Φανταστείτε μια έκταση ίση με το μέγεθος της Ελβετίας (4 εκατ. εκτάρια), πλήρως καλυμμένη με καλλιέργειες φυτών, που θα προσφέρουν καύσιμα για οχήματα, και για μονάδες παραγωγής ενέργειας.
Τόση είναι η έκταση σήμερα που οι δυτικές χώρες εκμεταλλεύονται στην Αφρική, καλλιεργώντας βιοκαύσιμα. Ηγέτες στην προσπάθεια αποδεικνύονται οι Βρετανοί, ακολουθούμενοι από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς, τους Γάλλους και τους Αμερικανούς.
Όλοι αυτοί στοιχηματίζουν υπέρ των προβλέψεων που ανακοινώθηκαν το 2004 από το ολλανδικό Ινστιτούτο Κοπέρνικος. Για να αναπτυχθεί η αγορά της βιοενέργειας, η ήπειρος με την πιο φτηνή καλλιεργήσιμη γη θα πρέπει να γίνει η μεγαλύτερη παραγωγός βιοκαυσίμων, σύμφωνα με το Ινστιτούτο. Τα 807 εκατομμύρια παρθένου εδάφους της Αφρικής είναι 15 φορές περισσότερα από όσα χρειάζονται για την συνολική κάλυψη των αναγκών βιοενέργειας για τα επόμενα 20 χρόνια.
Η ζήτηση για βιοκαύσιμα ενισχύεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Βάσει νόμων της ΕΕ, από το 2011 όλα τα βενζινάδικα θα πρέπει σταδιακά να αυξήσουν το ποσοστό καυσίμων χαμηλών σε εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Βιοαιθανόλη για το πετρέλαιο, και βιοντίζελ για το ντίζελ. Ο στόχος είναι, τα βιοκαύσιμα να φτάσουν το 10% των καυσίμων, ως το 2020.
Οι νέοι κανονισμοί στοχεύουν στη μείωση των εκπομπών αερίων και της εξάρτησης από το πετρέλαιο, όμως η Ευρώπη δεν διαθέτει αρκετές καλλιεργήσιμες εκτάσεις για να καλύψει τις ανάγκες της σε βιοκαύσιμα. Ο στόχος λοιπόν που έχει τεθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα τον τριπλασιασμό των εισαγωγών βιοκαυσίμων. Η σημερινή προμήθεια από την Ασία και την Λ. Αμερική, δεν είναι αρκετή. Έτσι, η Αφρική μετατρέπεται στο νέο Eldorado του «πράσινου χρυσού», μέσα από την καλλιέργεια ενός φυτού που προέρχεται από την Ν. Αμερική και ονομάζεται jatropha. Οι σπόροι του χρησιμεύουν στην παραγωγή καυσίμου ντίζελ με χαμηλές εκπομπές άνθρακα.
Η εφημερίδα μας μελέτησε 90 τέτοια έργα σε 20 αφρικανικές χώρες, που εκτελούν 55 εταιρίες, κυρίως ευρωπαϊκές. Στα 2.8 εκατ. εκτάρια, περισσότερα δηλαδή από το 1/3 όλης της προσπάθειας, καλλιεργούνται φυτά jatropha. Μόλις πριν από 4 χρόνια το World Wildlife Fund (WWF) είχε προβλέψει πως τα 2 εκατ. εκτάρια θα τα φτάσουμε το 2015. Ο λόγος που το συγκεκριμένο φυτό άρχισε να διαδίδεται με αυτούς τους γοργούς ρυθμούς, είναι η πρόβλεψη ότι το βιοντίζελ θα αποτελεί το 71% των εισαγωγών βιοκαυσίμων στην ΕΕ. Παράλληλα, ο τομέας των οδικών μεταφορών, τα φορτηγά δηλαδή, στρέφονται σταδιακά προς το ντίζελ. Τώρα, πολλοί επενδυτές στην Αφρική περιμένουν το έλαιο του jatropha να ανακηρυχθεί περιβαλλοντικά βιώσιμο, όπως απαιτεί η ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Εκτός από τα παραπάνω εκτάρια που καλλιεργούνται, υπάρχουν και άλλα που καλλιεργούν οι Κινέζοι, οι Βραζιλιάνοι, και οι Μαλαισιανοί. Τα κράτη αυτά αναμένεται να αρχίσουν τις εξαγωγές προς την ΕΕ μόλις αυξηθεί η τιμή των καυσίμων, μόλις καταργηθούν κάποιοι δασμοί και μόλις το προϊόν τους γίνει πιο ανταγωνιστικό.
Πολλές αφρικανικές κυβερνήσεις ενθαρρύνουν αυτού του είδους τις επενδύσεις. Πολλές απ αυτές ήδη υπέγραψαν το καταστατικό του «πράσινου OPEC», που έχει σκοπό την απεξάρτηση από το πετρέλαιο. Ο τελικός στόχος είναι τα όποια έσοδα να επενδυθούν στην γεωργία και στην διατροφική αυτάρκεια της ηπείρου.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 66% της αφρικανικής γης προορίζεται για καλλιέργειες βιοκαυσίμων και μόνο το 15% για τρόφιμα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η αντικατάσταση των συμβατικών καλλιεργειών με καλλιέργειες βιοκαυσίμων, συντέλεσε στην δραματική αύξηση των τιμών των τροφίμων, ειδικά στη διάρκεια του λιμού του 2008. Για αυτό και οι διάφορες ανθρωπιστικές οργανώσεις πνέουν μένεα εναντίον των βιοκαυσίμων.
Οι επενδυτές ισχυρίζονται ότι το jatropha καλλιεργείται εύκολα σε άνυδρες περιοχές, που δεν κάνουν για άλλου είδους καλλιέργειες και αποτελεί την οριστική ιδανική λύση. Οι ειδικοί όμως πιστεύουν ότι το φυτό αυτό απαιτεί περισσότερη άρδευση αν είναι να γίνει εμπορική του εκμετάλλευση. Επιπλέον, οι καλλιέργειες jatropha συνήθως γίνονται σε πρώην δασικές εκτάσεις, κάτι που δημιουργεί αμφιβολίες για το μέλλον τους.
Για να διασώσουν το κύρος τους και για να περιορίσουν το οικονομικό τους ρίσκο, πολλοί επενδυτές τηρούν στάση αναμονής. Η οικονομική κρίση έχει μειώσει προς το παρόν την θελκτικότητα της συγκεκριμένης επένδυσης.
inchieste.repubblica.it
Απόδοση: S.A.