Συγκεκριμένα, παρατηρείται μείωση πωλήσεων κατά 5,5% η οποία όμως συνοδεύεται με μικρότερη υποχώρηση του μικτού κέρδους (-4,2%) γεγονός που καταδεικνύει ότι οι επιχειρήσεις πέτυχαν ως ένα βαθμό τη σχετική συγκράτηση του κόστους.
Ωστόσο, παρόλη τη μεγάλη μείωση των χρηματοοικονομικών δαπανών κατά 29,2%, το γεγονός ότι τα λειτουργικά έξοδα (κυρίως έξοδα διοίκησης και διάθεσης) παρέμειναν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα (εμφάνισαν οριακή μόνο μεταβολή), το λειτουργικό περιθώριο κατέγραψε απώλειες της τάξης του 17% με συνέπεια τη δραστική μείωση των κερδών προ φόρου (-57,6%). Τα κέρδη EBITDA υποχώρησαν κατά 7% περίπου.
Αξίζει να επισημανθεί ότι, από τους επί μέρους τομείς της βιομηχανίας, του εμπορίου και των υπηρεσιών, ο μόνος κερδοφόρος τομέας ήταν αυτός των εμπορικών επιχειρήσεων, ο οποίος παρά τη συρρίκνωση της κερδοφορίας του, εμφανίζει προ φόρου κέρδη πολλαπλάσια του τελικού καθαρού αποτελέσματος του συνόλου των εταιρειών.
Ενδεικτικό ακόμη είναι το γεγονός ότι το 55% των 1.050 εταιρειών εμφάνισαν το 2010 επιδείνωση ή στασιμότητα των οικονομικών αποτελεσμάτων τους (πωλήσεις) σε σχέση με το 2009 ενώ 403 εταιρείες (38,4%) ήταν ζημιογόνες με ζημίες ύψους 275,3 εκ. ευρώ.
Την καλύτερη εικόνα παρουσιάζει ο κλάδος της βιομηχανίας που σε αντίθεση με το 2009 εμφανίζει δραστική μείωση των ζημιών του. Πιο συγκεκριμένα παρουσιάζεται οριακή μείωση του τζίρου κατά 3,2% ενώ παράλληλα περιορίζεται σημαντικά το κόστος πωληθέντων, με συνέπεια να εμφανίσει αυξημένα μικτά κέρδη κατά 8,6%.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με τη σημαντική μείωση των χρηματοοικονομικών δαπανών, είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση θετικού λειτουργικού αποτελέσματος κατά την τελευταία χρήση (σε αντίθεση με την προηγούμενη) και τελικά τη δραστική μείωση των ζημιών τους (κατά 66,6%). Επίσης, ιδιαίτερα θετικό είναι το γεγονός της μεγάλης αύξησης σε επίπεδο κερδών EBITDA (43,25%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι (υψηλές συγκριτικά) ζημίες μίας μόνο επιχείρησης (Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης) επηρεάζουν το συνολικό αποτέλεσμα του τομέα και το μετατρέπουν σε ζημιογόνο, ενώ εάν η συγκεκριμένη εταιρεία εξαιρεθεί τότε το τελικό καθαρό αποτέλεσμα εμφανίζεται θετικό και στις δύο χρήσεις.
Η εικόνα που παρουσιάζει ο κλάδος του εμπορίου (αν και ο μοναδικός κερδοφόρος στο 2010) αντικατοπτρίζει πλήρως το κλίμα ύφεσης που επεκράτησε στην αγορά καθώς εμφανίζει σημαντική μείωση πωλήσεων (κατά 7,4% ή €216 εκ.) ενώ λόγο των υψηλών λειτουργικών εξόδων, η κερδοφορία του κλάδου υπέστη απότομη πτώση (κατά 33,5%), ενώ ακόμη και σε επίπεδο κερδών EBITDA σημειώθηκαν σημαντικές απώλειες της τάξης του 24,7%.
Όσον αφορά στον επιχειρηματικό κλάδο των υπηρεσιών (εξαιρουμένων τραπεζών-ασφαλειών) σημειώνεται μικρή μείωση του τζίρου κατά 4,2%. Σε αυτόν όμως τον τομέα δεν επετεύχθη συγκράτηση του κόστους πωλήσεων, με συνέπεια το μικτό κέρδος να εμφανίσει μείωση της τάξης του 18%. Αξίζει ωστόσο να επισημανθεί ότι τα αποτελέσματα του τομέα επιβαρύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τα αντίστοιχα μεγέθη των εταιρειών του υποκλάδου «Ποδόσφαιρο-Μπάσκετ». Η εξαίρεση των 34 αυτών εταιρειών θα οδηγούσαν σε σημαντική κερδοφορία και στα δύο έτη τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα του τομέα των υπηρεσιών (κέρδη ύψους 47,2 εκ. ευρώ αντί ζημιών 74,3 εκ. ευρώ το 2010, ενώ αντίστοιχα το 2009 τα κέρδη για τις υπηρεσίες θα ήταν 46,2 εκ. ευρώ αντί ζημιών 61,6 εκ. ευρώ).
Ο διευθύνων σύμβουλος της ICAP Group, κ. Νικήτας Κωνσταντέλλος, δήλωσε συμπερασματικά:
«Τα ετήσια αποτελέσματα των 1.050 εταιρειών που έκλεισαν ισολογισμό τον Ιούνιο 2010, δείχνουν ότι η βαθιά οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα μας συνεχίζει να έχει έντονα αρνητικές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 55% του δείγματος εμφάνισε στασιμότητα ή μείωση στα αποτελέσματα (πωλήσεις) από αυτά της προηγούμενης οικονομικής χρήσης.
Επιπρόσθετα 403 εταιρείες ή το 38% του δείγματος κατέγραψε ζημιές οι οποίες ξεπέρασαν τα 270 εκ. ευρώ. Είναι σημαντικό επίσης να τονίσουμε, ότι παρόλο ότι η πλειοψηφία των εταιρειών παρουσίασε πτώση στα έσοδά τους, ένα ισχυρό 45% πέτυχε βελτίωση στο τελικό αποτέλεσμα. Αυτό δείχνει ότι πολλές εταιρείες δούλεψαν καλά στην περιοχή της μείωσης του κόστους λειτουργίας τους.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η μειωμένη ρευστότητα των επιχειρήσεων επηρέασε τον Μέσο Όρο Προθεσμίας Είσπραξης Απαιτήσεων ο οποίος διαμορφώθηκε στις 125 ημέρες, παραμένοντας υψηλότερος του αντίστοιχου μέσου όρου εξόφλησης προμηθευτών ο οποίος κινήθηκε στις 107 ημέρες».