Μια καθόλου σοβαρή στάση, παράγωγη του καθόλου σοβαρού δόγματος: «Και τι θέλατε; Να κάνουμε πόλεμο»;
Γράφει ο Σάββας Δ. Βλάσσης
ΤΟ «ΔΟΓΜΑ» ΤΟY «ΨΕYΤΟΠΟΛΕΜΟY» ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Όσο τραγικό και αν ακούγεται, η όποια κρίση δημιουργήθηκε από το
δυστύχημα της 23ης Μαΐου 2006, δεν είχε ως επίκεντρο τον φόνο του Έλληνα
αεροπόρου, αλλά την διαδικασία διασώσεως του Τούρκου φονιά…
Στις 23 Μαΐου 2006, ο Σμηναγός (Ι) Κωνσταντίνος Ηλιάκης
της 343
Μοίρας φονεύθηκε όταν ένα τουρκικό F-16 συγκρούστηκε με το αεροσκάφος
του. Το τραγικό δυστύχημα, οφειλόμενο στην ανικανότητα ενός θερμόαιμου
Τούρκου αεροπόρου, προκάλεσε μία κρίση ορισμένων ωρών. Κρίση, όχι επειδή
φονεύθηκε ένας Έλληνας αξιωματικός (η ελληνική πλευρά δεν αντέδρασε επί
της ουσίας σε κανένα επίπεδο) αλλά για την «διαχείριση» της διασώσεως
του Τούρκου αεροπόρου…
Οι χειρισμοί από πλευράς ΓΕΕΘΑ, άφησαν απορίες.
Τουρκικά μαχητικά
και ελικόπτερα CSAR εισήλθαν στο Αιγαίο κι εξετέλεσαν την αποστολή
τους, μη παραλείποντας να παρενοχλήσουν και το ελληνικό ελικόπτερο που
βρισκόταν στην περιοχή! Το παιχνίδι των όποιων εντυπώσεων, χάθηκε
πανηγυρικά για την ελληνική πλευρά, μαζί με τον αξιωματικό της. Η τυπική απολογητική απάντηση σε ανάλογες περιπτώσεις ανεπαρκών χειρισμών, γνωστή: «Και τί θέλατε; Να κάνουμε πόλεμο»;
Απάντηση πρόχειρη, δίχως νόημα, δεδομένου ότι εδράζεται σε εντελώς εσφαλμένο σκεπτικό.
Πρόκειται,
ωστόσο, για μία φράση – κλειδί, η οποία από το 1974, τουλάχιστον,
ενσαρκώνει το ελληνικό «δόγμα» αντιμετωπίσεως των τουρκικών προκλήσεων.
Ένα «δόγμα», που τρεις δεκαετίες μετά, το μόνο που έχει αποφέρει είναι η
σημερινή αδιέξοδη κατάσταση των καθημερινών τουρκικών προκλήσεων.
Το ελληνικό «δόγμα» βασίζεται σε μία εντελώς εσφαλμένη παραδοχή.
Με τις προκλήσεις της, η Τουρκία δεν αποβλέπει σε στρατιωτική σύγκρουση
με την Ελλάδα. Οι προκλήσεις – απειλές είναι ο μοχλός πιέσεως μέσω του
οποίου επιδιώκεται η συστηματική υπονόμευση των ελληνικών κυριαρχικών
δικαιωμάτων και η κάμψη της ελληνικής θελήσεως για πλήρη άσκηση αυτών.
Πρόκειται δηλαδή για έναν «ψευτοπόλεμο», στον οποίο, μπορεί, τυπικώς, να
μην υπάρχουν εχθροπραξίες, ωστόσο, οι απώλειες «μετρούνται» στις
εντυπώσεις οι οποίες δημιουργούν το πλαίσιο της μελλοντικής
διαπραγματεύσεως. Και η εντύπωση όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι η Ελλάδα
αδυνατεί να αντιμετωπίσει την τουρκική πίεση σε στρατιωτικό και πολιτικό
επίπεδο.
Επειδή δε η ελληνική τακτική είναι τόσο δειλά αμυντική,
οι πάντες
τείνουν να πιστέψουν ότι η αδράνεια της Ελλάδος, όσον αφορά την πλήρη
άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της, οφείλεται σε αδύναμες θέσεις, εν
σχέση με τις τουρκικές. Πέραν όμως των εντυπώσεων, είναι καλό να
εξεταστεί τις ισχύει στην πράξη. Και εδώ, η πραγματικότητα είναι ότι η
σταθερή διόγκωση των τουρκικών διεκδικήσεων, οδηγεί στην σταδιακή κάμψη
της άλλοτε σταθερής ελληνικής αρνήσεως, για εμπλοκή σε διαδικασία
διαπραγματεύσεων.
Απλοποιώντας τα πράγματα, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι από το 1974
η Τουρκία χρησιμοποιεί τις Ένοπλες Δυνάμεις της για την επίτευξη του
πολιτικού σκοπού της, εις βάρος ενός αντιπάλου ο οποίος δεν επιδεικνύει
την ίδια σθεναρή στάση. Και αυτό, διότι η ελληνική ηγεσία έχει αποδείξει
ότι η υποβάλει την χρήση της ένοπλης ισχύος της σε καίριους πολιτικούς
περιορισμούς, οι οποίοι εκμηδενίζουν την όποια απόδοσή της (αποτροπή).
Τοιουτοτρόπως, σε πολιτικό επίπεδο, έχει ωριμάσει η «ανάγκη» για μία
διαπραγμάτευση.
Η ήττα της ελληνικής πλευράς, οφείλεται εν πολλοίς στην συστηματική άρνησή της να αντιληφθεί ότι σε αυτόν τον «ψευτοπόλεμο»,
η χρήση της ένοπλης ισχύος για δυναμική αντιμετώπιση των προκλήσεων,
δεν συνεπάγεται αυτομάτως και πραγματικό… πόλεμο. Όσον αφορά το
διαβόητο «πολιτικό κόστος», αυτό είναι ένα καθαρά θεωρητικό ιδεολόγημα.
Όλα αυτά τα χρόνια, η Τουρκία έχει καταφέρει να δείξει στην διεθνή
κοινότητα ότι η εμφανιζόμενη στρατιωτική αδυναμία της Ελλάδος,
συνεπάγεται σαθρότητα θέσεων σε πολιτικό επίπεδο, όσον αφορά τα ελληνικά
δίκαια. Στην ουσία, η Ελλάδα έχει παραχωρήσει στην Τουρκία το δικαίωμα
να αμφισβητεί εμπράκτως τα κυριαρχικά της δικαιώματα, δίχως απολύτως
καμμία συνέπεια! Ακόμη και στην περίπτωση που ένα τουρκικό αεροπλάνο
προκαλέσει απώλειες αεροσκαφών και πληρωμάτων, όπως απεδείχθη στις 23
Μαΐου 2006.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ «ΔΟΓΜΑΤΟΣ»
Μία ιστορική αναδρομή στα γεγονότα, είναι αποκαλυπτική. Μέχρι και το 1974, οι τουρκικές προκλήσεις ήσαν περιορισμένης μορφής, με ορισμένες συγκυριακές εξάρσεις. Οι προκλήσεις απέβλεπαν στον εκφοβισμό των Αθηνών, όσον αφορά το Κυπριακό. Την
εποχή εκείνη, οι είσοδοι των τουρκικών αεροσκαφών ήταν σύντομες, με
αποτέλεσμα, ακόμη και αν η ελληνική πλευρά επεδίωκε κατάρριψη (απολύτως
φυσιολογική και δικαιολογημένη αντίδραση) αυτή να είναι αδύνατη.
Από το 1974 πλέον, οι τουρκικές προ-κλήσεις έχουν ως στόχο την αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο.
Στην
Κύπρο, η επιτυχής εισβολή σηματοδότησε θρίαμβο πρώτου μεγέθους για την
τουρκική πολιτική. Εύλογα, η Άγκυρα επέκτεινε τις βλέψεις της εις βάρος
του παθητικού γείτονος, με επίκεντρο πλέον το Αιγαίο. Την εποχή εκείνη, οποιαδήποτε κατάρριψη τουρκικών αεροσκαφών ήταν απολύτως «αποδεκτή», με βάση τις τεταμένες διμερείς σχέσεις.
Όπως είχαν αποδείξει τα γεγονότα στην Κύπρο, καμμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμούσε πολεμική σύρραξη.
Όμως, ένα θερμό επεισόδιο με αρνητική κατάληξη για την τουρκική πλευρά,
θα έθετε αποτελεσματικό φραγμό στην τουρκική προκλητικότητα. Η Αθήνα
δεν το τόλμησε. Η αδυναμία καταπολεμήσεως της καταστάσεως εν τη γενέσει
της, προκάλεσε την διαιώνισή της.
Θερμά επεισόδια σημειώθηκαν αρκετά, αρχής
γενομένης από την αερομαχία της 20ής Ιουλίου 1974, όταν ο Δινόπουλος
κατέρριψε ένα τουρκικό F-102 και υποχρέωσε ένα άλλο σε συντριβή.
Το
συμπέρασμα ήταν ότι όποτε υπήρχε δυναμική ελληνική αντίδραση, αυτομάτως
παρατηρείτο τουρκική αναδίπλωση, δίχως, βεβαίως, καμμία επέκταση της
«κρίσεως» και ασφαλώς κανένα «πολιτικό κόστος». Πολύ σύντομα όμως, η
τουρκική πλευρά αντιλήφθηκε ότι ο αντίπαλος δεν είχε συγκεκριμένη
πολιτική αντιμετωπίσεως. Κατανόησε ότι οι όποιες δυναμικές αντιδράσεις
δεν ήταν προ-σχεδιασμένες ή μελετημένες.
Ως εκ τούτου, σταδιακώς, οι είσοδοι τουρκικών μαχητικών στο FIR
Αθηνών, όσο και οι πτήσεις στον εθνικό εναέριο χώρο, κατέστησαν ρουτίνα.
Τα
ελληνικά αεροσκάφη συνήθισαν να έρχονται σε επαφή με τα τουρκικά, δίχως
να λαμβάνουν εντολή καταρρίψεως, σε οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια, είτε
αυτή ήταν η παραβίαση του εθνικού εναερίου χώρου, είτε η αντίδραση με
ελιγμούς που οδηγούσε σε εικονική εμπλοκή.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, απωλέσθη η αξιοπιστία της ελληνικής αποτροπής.
Η υποβάθμιση της ελληνικής αποτροπής,
είχε την αφετηρία της σε εσφαλμένες πολιτικές αντιλήψεις. Αμέσως μετά το 1974, η Αθήνα εξακολουθούσε να πιστεύει στην «Συμμαχία» του ΝΑΤΟ. Θεωρούσε ότι δυναμική αντίδραση στις τουρκικές προκλήσεις, θα είχε «πολιτικό κόστος» από τις αντιδράσεις των Συμμάχων, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την προσπάθεια επανεντάξεως, για την οποία εκλιπαρούσε.
Σε μία περίοδο που η Ελλάδα απολάμβανε διεθνή ηθική αναγνώριση
έναντι
της τουρκικής επιθετικότητος, οποιαδήποτε ελληνική δυναμική ενέργεια θα
γινόταν αντιληπτή ως αμυντική και απολύτως δικαιολογημένη. Η Τουρκία,
βλέποντας την ανυπαρξία πυγμής, σε συνδυασμό με ανοίγματα «καλής
θελήσεως» από το 1976, αντιλήφθηκε ότι ο γείτονάς της, έπειτα από κάποια
πίεση, δεν έχανε το ενδιαφέρον του για μια «τελική» διαπραγμάτευση.
Παράταση της εντάσεως σε στρατιωτικό επίπεδο, διαπιστώθηκε ότι απέφερε
συνεχή διολίσθηση των ελληνικών θέσεων, όσον αφορά την βάση – έκταση
αυτής της «τελικής» διαπραγματεύσεως.
Ως εκ τούτου, η πρώτη ελληνική «επίθεση φιλίας» στην δεκαετία του 1970, έπεσε στο κενό, οδηγώντας σε αποθράσυνση του εχθρού.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice