Θυμάται όταν ήταν μικρός που η γιαγιά του μάθαινε τρόπους.
¨Τα παιδάκια μιλάνε στους μεγάλους στον πληθυντικό¨, του έλεγε.
¨Μη λες κακά λόγια¨…
¨Μη μουντζώνεις, είναι κακό, ο Θεός σε βλέπει¨…
Εκείνος την άκουγε με ευλάβεια, ήταν ένα ήσυχο και υπάκουο αγοράκι κι όλοι στην οικογένεια του είχαν αδυναμία – πιο πολύ η γιαγιά…
Η γιαγιά έχει πεθάνει από χρόνια, όμως συχνά τη θυμάται. Σχεδόν αυτή τον μεγάλωσε, κι αυτόν και τ’ αδέρφια του, γιατί οι γονείς τους κυνηγούσαν το μεροκάματο από το πρωί ως το βράδυ – και πάλι το ψωμί ήταν λιγοστό. Κι ήταν και κάμποσοι – ζωή να ’χουνε, δέκα νοματαίοι όλοι μαζί .
Όσο τα παιδιά ήταν μικρά, κάπως τα κουτσοκαταφέρνανε. Οι απαιτήσεις λίγες, τα έξοδα περιορισμένα, είχαν μάθει να περνάνε με το ελάχιστο. Όμως, λίγο-λίγο οι ανάγκες μεγάλωναν. Η ζωή ακρίβαινε. Οι δυσκολίες πλήθαιναν.
Ο πατέρας κι η μάνα πάλευαν να μην τους λείψει τίποτα, προσπαθούσαν να τους κρατήσουν έξω απ’ τα καθημερινά προβλήματα, όμως δεν ήταν πάντα εύκολο. Τόσα στόματα ήταν αυτά, πού να τα προφτάσουν, όσο και να πασχίζανε.
Μεγαλώνοντας, άρχισαν να συμμετέχουν και τα παιδιά στους προβληματισμούς της οικογένειας, να προσπαθούν κι αυτά, με φιλότιμο, να πάρουν λίγο από το φορτίο που κουβαλούσαν τόσα χρόνια οι γονείς τους. Έψαχναν για κανένα μεροκάματο, στις διακοπές, μετά το σχολείο, ό,τι μπορούσανε…
Η πολιτεία, ως συνήθως, απούσα. Κάτι μικροεπιδόματα, ψίχουλα, δηλαδή. Αυτοί που είχαν ¨ψηφίσει τους νόμους περί πολυτέκνων¨ κι είχαν ¨υπογράψει τις εγκυκλίους¨, ξόδευαν πιο πολλά για έναν καφέ… Κι ας κόπτονταν, τάχα, για την υπογεννητικότητα, κι ας λέγανε ότι παλεύανε για το καλό της πατρίδας…
Αυτός ήταν πάντα του καλός μαθητής. Οι δάσκαλοι τον παίνευαν κι οι γονείς του τον καμάρωναν. Ο ίδιος ονειρευόταν να σπουδάσει. Να γίνει κάποιος, να ξεφύγει απ’ τη μιζέρια. Ένοιωθε πως ήταν ικανός να πετύχει. Και θα το προσπαθούσε.
Ωστόσο τα πράγματα όσο πήγαιναν και ζοριζόντουσαν. Για όλους, όπως άκουγε να λένε γύρω του, μα ακόμα πιο πολύ για τη δικιά του οικογένεια. Ο μισθός του πατέρα μειώθηκε. Την μάνα την απέλυσαν. Τα μεγαλύτερα αδέρφια του δεν εύρισκαν πια μεροκάματο.
Προσπαθούσαν να μειώσουν τα έξοδα του σπιτιού, μα ήταν αδύνατο να κόψουν κάτι, έτσι κι αλλιώς με τα απαραίτητα ζούσαν τόσα χρόνια.
Έβλεπε τα πράγματα να έχουν φτάσει στο απροχώρητο.
Ήταν φιλότιμο παιδί.
Δεν μπορούσε να βλέπει την οικογένειά του σε τόσο δύσκολη θέση κι αυτός να σφυρίζει αδιάφορα.
Έπιασε τον πατέρα.
-Θα πιάσω δουλειά, του είπε αποφασιστικά. Θα σταματήσω το σχολείο και θα δουλέψω.
Έπεσαν όλοι να τον φάνε.
-Τόσο καλός μαθητής…
Η μάνα έβαλε τα κλάματα. Ο μεγάλος αδελφός του είπε πως ¨θα τον πλακώσει¨, όπως όταν ήταν μικρά…
-Μην τολμήσεις κι αφήσεις το σχολείο, του είπε άγρια, κι αυτός κατάλαβε πως το εννοούσε.
Τελικά βρήκαν μια μέση λύση.
Δεν θα παρατούσε το σχολείο , αλλά θα συνέχιζε στο νυχτερινό. Και τα πρωινά θα μπορούσε να δουλεύει, να βοηθήσει κι αυτός, τώρα στα δύσκολα.
Έτσι κι έγινε.Έψαξε για δουλειά.Οτιδήποτε.
«Δύσκολο»,του έλεγαν παντού.
Τελικά,βρήκε κάτι σε μια οικοδομή-από τις λίγες που είχαν απομείνει.Όχι σταθερή, ποιος είχε πια σταθερή δουλειά σήμερα…Πότε-πότε κανένα πενιχρό μεροκάματο.
Αλλά κατάφερνε κι έφερνε κι αυτός ένα μικρό ποσό να καλύπτουν κάποιες από τις ανάγκες τους.
Συνέχιζε να είναι από τους πρώτους της τάξης. Παρόλη την κούρασή του, παρόλο το βαρύ πρόγραμμά του και τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του…
Κι εξακολουθούσε να κάνει όνειρα για σπουδές- τα όνειρα δεν στοίχιζαν τίποτα…
Καμιά φορά, μόνο, όταν σκεφτόταν πως κάποια στιγμή θα χρειαζόταν φροντιστήρια και βιβλία πανάκριβα για την προετοιμασία των εξετάσεων του χρόνου, μελαγχολούσε κι άρχιζε να χάνει την αισιοδοξία του. Και πάλι, όμως, ήλπιζε πως θα τα κατάφερνε, έστω και χωρίς φροντιστήριο, έστω κι αν χρειαζόταν να διαβάζει μέρα νύχτα, χωρίς σταματημό…
Πλησίαζε η εθνική γιορτή κι άρχισαν να κάνουν πρόβες για τις παρελάσεις.
Ήταν χαρούμενος που θα ήταν παραστάτης της σημαίας, σαν αριστούχος.
Κι όλη η οικογένεια ήταν χαρούμενη, θα ‘ρχόντουσαν να τον καμαρώσουν όλοι μαζί…
Την ημέρα της παρέλασης η ατμόσφαιρα ήταν περίεργη. Ο κόσμος μουδιασμένος. Εδώ και καιρό, τώρα, τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Άλλοι έχαναν τις δουλειές τους, άλλοι τα σπίτια τους. Πολλοί μετανάστευαν, όπως έβλεπε στις παλιές ταινίες στην τηλεόραση. Οι νέοι, απελπισμένοι, περνούσαν τις ώρες τους έξω απ’ τα ταμεία ανεργίας.
Τα μαγαζιά της γειτονιάς έκλειναν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Στα καφενεία, στην αγορά, στα σπίτια, μόνο αυτό συζητούσαν. ¨Πώς θα τα βγάλουμε πέρα¨, έλεγαν και κουνούσαν απελπισμένοι το κεφάλι.
Εκείνος δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με την πολιτική, ούτε είχε γνώμη για το ένα ή το άλλο κόμμα. Δεν έτυχε. Όμως, εδώ και λίγο καιρό, είχε αρχίσει να προβληματίζεται. Έξυπνο παιδί ήταν, δεν ήταν κανένας κουτός. Όμως άκρη δεν έβρισκε.
¨Γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά; Ποιος φταίει; Σίγουρα, όχι αυτοί που την πληρώνουν τώρα. Και ποιος τους ρώτησε αυτούς ποτέ για τις αποφάσεις που παίρνονταν…¨
Τι έφταιξε ο πατέρας και του μειώσαν το μισθό; Τι έφταιξε ο θείος του που έχασε τη δουλειά του; Κι ο γείτονας, με τρία παιδιά, που δεν μπορεί να πληρώσει το δάνειο και θα χάσει το σπίτι του; Κι ο ξάδερφός του που φεύγει για την Αυστραλία κι η θεία κλαίει μέρα νύχτα; Κι αυτός, που δεν μπορεί να πληρώσει το φροντιστήριο και δεν θα περάσει στις πανελλαδικές;
Τα σκεφτόταν όλα αυτά την ώρα που ετοιμάζονταν για την παρέλαση γιατί κυκλοφόρησε το νέο ότι σε κάποιες πόλεις οι παρελάσεις είχαν αποκτήσει το χαρακτήρα διαμαρτυρίας, αλλού δεν έγιναν καθόλου… Ο κόσμος προπηλάκιζε τους πολιτικούς που είχαν έρθει σαν επίσημοι γιατί, έλεγαν, αυτοί τους είχαν οδηγήσει ως εδώ…
Τώρα που το σκεφτόταν κι αυτός, μάλλον τους έδινε δίκιο. Αλήθεια, τι πάθαν όλοι αυτοί που τώρα τους έλεγαν ότι πρέπει να κάνουν θυσίες; Είχε αλλάξει αυτωνών η ζωή, έστω στο ελάχιστο; Μπα, μάλλον όχι. Απ’ ότι ακούει στις ίδιες βίλλες μένουν, τους ίδιους μισθούς παίρνουν και τα παιδιά τους φοιτούν στα καλύτερα πανεπιστήμια του εξωτερικού… Νοιάζονται αυτοί αν έχει η οικογένειά του λεφτά για φροντιστήριο…
Ούτε κατάλαβε πότε τους βάλαν στη σειρά, πότε άρχισε η παρέλαση. Το μυαλό του ήταν φορτωμένο, κι η καρδιά του το ίδιο. Τους καταλάβαινε αυτούς που νιώθαν αγανάκτηση. Κι αυτός το ίδιο ένιωθε τώρα. Ένιωθε αδικημένος κι ανήμπορος, όπως όταν ήταν μικρούλης και τα μεγαλύτερα παιδιά στη γειτονιά έκαναν ζαβολιές κι όταν διαμαρτυρόταν του’ ριχναν κι ένα χέρι ξύλο γιατί ήταν πιο δυνατοί… Κι αυτός δεν μπορούσε να βρει το δίκιο του, παρά μόνο, για να ξεσπάσει, τους μούντζωνε, αλλά η γιαγιά τον μάλωνε και του έλεγε πως ο Θεός τον βλέπει…
Κόντευαν να φτάσουν μπροστά στους επισήμους. Τώρα, όπως τους είχε πει ο γυμναστής, έπρεπε να στρέψουν το κεφάλι δεξιά, σε ένδειξη τιμής, να τους χαιρετίσουν.
Τους κοίταξε κλεφτά από μακριά. Κοστουμαρισμένοι,γραβατωμένοι, οι κυρίες με τα ταγιεράκια τους, όλοι μια κοψιά, καλοζωισμένοι, ξένοιαστοι, χαμογελαστοί… Κι αυτός, έπρεπε να περάσει από μπροστά τους και να τους χαιρετίσει, να τους τιμήσει ,σα να μη συνέβαινε τίποτα, σα να ήταν όλα μέλι γάλα, σα να μην ήταν όλων οι ζωές στο κενό…
Καθώς περνούσε από μπροστά τους σα να άκουσε ξαφνικά δίπλα του τη φωνή της γιαγιάς:
-Μούντζωσέ τους, αγόρι μου, μη φοβάσαι, ο Θεός ΔΕΝ βλέπει. Έχει πάθει καταρράκτη προ πολλού!
*Η Λιλιάνα Δρίτσα είναι συγγραφέας,μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
Δε φταίει ο Θεός για την κατάντια μας…
εμείς φταίμε για την κατάντια μας επειδή πιστεύουμε
σε έναν θεό που θα επέμβει για να μας βγάλει απο την κατάντια
μας ….Εμείς φταίμε επειδή πιστεύετε σε έναν θεό που ποτε δεν κάνει λάθη ..επειδή για όλα τα καλά είναι υπεύθυνος αυτός
αλλά για όλα τα κακά εμείς ….
Για φαντάσου …προγραμματισμένο το << ποίμνιο >>από τα πρώτα
βηματα του