Θά Σου Δίνω Λεφτά Να Αγοράζεις Ωραία Πράματα, Αν Είσαι Ύπάκουο Παιδί: Το κατεστημένο της έξουσίας χρησιμοποιεί πολλά μέσα, γιά νά έπιβιώνη. Όλα τείνουν πρός τον ίδιο σκοπό: την έξουδετέρωση εκείνην πού βρίσκονται εκτός Κατεστημένου καί τήν ματαίωση κάθε προσπάθειας πού θά μπορούσε νά γίνη έκ μέρους τους γιά τήν Αμφισβήτηση ή τήν Ανατροπή του. Μέ τον νοσηρό Εγωισμό του, τό Κατεστημένο θεωρεί έχθρούς και «Απειλή» τους πάντες, έκτος Από τον ίδιο τον έαυτό του. Μεταξύ των εχθρών του, ό πιο ιδιότυπος είναι ό Ανώνυμος λαός, ή Απρόσωπη μάζα, πού Αποτελεί τό έμψυχο υπόβαθρο κάθε Εθνους.
Ο λαός είναι ό πιο ευτρωτος εχθρός Απ’ όλους τούς έχθρούς τών κρατούντων, σ’ όλες τις έποχές καί σ’ όλους τούς χώρους. Μοιάζει μ’ ένα γιγάντιο νήπιο. Διαθέτει τεράστια δύναμη, άλλά δέν είναι ικανός να τήν χρησιμοποήση. Καί άν ποτέ τήν χρησιμοποιήση, Θά τήν σπαταλήση Ασκοπα. «Διαμορφώνεται» ευκολα καί του Αρέσουν τά παραμύθια. Εχει συνεχώς Ανάγκη Από ένα κηδεμόνα, ένα προστάτη. Συναισθάνεται, ένθουσιάζεται, Αλλά δέν έχει κρίση. Εντυπωσιάζεται άπό τά πυροτεχνήματα καί τις ταχυδακτυλουργίες. Καί κλαίει όταν πεινάη, διότι ή μεγάλη του Αδυναμία είναι τό φαί. Τρελλαίνεται έπίσης γιά τά φανταχτερά πραγματάκια. Καί ζητάει συνεχώς όμορφα μπιχλιμπίδια.
Γνωρίζοντας καλά τήν μεγάλη αύτή Αδυναμία του λαοϋ, ή έξ- ουσία μεταξύ τών άλλων τρόπων πού χρησιμοποιεί γιά νά τόν κρατάη ύπάκουο — βία, δόλος, παραπλάνηση, «παραμύθια», φοβέρα— έφαρμόζει σέ εύρεία έκταση τήν μέθοδο του έκβιάσιμου:
«Θά σου δίνω λεφτά γιά νά τρώς καί νά Αγοράζης ωραία πράματα, μόνον όταν είσαι ύπάκουο παιδί».
Έχοντας κάτω άπό τόν πλήρη έλεγχό του τά ύλικα μέσα —τεχνολογία καί πλούτο— τό Κατεστημένο διαθέτει πράγματι τό πιο άποτελεσματικό όπλο για να δουλαγωγή τούς λαούς: τό όπλο τών υλικών παροχών. Ό έξουσιαζόμενος καί έξαρτώμενος πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά άνθρωπος —-και τέτοιοι είναι όλοι όσοι βρίσκονται εκτός Κατεστημένου, δηλαδή ή μέγιστη πλειονότητα τών άτόμων— παρασυράμενος άπό τό δόλωμα τής υλης, ύποκύπτει σχεδόν πάντοτε στόν έκβιασμό. ‘Αντιλαμβάνεται, ότι γιά νά «ζήση», για να «προκόψη», γιά νά «σταδιοδρομήση», πρέπει νά είναι ευπειθής. ’Αλλοιώς, οι «κηδεμόνες» πού κρατάνε τά κλειδιά του ταμείου, δέν θά του δώσουν τίποτε.
Μέ τον άπέραντο κυνισμό τους οι κρατούντες κάνουν ο,τι μπορούν, γιά νά ένισχύσουν την δίψα γιά τήν ύλη πού χαρακτηρίζει τούς λαούς. Οι βιτρίνες του τεχνολογικού πολιτισμού τής έποχής μας άστραποβολουν άπό σωρούς διαφόρων πραγμάτων — χρήσιμων ή άχρηστων— πού καθένα άπ’ αυτά Αντιπροσωπεύει κι ένα μεγάλο πειρασμό γιά τά άτομα. Όπως οί ψιλικατζήδες καί οί πωλητές παιδικών είδών καί παιχνιδιών έκθέτσυν όσο μπορούν πιό προκλητικά τό έμπόρευμά τους, γιά νά τραβήξουν τήν προσοχή τών άνήλικων πελατών τους, έτσι και τό Κατεστημένο, μέ τή βοήθεια τής έλιεγχόμενης άπ’ αύτό τεχνολογίας, προωθεί μέ όλα τά μέσα τή μαζική παραγωγή υλικών άγαθών πού προορίζονται γιά νά άνοίξουν τήν όρεξη των δουλών του.
Ταυτόχρονα διαφημίζει μ’ όλους τούς τρόπους τις ανέσεις καί τήν ώραία ζωή πού έξασφαλίζουν τά άγαθά αύτά —πού μπορεί νά καλύπτουν πραγματικές άνάγκες, άλλά καί μπορεί νά μήν προσφέρουν κανένα ωφέλημα σ’ αυτούς πού τά άποκτουν. Όλες οί άποχρώσεις του, άπό τή μαρξιστική μέχρι τήν καπιταλιστική, όταν μιλάν στούς ύπηκόους τους, μόνο στό στομάχι τους άπευθύνονται καί ποτέ στον έγκέφαλο ή τήν ψυχή τους. Οικονομική άνάπτυξη, ύλική ευημερία, κοινωνική «δικαιοσύνη», αύξήσεις μισθών καί λοιπά παρόμοια είναι τά μόνα πράγματα πού υπάρχουν σ’ όλα τά πολιτικά προγράμματα όλων τών έξουσιαστικών καθεστώτων του κόσμου.
Ετσι ή δίψα γιά τήν άπόκτηση υλικών άγαθών πήρε στήν έποχή μας τις διαστάσεις μαζικής ύστερίας. Πρόκειται γιά τό φαινόμενο του Καταναλωτισμού, πού δεν συνιστα άπλώς «τρόπο ζωής», άλλά τείνει νά πάρη τήν μορφή «κοσμοθεωρίας» γιά τον σύγχρονο άνθρωπο.
Ό «καταναλωτικός άνθρωπος» διακατέχεται μόνιμα άπό τόν πυρετό τής άπληστίας. «Όλες του οί σκέψεις, οί ένέργειες, τά όνειρά του άναφέρονται στήν έξεύρεση χρημάτων για την Εξασφάλιση «ανέσεων», πσύ κατά τη γνώμη του είναι «Απαραίτητες γιά νά ζήση». Οί «άνέσεις» αυτές δέν Επιτυγχάνονται ποτέ. «Όταν άποκτά σπίτι, όνειρεύεται ενα μεγαλύτερο καί πολυτελέστερο.
«Όταν τό αποκτά καί αυτό, έπιδιώκει τήν κατασκευή μιας βίλλας σέ κάποια έξοχική περιοχή. «Όταν άποκτά αυτοκίνητο, θέλει να μεγαλύτερο και καλύτερο. «Όταν τό άγοράζη κι’ αυτό, θέλει ένα κότερο. «Ύστερα ενα Ιδιωτικό αεροπλάνο και ούτω καθεξής. Είναι φανερό, ότι ή καταναλωτική υστερία δεν όφείλεται στή φυσιολογική τάση του ανθρώπου για κάλυψη των φυσικών του άναγκών. Άλλα πρόκειται γιά διαστροφή, έφ’ όσον τά περισσότερα υλικά άγαθά πού έπιδιώκει νά άποκτήση μόνο φανταστικές άνάγκες του εξυπηρετούν.
Στο ξέφρενο κυνήγι τής ύλης ό «καταναλωτικός άνθρωπος» δεν εχει φραγμούς. Πουλά έκατό φορές τήν ήμέρα τήν τιμή του, τήν άξιοπρέπειά του, τις ιδέες του, θυσιάζοντάς τα σάν τίμημα της ύλικής του «ευδαιμονίας». Ή υλη αποτελεί γι’ αύτόν τόν άνώτατο σκοπό και όλα τά μή υλικά είναι άπλώς «μέσα» ή τίποτα.
Μ’ αυτές τις συνθήκες καί μ’ αύτό τό ύλιστικό «Ιδανικό», που έχει τοποθετήσει στην κορυφή τής πυραμίδας των «άξιων» της, ή «Καταναλωτική Κοινωνία», ή τελευταία μορφή τής λογοκρατικής κοινωνίας, μεταβάλλεται σ’ έναν εσμό δωροδοκούντων και δωροληπτών, σαλταδόρων καί καρριεριστών, άπατεώνων, καί έκβιαστών καί σέ τελευταία άνάλυση σέ μιά άπειροπληθή άγέλη άνδραπόδων, τυφλά κινουμένων πλασμάτων. Ή Εξουσία είναι ή Κίρκη πού ακουμπά μέ τό μαγικό ραβδί της τούς άνθρώπους και τούς μεταμορφώνει σέ χοίρους. Οι «καταναλωτικοί άνθρωποι» δέν σκέπτονται, δεν έχουν τιμή, δέν έχουν ίδέες, δέν έχουν κάποιο σταθερό σημείο άναφοράς ατή ζωή τους και σάν «πόρνες» έκδίδονται πρόθυμα σ’ οποιονδήποτε τούς αμείβει, δηλαδή στους κρατούντες.
Είναι αυτονόητο, ότι μιά τέτοια κοινωνία είναι ή πιο εύκολοκυβέρνητη όλότητα πού θα μπορούσε νά έπιθυμήση τό Κατεστημένο. Καθώς οί μάζες δέν έχουν καιρό νά σκαφθούν τίποτε άλλο έκτός άπό τήν ύλη, οι κρατούντες προμηθεύουν σ’ αυτές τη «σκέψη» πού τούς ίδιους συμφέρει. «Σκεπτόμενο πριν από μάς, γιά μάς», τό Κατεστημένο μάς προσφέρει, μέ τά άπειρα τεχνικά μέσα πλύσεως έγκεφάλων πού διαθέτει, ετοιμες «λύσεις» γιά όλα τά προβλήματα πού μάς απασχολούν: ατομικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, οικονομικά, Ιδεολογικά, θρησκευτικά, πολιτικά, ακόμη και σεξουαλικά. Έτσι οί λαοί, αν κάποτε επιδιώκουν κάποια λύση σε κάποιο πρόβλημα ή «λύση» αυτή είναι πάντοτε δογματική, προγραμματισμένη και «υπαγορευμένη» προ πολλού από τό Κατεστημένο καί φυσικά ποτέ δεν είναι λύση.
Αυτό πού συμβαίνει στο έπίπεδο των άτόμων, ισχύει Απαράλλακτα και στο έπίπεδο των Εθνών. Ή άόρατη Διεθνής ’Εξουσιαστική Κλίκα πού κυβερνά τον Κόσμο, έχοντας στά χέρια της τόν άπόλυτο έλεγχο του πλούτου καί τής τεχνολογίας, έκβιάζει τά Έθνη, λέγοντάς τους ό,τι λέει και στα άτομα: «Θά σάς βοηθήσω οικονομικά καί τεχνολογικά, μόνον όταν είσθε υπάκουα».
Όπως τά άτομα υποτάσσονται, έτσι καί τά έθνη άναγκάζονται νά ύποδουλωθοϋν. Γιά χάρη τής ιδέας τής «οικονομικής άναπτύξεως» πού είναι σαν τό καταναλωτικό «πνεύμα» των ατόμων, διότι, όπως αυτό, έτσι και έκείνη, δεν Ικανοποιείται ποτέ, τά Εθνη έγκαταλείπουν τά ιδανικά τους καί παραδίδονται έρμαια στον διεθνισμό και τόν κοσμοπολιτισμό του Κατεστημένου.
Ή υστερία τής «οικονομικής άναπτύξεως», πού έχει «υποβάλει» στά έθνη ή Διεθνής Εξουσία, είναι ένας άπό τούς βαθύτερους λόγους τής φθοράς του έθνικου Ιδανικού καί τής έκπορνεύσεως των έθνικών άξιων καί άρετών, όπως ή υστερία του Καταναλωτισμού είναι ένας από τούς βαθύτερους λόγους τής ήθικής έκπορνεύσεως των κοινωνιών καί τών άτόμων. Καί είναι άλήθεια, αυτό πού έκ πρώτης όψεως φαίνεται παράλογο: Τό άτέλειωτο καί στούς αιώνες τών αιώνων άπιαστο όνειρο τής «οίκονομικής άναπτύξεως», αύτή ή διηνεκώς διαφεύγουσα χίμαιρα, είναι στήν πραγματικότητα ή θανατηφόρα άρρώστια κάθε «Έθνους καί ό άπόκρυφος δολοφόνος τής έλευθερίάς του.
Ή καταναλωτική άλλοτρίωση καί ό ήθικός εύτελισμός τών άτόμων καί τών κοινωνιών θά μπορούσαν νά είχαν κάποιο έλαφρυντικό, κάποιο «πλεονέκτημα», χάριν του όποιου νά τούς συγχωρηθή ή καταστροφή πού προξενούν στόν πολιτισμό τής άνθρωπότητας: την ευδαιμονία τού άνθρώπου. ’Αλλά, δυστυχώς, δέν ύπάρχει αύτό τό έλαφρυντικό. Ό «καταναλωτικός άνθρωπος» έκτος του ότι είναι «ό πιο ύποδουλωμένος, ό πιό άτιμος, ό πιο άποβλακωμένος καί ό πιο άποκτηνωμένος άνθρωπος όλων τών έποχών», είναι ταυτόχρονα καί ό πιό δυστυχής. Τό άγχος, ό παραλογισμός καί οί παρακρούσεις, οί «υποχθόνιοι» φόβοι καί ή άπερίγραπτη ματαιότητα πού τόν συνοδεύουν σάν φαντάσματα σέ κάθε του βήμα, μετατρέπουν τη ζωή του σέ κόλαση.
Έχοντας χάσει τήν αίσθηση του μέτρου, κατρακυλά όλοένα καί πιό βαθειά στο έρεβος καί στή δίνη τής υστερίας ταυ. Αιχμάλωτος, δέσμιος ένός ύποβολιμαίου «Ιδανικού», πού είναι άπλώς παγίδα πού του στήνουν οί έξουσιαστές, αισθάνεται ίσως ύποσυνείδητα τήν κατάντια του, διαβλέπει ότι ό δρόμος του δέν εχει κανένα τέρμα καί σέρνει τον σταυρό του άνεβαίνοντας σ’ ενα Γολγοθά, πού κι αυτός δεν έχει κανένα νόημα καί δέν θά βρή καμμιά δικαίωση.
Ό άνθρωπος αύτοτιμωρείται, γιατί παραβίασε τήν ίδια τη φύση του. Άπό δυσυπόστατο Ον, δηλαδή άπό είδος μέ υλικές άνάγκες άλλά και μέ άνώτερες, πνευματικές Ιδιότητες, μεταβάλλεται άφύσικα σέ μονοδιάστατο τέρας. Απέβαλε τόν Ιδεαλισμό πού ύπάρχει μέσα στη φύση του καί περιωρίσθηκε στόν υλισμό, ύποβιβάζοντας άσπλαχνα τόν έαυτό του. Δέν του άπομένουν παρά δυο πράγματα: ή άποκατάσταση τής διφυούς οντότητας του ή ή έκλειψή του άπό τήν έπιφάνεια τής Γης. Ή Μητέρα Φύση δέν συγχωρεί ποτέ τά παιδιά της, όταν τήν προδίδουν.
«Ήδη συντρίβουμε τους τρόπους του σκέπτεσθαι,
όσους απόμειναν από την προεπαναστατική εποχή»
ΤΖ. ΟΡΓΟΥΕΛ
Σίσυφος. Μια ατέρμονη πορεία προς την ελευθερία: Καθώς ό Σίσυφος κινείται ανηφορικά στήν πλαγιά του λόφου, σπρώχνοντας τον βράχο πρός την κορυφή, πραγματοποιεί βήματα προς τήν Ελευθερία. Ανεβαίνοντας σ’ ένα οποιοδήποτε ύψος, φθάνει σε κάποιο βαθμό έλευθερώσεως. Μόνον αν έφθανε στην κορυφή, θα είχε φθάσει στήν άδιαβάθμητη καί άπόλυτη Ελευθερία. Τούτο όμως δέν συμβαίνει, κατά τον έλληνικό μυθο, ποτέ. Αντίθετα, ό βράχος κάποτε του ξεφεύγει και κατρακυλά στήν κατηφόρα τής πλαγιάς.
Το σημείο όπου αρχίζει ή κίνηση πρός τήν Ελευθερία, τά ριζά του λόφου, είναι απροσδιόριστο, χάνεται μέσα στά άνεξερεύνητα βάθη τής άρχής του Οντος. Αρχή τής Ελευθερίας δεν μπορεί νά είναι ή «γέννηση» ή ή «γένεση», του άτόμου ή του Κόσμου. Ή «γέννηση» προϋποθέτει «σύλληψη» καί «κύηση», παράγοντες, δηλαδή, πού άν καί είναι «προγενετικοί», καθορίζουν αυστηρά τήν πορεία του γεννωμένου. Καί ή σχέση του αιτίου και αίτιατου δεν έχει άρχή καί τέλος. Τό χρονικό και χωρικό σημείο πριν άπό τό όποιο δέν υπάρχει κίνηση πρός τήν ’Ελευθερία δέν είναι Αντιληπτό, όπως καί στά Μαθηματικά δέν είναι Αντιληπτή, καί «είναι συμβατική καί αυθαίρετη —καί γι αυτό δέν μπορεί νά όρισθή— ή έννοια του «σημείου».
Καθώς καί τό σημείο, μετά άπό τό όποιο ύπάρχει ή άπόλυτη Ελευθερία, ή κορυφή τού λόφου, δέν είναι άντιληπτό ό Σίσυφος δέν Ανέβηκε ποτέ, είναι σημείο – χίμαιρα, πού τό κυνήγα αιώνια χωρίς νά μπορή νά τό πιάση. Τό τέλος τής κινήσεως πρός τήν Ελευθερία δέν μπορεί νά όρισθή, όπως δέν μπορεί νά όρισθή στά Μαθηματικα —και είναι συμβατική καί αυθαίρετη— ή έννοια του «Απείρου».
Δεν έχει όρια, δεν έχει οΰτε Αρχή ούτε τέλος ή ’Ελευθερία. Ελευθερία είναι ό ίδιος ό Θεός.
Δέν μπορεί νά διατυπωθή όρισμός τής Ελευθερίας, όπως δέν μπορεί κάν νά όρισθή τό τί δέν είναι Ελευθερία —καί όσοι υποστηρίζουν την ’Ελευθερία έτσι, Αρνητικά, ξεκινούν πάντοτε άπό Ανθρωποκεντρική (θά λέγαμε «σισυφοκεντρική») αφετηρία καί αφήνουν έξω Από τόν ορισιμό του τί δέν είναι Ελευθερία ένα μέρος του Οντος, μέρος πού βρίσκεται εξω Από τόν Σίσυφο.
Φανταστικά, ό Σίσυφος θα μπορούσε κατ’ έλευθέραν βούλησιν να καθορίση τήν Αρχή καί τό τέλος τής κινήσεώς του, θα μπορούσε δηλαδή από μόνος του νά γίνη είτε Απολύτως μή έλεύθέρος, εϊτε Απολύτως ελεύθερος, μόνο στήν περίπτωση πού θά έπορεύετο σε μιά πεδιάδα μονάχος του, όχι στήν Ανηφόρια του λόφου, καί χωρίς τόν βράχο πού σπρώχνει.
Τούτο θά συνέβαινε, αν ό άνθρωπος ήταν άναρχος, άν δέν ήταν δημιούργημα τής ‘Ελευθερίας, αλλά δημιουργός του έαυτοϋ του —πράγμα αδύνατον. Έτσι, Σίσυφος καί βράχος, με τό κοινό άνέβασμά τους στήν πλαγιά, καθορίζουν τό ύφηλότερο σημείο πού θά φθάση ή κίνηση πρός τήν Ελευθερία. Μόνος του ό Σίσυφος δέν φθάνει πουθενά. Ειδικά, ό ρόλος του Σίσυφου έξαντλεΐται μέσα στά όρια ένός «διαστήματος» πού συμπίπτει μέ τήν τροχιά πού διαγράφει σπρώχνοντας τόν βράχο, και μηδενίζεται πριν καί μετά τά όρια αυτά, όπωσδήποτε πριν άπό τήν Αρχή τής Ανηφοριας αλλά καί όπωσδήποτε πρίν Από τήν κορυφή.
Τό τρίπτυχο, -λόφος -Σίσυφος— βρόχος, Απόλυτα Αξεχώριστο, Αντικατοπτρίζει τήν Αναγκαστική συνύπαρξη του Ανθρώπου μέ τό περιβάλλον του καί τό έκτος αυτού Όν, τήν Τύχη καί τήν ’Αναγκαιότητα. Δέν ύπάρχει περίπτωση άπομονώσεως του Ανθρώπου, καταργήσεως του «έξωανθρώπινου». Δέν νοείται ό Σίσυφος χωρίς τήν Ανηφοριά και χωρίς τόν βράχο. Ό άνθρωπος καί τό έξωανθρώπινο υποχρεωτικά «Αντιμάχονται», «ερίζουν», Αλλά καί συμπορεύονται ζευγαρωτά, άρμονικά καί Ανηφορικά.
Αφοϋ ή ούσία τής ύπάρξεως του Σίσυφου τοποθετείται Ακριβώς στήν Ικανότητά του: νά ώθή, πολύ ή λίγο, τον βράχο στην άνηφοριά καί οχι στήν έγκατάλειψη του λόφου, έγκατάλειψη πού δέν θά είχε, σέ τελευταία άνάλυση, κανένα νόημα, διότι θά άφαιροϋσε άπ’ αύτόν τήν δυνατότητα τής κινήσεως πρός τα έπάνω. Καί ή δυνατότητα αυτή, σάν πολυπόθητο αίτημα τής ζωής, είναι αυτή αΰτη ή άπελευθέρωση, οίουδήποτε βαθμού, πού έπιδιώκει μέ τον άγώνα της ή άνθρωπότητα, σάν άτομα καί σάν σύνολο.
Ή έλευθέρωση, ή θέωση, είναι άκριβώς ή συνισταμένη της άντιμαχίας, (τής «’Έριδος», καθ’ Ηράκλειτον) μεταξύ του βάρους του βράχου καί τής προωθητικής δυνάμεως πού καταβάλλει ό άνθρωπος. «Γέννημα» των δύο άντιθέτων αυτών δυνάμεων, τής Ελευθερίας και τής ’Αναγκαιότητας, ή έλευθέρωση είναι σέ τελευταία άνάλυση ή εναρμόνιση μεταξύ τους, ή άφομοίωση, ή ταύτιση» ή ένοποίησή τους, όπως ή συνισταμένη τής ήλιακής έλξεως καί τής γήινης έλξεως είναι ή ήρεμη, άδιατάρακτη, άρμονική καί αιώνια τροχιά τής Γης γύρω άπό τον έαυτό της και γύρω άπό τών ήλιο Καί όπως ή Γή άν απαλλασσόταν άπό τήν ήλιακή έλξη, θά «έχανε τον δρόμο της» και θά χανόταν καί ή ίδια μέσα στο Σύμπαν, θά αύτοκαταστρεφόταν, έτσι καί ό Σίσυφος, άν σταματούσε τήν ώθηση του βράχου στήν άνηφοριά του λόφου, θά τού ξέφευγε ό βράχος, θά κατρακυλούσε και θά πλάκωνε καί τόν ίδιον.
Ή συνύπαρξη του Σίσυφου μέ τόν βράχο είναι λειτουργία του Λόγου, του Κοσμογονικού Νόμου, είναι έκφραση τής άρχής πού ένώνει καί συντηρεί τόν Κόσμο. Ή άρμονική άνηφορική συμπόρευσή του μέ τό βράχο είναι ή «σύνταξή» του, ή «συμμόρφωσή» του πρός τόν Νόμο. Ή απόπειρα έγκαταλείψεως του βράχου άποτελεΐ παράβαση του Νόμου, «κατήφορο», και συνεπάγεται τήν επέμβαση τής Δίκης καί τήν καταστροφή του παραβάτη.
Ό βαθμός έλευθερώσεως, θεώσεως του άνθρώπου —τό «διάστημα» τής τροχιάς τοϋ Σίσυφου στήν πλαγιά —είναι άπεριόριστός, άπειρος. Ή συμμόρφωση πρός τόν Κοσμογονικό Νόμο, άν δεν φέρη στήν άπόλυτη Ελευθερία, μπορεί όμως νά όδηγήση τόν άνθρωπο σέ έπίπεδα γιγαντιαίας φυσικής και πνευματικής άνόδου — καί ή Ιστορία βρίθει άπό παραδείγματα άτόμων καί Εθνών πού άνυψώθηκαν σ’ αυτή τήν κατάσταση όπως, άλλωστε, βρίθει κι άπο παραδείγματα αύτοκαταστρεφόμενων άτόμων και Εθνών πού παρέβησαν τόν Κοσμογονικό Νόμο — άτόμων καί Εθνών πού άφησαν τόν βράχο, με άποτέλεσμα νά κατρακυλήση καί νά τά πλάκωση.
Ή σύγχρονη φάση τής Ιστορίας τής άνθρωπότητας, ή σημερινή έποχή τής παρακμής, χαρακτηρίζεται άκριβώς άπό την παράβαση του Κοσμογονικου Νόμου, τήν άνατροπή του, μέσω του μοχλού τής Λογοκρατίας καί τεχνοκρατίας.
“Η θεότητα ενεργεί στα ζωντανά, όχι όμως στα νεκρά.
Υπάρχει στα γιγνόμενα και μεταμορφωνόμενα,
όχι όμως στα προϊόντα του γίγνεσθαι (γεγονότα) και τα παγιωμένα.
Έτσι και ο Λόγος στην τάση του προς το θείο έχει να κάνει μόνο με τα γιγνόμενα,
τα ζωντανά και η διάνοια με τα γεγονότα, τα παγιωμένα, για να τα εκμεταλλεύεται”.
Γκαίτε
Δημήτρης Λάμπρου, Αναζήτηση, Δοκίμιο Ελληνικής Ιδεολογίας, Δαύλος 1981: Ο συγγραφέας του δοκιμίου αυτού, εκδότης του Δαυλού κ. Δ. Λάμπρου, διερευνά την πολιτική αλήθεια με σταθερό άξονα την ελληνικότητα. Διότι, όπως λέει και ο ίδιος, το ελληνικό είναι συνήθως η αλήθεια και το ελληνικό πρέπει να είναι πάντοτε η αλήθεια. Όπως και το ελληνικό είναι συνήθως οικουμενικό και πρέπει να είναι πάντοτε οικουμενικό. Με βάση αυτήν την αρχή, που στην συνέχεια απετέλεσε και την ιδεολογική βάση του Δαυλού, αναλύονται καίρια θέματα της ιστορίας αλλά και της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως ο εκβαρβαρισμός του Ολυμπιακού Πνεύματος, η κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο Χριστιανισμός σε σχέση με τον Ελληνισμό κ.α.
Ένα πρωτοποριακό για την εποχή του έργο, πριν από την εμφάνιση διαφόρων ομάδων ή ατόμων, που, αν και άσχετοι με την Ελληνικότητα, μιμήθηκαν την κεντρική ιδέα του εκδότη και του Δ προσπαθώντας να την εμπορευθούν και να την νοθεύσουν. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ακόμα και σήμερα κάρφος στα μάτια διαφόρων κύκλων του κατεστημένου, καθώς η καθαρότητα και η ειλικρίνεια των απόψεών του είναι η καλύτερη απάντηση σε οποιεσδήποτε απόπειρες νοθείας, διαστρέβλωσης ή αδιστάκτου εμπορίας του Ελληνικού πολιτισμού.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice