“Είδα το παλιό να πλησιάζει, μα ερχόταν σαν νέο. Σερνόταν πάνω σε καινούργια δεκανίκια, που κανένας δεν είχε ξαναδεί…”
Μπ. Μπρεχτ
Ο διανοούμενος, αυτό το περίεργο ανθρωπολογικό είδος, σύμφωνα με τον ορισμό του Σαρτρ, οφείλει να ασχολείται με προβλήματα που δεν τον αφορούν άμεσα, πέρα από την ακτίνα της προσωπικής του ευταξίας ή αμεριμνησίας. Για τον στρατευμένο Σαρτρ, ο διανοούμενος ήταν μια παραδοξότητα, ένα “τέρας”, γέννημα “τερατωδών κοινωνιών”, όπως οι δικές μας. “Αυτοί που μονάχα καταγράφουν μικρογεγονότα δεν είναι σε θέση να κάνουν τούτο τον κόσμο κατανοητό στους άλλους”.
Στην εποχή μας της ολόπλευρης κρίσης, που προκαλεί τεκτονικές αλλαγές, κρίσιμο είναι το σημείο όπου ο διανοούμενος συναντάται με τον πολιτισμό, καθώς η κοινωνία φαίνεται να ζητάει και από τον καλλιτέχνη να ενσωματώσει στο έργο του τη συλλογική αγωνία, να αφουγκραστεί τα αδιέξοδα και την καταβύθιση στο κενό, να συμπληρώσει τον αναστοχασμό και τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας, που εξελίσσεται ως συλλογικό εγχείρημα.
Εκκινώντας από ένα παρελθόν πληθωριστικού πολιτισμού, όπου τα κριτήρια είχαν ατροφήσει, αντιλαμβανόμαστε τώρα (αν και οι λίγοι το είχαν επισημάνει από καιρό), ότι η κοινωνία είχε περιχαρακωθεί στον ναρκισσισμό της, στο εύκολο κοίταγμα στον καθρέφτη που αναζητά την καθημερινή επιβεβαίωση, αρνούμενη την αναγκαία, αναζωογονητική διαδικασία αυτοκριτικής της.
Σήμερα, χωρίς να έχουμε ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μας με αυτόν τον “πολιτισμό του ναρκισσισμού” που διάβρωσε καίρια τη συλλογικότητά μας, αλλά και με τους μηχανισμούς επιβολής της συναίνεσης -“τα πράγματα πρέπει να παραμείνουν ως έχουν”- όπου η “μέση οδός” απέκλειε προκαταβολικά την οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών, καλούμαστε επιτέλους να συσχετίσουμε τις κοινωνικές αλλαγές που έχουμε ανάγκη με την καθημερινή μας πρακτική, με τη στόχευση της σκέψης μας.
“Κάτω από κυβερνήσεις που υπηρετούν την εκμετάλλευση, η σκέψη περνιέται για ταπεινή ασχολία. Κάτω από τέτοιες κυβερνήσεις, η σκέψη λογίζεται ταπεινό πράγμα και πέφτει σε κατατρεγμό. Πουθενά πια δεν τη διδάσκουν. Όλα κρέμονται από το αν διδάσκεται ο σωστός τρόπος σκέψης, ένας τρόπος σκέψης που ρωτάει για όλα τα πράγματα, για την προσωρινή τους και τη μεταλλάξιμη πλευρά. Οι εξουσιαστές έχουν ισχυρή αποστροφή στις μεγάλες αλλαγές, θα ‘θελαν όλα να μείνουν όπως είναι, τουλάχιστον για χίλια χρόνια.”
Σε περιόδους κρίσης, ωστόσο, οι βεβαιότητες υποχωρούν. “Η κατάσταση της έσχατης αθλιότητας είναι εκείνη στην οποία φαίνεται πως δεν τα βγάζει πέρα κανείς χωρίς γνώση. Τίποτε πια δεν μπορεί να υπολογιστεί, τα μέτρα και τα σταθμά έχουν καεί, οι κοντινοί στόχοι καλύπτουν τους μακρινούς”. Είναι οι μέρες όπου και ο πολιτισμός καλείται να “τρέξει στους δρόμους”, να αφουγκραστεί, φτωχός και ο ίδιος, πιο αδύναμος, συκοφαντημένος πολλές φορές, καταπτοημένος και ταλαντευόμενος. Οι κοινωνίες δεν αυτοθαυμάζονται πια, η “συμφιλιωμένη” συλλογικότητα της επιτήδειας ειρήνευσης της κοινωνίας δεν λειτουργεί όπως πριν.
“Σήμερα η βαρβαρότητα είναι αυτή που μας παριστάνει τη νέα εποχή. Λέει πως ελπίζει να διαρκέσει χίλια χρόνια. Κάποιοι λένε πως αιτία της βαρβαρότητας είναι η ίδια η βαρβαρότητα κι ότι η βαρβαρότητα πολεμιέται με την εξημέρωση των ηθών, που τη φέρνει ή μόρφωση. Λόγια, λόγια… Γενικολογίες, πέρα για πέρα”. Στόχος είναι, μέσα από τον αναστοχασμό, η “διόρθωση” της αναπαράστασης, η αναδιατύπωση του παραπλανητικού αφηγήματος που είχε εγκαθιδρυθεί “κοινή συναινέσει”…
Χρειαζόμαστε νέους ορισμούς, καινούργιες λέξεις, να δουλέψουμε με εικόνες που ήταν δυσδιάκριτες ή αποσιωπημένες μέχρι χθες, να αποκρυπτογραφήσουμε τους αδιόρατους συνειρμούς που προκαλεί ο κυρίαρχος σήμερα πολιτισμός των εικόνων…
“Οι εικόνες του πρωινού και της νύχτας είναι παραπλανητικές. Οι ευτυχισμένοι καιροί δεν έρχονται όπως έρχεται το πρωί μετά από μια ήρεμη νύχτα”. Η εποχή μας δεν παράγει μόνο αμηχανία και δυσφορία. Αναγκαστικά, είναι και εποχή τόλμης, αφού επανεξετάζει τις κοινές βεβαιότητες, τους ιδρυτικούς μύθους και τις “αλήθειες” του μέσου όρου. Υποχρεώνει τους ανθρώπους να μετακινηθούν από ιδεολογήματα, να κρατήσουν τα αναγκαία, να κινηθούν προς το μέλλον. “Και η τέχνη πρέπει, σ’ αυτούς τους καιρούς των αποφάσεων, ν’ αποφασίσει”.
Οι φράσεις σε εισαγωγικά είναι του Μπέρτολτ Μπρεχτ, από πολλά κείμενά του, κυρίως της δεκαετίας του ’30.
Ο τίτλος είναι δανεισμένος από τη Ροσάνα Ροσάντα, από πρόσφατη συνέντευξή της στην «Pubblico», 18 Νοεμβρίου 2012. Αναδημοσίευση στην εφημερίδα “Εποχή”.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice