Είχαμε περάσει μόλις την εποχή του απόλυτου ψέματος. Είχαμε στο σπίτι καλεσμένη την πλούσια ζωή. Την ζωή χωρίς υλικά προβλήματα. Ευμάρεια ονομαζόταν η καλεσμένη.
Βέβαια ακριβώς εκείνες τις ίδιες μέρες, τα Βαλκάνια γνώριζαν μόνο αίμα, βόμβες, απεμπλουτισμένο ουράνιο και μαύρους ουρανούς. Ο εμφύλιος πόνος γέμιζε ριπές τον ουρανό μας αλλά εμείς δεν ακούγαμε τίποτα. Συνεχίζαμε με κέφι. Αγοράζαμε κλικ, ακούγαμε τζερόνιμο και ετοιμαζόμαστε να χαρούμε το αλέγκρο πνεύμα της νέας εποχής.
Ελάχιστα χρόνια πριν δέσποζε ακόμα το σεμεδάκι πάνω στην τηλεόραση, στο στενάχωρο σαλόνι. Τότε που ακόμα τα πάρτι ήταν μεγάλα και εμείς ακόμα νιώθαμε πως η λέξη συλλογικά είχε ένα κάποιο νόημα. Τότε που ακόμα η ματαίωση είχε σαν προϋπόθεση να είχες πιστέψει σε ένα καλύτερο κόσμο που δεν ήρθε και δεν θα ερχόταν όσο ωραία κι αν ήταν τα πάρτι.
Μετά μεγαλώσαμε και όσο μεγαλώναμε εμείς μίκραιναν τα πάρτι. Χορταίναμε μονάχα στο δικό μας πάρτι. Ούτε συλλογικά, ούτε με μνήμη. Ούτε γείτονες, ούτε φίλοι νιώθαμε. Μόνο ψάχναμε ποιος είχε δίκιο. Μέχρι που το πάρτι τελείωσε έμειναν στην μέση οι εκ γενετής ανάπηροι, τα παιδιά που δεν ήταν παιδιά αλλά γεννήθηκαν μεγάλοι με πληγές και τραύματα. Η παρέα έγινε λόμπι, η αγκαλιά προσωπική καταξίωση, συμβόλαια. Περισσότερο από εμφύλιος, υπήρξε πόλεμος.
Μετά ήρθε η δεκαετία που την ονόμασαν Ανάπτυξη. Κι εμείς τρέχουμε και παίζουμε κρυφτό στα χαλάσματα. Τα σπίτια οριακά κρατούν ακόμα τα απομεινάρια τους. Ένας οικισμός γεμάτος ερείπια. Ο χρόνος χάσκει σαν τραύμα στο τοπίο. Ολόγυρα ένα ακοίμητο βουητό πολιτικού σχολιασμού στα σοσιαλ μήντια. Επίσημα ανακοινωθέντα. Κρυβόμαστε πίσω από δέντρα και ορφανούς τοίχους. Οι αριθμοί μετρούν πιο γρήγορα με την ανθρώπινη απουσία. Κερδίζει όποιος αποτυπώσει έστω και κάτι μικρό από το αληθινό.
Παίζουμε ασταμάτητα αυτό το κρυφτό, μέχρι να βρεθούν όλοι οι κρυμμένοι. Αλλάζουμε κρυψώνες και κάτω από τα παπούτσια μας ακούμε τα σπασμένα. Κι αν καμιά φορά πιαστούμε πίσω από τους φακούς μας, σαν αντικριστοί καθρέφτες, τότε ανοίγουν σε ευθεία οι λαβύρινθοι μπροστά μας και χάνεται ο ένας μέσα στον λαβύρινθο του άλλου. Σ ΄ένα είδωλο που ανταλλάσουμε πάλι και πάλι και πάλι.
Κρυβόμαστε και δεν ακούμε. Δεν ακούγαμε ποτέ. Δυναμώνουμε την μουσική για να μην βλέπουμε, να μην ακούμε τον εμφύλιο. Εμποδισμένη ακόμα και η επαφή μας με την μελαγχολία. Ξέρουμε απ΄αυτά. Μόνο πάρτι και εμφύλιους γνωρίσαμε.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice