|
Το προεδρικό μέγαρο μετά την κατάληψη του από την εθνοφρουρά |
Το έγκλημα
Το πρωινό της 15ης Ιουλίου του 1974, ο Χρόνος στη Λευκωσία σταμάτησε. Τέθηκε σε κίνηση ο μηχανισμός υλοποίησης ενός ειδεχθέστατου εγκλήματα σε βάρος του Ελληνισμού. Η Εθνική Φρουρά, με επικεφαλής Ελλαδίτες αξιωματικούς και κατ’ εντολήν της Ιωαννιδικής χούντας των Αθηνών, εκδήλωσε στρατιωτικό πραξικόπημα με σκοπό την ανατροπή και – πιθανότατα – τη φυσική εξόντωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Το έγκλημα αυτό είχε βαρύτατες συνέπειες. Η κυριότερη και καθοριστικότερη – και σίγουρα ο μόνος, πραγματικά, λόγος για τον οποίο σχεδιάσθηκε και εκδηλώθηκε το Πραξικόπημα – δεν άργησε παρά λίγες μόνο ημέρες. Στις 20 Ιουλίου του 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο και μετά από δύο φάσεις στρατιωτικών επιχειρήσεων, κατέλαβε το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι υπόλοιπες θλιβερές συνέπειες του πραξικοπήματος είχαν στόχο απλά να ετοιμάσουν το έδαφος για την επερχόμενη κύρια συνέπειά του, την εισβολή των Τούρκων και τη διαίρεση του νησιού.
Ωστόσο, είναι σοβαρότατες και πρέπει να αναφερθούν. Η παρανοϊκή ενέργεια της 15ης Ιουλίου καταρράκωσε κυριολεκτικά το ηθικό και τη συνοχή μίας βαθιά διαιρεμένης κοινωνίας, διχασμένης ήδη από την αρχή του δεκατετραετούς ανεξάρτητου βίου της και ταλαιπωρημένης το τελευταίο διάστημα από τη δράση διάφορων οργανώσεων όπως το «Εθνικό Μέτωπο» και η «ΕΟΚΑ Β», των οποίων ο ρόλος και η διαδρομή παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστες. Διέλυσε ουσιαστικά τον – ήδη προβληματικό, μετά την απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας – αμυντικό ιστό του νησιού, ενώ αποδεκάτισε και αποδιοργάνωσε τις πλέον αξιόμαχες μονάδες της Κυπριακής Εθνικής Φρουράς[i]. Δημιούργησε απίστευτες εικόνες εμφύλιου σπαραγμού, προκάλεσε άγριες αδελφοκτόνες μάχες στο κέντρο μίας ζωντανής πρωτεύουσας, γέμισε τα νοσοκομεία από νεκρούς και τραυματίες, άδειασε την ψυχή της Κύπρου από την ελπίδα. Όποιος ενδιαφέρεται, ας διαβάσει τα οικεία αποσπάσματα από τα σχετικά πρόσφατα βιβλία που αναφέρονται στις σημειώσεις αυτού του κειμένου και θα ζήσει έναν πραγματικό εφιάλτη …
Η γνώση μας για τα όσα συνέβησαν στη Λευκωσία εκείνες τις αποφράδες ώρες – και στο παρασκήνιο, τις ημέρες που προηγήθηκαν, ήταν μέχρι κάποιου χρονικού σημείου περίπου μηδενική. Εν αντιθέσει με τα γεγονότα της εισβολής, όπου υπήρχαν κάποιες πηγές ήδη από τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, στην αρχή με τη μορφή της συρραφής προσωπικών μαρτυριών και αφηγήσεων. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, μάθαμε πολύ περισσότερα πράγματα[ii] για την 15η Ιουλίου του 1974, κάτι που πολλαπλασίασε τα αναπόφευκτα και βασανιστικά ερωτήματα. Θα παραθέσουμε παρακάτω τα κυριότερα από αυτά, έχοντας συμβιβαστεί με την ιδέα πως δεν θα μάθουμε τις απαντήσεις. Οι πρωταγωνιστές έχουν ήδη εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο ή είναι πλέον υπέργηροι. Η ευκαιρία (και η ελπίδα) να μάθουμε την αλήθεια, έχει χαθεί. Ωστόσο, πρέπει να θυμόμαστε, η μνήμη – ακόμα και πληγωμένη – πρέπει να είναι σε εγρήγορση.
Τα ερωτήματα
Το βασικό ερώτημα, έχει σχεδόν απαντηθεί: γνωρίζουμε πλέον πως το Πραξικόπημα συνελήφθη ως ιδέα, στο αρρωστημένο μυαλό του Ταξίαρχου Δημ. Ιωαννίδη. Ξέρουμε επίσης πως η ιδέα επωαζόταν στο μυαλό του, αρκετά πριν την περίφημη επιστολή Μακαρίου προς Γκιζίκη, της 2ας Ιουλίου του 1974, που υπήρξε η αφορμή, αλλά όχι η αιτία. Οι επαφές του «αόρατου δικτάτορα» με τον εν Αθήναις κλιμάκιο της CIA είναι απόλυτα τεκμηριωμένες[iii], οπότε είναι εύλογο να εικάσει κανείς πως ενθαρρύνθηκε για το Πραξικόπημα (και έλαβε διαβεβαιώσεις για την απουσία τουρκικής αντίδρασης) στο πλαίσιο κάποια σκοτεινής συναλλαγής, τις λεπτομέρειες της οποίας δεν θα μάθουμε ποτέ. Παράλληλα, η εμπλοκή του Henry Kissinger έχει, νομίζω, απόλυτα τεκμηριωθεί στο εξαιρετικό βιβλίο των δημοσιογράφων Κ. Βενιζέλου και Μ. Ιγνατίου[iv] οπότε δύσκολα μπορεί κανείς να προσθέσει κάτι σε αυτές τις πτυχές του θέματος.
Τα αναπάντητα ερωτήματα όμως είναι πολλά και περιπεπλεγμένα, σε βαθμό που να μην μπορεί να τα ανασυνθέσει σε ένα λογικά συνεπές σενάριο ακόμα και η πιο συνεκτική εκδοχή των γεγονότων.
Γνωρίζουμε πλέον πως, στην «δηλητηριασμένη» ατμόσφαιρα της Λευκωσίας, εκείνη την εποχή, ήταν διάχυτη από μήνες η αίσθηση πως «κάτι θα γινόταν». «Η κατάσταση ήταν ιδιάζουσα, αλγεινή, αινιγματική, οιονεί «γκαστρωμένη» … » γράφει ο Στρατηγός Σταμάτης και την ίδια εντύπωση αποκομίζεις αν μιλήσεις με οποιονδήποτε βρέθηκε εκείνη την περίοδο στην Κύπρο. Ακόμα περισσότερο, γνωρίζουμε πια πως και ο Μακάριος γνώριζε τα σχέδια που εξυφαίνονταν. Γιατί λοιπόν επέλεξε να οξύνει τη σύγκρουση με τη Χούντα των Αθηνών; Η γνωστή φράση των συνεργατών του πως ο Αρχιεπίσκοπος απέκλειε την περίπτωση πραξικοπήματος επειδή «πίστωνε με πατριωτισμό τους Έλλαδίτες αξιωματικούς» ακούγεται κενή περιεχομένου. Μόνο τους απομαγνητοφωνημένους υποκλαπέντες διαλόγους που βρίσκει κανείς στις σελίδες των βιβλίων του Μακάριου Δρουσιώτη να διαβάσει κανείς, θα πεισθεί πως η Κυπριακή ΚΥΠ παρακολουθούσε τους πάντες, νυχθημερόν. Είναι αδύνατον να μην είχε γίνει αντιληπτό το αβυσσαλέο μίσος που έτρεφαν για τον Μακάριο πολλοί από τους αξιωματικούς που στελέχωναν το ΓΕΕΦ και την ΕΛΔΥΚ. Γιατί λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος επέλεξε τη συγκεκριμένη στιγμή για να απευθύνει την επίμαχη επιστολή στον Στρατηγό Γκιζίκη; Γιατί προχώρησε σε κάτι που ήταν, εν γνώσει του, μια καλή αφορμή για να κινηθεί η χούντα εναντίον του;
Το επιχειρησιακό σχέδιο του Πραξικοπήματος, ήταν φανερό πως θα άνοιγε τις πύλες της Κολάσεως. Προέβλεπε επίθεση με καταδρομείς και τεθωρακισμένα, σε κεντρικά σημεία της Λευκωσίας, μίας εμπορικότατης και ζωηρής πρωτεύουσας, σε ώρα που ξεκινά η κίνηση και η καθημερινότητα μίας εργάσιμης Δευτέρας. Θα εμπλέκονταν στη μάχη βαθιά αλληλομισούμενοι αντίπαλοι, πού είχαν φτάσει να συμπλέκονται στο δρόμο για «σημειολογικές» διαφορές – ένα εμβατήριο ή μία φωτογραφία: από τη μία οι Ελληνοκύπριοι Καταδρομείς, και από την άλλη το Εφεδρικό Σώμα, το οποίο – ας μην κρυβόμαστε – δεν υπολειπόταν σε φανατισμό, κάθε άλλο. Το σχέδιο αυτό ήταν τόσο παρανοϊκό ώστε είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς τον πειρασμό να σκεφτεί πως αυτός ακριβώς ήταν ο πραγματικός στόχος του: το μεγαλύτερο δυνατό χάος και ο απόλυτος αδελφοκτόνος σπαραγμός. Ωστόσο, το ερώτημα είναι αναπόφευκτο: ανεξάρτητα από τον πρωτογενή εμπνευστή του (αν υπήρξε τέτοιος και δεν τους «δόθηκε» το σχέδιο μαζί με τις – ίδιας αξίας – διαβεβαιώσεις πως οι Τούρκοι δεν θα επενέβαιναν …. ), το σχέδιο αυτό περιήλθε σε γνώση πολλών ανώτατων αξιωματικών, με επιτελική πείρα και στρατιωτικές γνώσεις. Πώς έστερξαν να επεξεργασθούν τις λεπτομέρειές του και να διατάξουν την εφαρμογή του; Ούτε ενός ο πατριωτισμός – ή, έστω, ο καλώς νοούμενος επαγγελματισμός – δεν του υπέδειξε την ανάγκη να το ακυρώσει ή να το «τορπιλίσει» με κάποιον έντεχνο τρόπο;
Οι καταστροφικές διαστάσεις του πραξικοπηματικού σχεδίου ξέρουμε πως δεν πέρασαν απαρατήρητες. Ο Διοικητής Καταδρομών Κύπρου που επελέγη από το Επιτελείο των Αθηνών για να ηγηθεί του επιχειρησιακού σκέλους τις αντελήφθη αμέσως. «Θα πέσουν κορμιά. Ποιός αναλαμβάνει την ευθύνη;» φέρεται πώς είπε ο Συνταγματάρχης Κομπόκης στη σύσκεψη των Αθηνών[v]. Οι περιγραφές συγκλίνουν πως ήταν αξιωματικός με ισχυρή προσωπικότητα, αδιαμφισβήτητα ηγετικά προσόντα, ενώ είχε αξιοσημείωτη πολεμική εμπειρία από τον Εμφύλιο και την Κορέα. Ήταν ο μόνος από τους πραξικοπηματίες του ΓΕΕΦ που δεν κατέρρευσε στην Εισβολή και προσπάθησε να αντιδράσει επιχειρησιακά. Γιατί δέχθηκε στο Πραξικόπημα να ηγηθεί ενός τόσο παράλογου στρατιωτικά εγχειρήματος;
Πέρα από τον πλήρη (πολιτικό και στρατιωτικό) παραλογισμό που ενείχε εξ αρχής το επιχειρησιακό σχέδιο του Πραξικοπήματος, γνωρίζουμε πια πως περιείχε και άλλες τεχνικά ακατανόητες πτυχές. Στο βιβλίο του Στρατηγού Σταμάτη περιγράφονται λιτά και με σαφήνεια: το σχέδιο αναμείγνυε μονάδες χωρίς κανένα προφανή λόγο πολιτικό, επιχειρησιακό ή τακτικό, έστελνε καταδρομείς σε αποστολή μάχης (αγώνας σε αστική περιοχή) για την οποία ποτέ δεν εκπαιδεύθηκαν, ούτε καν ενημερώθηκαν. Οι καταδρομείς εκπαιδεύονταν επί χρόνια για να καταλάβουν τον Άγιο Ιλαρίωνα και τώρα εντέλλονταν να καταλάβουν το Προεδρικό Μέγαρο! Πολύ χειρότερα, το σχέδιο τους έστελνε σε αυτή την δύσκολη μάχη χωρίς υγειονομική κάλυψη, χωρίς στοιχειώδη επιμελητεία, χωρίς τον βαρύ οπλισμό της Μοίρας, χωρίς κράνος, με οπλισμό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου απέναντι σε καλύτερα εξοπλισμένους αντιπάλους. Για «λύσεις και ενέργειες παιδαριώδεις» γράφει ο Στρατηγός Σταμάτης. Τα τραγικά αποτελέσματα και τις εικόνες με τους βαριά πληγωμένους καταδρομείς να ξεψυχούν στην άσφαλτο της πύλης του ΡΙΚ, από αιμορραγία ή τραύματα στο κεφάλι, ας τις αναζητήσει ο αναγνώστης στα βιβλία που παραθέτουμε …. Το ερώτημα επανέρχεται πιο βασανιστικό: γιατί τόσοι έμπειροι αξιωματικοί δέχθηκαν να εφαρμόσουν ένα σχέδιο το οποίο θα απέρριπτε ακόμα και ένας έφεδρος Λοχίας; Γιατί;
Τα ερωτήματα είναι πολλά. Τόσα, που θα μπορούσαμε να γράφουμε μέχρι την επόμενη μαύρη «επέτειο». Είναι πολλά και βασανιστικά. Ίσως, κάποια (λίγα) από αυτά, να μπορεί να τα εξηγήσει ο βαθύς διχασμός της εποχής. Ίσως. Το αδελφοκτόνο μίσος είχε φτάσει σε τέτοιο ύψος, ώστε οι μεν να βλέπουν μόνο τον «μισητό» Μακάριο που εμπόδιζε την «ένωση» χωρίς να βλέπουν τον Αττίλα να ετοιμάζεται, οι δε να βλέπουν τους Τούρκους αλεξιπτωτιστές στον αέρα και να ομολογούν πως ένιωσαν χαρά γιατί σε λίγο θα έπεφτε το καθεστώς του Πραξικοπήματος … Είναι φοβερό. Ίσως, όσο και να ακούγεται βαρύ, αυτό να μπορεί, εν μέρει έστω, να εξηγήσει την πραγματικά ακατανόητη ομιλία του Αρχιεπισκόπου, ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, λίγες ημέρες αργότερα[vi].
Η συλλογική μας ενοχή
Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα φρικτό έγκλημα, μία μαύρη σελίδα στην Ελληνική Ιστορία. Μία σελίδα, την οποία δεν έπρεπε να αφήσουμε να γυρίσει. Έπρεπε να σταθούμε πάνω της και να αναζητήσουμε τους ενόχους, γραμμή προς γραμμή, λέξη προς λέξη, γράμμα προς γράμμα. Και ας μην
|
Νίκος Σαμψων |
γελιόμαστε. Για τη συγκάλυψη αυτού του εγκλήματος, όλοι έχουμε ευθύνη: και ο πολιτικός κόσμος της μεταπολίτευσης αλλά και εμείς, η κοινωνία των πολιτών.
Η συντηρητική παράταξη και ο κύριος πολιτικός εκφραστής της, η Νέα Δημοκρατία, έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη λήθη που σκέπασε τα όσα συνέβησαν στην Κύπρο. Η Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία πάγωσε η δικαστική διερεύνηση του Κυπριακού Δράματος, είναι πραγματικό μνημείο. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ο ιστορικός ή ο πολιτικός επιστήμονας θα βρεί άλλο παράδειγμα κράτους που να έθεσε τον «κίνδυνο να προκύψουν γεγονότα ικανά να διαταράξουν τάς διεθνείς σχέσεις της χώρας μετ’ άλλων κρατών» υπεράνω άλλων βασικών στοιχείων που διασφαλίζουν την ύπαρξη και τη συνοχή μιας κοινωνίας, όπως το περί Δικαίου αίσθημα, η φροντίδα και η αλληλεγγύη σε όσους έχασαν την υγεία τους ή τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι την Πατρίδα, αλλά και η τιμωρία όσων την πρόδωσαν[vii]. Πολλώ δε μάλλον που ελάχιστοι πείσθηκαν – δίκαια ή άδικα – πως αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος για τον οποίον δεν άνοιξε ποτέ ο «Φάκελος της Κύπρου». Την ατμόσφαιρα της μεταπολίτευσης δηλητηρίασε από την αρχή η υποψία πως η διερεύνηση πάγωσε για να μην αποκαλυφθεί είτε η εμπλοκή πολιτικών προσώπων στην Κυπριακή Τραγωδία του 1974 (στο πλαίσιο κάποιας απροσδιόριστου μεγέθους συναλλαγής με τον «ξένο παράγοντα» ώστε να αποφευχθούν οι συνέπειες μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης), είτε κάποια ανήθικη παρασκηνιακή συναλλαγή του πολιτικού κόσμου με τους χουντικούς για να διασφαλιστεί η ομαλή «μετάβαση» στην Κοινοβουλευτική ζωή. Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς για όλα αυτά. Μπορεί κάτι από αυτά να αληθεύει, μπορεί τίποτα ή και όλα μαζί. Κανείς δεν ξέρει. Αυτό όμως που δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί, είναι πως έγινε μέτοχος ή κοινωνός αυτής της καχυποψίας που είναι διάχυτη στο κοινωνικό σώμα σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.
Το ΠαΣοΚ αντιμετώπισε το ζήτημα με αφόρητο και ανεπίτρεπτο πολιτικό κυνισμό. Αντιμετώπισε τον «Φάκελο της Κύπρου» σαν πολιτική μετοχή που αποφέρει «κέρδη» και «ζημιές»: το θέμα του «Φακέλου» κρατήθηκε «ψηλά» την περίοδο πολιορκίας της εξουσίας (1974-1981) επειδή ακόμα έφερνε ψήφους. Μετά σταθεροποιήθηκε «χαμηλά» γιατί δεν χρησίμευε ιδιαίτερα, για να κάνει ένα “limit-up” όταν οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες της εκλογής Σαρτζετάκη επέβαλαν να ανακινηθεί ένα θέμα που θα έπληττε το κύρος του Κων/νου Καραμανλή. Με τη συγκρότηση της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, δημιουργήθηκε μία πραγματικά μεγάλη ευκαιρία να διερευνηθεί το θέμα, η τελευταία. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως, ανεξάρτητα από την αρχική πολιτική στόχευση, οι βουλευτές της Επιτροπής εργάσθηκαν πολύ φιλότιμα και προσπάθησαν να ξεδιαλύνουν πολλά από τα σκοτεινά σημεία. Ήταν φανερό πως ήταν αδύνατο να μείνουν ασυγκίνητοι μπροστά σε αυτό που ξεδιπλωνόταν μπροστά τους. Στο πόρισμά της Επιτροπής (σε όλες τις εκδοχές του), μπορώ να μετρήσω πρόχειρα πολλά σημεία στα οποία προτείνουν την άρση της Υπουργικής Απόφασης του 1975 και την περαιτέρω διερεύνηση διαφόρων σκοτεινών γεγονότων της εποχής, εις ώτα μη ακουόντων βέβαια. Πραγματική πολιτική βούληση δεν υπήρχε σε υψηλό επίπεδο, το υλικό της Επιτροπής κλειδώθηκε κάπου, παραμένει απροσπέλαστο στους ερευνητές και το θέμα ενταφιάστηκε οριστικά και αμετάκλητα.
Ο κυνισμός και η υποκρισία της μεταπολιτευτικής περιόδου είχαν και πτυχές ελαφρώς γελοίες, υποτιμητικές της συλλογικής μας νοημοσύνης. Περίπου μία δεκαετία μετά τη δίκη και φυλάκιση των πρωταιτίων της δικτατορίας, άρχισαν να ακούγονται φωνές για την αποφυλάκιση τους[viii]. Ακούστηκαν αρκετές φορές και από διαφόρους, όμως η άρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας υπήρξε σταθερή. Κοινός παρονομαστής όμως, υπήρξε σε όλες τις περιόδους ένα συντονισμένο μπαράζ δηλώσεων και άρθρων από βουλευτές, πολιτικούς και δημοσιογράφους που δήλωναν καθαρά πως είναι αδύνατον να αποφυλακιστούν οι σφαγείς της Κύπρου. Έχει πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον το φαινόμενο μίας Δημοκρατίας που – άτυπα, έμμεσα, αλλά κατ’ ουσίαν – επικαλείται για την παραδειγματική τιμωρία κάποιων ανθρώπων ένα έγκλημα υπαρκτό, το οποίο όμως αρνείται πεισματικά και επίμονα, επί πολλά χρόνια, να διερευνήσει και να δικάσει! Εκεί που το φαινόμενο αυτό πήρε πραγματικά διαστάσεις παραλογισμού, ήταν όταν ο (αποθανών πλέον) Στρατηγός Γκιζίκης, ανέλαβε με συνέντευξή του τον Αύγουστο του 2007 σε αθηναϊκή εφημερίδα[ix], την ευθύνη για το Πραξικόπημα. Κάποιος πολίτης κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά εναντίον του, αφού ομολογούσε ευθέως την προσωπική του ευθύνη. Συμβολικά προφανώς, διότι απλά η αναφορά μπήκε στο αρχείο: η Ελληνική Δημοκρατία, αρνήθηκε να δικάσει κάποιον ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη για ένα φρικτό έγκλημα σε βάρος του Ελληνισμού, το οποίο επανειλημμένα χρησιμοποίησε η Πολιτεία ανεπισήμως, ως άλλοθι για να δικαιολογεί την παραδειγματική τιμωρία κάποιων άλλων.
Από την Αριστερά, θα ανέμενε κανείς να προτάξει επίμονα, όλα αυτά τα χρόνια, το ζήτημα της διερεύνησης των ευθυνών για την Κύπρο. Είχε το απόλυτο ηθικό πλεονέκτημα, ενώ στέγασε κάποτε τον Ηλία Ηλιού και την ευαίσθητη καρδιά του Γιάννη Ρίτσου, που τόσο αγάπησαν και κατανόησαν τον αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού. Δεν το έκανε όμως. Πριν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο «γιατί», θα πρέπει να τοποθετηθούμε απέναντι σε δύο ζητήματα. Το πρώτο, αφορά στη σχετική βαρύτητα του εγκλήματος της Κύπρου, απέναντι σε όλα τα άλλα εγκλήματα της Χούντας: τις φυλακές, τα βασανιστήρια, τις διώξεις, τις εξορίες, την καταπίεση, τον πολιτικό, ηθικό και αισθητικό – ακόμα – βιασμό του ελληνικού λαού. Το δεύτερο, αφορά στο ερώτημα αν η επτάχρονη δικτατορία έπεσε λόγω της αντίθεσης και της πάλης του ελληνικού λαού, ή λόγω του Κυπριακού Δράματος. Απαντώντας, σε αντίστροφη σειρά, ας μου επιτραπεί να πιστεύω πως – ανεξάρτητα του σεβασμού που τρέφουμε απέναντι σε όσους όρθωσαν ανάστημα απέναντι στην τυραννία, διακινδυνεύοντας την ελευθερία και τη ζωή τους – η Χούντα έπεσε ξεκάθαρα λόγω της Κυπριακής Τραγωδίας. Η δικτατορία είχε επιβιώσει από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ακόμα και με «αλλαγή φρουράς» στους εσωτερικούς της συσχετισμούς. Η τραγωδία της Κύπρου όμως την σάρωσε κυριολεκτικά, το αίμα του Κυπριακού Ελληνισμού δεν την άφησε να σταθεί ούτε ώρα. Σε ό,τι αφορά στο πρώτο ζήτημα, και εκεί νομίζω πως, μετά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, τα πράγματα έγιναν ξεκάθαρα. Η Κατοχή της μισής Κύπρου, συνιστούσε μία εθνική καταστροφή τεράστιου μεγέθους, με την οποία δεν μπορούσε να συγκριθεί κανένα άλλο από τα εγκλήματα της Χούντας. Ο βάρβαρος εποικισμός της Βόρειας Κύπρου, η συγκρότηση της Στρατιάς του Αιγαίου, η τουρκική τακτική στο Αιγαίο και τη Θράκη, η ανακήρυξη του ψευδο-κράτους της Βόρειας Κύπρου, οι κρίσεις του 1976, του 1987 και του 1996, όλα αυτά συνέθεταν ένα σκηνικό που βεβαίωνε πως η ομηρία της Κύπρου θέτει μεσοπρόθεσμα σε κίνδυνο τον Ελληνισμό, συνολικά. Τον οποίο, η Τουρκία «ως ενιαίο αντιλαμβάνεται και ενιαία τον απειλεί», όπως έγραφε με επιμονή ο αείμνηστος πρέσβης Μιχάλης Δούντας.
Πιστεύω πως, η απάντηση σε αυτά τα δύο ερωτήματα, εξηγεί τη στάση της Αριστεράς, απέναντι στο έγκλημα της Κύπρου. Η Αριστερά, υποβάθμισε το μέγεθος της Κυπριακής Τραγωδίας, για να χτίσει τον βολικό και αυτάρεσκο μύθο της μεγαλειώδους «λαϊκής πάλης» που έριξε τη Χούντα. Έναν μύθο που την ανεδείκνυε πολιτικά, ως βασικό πυλώνα της αντιδικτατορικής πάλης. Μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με την ανάλυσή μας, ας μας επιτραπεί όμως να θεωρήσουμε άκρως αντιπροσωπευτικό το παρακάτω απόσπασμα άρθρου που υπογράφει ο Καθηγητής Γιώργος Μαργαρίτης,[x] (στον «Επίλογο» ενός τεύχους των ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», με θέμα «Χούντα – «Αττίλας» – Δημοκρατία, το θερμό καλοκαίρι του 1974», οι υπογραμμίσεις και η επιλογή των φράσεων είναι δικές μας):
« … πολλοί αναρωτιούνται για το ποιες πράγματι ήταν οι συνέπειες, βραχύβιες ή μακρόχρονες, αυτής της σκοτεινής περιόδου. Οι περισσότεροι απαντούν στο ερώτημα αυτό αναλογιζόμενοι την Κύπρο, όπου οι συνέπειες της εκεί επέμβασης των αξιωματικών εξακολουθούν έκτοτε να ταλανίζουν το νησί. Τα υπόλοιπα κληροδοτήματα της περιόδου είναι όμως λιγότερο ευδιάκριτα. …. Το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» … ιδεολογικά, θεσμικά θα λέγαμε, στηριζόταν πάνω στην ταπείνωση των ηττημένων, …. Φακελώματα, δηλώσεις μετανοίας και χαφιεδισμός …. Αυτό το κληροδότημα είναι ίσως πιο σημαντικό και από τη συμφορά της Κύπρου …»[xi].
Ούτε όμως η Ελληνική κοινωνία, σε Ελλάδα και Κύπρο, είναι άμοιρη ευθυνών. Κανείς μας δεν είναι αμέτοχος της ντροπής. Η συλλογική μας συνείδηση, πολλές φορές στη διάρκεια αυτών των τριάντα οκτώ χρόνων, ανασήκωσε το ανάστημά της και μας ρώτησε: «Ποιός φταίει για αυτή την Τραγωδία;». Άλλοτε είχε το πρόσωπο της μαυροντυμένης μάνας ενός αγνοουμένου στο οδόφραγμα του Λήδρα Παλας, άλλοτε είχε την κουρασμένη μορφή του βετεράνου της ΕΛΔΥΚ που μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία ή στα ψυχιατρεία, ανήμπορος να αυτοσυντηρηθεί, τρεφόμενος από την Εκκλησία και υποστηριζόμενος μόνο από τους συμπολεμιστές του. «Ποιός φταίει;», μας ρώτησε ξανά και ξανά. «Ο Κανένας!» απαντήσαμε επίμονα, όλες τις φορές, σαν τον Κύκλωπα της Ομηρικής Οδύσσειας. Τυφλωμένοι, όχι από τον καλο-ακονισμένο πάσσαλο κάποιου πολυμήχανου Βασιλιά της Ιθάκης, αλλά από την εκτυφλωτική λάμψη μιας απατηλής ευημερίας που δεν άφηνε χώρο σε «ηθικολογίες» για τη μαρτυρική Κύπρο.
Η πληγή της Μνήμης
Είδαμε ως τώρα κάποια από τα ερωτήματα που εγείρονται σε σχέση με το Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974. Μιλήσαμε για τη συλλογική μας ντροπή επειδή η κοινωνία απέστρεψε το βλέμμα από αυτό το έγκλημα και τις συνέπειές του. Όλα αυτά όμως είναι διαχειρίσιμα, υπόκεινται στη βάσανο της σκέψης. Αυτό που είναι κυριολεκτικά αφόρητο, είναι το συναίσθημα απέναντι στην ηθική ήττα που κρύβει η συγκάλυψη των ευθυνών του Κυπριακού δράματος. Θα μου επιτρέψει ο υπομονετικός αναγνώστης να προσπαθήσω εδώ να μιλήσω με εικόνες: θα του ζητήσω να φέρει στο μυαλό του με κινηματογραφικό ρυθμό δύο διαδοχικές εικόνες, και να αναμετρηθεί με τα συναισθήματά του.
Στην πρώτη εικόνα, θα του ζητήσω να μεταφερθεί νοερά στο κοιμητήριο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία, και να σταθεί μπροστά στον τάφο του Λοχία Νέαρχου Ανηλιάδη, της 31ης ΜΚ. Ο Νέαρχος ήταν περίπου 20 ετών όταν σκοτώθηκε στις 15 Ιουλίου, στην επίθεση του τμήματός του για την κατάληψη του Προεδρικού Μεγάρου. «Άμωμος αυτός αν έπταισαν ο Δίαιος και ο Κριτόλαος» – όπως θα έγραφε και ο μέγας Αλεξανδρινός, ξεκίνησε εκείνο το πρωί για μία άγνωστη σε αυτόν επιχείρηση, πιστός «άχρι θανάτου» στους αξιωματικούς[xii] του, οι οποίοι στα μάτια του ενσάρκωναν την Ελληνική Πατρίδα. Ο μικρός, απεριποίητος τάφος του γράφει: «Εφονεύθη». Έτσι απλά. Ούτε πού, ούτε πώς, ούτε βέβαια γιατί. Τον Λοχία Νέαρχο Ανηλιάδη της 31ης ΜΚ, τον κατάπιε η μαύρη τρύπα του Χρόνου που χάσκει εκεί στις 15 Ιουλίου του 1974. Κείται εκεί, λησμονημένος από όλους μας. Επίσημος δεν στάθηκε ποτέ μπροστά στον τάφο του, ιερέα δεν έστειλε ποτέ η Πολιτεία να τον ψάλει, τον θυμούνται μόνο η οικογένειά του και οι συνάδελφοί του, όσοι ανέβηκαν μαζί του στον μαρτυρικό ανήφορο εκείνης της καταραμένης μέρας.
Στην επόμενη εικόνα, θα ζητήσω από τον αναγνώστη να αναζητήσει νοερά, έναν από τους άκαπνους στρατηγούς των Αθηνών, που διέταξαν τον Λοχία Νέαρχο Ανηλιάδη να επιτεθεί στο Προεδρικό Μέγαρο, εκείνη την ημέρα. Έναν, οποιονδήποτε, από τους ανώτατους αξιωματικούς που σχεδίασαν και συντόνισαν το Πραξικόπημα από την Αθήνα, ή πηγαινοερχόντουσαν μυστικά στη Λευκωσία κομίζοντας σχέδια, ονόματα, διαγγέλματα και εντολές του «αόρατου δικτάτορα» και των σκοτεινών «χειριστών» του. Μπορεί να τον φανταστεί σε μία μονοκατοικία στην Αθήνα, ή σε ένα κτήμα κάπου στην Ελλάδα. Να παραλαμβάνει τη σύνταξή του από τον ταχυδρόμο, να σχεδιάζει τις θερινές επισκέψεις του στο θέρετρο των αξιωματικών, να κυκλοφορεί ευπροσήγορος και ευυπόληπτος, λέγοντας ιστορίες το βράδυ για τα «κατορθώματά» του. Δεν λογοδότησε ποτέ σε κανένα δικαστήριο, δεν ελέγχθηκε ποτέ από κανέναν, εκτός ίσως από τις νυχτερινές ώρες που τον επισκέπτεται η Ερινύς Αληκτώ, ο συνεπέστερος τιμωρός της ελληνικής Ιστορίας. Για να του θυμίσει, βασανιστικά και επίμονα, την εικόνα του νεκρού Λοχία Νέαρχου Ανηλιάδη στον περίβολο του Προεδρικού Μεγάρου και την εικόνα των οκτώ καταδρομέων που έστειλε να καούν ζωντανοί, όταν η αντιαρματική ρουκέτα του Εφεδρικού Σώματος χτύπησε το θωρακισμένο όχημα στο οποίο επέβαιναν, σύμφωνα με το βλακώδες και εγκληματικό σχέδιο που ο ίδιος διέταξε και συντόνισε.
Με το ηθικό κενό που κρύβει η εναλλαγή αυτών των εικόνων, δεν κατάφερα ποτέ να συμφιλιωθώ. Ούτε και κανείς από όσους έτυχε όλα αυτά τα χρόνια να συζητήσω για την Κύπρο. Ακόμα και όσοι δεν είχαν ούτε ένα μορφασμό συμπόνιας για τον νεκρό «πραξικοπηματία» Λοχία, ήταν αδύνατο να μην εξεγερθούν απέναντι στην ηθική χρεωκοπία που δηλώνουν αυτές οι εικόνες.
Ας είναι όμως.
Είπαμε, ήδη από τον τίτλο: η 15η Ιουλίου είναι μία βαθιά, αγιάτρευτη πληγή, την οποία ελπίζω να ξύσαμε όσο πιο επώδυνα γίνεται. Και ένα κενό στο Χρόνο. Ένα κενό, που σταδιακά έγινε τόσο τεράστιο, ώστε στο τέλος μας κατάπιε …
Το Καράβι της Ιστορίας
Στο Darkness at Noon («Το Μηδέν και το Άπειρο») του Arthur Koestler, o Nicolas Salmanovitch Rubashov ανασκοπεί τα όσα κατάλαβε για τις κινητήριες δυνάμεις της Ιστορίας. Γράφει στο ημερολόγιό του, την πέμπτη ημέρα της κράτησης του: “We know that virtue does not matter to history, and that crimes remain unpunished; but that every error had its consequences and venges itself unto the seventh generation”.
Ο σύντροφος Rubashov είχε δίκιο. Ή, ακριβέστερα, εδώ είχε εν μέρει δίκιο.
Το έγκλημα της Κύπρου έμεινε ατιμώρητο και το φρικτό λάθος ενός παρανοϊκού δικτάτορα θα τυραννάει τον Ελληνισμό για πολλές γενιές. Όμως η αξία της Αρετής και το ηθικό βάρος της Κάθαρσης, δεν έχασαν ποτέ το νόημά τους από την Αρχαιότητα έως το σήμερα και – σε ό,τι αφορά στην Κύπρο – εκκρεμούν ενώπιον του Δικαίου και της Ιστορίας.
Το ιστορικό χρέος της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον Κυπριακό Ελληνισμό, ενώπιον των τεσσάρων χιλιάδων ετών ελληνικής παρουσίας στο νησί, για όσα έγιναν εκείνο το μαύρο καλοκαίρι, έχει αναληφθεί τελεσίδικα και ολοκληρωτικά. Το ανέλαβε με το αίμα της η στρατιά των Αδικαίωτων Νικητών, εκείνες οι νευρικές και ανήσυχες σκιές που εμφανίζονται κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες του Ιούλη, να κατεβαίνουν τα χαράματα βιαστικά, μέσα στη δροσιά του Κυπριακού πρωινού, από τις πλαγιές του Πενταδάκτυλου προς τη θάλασσα της Κερύνειας. Είναι πολλοί, πλήθος μεγάλο, περισσότεροι και από τους Δροσουλίτες του Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Κατεβαίνουν από την Αετοφωλιά ευθυτενείς, γενναίοι και αποφασισμένοι, τρέχοντας γρήγορα, ανυπομονούν να φτάσουν στο Πεντεμίλι, να προλάβουν. Το εξασκημένο μάτι ξεχωρίζει ανάμεσά τους τον Αντισυνταγματάρχη Παύλο Κουρούπη και τον Ταγματάρχη Κων/νο Τσιάκα, τον Ταγματάρχη Γεώργιο Κατσάνη και τον Υπολοχαγό Νίκο Κατούντα, τον Επισμηναγό Βασίλειο Παναγόπουλο και τον ΔΕΑ Δημήτρη Τσαμκιράνη, τον Υπολοχαγό Γεώργιο Παπαλαμπρίδη και τον Υποπλοίαρχο Ελευθέριο Τσομάκη, τον Λοχαγό Σωτήρη Σταυριανάκο και τον Λοχαγό Βασίλειο Σταμπουλή, μαζί και τον Παρσεχ Πιπεριάν με το Δημήτρη Σιμίτα, τα λεβεντόπαιδα των 20 ετών που ξεκίνησαν από της Νέα Σμύρνη και το Περιστέρι για να πέσουν μαχόμενοι στα ορύγματα του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ. Με τη θυσία τους όλοι αυτοί προστέθηκαν στη μακριά ανθρώπινη σειρά που ο Άγγελος Τερζάκης ονομάζει «τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο», ξέπλυναν τη ντροπή του πραξικοπήματος και της «αυτοσυγκράτησης» του πρωινού της 20ης Ιουλίου, υπέγραψαν με το τίμιο αίμα τους το διαχρονικό αίτημα της αυτοδιάθεσης του Κυπριακού Ελληνισμού και ενέγραψαν ενώπιον του Δικαστηρίου των Εθνών την υποθήκη της απελευθέρωσης της Κύπρου.
Το ιστορικό αίτημα της Κάθαρσης όμως σε αυτή την Τραγωδία, ακόμα εκκρεμεί.
Στην ίδια ημερομηνία, ο Nicolas Rubashov έγραψε στο ημερολόγιό του: “We are sailing without ballast; therefore each touch on the helm is a matter of life or death”.
Εδώ, ο σύντροφος Nicolas Rubashov είχε απόλυτο δίκιο.
Από εκείνον τον πικρό Ιούλη του 1974, πλέουμε χωρίς έρμα, ακυβέρνητοι, έρμαια του ανέμου και των κυμάτων, παιχνίδι στα χέρια «τ’ άγριου καιρού, των ηφαιστείων», χωρίς ηθική πυξίδα και με μια ατελείωτη πίκρα στο στόμα και την ψυχή …..
[i] Η 31η Μοίρα Καταδρομών, απώλεσε σε μία ημέρα τον Διοικητή της (τραυματίας), τον Υποδιοικητή της (νεκρός) και το 15% της δύναμής της (σε νεκρούς και τραυματίες) [από το βιβλίο του Στρατηγού Ελευθ. Σταμάτη]. Από όσα λίγα γνωρίζω, τέτοιας έκτασης απώλειες δεν πρέπει να είχε καμία μονάδα καταδρομών ακόμα και στις σκληρότερες μάχες του άγριου αδελφοκτόνου εμφυλίου του 1946-49, στη διάρκεια του οποίου εκτελέστηκαν καταδρομές «αυτοκτονίας» στα βουνά της Ελλάδας! Η 32α Μοίρα καταδρομών, απώλεσε τον Υποδιοικητή της (τραυματίας) και δύο Διοικητές Λόχων (ο ένας νεκρός από πυρά ελεύθερου σκοπευτή, ο άλλος τραυματίας), καθώς και 33 καταδρομείς (νεκρούς και τραυματίες). Πρόκειται για μία σοβαρότατη πτυχή ενός ατιμώρητου εγκλήματος. Η 31η ΜΚ, ανασυντάχθηκε γρήγορα και είχε λαμπρή πολεμική δράση, μαχόμενη συνεχώς μέχρι και το τέλος του Αττίλα ΙΙ, με πολύ υψηλό ηθικό και τεράστια συνεισφορά στον αγώνα της Εθνικής Φρουράς ενάντια στους Αττίλες. Η 32α ΜΚ αντίθετα, δεν ανέκαμψε από την αποδιοργάνωση που της προκάλεσε η συμμετοχή στο Πραξικόπημα και δεν κατάφερε να εκτελέσει την αποστολή της. Η 33η ΜΚ δεν είχε τόσο σοβαρές απώλειες στο πραξικόπημα, λόγω δευτερεύουσας αποστολής. Το ολοκαύτωμά της στον Αττίλα Ι και η τεράστια συνεισφορά της σε αίμα στον Πενταδάκτυλο και την Κερύνεια, την τοποθέτησε πολύ ψηλά στην ιστορία των αγώνων του Ελληνισμού για την Κύπρο.
Ευκαιρίας δοθείσης για σύντομη ανασκόπηση των πηγών, αξίζει να αναφερθεί εδώ πως, πολύτιμες πληροφορίες για το πραξικόπημα και την εισβολή βρίσκει κανείς στο βιβλίο «Η μάχη της Κύπρου» του Ταξιάρχου Γ. Σέργη (ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1996). Ωστόσο, η «στεγνή» στρατιωτική του αφήγηση είναι κάπως κουραστική και αυτό κάνει το βιβλίο να μην είναι ιδιαίτερα ευανάγνωστο. Θεωρώ εκπληκτικής αξίας μαρτυρία το βιβλίο «1974, Οι Αδικαίωτοι» (εκδόσεις Νέα Θέσις, 2004) του Κων/νου Αργυρόπουλου, ο οποίος υπηρετούσε το 1974 ως Υπολοχαγός στην Κύπρο και έλαβε μέρος στις μάχες των δύο φάσεων της εισβολής. Με ένα κάπως ιδιότυπο λογοτεχνικό ύφος (το βιβλίο έχει τη μορφή μυθιστορήματος), δίδεται μία εξαιρετική εικόνα της κατάστασης που επικράτησε στις κρίσιμες ωρες του Αττίλα Ι, στο προγεφύρωμα της Κυρήνειας και στο θύλακο της Λευκωσίας.
Σχετικά πρόσφατα (2009), κυκλοφόρησε και ένα βιβλίο που επιμελήθηκε ο παλαιός πολεμιστής της ΕΛΔΥΚ Αθανάσιος Χρυσάφης («Οι Άγνωστοι Στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ 1974», ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη, 2009). Το βιβλίο περιέχει εκπληκτικές μαρτυρίες δεκάδων πολεμιστών του 1974 για το Πραξικόπημα και τους δύο Αττίλες. Το υλικό είναι σχετικά ακατέργαστο (πρόκειται για παράθεση ενθυμήσεων και αφηγήσεων) και ας μου επιτραπεί η εκτίμηση πως κάποιες μαρτυρίες φέρουν τη σφραγίδα του χρόνου και των προσωπικών συμπαθειών/αντιπαθειών. Είναι όμως μεγάλης αξίας δουλειά και αξίζουν συγχαρητήρια στον επιμελητή του βιβλίου.
Τέλος, μεγάλης αξίας ντοκουμέντο ήταν η εκπομπή των «Φακέλων» του Αλέξη Παπαχελά, περί το 2000. Σε αυτή, μίλησαν αναλυτικά για πρώτη φορά (εξ όσων γνωρίζω) άνθρωποι του περιβάλλοντος Ιωάννίδη. Ιδιαίτερα ο (τότε) Ταγματάρχης Χαράλαμπος Παλαϊνης ξεκαθάρισε απόλυτα το ρόλο του «αόρατου δικτάτορα» στο Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και στο κρίσιμο διάστημα μέχρι την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής. Πρόκειται για μία από τις καλύτερες στιγμές της Ελληνικής Τηλεόρασης.
[iii] Στην εκπομπή των «Φακέλων», αναφέρθηκε το όνομα του Ελληνοαμερικανού πράκτορα της CIA Gustav Lascaris Avrakotos, του οποίου η πολυσχιδής σκοτεινή δράση – μεταξύ άλλων και στην περίοδο της Σοβιετικής κατοχής του Αφγανιστάν, έφτασε μέχρι τις αίθουσες του κινηματογράφου: αποτελεί βασικό χαρακτήρα της ταινίας “Charlie Wilson’s War” (2007) και του ομότιτλου βιβλίου του George Crile. Ο Avrakotos πέθανε το 2005, χωρίς ποτέ να μιλήσει για την εμπλοκή του σε όσα έγιναν το καλοκαίρι του 1974.
Στο βιβλίο των Α. Παπαχελά και Τ. Τελλογλου «17 – Φάκελος 17 Νοέμβρη» (Εστία, 2002), αναφέρεται ο Ρον Έστες, νούμερο 2 της CIA στην Αθήνα, ως βασικός συνομιλητής του Ιωαννίδη: [σελ. 87, «Σε έναν πολύ κλειστό κύκλο ανθρώπων ήταν γνωστό ακόμη πως ο Έστες ήταν ο αξιωματούχος της CIA ο οποίος ερχόταν σε επαφή με τον δικτάτορα ταξίαρχο Δημήτρη Ιωαννίδη τους κρίσιμους μήνες πριν από το πραξικόπημα εναντίον του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974. Η πληροφορία αυτή ήταν γνωστή σε έναν μικρό αριθμό στελεχών της Ελληνικής ΚΥΠ οι οποίοι συνεργάζονταν με το σταθμό της CIA»]..
Σε κάθε περίπτωση, τα περί παγίδευσης του Ιωαννίδη από κάποιον «τριτοκλασάτο» πράκτορα της CIA, πρέπει να απέχουν από την αλήθεια. Αν όντως ο Ιωαννίδης έλαβε διαβεβαιώσεις για την Τουρκική αντίδραση και ενθάρρυνση για το Πραξικόπημα, αυτό πρέπει να έγινε σε αρκετά υψηλό επίπεδο. Ακόμα και στον «παρανοϊκό κόσμο που ζούσε ο Ιωαννίδης» (όπως γράφει ο Καθ. Μάριος Ευρυβιάδης), είναι αμφίβολο αν θα αρκούσε η ενθάρρυνση από ένα χαμηλόβαθμο στέλεχος της CIA για να οργανωθεί ένα πραξικοπημα κατά του Μακαρίου.
[iv] «Τα μυστικά αρχεία του Κίσιντζερ – η απόφαση για τη διχοτόμηση», εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2002, με μία ενδιαφέρουσα εισαγωγή του Καθ. Μάριου Ευρυβιάδη.
[v] Από την κατάθεση του Ταξίαρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, «Φάκελος Κύπρου, τα απόρρητα ντοκουμέντα», Περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΚΑ της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», Ιούλιος 2010.
[vi] Ο Θεός μόνο γνωρίζει τι πραγματικά σκεφτόταν ο Αρχιεπίσκοπος όταν εκφωνούσε τα παρακάτω λόγια: «…Το πραξικόπημα δεν έγινε υπό συνθήκες τέτοιες, που να το καθιστούν εσωτερικό ελληνοκυπριακό ζήτημα. Πρόκειται σαφώς για εισβολή εκ των έξω, μαζί με κατάφωρη παραβίαση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Δημοκρατίας της Κύπρου. …. Όπως ανέφερα ήδη, τα γεγονότα της Κύπρου δεν αποτελούν εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Αφορούν και επηρεάζουν και τους Τουρκοκυπρίους.». Όπως επίσης, μόνο ο Θεός γνωρίζει τι πραγματικά σκέφτηκε όταν επέστρεψε στο ξενοδοχείο του και είδε στο BBC τον Τουρκικό αποβατικό στόλο να πλέει προς το Νησί του.
[vii] Αν ενδιαφέρεται ο αναγνώστης για το πώς αντιδρά μία πραγματικά συγκροτημένη κοινωνία, ας ανατρέξει στη βιβλιογραφία ή στο διαδίκτυο για να διαπιστώσει το είδος, το βάθος και την έκταση της αναζήτησης ευθυνών που έλαβε χώρα στο Ισραήλ, μετά τον στρατηγικό αιφνιδιασμό και τον κίνδυνο ολοκληρωτικής καταστροφής που αντιμετώπισε στον Πόλεμο του Yom Kippur, ακριβώς την ίδια χρονική περίοδο. Εκεί, η διερεύνηση δεν δίστασε να θέσει υπό κατηγορίαν τον Moshe Dayan, θρύλο των Αραβο-Ισραηλινών πολέμων. Εδώ αντίθετα, η μεταπολιτευτική δημοκρατία προστάτευσε τον ανεκδιήγητο εκείνο Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων που διέταξε από το γραφείο του το Πραξικόπημα, κοιμόταν στη «δροσιά» του θερέτρου του Αγίου Ανδρέα την ώρα που ο τουρκικός στόλος βρισκόταν ανοιχτά της Κερύνειας, ενώ το πρωί της 20ης Ιουλίου είπε στον αξιωματικό πληροφοριών του Ναυτικού που ζητούσε διασπορά του Στόλου πως «οι Τούρκοι κτυπούν την Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς»!
[viii] Στην αρχή το αίτημα ετίθετο από περιθωριακούς ακροδεξιούς χώρους όπως η ΕΠΕΝ, αργότερα όμως υπήρχαν και φωνές από ανθρώπους ενταγμένους σε άλλους πολιτικούς σχηματισμούς. Τα αιτήματα αυτά έλαβαν συγκεκριμένη μορφή επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη (1992, όπου λέγεται πως η σχετική απόφαση προσέκρουσε σε άρνηση του Κ. Καραμανλή ή βέτο του Ανδρέα Παπανδρέου) ενώ ο απόηχος τους έφτασε μέχρι πολύ πρόσφατα (δείτε το http://www.tovima.gr/society/article/?aid=244720 ).
[x] Τεύχος των ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», με θέμα «Χούντα – «Αττίλας» – Δημοκρατία, το θερμό καλοκαίρι του 1974», χωρίς ημερομηνία. Το τεύχος αυτό περιέχει πολλά ενδιαφέροντα κείμενα, μεταξύ των οποίων δύο άρθρα του Καθηγητή Μάριου Ευρυβιάδη. Όπως και ένα άρθρο του Γεώργιου-Αλέξανδρου Μαγκάκη, όπου αναλύεται εν πολλοίς η ηθική ακεραιότητα της διαδικασίας των Δικών της Χούντας. Σε αντίθεση μάλιστα με την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου υπήρχαν στοιχεία συνεργασίας του πολιτικού κόσμου με τους δικτάτορες … Αυτό το άρθρο, πρέπει ο αναγνώστης να το διαβάσει, έχοντας δίπλα του ανοιχτά τα κείμενα με τις φωτογραφίες όλων εκείνων των πρωταγωνιστών της περιόδου που δεν δικάστηκαν (ούτε φυσικά τιμωρήθηκαν) ποτέ, να προσέρχονται στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για το Κυπριακό …..
[xi] Και επειδή πάντα μπορεί η επιλεκτική χρήση φράσεων και η υπογράμμιση λέξεων να αλλοιώνει το νόημα ενός κειμένου, ας αναζητήσει ο αναγνώστης τον «Επίλογο» του Καθ. Γ. Μαργαρίτη για να δικαιώσει ή να απορρίψει τη θέση μας πως ο συγγραφέας του, σαφέστατα, θεωρεί το έγκλημα της Κύπρου (ίσως) μικρότερης σημασία από τα όσα διέπραξε η δικτατορία σε βάρος του κοινωνικού σώματος στην Ελλάδα.
http://www.istorikathemata.com/2012/07/15-1974.html
Οι διαχειριστές του katohika.gr διατηρούν το δικαίωμα τροποποίησης ή διαγραφής σχολίων που περιέχουν υβριστικούς – προσβλητικούς χαρακτηρισμούς. Απαγορεύεται η δημοσίευση συκοφαντικών ή υβριστικών σχολίων.Σε περίπτωση εντοπισμού τέτοιων μηνυμάτων θα ακολουθεί διαγραφή