Ήδη, από το Σαββατοκύριακο, η μαμά είχε στερεώσει με μαγνητάκι πάνω στο ψυγείο το εξής σημείωμα: «Οικογενειακό Συμβούλιο – Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου – Ώρα 22.000 – Θέματα: Οικονομίες σε Τράπεζα, ΔΕΗ, Θέρμανση, Σπίτι στην Κάτω Παναγιά – Να μη λείψει κανείς!».
Κάθε φορά που ανοιγόκλεινα το ψυγείο, το μάτι μου έπεφτε στο μυστηριώδες σημείωμα και γέμιζα ερωτηματικά, μέχρι που έφτασε η ώρα. Πρόθυμη καθόλου δεν ήμουν να παρευρεθώ σε μια βαρετή οικογενειακή μάζωξη, γιατί είχαμε σκοπό να βγούμε εκείνη τη μέρα με τον Θοδωρή και δεν ήθελα να χαλάσω το βράδυ μου, αλλά η περιέργεια με έτρωγε.
Είχαμε πάρει όλοι αναπαυτικές θέσεις στο σαλόνι και περιμέναμε τον πατέρα για να ξεκινήσουμε. Όμως εκείνος, όταν μπήκε, άρχισε να φωνάζει: -Τρελαθήκατε όλοι; Τι φωταψίες είναι αυτές στους καιρούς που ζούμε; Σβήστε γρήγορα τον πολυέλαιο κι ανάψτε το πορτατίφ με τη λάμπα οικονομίας!
– Έγινε επιστράτευση, ε; πετάχτηκε η γιαγιά από την αγαπημένη της πολυθρόνα. Εμ, γι αυτό έβλεπα τόσο κόσμο στο δρόμο. Σβήστε αμέσως τα φώτα!
_ Διαδήλωση ήταν, γιαγιάκα, κατά των μέτρων λιτότητας, της διευκρίνισα, αλλά εκείνη δεν έδειξε να με προσέχει.
_ Λοιπόν, μπήκε στη συζήτηση η μαμά, από σήμερα περιορισμός στα φώτα. Ανάβουμε φως, μόνο όταν σκοτεινιάσει για καλά. Πολυέλαιοι απαγορεύονται δια ροπάλου. Μόλις σουρουπώσει, θα μαζευόμαστε όλοι εδώ και θα εξυπηρετούμαστε απ’ αυτή τη μικρή λάμπα. Θερμοσίφωνας μόνο μια φορά την εβδομάδα. Προλαβαίνουμε όλοι να κάνουμε ένα πεντάλεπτο ντους. Επίσης, στην αποθήκη υπάρχει ακόμα εκείνη η παλιά ξυλόσομπα, που τόσο καιρό λέγαμε να πουλήσουμε στο Μοναστηράκι. Δόξα τω Θεώ, που δεν το κάναμε! Κώστα, γύρισε προς τον ωσεί παρόντα αδερφό μου, θα πας αύριο να την ανεβάσεις, απ’ το υπόγειο, γιατί φέτος το πετρέλαιο ξεχάστε το!
_ Να μην ξεχάσουμε να πάρουμε και μπλε κόλλες, συμπλήρωσε η γιαγιά.
Όλοι γυρίσαμε με απορία προς το μέρος της.
_ Είναι υποχρεωτικό να βάλουμε μπλε κόλλες στα παράθυρα για να μη δίνουμε στόχο στα στούκας. Η συσκότιση, τι ώρα αρχίζει; Και η απαγόρευση κυκλοφορίας;
_ Δεν έχουμε πόλεμο, γιαγιάκα, για οικονομία θα το κάνουμε.
_ Αχ, τί ξέρετε εσείς απ’ αυτά, συμπλήρωσε αναστενάζοντας. Το ψωμί, ψωμάκι θα πούμε. Οι Γερμανοί δεν αστειεύονται…
_ Τροϊκανοί, λέγονται, γιαγιάκα, τη διόρθωσα.
_ Μην βγαίνετε απ’ το θέμα, παρενέβη ο πατέρας. Πρέπει να συζητήσουμε τί θα κάνουμε τις οικονομίες που έχουμε στην Τράπεζα. Σε λίγο θα μας πάρουν και τις καταθέσεις. Σκεφτείτε κρυψώνες να βάλουμε τα λεφτά.
_ Να μου τα δώσετε εμένα να τα φυλάω, ακούστηκε η φωνή του αδερφού μου, που στο άκουσμα των χρημάτων, έμοιαζε να βγήκε για λίγο από τον ηλεκτρονικό κόσμο του SP του.
Τον κοιτάξαμε όλοι άγρια και καταβυθίστηκε στην κοσμάρα του.
Μετά πολλά, καταλήξαμε πως το σωστότερο είναι να τα θάψουμε στον κήπο και να βάλουμε και γλάστρες από πάνω.
_ Εκεί που έχουμε θαμμένες και τις λίρες, για να μην τις βρουν οι Γερμανοί, ξεκαθάρισε η γιαγιά.
_ Μ’ εκείνες τις λίρες μητέρα, χτίσαμε το σπίτι ετούτο που μένουμε. Δεν υπάρχουν πια, εξήγησε υπομονετικά η μαμά.
_ Μα γιατί τις ξεθάψαμε, αφού οι Γερμανοί είναι εδώ ακόμα; απόρησε η καλή μου η γιαγιά κι εγώ έσπευσα και πάλι να τη διορθώσω.
_ Τροϊκανοί είναι αυτοί, γιαγιάκα.
_ Μάνα, ξερόβηξε ο πατέρας. Το σπιτάκι της Κάτω Παναγιάς…
_ Το πατρικό μου; Ε, τί; Αυτό είναι μισοερειπωμένο. Ο Παναγής, ο αδερφός μου – καλή του ώρα – βάζει εκεί τα ζωντανά του. Να δω πότε θ’ αξιωθούμε να το φτιάξουμε. Εγώ πάντως, κάθε μήνα βάζω κάτι στην άκρη από τη συνταξούλα μου…
_ Μείον 20% κάτω οι συνταξούλες, γιαγιάκα, επισήμανα.
_Έλεγα, συνέχισε ξεροβήχοντας και χαλαρώνοντας τη γραβάτα του ο πατέρας, μήπως θα ήταν καλό να το ξεφορτωθούμε. Το χαράτσι ξέρεις…
Έ, αυτό ήταν! Η γιαγιά, ως άλλη Μπουμπουλίνα, τινάχτηκε από την πολυθρόνα αλαλάζοντας:
_ Μόνο πάνω από το πτώμα μου! Κανείς δεν μπορεί να μου πάρει αυτό το σπίτι, το σπίτι που γεννήθηκα. Ούτε ο ίδιος ο Τσολάκογλου!
_ Παπανδρέου λέγεται, γιαγιάκα, Παπανδρέου.
_ Δεν πρόκειται ν’ αφήσω τους Γερμανούς να μου επιτάξουν το σπίτι!
_ Τροϊκανοί, είπαμε, γιαγιάκα.
_ Να, μάνα, επέμεινε ο πατέρας μου, ελαφρώς κοκκινισμένος, έλεγα μήπως συμφωνούσες να δίναμε ένα μικρό ποσό στο γείτονα, για να μας κάνει τη χάρη να το πάρει στ’ όνομά του…
Το μάτι της καλής μου της γιαγιάς είχε αρχίσει να γυαλίζει επικίνδυνα.
_ Ο Διαμαντής – κακό χρόνο να ‘χει – είναι δωσίλογος. Σας έχω πει την ιστορία του εκατό φορές! Έχει πάρει το μισό χωριό στο λαιμό του! Και μου λέτε να του χαρίσω και το σπίτι μου; Δωσίλογος θα πει συνεργάτης του εχθρού! Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; ούρλιαζε πλέον η γιαγιά, ως άλλη Πασιονάρια.
_ Ξέρουμε, ξέρουμε… Πώς δεν ξέρουμε! απαντήσαμε όλοι μ’ ένα στόμα μια φωνή.
_ Ο νόμος λέει, λίγα ζώα, τραύλισε ο δύστυχος πατέρας. Πεσ’ του Παναγή, πως στην πέμπτη κότα καιγόμαστε. Καλό πάντως είναι να γίνει μια πολιτισμένη συζήτηση με τον Διαμαντή…
Όμως η γιαγιά δεν άκουγε. Είχε κατεβάσει ρολά και κοιτούσε το ταβάνι βαριανασαίνοντας.
Στο μεταξύ, ο πατέρας είχε βγάλει το μαντίλι και σκούπιζε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του, ενώ η μαμά φοβούμενη μήπως η γιαγιά πάθει κανένα εγκεφαλικό, διέκοψε τη συζήτηση απογοητευμένη:
_ Δεν θα συνεννοηθούμε σήμερα! Τι ώρα είναι; Να μη χάσουμε και τις ειδήσεις των 11.00!
_ Καλά που δεν παραδώσαμε το ραδιόφωνο στους Γερμαναράδες! Πώς θ’ ακούγαμε τώρα την ελληνική εκπομπή του BBC! Έχει πολλά παράσιτα βέβαια…, είπε η καλή μου η γιαγιάκα και τράβηξε για το δωμάτιό της, για να ξαναέρθει σε πέντε λεπτά, κρατώντας ένα πακέτο παραμάσχαλα.
Κι ενώ είχε αρχίσει να μας λούζει κρύος ιδρώτας, ακούγοντας τα νέα μέτρα, η γιαγιά ακούμπησε το πακέτο στο μεγάλο τραπέζι κι άρχισε να το ξεδιπλώνει προσεκτικά, ενώ δεν παρέλειπε κάθε τρεις και λίγο να μας επιπλήττει:
_ Σσς! Πιο σιγά! Έτσι και μας ακούσουν αυτά τα κτήνη, θα μας σκοτώσουν όλους. Χαμηλώστε το αμέσως. Νομίζω ότι ακούω τις μπότες τους στο δρόμο. Κι αυτός ο χοντρός εκεί, ποιος είναι; Της Βέρμαχτ είναι ή των SS; Ή μήπως κανένας γερμανοτσολιάς; ρώτησε δείχνοντας τον ευτραφή Υπουργό Οικονομικών στην τηλεόραση και φασκελώνοντάς τον ακατάπαυστα.
_ Βενιζέλος, λέγεται, γιαγιάκα.
Όταν τελείωσε η ψυχρολουσία, γυρίσαμε προς το μέρος της γιαγιάς που είχε ώρα να ακουστεί και μείναμε εμβρόντητοι!
Πάνω στο τραπέζι, ξεδιπλωμένη μια μεγάλη ελληνική σημαία και η γιαγιά από πάνω να την καμαρώνει βουρκωμένη.
_ Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, την έκρυψα στο μπαουλοντίβανο, κάτω απ’ τις βελέντζες. Όταν με το καλό ξεκουμπιστούν πάλι – κακό χρόνο να ‘χουν – θα την κρεμάσουμε στο μπαλκόνι.
_ Τροϊκανοί λέγονται, γιαγιάκα, Τροϊκανοί, μουρμούρισα κομπιάζοντας.
Ένας κόμπος είχε ανεβεί στο λαιμό μου.
Εκείνη τη στιγμή, άρχισε ο Θοδωρής τα μηνύματα και τις αναπάντητες κι έτσι την έκανα με ελαφρά…
Έτσι κι αλλιώς, το οικογενειακό συμβούλιο είχε φτάσει σε αδιέξοδο.
Η χώρα ολόκληρη έχει φτάσει σε αδιέξοδο…
πηγη
Φιλε μου ο σημερινός εχθρός σου είναι η παραπληροφόρηση των μεγάλων καναλιών. Αν είδες κάτι που σε άγγιξε , κάτι που το θεωρείς σωστό, ΜΟΙΡΆΣΟΥ ΤΟ ΤΩΡΑ με ανθρώπους που πιστεύεις οτι θα το αξιολογήσουν και θα επωφεληθούν απο αυτό! Μην μένεις απαθής. Πρώτα θα νικήσουμε την ύπνωση και μετά ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ τα υπόλοιπα.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice