν, να αναπτύξουν διαφορετικές προσωπικότητες. Στη συνέχεια, ο Milosz συγκρίνει τα Χάπια Murti-Bing με τα συμπτώματα αδράνειας των διανοούμενων στην ΕΣΣΔ και στο σοβιετικό μπλοκ.
Για τον συγγραφέα του “The Captive Mind”, οι Πολωνοί διανοούμενοι που αγκάλιασαν τον κομμουνισμό και τη σοβιετική κυριαρχία είχαν πάρει το χάπι του Murti-Bing. Ήταν αυτό που τους έκανε να είναι ανεκτικοί με την κατάσταση αυτή. Δεν μπορούσαν να σταθούν και να δουν την πραγματικότητα, γιατί αν αναγνώριζαν τι συνέβαινε πραγματικά στη χώρα τους, ο πόνος και το σοκ θα έκαναν αβάσταχτη τη ζωή.
Οι σύγχρονες liberal δημοκρατίες είναι βαριά ασθενείς και μοιάζουν καταδικασμένες να πεθάνουν. Δεν είναι περίεργο ότι οι άνθρωποι θέλουν να πάρουν το Χάπι Murti-Bing, καταλήγει ο Rod Dreher.
Είναι σαν κάποιος που έμαθε ότι η διάγνωση λέει καρκίνος και προτιμά να ζει στην άρνηση παρά να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice