Η επερχόμενη ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ, σε συνδυασμό με τις πρόσφατες εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας (Αραβική Άνοιξη, Συρία, Ιράν, κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας), αλλά και την κορύφωση της οικονομικής κρίσης στην χώρα μας, συνθέτουν ένα πολύπλοκο γεωστρατηγικό παζλ, για την επίλυση του οποίου θα απαιτηθούν, από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης ιδιαίτεροι ελιγμοί και κρίσιμες αποφάσεις.
Είναι πιθανό ότι την στιγμή αυτή οι περισσότεροι Έλληνες εγκλωβισμένοι στο διαρκές καθοδικό σπιράλ της οικονομικής κρίσης δεν έχουν την πολυτέλεια να σκεφθούν και να αξιολογήσουν την διαδικασία ανακήρυξης της ΑΟΖ και την σπουδαιότητα που θα διαδραματίσει στο εγγύς και απώτερο μέλλον για την χώρα μας.
Οι κινήσεις που έχει κάνει μέχρι σήμερα η κυβέρνηση κάτω από την απόλυτη καθοδήγηση του πρωθυπουργού χαρακτηρίζονται θετικές, αλλά έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας μέχρι το τέλος και είναι σίγουρο ότι ακόμα δεν έχουμε δει την τουρκική επιθετικότητα στην πλήρη ανάπτυξή της. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα την κυβέρνηση, η οποία και θα πρέπει να «κτίσει» συμμαχίες τέτοιες που θα ακυρώσουν τα οιαδήποτε σχέδια των γειτόνων μας. Η πρόσφατη προσέγγιση με την Γαλλία αποτελεί ένα θετικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν μπορεί να είναι αρκετό, αφού στην περιοχή μας υπάρχουν και άλλοι, μεγαλύτεροι «παίκτες» με τους οποίους η κυβέρνηση θα πρέπει να βρει μια κοινή συνισταμένη.
Ποτέ σε τόσο μεγάλης έκτασης γεωπολιτικά παιχνίδια δεν γίνεται να κερδίσεις βασιζόμενος μόνο σε μια χώρα. Η αμερικανική και ρωσική πλευρά μετά την επίσκεψη Ολάντ έχουν τηρήσει μέχρι σήμερα μια διακριτική στάση και δεν έχουν εκδηλώσει καμία από τις προθέσεις τους ή τις εκτιμήσεις τους για αυτή την στενή συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Η γαλλική πλευρά προχώρησε σε μια ξεκάθαρη τοποθέτηση υπέρ της ελληνικής ΑΟΖ, έχοντας όμως ως απώτερο στόχο τόσο την εμπλοκή γαλλικών εταιρειών στην αξιοποίηση των υδρογονανθράκων όσο βέβαια και την προώθηση δικών τους αμυντικών εξοπλισμών.
Χωρίς αυτό να είναι κατ’ ανάγκη κακό, η Ελλάδα θα πρέπει να αξιολογήσει με ιδιαίτερη προσοχή τις προτάσεις των Γάλλων, τόσο από επιχειρησιακής πλευράς όσο και οικονομικής, προκειμένου να διασφαλίσει ότι σε βάθος χρόνου δεν θα βγει χαμένη η χώρα. Αυτό γιατί μπορεί σήμερα μια προσφορά ενοικίασης αμυντικού εξοπλισμού να φαντάζει δελεαστική, λόγω των οικονομικών δυσκολιών, αλλά κάποιες μικρές λεπτομέρειες να προσδέσουν τη χώρα σε βάθος ετών με συστήματα που δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις μελλοντικές αυξημένες επιχειρησιακές απαιτήσεις. Στο πλαίσιο αυτής της αξιολόγησης θα πρέπει να αναζητηθούν και εναλλακτικές λύσεις ή προτάσεις, οι οποίες και να συγκριθούν. Μάλιστα στην περίπτωση που αυτές οι λύσεις προέρχονται από άλλες χώρες με στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή μας (ΗΠΑ, Ρωσία, Γερμανία, Αγγλία, Ισραήλ) θα πρέπει να αξιολογηθούν στο πλαίσιο αναζήτησης περισσότερων συμμάχων στην προσπάθεια ανακήρυξης της ΑΟΖ. Είναι πολύ πιθανό η συμμετοχή της Γαλλίας μόνον στο εγχείρημα της ΑΟΖ να μην αποδειχθεί αρκετή. Σε μια τέτοια περίπτωση το κόστος θα είναι τεράστιο τόσο από γεωπολιτικής πλευράς όσο και από οικονομικής αφού η οιαδήποτε εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων θα καταστεί αβέβαιη ενώ συγχρόνως η χώρα θα έχει πληρώσει την ενοικίαση σημαντικών αμυντικών συστημάτων χωρίς αποτέλεσμα.
Σε όλα τα ανωτέρω θα πρέπει δε να εκτιμήσουμε σωστά την λεγόμενη εξοπλιστική διπλωματία, καθόσον τους τελευταίους μήνες διαβάζουμε συνέχεια (χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι τα γραφόμενα ευσταθούν) για πιέσεις, κυρίως των Ευρωπαίων εταίρων μας, για υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων ευρωπαϊκής προέλευσης. Το σκεπτικό βάσει αυτών των δημοσιευμάτων είναι ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, ως δανειστές μας, απαιτούν να πάρουν πίσω μεγάλο ύψος από τα κονδύλια τους μέσω αυτών των εξοπλισμών, ενώ ταυτόχρονα υπόσχονται κατά καιρούς και διπλωματική υποστήριξη σε κρίσιμα εθνικά θέματα. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, οι απαιτήσεις αυτές επεκτείνονται πλέον και σε άλλους τομείς (ενέργεια, πλουτοπαραγωγικές πηγές, κλπ).
Η από πολλούς θρυλούμενη λοιπόν διπλωματία των εξοπλισμών δεν υφίσταται από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και μετά. Η έννοια αυτή είχε νόημα την εποχή του ψυχρού πόλεμου σε έναν διπολικό καθαρά κόσμο, τότε που οι χώρες ήσαν πραγματικά υποχρεωμένες να αποκτούν οπλικά συστήματα ανατολικού ή δυτικού τύπου. Σήμερα σε έναν μονοπολικό σε παγκόσμιο επίπεδο κόσμο και ταυτόχρονα πολυπολικό σε τοπικό επίπεδο, η προσπάθεια δημιουργίας ισχυρών φίλων μέσω των εξοπλισμών είναι κατά το μάλλον ήττον αποτυχημένη, αφού δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν όλοι οι ισχυροί, ενώ συγχρόνως υπονομεύει τόσο την οικονομική κατάσταση της χώρας όσο και την αποτρεπτική της ικανότητα, αφού πολλές φορές αυτό που υπαγορεύει η διπλωματία των εξοπλισμών δεν ταυτίζεται με την καλύτερη και οικονομικότερη επιχειρησιακή λύση.
Οι προφορικές δεσμεύσεις πολιτικών παραγόντων από χώρες – προμηθευτές σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής με αβέβαιη πορεία και αμφίβολή εξέλιξη δεν είναι φυσικά λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα θα πρέπει να εξαρτά τις αμυντικές προμήθειές της. Ελάχιστες φορές υπήρξαν παραδείγματα σε οποιαδήποτε χώρα όπου κάποιο εξοπλιστικό πρόγραμμα, είχε ως αποτέλεσμα την παροχή πραγματικών ανταλλαγμάτων σε πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο. Άλλωστε όπως είναι γνωστό στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα, οι αποφάσεις στήριξης σε διπλωματικό επίπεδο επηρεάζονται πρωτίστως από τις γεωπολιτικές ισορροπίες, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και τους ενεργειακούς κόμβους. Αν θέλουμε να δούμε το ζήτημα ρεαλιστικά και όχι με συναισθηματισμούς, θα διαπιστώσουμε τελικά ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, τα εξοπλιστικά προγράμματα χρησιμοποιούνται πρωτίστως ως μοχλός πίεσης για την εξασφάλιση μεταφοράς τεχνογνωσίας και βιομηχανικού έργου από την χώρα που είναι πελάτης, παρά για αμφιβόλου αξιοπιστίας διπλωματικά ανταλλάγματα που κινούνται στη σφαίρα του γενικού και του αόριστου.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι οι επόμενες κινήσεις και αποφάσεις της κυβέρνησης σε αυτή την επίθεση φιλίας από την Γαλλία θα πρέπει να αξιολογηθούν στο πλαίσιο που περιγράψαμε ανωτέρω και θα πρέπει να επιδιωχθεί και να εξασφαλισθεί η συμμετοχή και άλλων χωρών με ισχυρά γεωστρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή, αλλά και με μεγαλύτερη επιρροή τόσο στην Τουρκία όσο και στους διεθνείς οργανισμούς. Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ και Ρωσία (και το Ισραήλ, λόγω της συμμετοχής του ήδη στην ΑΟΖ της Κύπρου) δεν πρέπει να αγνοηθούν, παρά μόνον εάν δεν επιδείξουν την απαραίτητη συνεργασία ή εάν αξιολογηθεί από ελληνικής πλευράς ότι τα συμφέροντα τους είναι διαμετρικά αντίθετα με της χώρας μας (κάτι το οποίο δεν φαντάζει πιθανό αυτή την στιγμή)
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice