Η Κρήτη, η δεύτερη ελληνική Μεγαλόνησος της Ανατολικής Μεσογείου, επηρέασε από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα την ιστορία και τον πολιτισμό της ευρωπαϊκής ηπείρου και όχι μόνο. Ο τόπος αυτός γέννησε και ανέθρεψε μεγάλους πολιτικούς, ποιητές, ζωγράφους, λογοτέχνες, μα πάνω απ’ όλα καθημερινούς και ταπεινούς ανθρώπους, οι οποίοι πάλεψαν διαχρονικά με νύχια και με δόντια να κρατήσουν ακέραιη την ελληνικότητά τους.
Λόγω της εξαιρετικής γεωπολιτικής σημασίας της Κρήτης, που οφείλεται κυρίως στην γεωγραφική της θέση (Αφροευρασία), οι Κρητικοί αναγκάστηκαν να αποκρούσουν πολλές επιθέσεις,
αρχής γενομένης το 268 μ.Χ., από Γότθους, Βάνδαλους, Σλάβους και Άραβες. Οι επιθέσεις αυτές στόχευαν στο να αποκόψουν την Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη, με προφανή σκοπό να αποδυναμώσουν γεωστρατηγικά το ελληνότροπο Βυζάντιο. Αυτό συνέβη τελικά το 1204 από τους Φράγκους, οι οποίοι, όμως, πούλησαν το νησί στους Βενετούς.
Η περίφημη Κρητική Αναγέννηση αποτέλεσε τον πυρήνα της κρητικής πολιτισμικής αντίστασης. Ντόπιοι συγγραφείς καλλιέργησαν τη ελληνική λαϊκή γλώσσα της Κρήτης (κρητική διάλεκτος) και, καθαρίζοντάς την από ιταλικά δάνεια, δημιούργησαν περίφημα συγγραφικά έργα με αποκορύφωμα τον «Ερωτόκριτο» του Βιτζέντζου Κορνάρου, ύμνο στην ελληνική γλώσσα.
Την οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη της Κρήτης διέκοψαν απότομα οι Τούρκοι που το 1669 κατέκτησαν το νησί. Στα πλαίσια της πολιτικής εκτουρκισμού αλλοεθνών πληθυσμών, η οθωμανική αυτοκρατορία επέβαλε στην Κρήτη καθεστώς, το οποίο  το χαρακτήριζαν η παρεμπόδιση του ελεύθερου εμπορίου, οι εξισλαμισμοί και οι εκτελέσεις των αντιφρονούντων. Τα τουρκικά γεωπολιτικά σχέδια ολοκληρωτικής αφομοίωσης της Κρήτης στο δόγμα του οθωμανικού Ισλάμ αδυνατούσαν να εδραιωθούν χάριν της παλλαϊκής αντίστασης των Κρητών. Εξεγέρσεις, όπως του Δασκαλογιάννη στα Σφακιά, κρατούσαν απασχολημένη την τουρκική διοίκηση του νησιού στέλνοντας, ήδη από το 1770, προμηνύματα λευτεριάς στο Σουλτάνο. Η πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα πραγματώθηκε αργότερα με τη συνθήκη του Λονδίνου το 1913. Το επίτευγμα αυτό πιστώνεται, κατά κύριο λόγο, στην πολιτική της «Προσωρινής Κυβέρνησης Κρήτης» υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που κύριο μέλημά της ήταν «η επίτευξις του από αιώνος επιδιωκομένου σκοπού, της ενώσεως της Κρήτης μετά της ελευθέρας Ελλάδος».
Μια μικρή ιστορική αναδρομή αρκεί, λοιπόν, για να κατανοήσει κανείς την ζωτικής σημασίας γεωπολιτική θέση της Κρήτης για την Ελλάδα. Το νησί του Κρηταγενή Δία, αναφαίρετο κομμάτι του Ελληνισμού, με τον κατάλληλο πολιτικό σχεδιασμό είναι δυνατόν να συντελέσει σε μια νέα πορεία της χώρας. Το παραμύθι των «κακών Ελλήνων, που φάγανε τα λεφτά των καημένων των τοκογλύφων και απειλούν την παγκόσμια οικονομία», αποσπά προσωρινά την προσοχή της χώρας από τις μείζονος σημασίας εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες ενδέχεται να διαμορφώσουν νέες ισορροπίες στην περιοχή.
Πιο πάνω είδαμε ότι η Κρήτη, λόγω ισχυρής γεωγραφικής θέσης, αποτελούσε  ανέκαθεν «μήλον της έριδος» στους διάφορους πολιτικούς σχεδιασμούς που λάμβαναν χώρα κατά καιρούς. Οι βλέψεις για την ελληνική μεγαλόνησο συνεχίζονται, δίχως άλλο, και στις μέρες μας. Πρώτης τάξεως παράδειγμα για τη σημερινή γεωστρατηγική σημασία της Κρήτης είναι η αμερικανική βάση στη Σούδα, που σχετίζεται με τους μακροχρόνιους σχεδιασμούς της Ουάσινγκτον για τη Μέση Ανατολή και όχι μόνο.
Δεν είναι άνευ περιεχομένου και οι τουρκικές βλέψεις για την Γαύδο και την ευρύτερη περιοχή, νότια της Κρήτης.

Το νέο δόγμα της τουρκικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής ονομάζεται νέο-οθωμανισμός. Κοντολογίς, η Άγκυρα θεωρεί ότι στις περιοχές που ζουν ή έχουν ζήσει μουσουλμάνοι, έχει, ως αυτοαποκαλούμενη προστάτιδα δύναμη της μουσουλμανικής κληρονομιάς, την ιστορική υποχρέωση (δικαίωμα) γεωπολιτικής παρέμβασης. Τέτοια περιοχή είναι, σύμφωνα με τους Τούρκους, η Κρήτη, στην οποία έχουν ζήσει μουσουλμάνοι. Προς επιβεβαίωση αυτής της διαπίστωσης αρκεί να διαβάσει κάποιος το βιβλίο «ΚΡΗΤΗ ΜΟΥ» της Τουρκάλας συγγραφέως, Σαμπά Αλτινσάι, που παρουσιάστηκε στην Αθήνα και η μετάφραση του επιχορηγήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού(!) της γείτονας χώρας.
Η υπόθεση δεν ξεφεύγει από τα φολκλορικά μελό της τουρκικής προπαγάνδας, προσπαθώντας να σβήσει με γόμα ότι εδώ και αιώνες έχει γραφτεί με ανεξίτηλο μελάνι. Έτσι το βιβλίο εξιστορεί το πως ζούσαν «αδερφωμένοι» Χριστιανοί και «Κρήτες» μουσουλμάνοι την κοινή τους μοίρα (για τις σφαγές των μη μουσουλμάνων που πλήρωναν από πάνω και χαράτσι, ούτε λόγος)! Η Αλτινσάι κάλεσε δε το κοινό, να αφήσει στην άκρη τις θρησκείες και να ενωθούν όλοι κάτω από την κρητική(;) ταυτότητα. Εδώ η συγγραφέας εγείρει εμμέσως πλην σαφώς θέμα «ανεξάρτητης» Κρήτης, υπό την επικυριαρχία, συμπληρώνουμε εμείς, της Άγκυρας (βλ. Κύπρος). Όσο για τους «μουσουλμάνους Κρήτες» της Αλτινσάι: «Δεν είστε από την Ανατολή, μηδέ από την Αραπιά, μοναχάς είστε χαλίσικοι Κρητικοί, έχετε αίμα ελληνικό και γροικήσετέ το», τους έλεγαν τότε οι συμπατριώτες τους.
Ανάλογες κινήσεις με αυτές της Τουρκίας πραγματοποίησε και το Ισραήλ, όπως π.χ. με τον «καθηγητή» Τζβη Ανκόρι, ο οποίος καταπόντιζε σημιτικές υδρίες στον βυθό της Κρήτης και ακολούθως διεξήγαγε θαλάσσιες αρχαιολογικές έρευνες, ανασύροντάς τις, προκειμένου να «αποδείξει», ότι οι Σημίτες έχουν προαιώνια παρουσία στο νησί. Μάλιστα εξέδωσε και σχετικό βιβλίο υπό τον προκλητικό τίτλο «Ιουδαϊκή Κρήτη».
Τα προαναφερθέντα επιβεβαιώνουν την εξαιρετική σημασία της Κρήτης για την Ελλάδα, τόσο γεωπολιτικά, όσο και ιστορικά. Η Ελλάδα, είναι μία από τις ελάχιστες χώρες που διαθέτουν τεράστια αποθέματα δικού της πολιτιστικού πλούτου και οφείλει να αξιοποιήσει επιτέλους και αυτό το χαρτί. Αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της αποτελεί αυταπόδεικτα η Κρήτη, όπου γεννήθηκε ο ουμανιστικός πολιτισμός. Το γεγονός αυτό προσελκύει οικονομικά συμφέροντα και γεωπολιτικούς ανταγωνιστές της Ελλάδας, οι οποίοι επιδιώκουν (και από τη μεριά τους ορθά πράττουν) να κόψουν τον ομφάλιο λώρο που δένει την Κρήτη με τον Ελληνισμό, μέσω ανυπόστατων θεωριών, με μοναδικό αυτοσκοπό να πλήξουν τη χώρα γεωστρατηγικά. Το κράτος μα και ο κρητικός λαός οφείλουν να επαγρυπνούν σε όλα τα επίπεδα, ώστε να μην επικρατήσουν απόψεις του τύπου ότι η Κρήτη πέφτει πολύ μακριά από την Αθήνα, όπως παλιότερα ειπώθηκε για την Κύπρο.
Οι όποιες πηγές εξουσίας, τώρα, που επιθυμούν διακαώς να εντάξουν την Κρήτη στην γεωπολιτική σφαίρα επιρροής τους, εποφθαλμιούν όχι μόνο την γεωγραφική της θέση αλλά και την ύπαρξη κοιτασμάτων. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 80 υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι στα νότια της Κρήτης υπάρχει πολύ πετρέλαιο και επομένως φυσικό αέριο. Το κοίτασμα φυσικού αερίου της Κρήτης είναι, μάλιστα, διεθνούς σημασίας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο δρ. Μιχάλης Οικονομίδης του πανεπιστημίου του Χιούστον. Ο δρ. Αντώνης Φώσκολος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, συμπληρώνει ότι το φυσικό αέριο νοτίως της Κρήτης ανέρχεται στα 3,5 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, κάτι που μεταφράζεται σε 20-22 δισεκατομμύρια βαρέλια (εν αναμονή βέβαια του γεωτρύπανου για τον ακριβή αριθμό της ποσότητας). Το κόστος της εξόρυξης είναι σαφώς υψηλό και η Ελλάδα, από μόνη της, δεν είναι σε θέση να τα «βγάλει πέρα». Κατά συνέπεια αυτό που απομένει είναι η προσέλκυση διάφορων εταίρων-επενδυτών που θα «ρίξουν» κεφάλαια στις έρευνες, ώστε να εισχωρήσει επιτέλους από κάπου χρήμα στο οικονομικά κατακερματισμένο ελληνικό κράτος.
Βασικές προϋποθέσεις για τέτοιου είδους εγχειρήματα είναι:

  1. Η κήρυξη της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, κάτι που επιτρέπει το νομικό, οικονομικό μα και διπλωματικό πλαίσιο της εποχής.
  2. Το να σταματήσει να αντιμετωπίζεται το ενεργειακό ζήτημα σπασμωδικά από διάφορους φορείς προτάσσοντας δικαιολογίες, όπως προστασία του περιβάλλοντος κτλ.
  3. Η δημιουργία φορολογικών κινήτρων μέσω της καθιέρωσης ενός χαμηλού ενιαίου φορολογικού συντελεστή της τάξεως του 15%, που θα προσελκύσει επενδυτές απ’ όλα τα μέρη του κόσμου.

Η ανακήρυξη της Α.Ο.Ζ. θα διασφαλίσει τα εθνικά συμφέροντα της χώρας, υποβοηθώντας έτσι τις προσπάθειες του υφυπουργού Περιβάλλοντος, Γιάννη Μανιάτη, σε σχέση με την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της Κρήτης και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Προς την ίδια κατεύθυνση και η επιστολή στον τότε πρωθυπουργό, Λουκά Παπαδήμο, των πανεπιστημιακών, Θεόδωρου Καρυώτη και Βασίλειου Μαρκεζίνη, οι οποίοι, μπρος στην κίνδυνο που ενέχει η συνεννόηση Τουρκίας-Αιγύπτου να καθορίσουν Α.Ο.Ζ. χωρίς την Ελλάδα, προέτρεπαν τον πρώην επικεφαλής της κυβέρνησης να προβεί στην κήρυξη Α.Ο.Ζ. με Κύπρο και Ισραήλ.
Η οικονομική κρίση δεν είναι λόγος, για να «εγκαταλείψει» η Ελλάδα ένα χώρο, που εκτός από γεωπολιτική έχει και τεράστια γεωοικονομική σημασία. Τα μεγάλα ενεργειακά κοιτάσματα, κυρίως της Κρήτης, βρίσκονται σ’ ένα θαλάσσιο χώρο, από τον οποίον η Τουρκία επιχειρεί να αποκλείσει την Ελλάδα. Η μέχρι στιγμής ατολμία, εκ μέρους του ελληνικού κράτους, κήρυξης Α.Ο.Ζ. δίνει την ευκαιρία σε γειτονικές χώρες να εγείρουν αξιώσεις στα νότια της Κρήτης, όπως έπραξε παλαιότερα ο Καντάφι, κάτι που αγνόησε τότε η ελληνική πλευρά, με αποτέλεσμα ο αποθανών δικτάτορας της Λιβύης να ταυτιστεί πλήρως με τις τουρκικές θέσεις για τη Γαύδο, που ουσιαστικά αμφισβητούν ακόμα και σήμερα την ελληνική εδαφική κυριαρχία του νησιού.
Ωστόσο, η ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας, που ανακοίνωσε η ΔΕΗ-Quantum Energy, δίνει το έναυσμα στην Αθήνα να επανεξετάσει, έστω και καθυστερημένα, τον υψίστης σημασίας ρόλο της Κρήτης στην Ανατολική Μεσόγειο. Το έργο «EuroAsia Interconnector», το οποίο φιλοδοξεί την κατασκευή του μεγαλύτερου ηλεκτρικού καλωδίου, μεταξύ των τριών χωρών, καθιστά την Κρήτη κομβικό σταθμό της ενεργειακής γέφυρας μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, μιας και τα τρία τμήματα της σύνδεσης είναι μεταξύ Ισραήλ-Κύπρου, Κύπρου-Κρήτης και Κρήτης-Πελοποννήσου, κάτι που θα αποφέρει όχι μόνο έσοδα στο ελληνικό κράτος αλλά και γεωπολιτικό κύρος, αφού το Ισραήλ θεωρεί τον ελλαδικό χώρο πύλη προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Εν ολίγοις η Κρήτη αποκτά κομβικό ρόλο στην ενεργειακή σύνδεση του Ισραήλ με την Ευρώπη, καθώς η ζήτηση στον τομέα της ενέργειας στη γηραιά ήπειρο είναι αυξημένη, εξαιτίας της διακοπής παραγωγής της από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες (Γερμανία), μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία.
Το Ισραήλ επιδιώκει, για δικά του συμφέροντα, μία αναβαθμισμένη σχέση με την Αθήνα («ξεχνώντας» προσωρινά τα περί σημιτικής Κρήτης). Οι κυβερνώντες έχουν μεν ανταποκριθεί, αλλά δεν έχουν επεξεργασθεί μία νέα στρατηγική, που να ανταποκρίνεται στις νέες πραγματικότητες της ευρύτερης περιοχής. Η Ελλάδα πρέπει να ξαναδεί τον εαυτό της ως χώρα της Ανατολικής Μεσογείου δίνοντας βάρος στην ανάπτυξη της Κρήτης και του Αιγαίου γενικότερα, ξεφεύγοντας, κατά αυτόν τον τρόπο, από την οικονομική και γεωπολιτική βαλκανοποίηση που έχει περιέλθει τα τελευταία χρόνια. Η γεωπολιτική και στρατιωτική θέση της αυτάρκους μεγαλονήσου έχει καθορίσει ως ιστορική μοίρα της να είναι το σταυροδρόμι των λαών τριών ηπείρων. Επομένως είναι καιρός, πέρα από την τρέχουσα διαχείριση των προβλημάτων, να ασχοληθεί το κράτος σοβαρά με τη θέση και το ρόλο της Κρήτης, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις που θα ενισχύσουν περαιτέρω τον κομβικό της ρόλο.
Η δημιουργία οικονομικών και φορολογικών κίνητρων στην Κρήτη, η οποία προσέφερε και θα προσφέρει στην «τουριστική βιομηχανία» της χώρας, καθώς και η χρηματοδότηση ωφέλιμων αναπτυξιακών προσπαθειών θα προσελκύσει και θα φέρει σε επαφή Έλληνες, Ευρωπαίους, Αμερικανούς, Ρώσους, Άραβες και Κινέζους επιχειρηματίες. Η χρήση της πληροφορικής με τη μηχανογράφηση των υπηρεσιών, η συνεχής προσπάθεια αναδιοργάνωσης στον τομέα παροχής υπηρεσιών και η λύση χρόνιων προβλημάτων (π.χ. εγκληματικότητα) είναι απαραίτητες προϋποθέσεις που θα προσανατολίσουν επενδυτές απ’ όλο το φάσμα του πλανήτη να δουν την Κρήτη ως βάση των δραστηριοτήτων τους.
Η θέση της Κρήτης, ως σταυροδρόμι των λαών, δίνει και θα συνεχίσει να δίνει την ευκαιρία στους εκάστοτε κυβερνώντες να χρησιμοποιούν την εν λόγω πραγματικότητα, οργανώνοντας και προωθώντας εκδηλώσεις γεωοικονομικού μα και γεωπολιτισμικού βεληνεκούς που θα αυξάνουν το κύρος της χώρας και θα παρουσιάζουν στο εξωτερικό ένα κράτος προσανατολισμένο στην παγκόσμια συνεργασία και στην προβολή πανανθρώπινων ιδεών. Ανάλογη βαρύτητα και σημασία προς αυτήν την κατεύθυνση έχει το παγκόσμια αναγνωρισμένο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που μπορεί να αποτελέσει ένα διεθνές πανεπιστημιακό κέντρο ενός ενιαίου πολιτιστικού χώρου.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα χρειάζεται την Κρήτη. Όμως και η Κρήτη χρειάζεται την Ελλάδα, για να μην πέσει στα χέρια εξωθεσμικών συμφερόντων, που έχουν ως στόχο τον πολιτικοοικονομικό κατακερματισμό του νησιού και της χώρας. Επομένως η όποια πολιτική ηγεσία πρέπει να προχωρήσει στο σχεδιασμό μίας ουδέτερης πολυδιάστατης πολιτικής νέων συμμαχιών, χωρίς να παρακάμψει τις ήδη υπάρχουσες, έχοντας κατά νου τη διαχρονική τάση του κατ’ επιλογήν ισχυρού να επιβάλλει το συμφέρον του στον κατ’ επιλογήν ανίσχυρο (Ελλάδα) αλλά και την ρευστή κατάσταση στον πλανήτη, λόγω των γεωστρατηγικών διενέξεων ανάμεσα σε χώρες μεγάλου βεληνεκούς που φέρνουν τον εφιάλτη μίας παγκόσμιας σύρραξης όλο και πιο κοντά.
Σ’ αυτό το πλαίσιο δε χρειάζεται να κινηθεί η χώρα με βαρύγδουπες δηλώσεις και «δον-κιχώτικες» προοπτικές, αλλά έχοντας γνώση των πραγματικών δεδομένων του πολυκεντρικού πλέον κόσμου, να προωθήσει, πέραν των αναγκαίων οικονομικών μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό, μία πολυδιάστατη πολιτική γεωπολιτικής ανάκαμψης με όπλα τον πολιτικό ρεαλισμό, τη μέθοδο της «διπλωματικής τρίπλας», την αρχή των αμοιβαίων συμφερόντων και τις απεριόριστες δυνατότητες του Ελληνισμού. Η μονόπλευρη προσκόλληση της Ελλάδας στην Δύση της στέρησε τεχνητά τη δυνατότητα να εξυγιάνει την οικονομία της, όπως παρατήρησε, μεταξύ άλλων, ο Ρώσος πρωθυπουργός, Βλαντίμιρ Πούτιν. Δεν βρισκόμαστε, άλλωστε, στην δεκαετία του 90, κατά την οποία ήταν κυρίαρχη η μονοκρατορία των Η.Π.Α. Νέες δυνάμεις έχουν αναδυθεί ως αντίβαρο στο μονοπώλιο εξουσίας του αμερικανικού μοντέλου. Η άνοδος αυτών των νέων δυνάμεων προσφέρει στα μικρά κράτη ευκαιρία άσκησης πολύπλευρης εξωτερικής πολιτικής και όχι το να λέμε πάντα τυφλά ναι στις επιδιώξεις της ατλαντικής συμμαχίας.
Η Κρήτη, το καύχημα του Ελληνισμού και το σταυροδρόμι των λαών, με τις απαραίτητες ενέργειες του κράτους μπορεί να αποτελέσει έναν απ’ τους πυλώνες ανάκαμψης της Ελλάδας μπρος στις ραγδαίες εξελίξεις που έπονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν ικανοί πολιτικοί που έχουν ενστερνιστεί ότι η πορεία της Ελλάδας είναι άρρηκτα δεμένη με την πορεία της Κρήτης. Για να είναι όμως αποτελεσματικοί ίσως πρέπει να αποκτήσουν και λίγη από την κουζουλάδα των Κρητικών, ώστε να τολμήσουν. Γιατί μόνο κουζουλοί θα κάνουν αυτή τη χώρα αθάνατη, όπως θα έλεγε και ο Καζαντζάκης.
Κίμων Γεωργακάκης  Pygmi.gr