Αδυνατώντας να μείνουμε μόνοι με τις σκέψεις μας
Είναι πολύ σπάνιο, σε οποιαδήποτε δυτική χώρα, να παρατηρήσει κανείς ανθρώπους να κάθονται ήσυχα μόνοι τους και να στοχάζονται.
Οι περισσότεροι θα παίζουν με το κινητό τους τηλέφωνο, θα διαβάζουν, θα βλέπουν μια ταινία στο tablet τους ή θα παρατηρούν τους άλλους ανθρώπους. Γιατί άραγε έχουμε αυτή την ανάγκη να αποσπάμε την προσοχή μας με κάτι άλλο; Υπάρχει κάτι το τόσο απωθητικό στο χρόνο που ξοδεύουμε βυθισμένοι στις δικές μας σκέψεις;
Η ακόλουθη έρευνα διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα προτιμούσαν να κάνουν κάτι – ενδεχομένως ακόμη και να βλάψουν τον εαυτό τους – από το να μην κάνουν τίποτα ή να κάθονται μόνοι με τις σκέψεις τους, σύμφωνα με τους ερευνητές τα πορίσματα των οποίων δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 4 Ιουλίου στο περιοδικό Science.
Σε μια σειρά 11 ερευνών, ο ψυχολόγος Timothy Wilson από το Πανεπιστήμιο της Virginia και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Virginia και το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, διαπίστωσαν σε γενικές γραμμές, ότι οι συμμετέχοντες στη μελέτη προερχόμενοι από ένα ευρύ φάσμα ηλικιών, δεν τους άρεσε να περνούν ακόμη και σύντομο χρονικό διάστημα μόνοι τους σε ένα δωμάτιο χωρίς να κάνουν τίποτα, όπως το να σκέφτονται ή να ονειροπολούν. Οι συμμετέχοντες, σε μεγάλο βαθμό, απολάμβαναν πολύ περισσότερο τις εξωτερικές δραστηριότητες όπως να ακούν μουσική ή να παίζουν με ένα smartphone. Ορισμένοι μάλιστα προτίμησαν να υποβάλλουν τον εαυτό τους σε ήπια ηλεκτροσόκ από το να σκέφτονται.
“Όσοι από εμάς που απολαμβάνουν μία ιδιαίτερη στιγμή, που θα ηρεμήσουν και θα αφιερώσουν χρόνο να σκεφτούν, πιθανώς να αντιμετωπίσουν τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης με μεγάλη έκπληξη αλλά οι συμμετέχοντες αυτής, έδειξαν συστηματικά ότι θα πρέπει μάλλον να κάνουν κάτι άλλο, από το να μείνουν μόνοι με τις σκέψεις τους, ακόμη και για ένα αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα”, δήλωσε ο Γουίλσον.
Η χρονική περίοδος που ο Wilson και οι συνεργάτες του ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να είναι μόνοι με τις σκέψεις τους κυμαίνονταν από 6 έως 15 λεπτά. Σε πολλές από τις πρώτες μελέτες συμμετείχαν σπουδαστές πανεπιστημίου, οι περισσότεροι από τους οποίους ανέφεραν ότι αυτή η “περίοδος σκέψης” δεν ήταν πολύ ευχάριστη και ότι ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούν. Έτσι, ο Wilson προχώρησε σε μία μελέτη με συμμετέχοντες από μια μεγαλύτερη επιλογή ηλικιακού φάσματος που κυμάνθηκε στο ηλικιακό εύρος 18-77 και βρήκε ουσιαστικά τα ίδια αποτελέσματα.
“Αυτό ήταν έκπληξη! Ότι οι άνθρωποι, ακόμη και μεγαλύτερης ηλικίας δεν έδειξαν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να βρεθούν μόνοι με τις σκέψεις τους”, δήλωσε ο Wilson.
Ο Wilson δεν αποδίδει απαραίτητα αυτό το γεγονός στο γρήγορο ρυθμό της σύγχρονης κοινωνίας ή στην επικράτηση των άμεσα διαθέσιμων ηλεκτρονικών συσκευών, όπως τα smartphones. Αντί αυτού, ο ίδιος πιστεύει ότι οι συσκευές μπορεί να είναι μια απάντηση στην επιθυμία των ανθρώπων να έχουν πάντα κάτι να κάνουν.
Στη μελέτη του, ο Wilson επισημαίνει ότι ένα μεγάλο εύρος ερευνών έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι γενικά προτιμούν να μην απεμπλακούν από τον κόσμο και, όταν το κάνουν, δεν το απολαμβάνουν ιδιαίτερα. Με βάση αυτές τις έρευνες, διαπιστώνεται ότι ο κόσμος ξοδεύει το χρόνο του μπροστά στην τηλεόραση, την κοινωνικοποίηση ή την ανάγνωση και πολύ λίγο ή καθόλου χρόνο στη “χαλάρωση ή στην σκέψη.”
Κατά τη διάρκεια πολλών πειραμάτων του Wilson, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να καθίσουν μόνοι τους σε ένα λιτό δωμάτιο, μέσα σε ένα εργαστήριο, χωρίς κινητό τηλέφωνο, χωρίς βιβλία ή υλικά συγγραφής και να περάσουν 6 έως 15 λεπτά – ανάλογα με τη μελέτη – προσπαθώντας να αφιερώσουν αυτό το χρόνο στο εαυτό τους και στις σκέψεις τους. Στη συνέχεια, απάντησαν σε συγκεκριμένα ερωτήματα μεταξύ άλλων σχετικά με το πόσο απήλαυσαν την εμπειρία και αν είχαν δυσκολία στη συγκέντρωση.
Οι περισσότεροι ανέφεραν ότι τους ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούν και ότι το μυαλό τους είχε αφαιρεθεί και περιπλανιόταν, αν και δεν υπήρχε τίποτα για να αποτραβήξει την προσοχή τους. Κατά μέσο όρο, οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι δεν απήλαυσαν την εμπειρία. Ένα παρόμοιο αποτέλεσμα βρέθηκε σε περαιτέρω μελέτες, όταν οι συμμετέχοντες είχαν τη δυνατότητα να βρεθούν μόνοι με τις σκέψεις τους στα σπίτια τους.
“Βρήκαμε ότι περίπου το ένα τρίτο παραδέχτηκε ότι είχαν “κλέψει” στην έρευνα όταν ήταν στο σπίτι, συμμετέχοντας σε κάποια δραστηριότητα, όπως η ακρόαση μουσικής ή χρησιμοποιώντας ένα κινητό τηλέφωνο ή απλώς με τον να σηκωθούν από την καρέκλα τους”, δήλωσε ο Γουίλσον. “Και δεν απήλαυσαν αυτήν την εμπειρία περισσότερο στο σπίτι από ό, τι στο εργαστήριο”.
Ένα επιπλέον πείραμα του Wilson, πρότεινε, με τυχαία επιλογή, στους συμμετέχοντες να περάσουν λίγο χρόνο με τις σκέψεις τους ή το ίδιο χρονικό διάστημα να κάνουν μια εξωτερική δραστηριότητα, όπως να διαβάσουν ή να ακούσουν μουσική, αλλά όχι να επικοινωνήσουν με άλλους ανθρώπους. Αυτοί που έκαναν τις εξωτερικές δραστηριότητες ανέφεραν ότι οι ίδιοι το απήλαυσαν πολύ περισσότερο από ό, τι εκείνοι που κλήθηκαν να σκεφτούν μόνο, ότι ήταν ευκολότερο να συγκεντρωθούν και ότι το μυαλό τους αφαιρέθηκε λιγότερο.
Οι ερευνητές προχώρησαν ακόμα πιο μακριά τη μελέτη τους. Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να έχουν κάτι να κάνουν από το να σκέφτονται, στη συνέχεια ρωτήθηκαν: «Θα προτιμούσατε να εκτελέσετε μια δυσάρεστη δραστηριότητα από το να μην κάνετε καμία δραστηριότητα απολύτως;”
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι πολλοί θα το επέλεγαν. Στους συμμετέχοντες δόθηκε η πρόσθετη δυνατότητα, κάτω από τις ίδιες συνθήκες όπως άλλωστε και στις περισσότερες από τις προηγούμενες μελέτες, να διαχειρίζονται την υποβολή ενός ήπιου ηλεκτροσόκ στον εαυτό τους με το πάτημα ενός κουμπιού.
Δώδεκα από τους 18 άνδρες της μελέτης έκαναν οι ίδιοι στον εαυτό τους, τουλάχιστον ένα, ηλεκτρικό σοκ κατά τη διάρκεια της 15λεπτης “περιόδου σκέψης”. Συγκριτικά, 6 από τις 24 γυναίκες συμμετέχουσες, έκαναν ηλεκτροσόκ στον εαυτό τους. Όλοι οι συμμετέχοντες έχοντας δεχθεί ένα δείγμα του σοκ, ανέφεραν ότι θα πλήρωναν για να αποφύγουν να δεχθούν ξανά ηλεκτροπληξία.
“Αυτό που είναι εντυπωσιακό,” γράφουν οι ερευνητές, “είναι ότι απλά το να είσαι μόνος με τις σκέψεις σου για 15 λεπτά ήταν προφανώς τόσο απωθητικό που οδήγησε πολλούς συμμετέχοντες να υποβάλλουν οι ίδιοι τον εαυτό τους σε ένα ηλεκτρικό σοκ που νωρίτερα είχαν πει ότι θα πλήρωναν για να το αποφύγουν”.
Ο Wilson και η ομάδα του σημείωσαν, ότι οι άνδρες τείνουν να αναζητούν «αισθητηριακά ερεθίσματα» περισσότερο από τις γυναίκες, κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί το 67% των ανδρών υπέβαλλαν τον εαυτό τους σε ηλεκτροσόκ σε σχέση με το 25% των γυναικών που το έκαναν.
Ο Wilson, δήλωσε ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του εξακολουθούν να εργάζονται για τους ακριβείς λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι βρίσκουν δύσκολο το γεγονός να είναι μόνοι με τις σκέψεις τους. “Ο καθένας απολαμβάνει μία περίοδο αφηρημάδας ή να φαντασιώνεται κατά καιρούς”, είπε, “αλλά αυτά τα είδη σκέψης μπορεί να είναι πιο ευχάριστα όταν συμβαίνουν αυθόρμητα και είναι πιο δύσκολο να γίνουν κατ’ εντολή”.
“Το μυαλό έχει σχεδιαστεί για να συνεργάζεται με τον κόσμο”, είπε. “Ακόμα και όταν είμαστε μόνοι μας, ο στόχος μας είναι συνήθως στον έξω κόσμο. Και χωρίς εκπαίδευση στο διαλογισμό ή σε τεχνικές σκέψης ελέγχου, οι οποίες είναι πολύπλοκες μέθοδοι και δεν αρμόζουν σε πολλούς ανθρώπους, οι περισσότεροι θα προτιμούσαν να συμμετάσχουν σε εξωτερικές δραστηριότητες”.
ΠΗΓΗ
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
Κάτι μου θύμισες μ' αυτό το όμορφο άρθρο Νικόλα… Πριν από 8 χρόνια είχα δει σε βίντεο (και αργότερα σε κείμενο) μια συνέντευξη με τον βραβευμένο Ιρανό σκηνοθέτη Αμπάς Κιαροστάμι. Σε κάποιο σημείο τον ρωτάει ο Γάλλος δημοσιογράφος: "Γιατί δεν αναφέρεστε ποτέ ευθέως στην ψυχολογία στις ταινίες σας, ενώ αυτές είναι γεμάτες από στοιχεία αυτής της επιστήμης";
Σηκώνει το βλέμμα του ο Κιαροστάμι και κοιτάζει τον Γάλλο με υπομονή, όπως ο καλός δάσκαλος τον μαθητή του. "Μέσα από την απλή και ανεπιτήδευτη ποίηση μιλάω στις ταινίες μου", του λέει, "γιατί στον τόπο μου μαθαίνουμε από μικρά παιδιά να μιλάμε με εικόνες που βγαίνουν κατ' ευθείαν μέσα από την ψυχή μας. Την ψυχολογία δεν την ξέρουμε και δεν την έχουμε ανάγκη, γιατί από μικρά μας αναθρέφουν έτσι που να μαθαίνει ο καθένας να κουβεντιάζει με τον εαυτό του, όσες ώρες χρειαστεί για να δούμε καθαρά μπροστά μας. Δεν φοβόμαστε να κουβεντιάζουμε με τον εαυτό μας. Εσάς αντίθετα σας μαθαίνουν να πηγαίνετε στον ψυχολόγο. Είναι μια άλλη προσέγγιση".