“Ο άνθρωπος είναι ένα λογικό ζώο.” Αριστοτέλης
“Η απειλή του σκεπτικισμού διατηρεί την θεωρία της γνώσης.” Barry Stroud
Η περίφημη Λογική, που μας διακρίνει από τα ζώα, προσδίδοντάς μας μια ξεχωριστή, ηγετική υποτίθεται, θέση στα βασίλεια της φύσης, την οποία οι αδαείς σέβονται και φοβούνται, οι κατακτητές της περιγελούν και οι ημιμαθείς λάτρες της προσκυνούν, έχει πολλούς και διάφορους ορισμούς και χρήσεις, ανάλογα με το πεδίο στο οποίο εφαρμόζεται.
Στην ρητορική είναι η Τέχνη της Πειθούς, ο «δυναστικός», σύμφωνα με τον Γοργία, λόγος που επιβάλλει τις απόψεις του, υποστηρίζοντας το ίδιο ισχυρά, τόσο την θέση όσο και την αντίθεση και ποιώντας κατά το δοκούν και τα εκάστοτε συμφέροντά του «κρείττονα τον ήττονα λόγον»… Στην εξουσία είναι το Επιχείρημα της Δύναμης (Ad Baculum), προσφιλούς μεθόδου των απολυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων, αλλά και του ίδιου του αστικού κράτους με τους μηχανισμούς καταστολής του. Το συμπέρασμα εδώ γίνεται αποδεκτό απλά και μόνο υπό την απειλή της βίας.
Στην θρησκεία είναι τα επιχειρήματα της «Πίστης», του Δέους, της Άγνοιας, του «Μυστηρίου» ή του μεταφυσικού Φόβου για το Άγνωστο και της «Θείας Τιμωρίας» ή Ανταμοιβής… Στην νοητική ανεπάρκεια είναι το επιχείρημα του Ad Hominem ή «Εναντίον του Ανθρώπου»,
εναντίον του κύρους ή των μειωτικών χαρακτηριστικών κάποιου, για να αποδειχθεί τάχα μέσω αυτών και η ελαττωματική συλλογιστική του. Στην αφέλεια και αδαημοσύνη είναι το επιχείρημα της «Αυθεντίας», το αντίθετο ακριβώς του Ad Hominem, ο ισχυρισμός ότι κάθε τι που λέγεται από ένα «αξιόπιστο» άτομο, με κύρος ή «αυθεντία» είναι δήθεν ορθό.
Στην Φιλοσοφία η Λογική, στενά συνδεδεμένη με το «Λόγο», με τον οποίο έχει την ίδια ετυμολογική προέλευση, ίσως και απαρχή, αποτελεί το όργανο μελέτης της φύσης για την ανακάλυψη των νόμων της δημιουργίας και της ύπαρξης. Όπως επισημαίνει ο Καντ, είναι η ικανότητά μας να συνθέτουμε σε μια ενότητα, με βάση ορισμένες αρχές, τις διάφορες έννοιες που μας παρέχει ο νους μας.
Για τον θεμελιωτή της δυτικής Λογικής Αριστοτέλη, ο σκοπός της Λογικής είναι να εξετάσει τους όρους και τα είδη του σωστού συλλογισμού και να καθορίσει τους νόμους και τους κανόνες με τους οποίους πρέπει να συλλογιζόμαστε στην αναζήτηση της Αλήθειας. Σύμφωνα με την Τυπική Λογική του Αριστοτέλη «πρόταση είναι κάθε έκφραση που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν αληθινή ή ψευδής.» Ο ορισμός αυτός εξυπακούει άμεσα την ύπαρξη μιας Αλήθειας ή Αντικειμενικής Πραγματικότητας, την οποία μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος με το σωστό συλλογισμό, αποφεύγοντας τα λάθη και τις αντιφάσεις.
Την άποψη όμως αυτήν δεν την δέχονται όλοι. Ήδη από την αρχαιότητα οι Σοφιστές αρνούνταν την ύπαρξη αυτή της αντικειμενικής πραγματικότητας και θεωρούσαν την αλήθεια σαν ένα καθαρά υποκειμενικό φαινόμενο. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, το μέτρο για όλα τα πράγματα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος (“Πάντων χρημάτων μέτρον εστί άνθρωπος”) και για κάθε πράγμα υπάρχουν πάντοτε δυο αντίθετες, εξίσου ισχυρές γνώμες, από τις οποίες καμιά δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν καλύτερη από την άλλη.
Με άλλα λόγια κατ’ αυτόν Όλες οι Προτάσεις Είναι Αληθινές! Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με τον Αναξαγόρα, Όλες οι Προτάσεις είναι Ψευδείς. Αυτές οι δυο απόψεις αντιμάχονταν από παλιά τις βασικές αρχές της Λογικής του Αριστοτέλη και μας θυμίζουν τις δυο σύγχρονες ερμηνείες της κβαντικής φυσικής: την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, σύμφωνα με την οποία «τίποτα δεν είναι πραγματικό, μέχρι να παρατηρηθεί», και την ερμηνεία των πολλαπλών κόσμων, σύμφωνα με την οποία «όλα είναι πραγματικά και
πραγματοποιούνται σε μια απειρία παράλληλων κόσμων» (που δεν μπορούν όμως να επικοινωνήσουν μεταξύ τους).
Η υπόθεση για την ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας έγινε πλήρως αποδεκτή από την δυτική σκέψη, η οποία εστιάστηκε έτσι στην αποκάλυψή της μέσω της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Είναι γεγονός ότι η Δυτική επιστήμη δε θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί με τον τρόπο που αναπτύχθηκε, χωρίς αυτήν την πίστη της για την ύπαρξη μιας Αλήθειας πίσω από τα φαινόμενα και ενός πέπλου ψευδών συλλογισμών το οποίο πρέπει να ανασυρθεί για την αποκάλυψή της – παραβάλετε εδώ την ιδέα της Αποκεκαλυμμένης Ίσιδας:
«Εγώ ειμί παν το γεγονός και το ον και το εσόμενον και το εμόν πέπλον ουδείς πω θνητός απεκάλυψεν».
Αλλά όπως είπαμε δε δέχονται όλη την ισχύ αυτής της υπόθεσης (ούτε κι εγώ) και πολλά θα μπορούσαμε να συζητήσουμε πάνω σε αυτό, αλλά δεν είναι τώρα το αντικείμενό μας. Η Τυπική Λογική λοιπόν του Αριστοτέλη ξεκινά με ένα σαφή δυισμό: ψέμα και αλήθεια – μια άλλη όψη του «καλού» και «κακού», γι’ αυτό και από την αρχή της, απ’ αυτήν ακριβώς την πρώτη αρχική της πρόταση εγείρει πολλά ερωτήματα και αμφισβητήσεις.
Ο σκοπός μας όμως είναι να την μάθουμε και μάλιστα πολύ καλά και όχι να της επιτεθούμε από την αρχή, προτού καν αυτή δομηθεί.
Ο Νόμος της Αντίφασης
Άμεση συνέπεια του προηγούμενου ορισμού της πρότασης είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της Αριστοτέλειας Δυτικής λογικής: ο Νόμος της Αντίφασης ή όπως τον παραθέτει ο Αριστοτέλης:
«Είναι αδύνατο ο ίδιος προσδιορισμός να αποδίδεται και να μην αποδίδεται στο ίδιο πράγμα την ίδια χρονική στιγμή και από την ίδια άποψη.»
Σύμφωνα με αυτό το νόμο ένα πράγμα δεν μπορεί να αντιφάσκει με τον εαυτό του, να είναι δηλαδή συγχρόνως ίδιο και όχι ίδιο με τον εαυτό του. Το Α δεν μπορεί να είναι συγχρόνως Α και όχι Α, το τραπέζι να είναι συγχρόνως τραπέζι και όχι τραπέζι κ.ο.κ. Είδαμε ότι ο Πρωταγόρας αρνιόταν την ισχύ του νόμου της αντίφασης και πίστευε ότι όλες οι γνώμες και οι αισθήσεις των ανθρώπων είναι αληθινές. Ο Αριστοτέλης κριτικάροντας αυτήν την άποψη λέει ότι, αφού συμβαίνει διάφοροι άνθρωποι να έχουν για το ίδιο πράγμα αντίθετες γνώμες, θα πρέπει η ίδια η γνώμη να είναι συγχρόνως και αληθινή και ψευδής κι επομένως η αλήθεια να είναι κάτι το τελείως σχετικό και υποκειμενικό. Οδηγούμαστε όμως έτσι σ’ έναν άκρατο υποκειμενισμό που απορρίπτει την ουσιαστικότητα των πραγμάτων.
Αν θεωρήσουμε, συνεχίσει ο Αριστοτέλης, ότι η μοναδική πηγή των απόψεών μας είναι το υποκείμενο, είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι όλα τα όντα είναι υποκειμενικά. Οι θεωρίες έτσι αυτές καταλήγουν στον απόλυτο υποκειμενισμό και τελικά στο μηδενισμό και
στην αυτοαναίρεσή τους.
Γιατί αν δεχθούμε, συνεχίζει, ότι καμιά πρόταση δεν μπορεί να είναι αντικειμενικά αληθινή, δε θα είναι αληθινή και αυτή η πρόταση που λέει ότι δεν ισχύει ο νόμος της αντίφασης. Εδώ κάτι πάει να μας πει και θέλει περισσότερη σκέψη να τον αντιμετωπίσουμε. Μπορείτε; Καλό είναι για εξάσκηση. Για να βοηθήσω λιγάκι το να μην είναι κάτι αληθινό δε σημαίνει ότι είναι αναγκαστικό ψεύτικο – Αυτό ισχύει μόνον άμα δεχτείς apriori τον Αριστοτελικό δυϊσμό, ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος προσδιορισμός σε μια λογική πρόταση πλην της αλήθειας και του ψεύδους!
Εδώ, ως μια αντιπαραβολή, σας πληροφορώ ότι η αρχαία Ινδική Λογική περιελάμβανε όχι 2, αλλά 4 δυνατότητες: Μια πρόταση μπορεί να είναι αληθινή και μόνον αληθινή, μπορεί να είναι ψεύτικη και μόνον ψεύτικη, μπορεί να μην είναι ούτε αληθινή ούτε ψεύτικη και μπορεί να είναι συγχρόνως αληθινή και ψεύτικη. Αυτό είναι το περίφημο τετράλημμα της Ινδικής φιλοσοφίας!
Και για να το προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο, μερικοί Βουδιστές φιλόσοφοι υποστήριξαν αργότερα ότι για μερικά ζητήματα, μπορούν να ισχύουν όλες ή καμία από αυτές τις τέσσερις δυνατότητες!
Ο Νόμος της Αποκλίσεως του Τρίτου
Ας προχωρήσουμε τώρα στο δεύτερο θεμελιώδη νόμο της Αριστoτέλειας λογικής που δεν είναι παρά μια άλλη απόδοση του Νόμου της Μη-Αντίφασης, δηλαδή στο Νόμο της Αποκλίσεως του Τρίτου.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Αριστοτέλη:
«Αλλά βέβαια δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι ανάμεσα στα δυο μέλη της αντίφασης. Αντίθετα, είμαστε αναγκασμένοι να εκφράσουμε για ένα πράγμα ή μια βεβαίωση, ή μια άρνηση.»
Με άλλα λόγια δεν μπορούν δυο αντιφατικές έννοιες που αναφέρονται στο ίδιο πράγμα να είναι και οι δυο ψευδείς. Αν η μία είναι ψευδής, η αντίθετή της θα είναι αληθινή. Αποκλείεται να υπάρχει ένα τρίτο πράγμα ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος στα δυο μέλη αυτής της
αντίφασης. Μεταξύ δύο αντίθετων κατηγορουμένων, μόνο το ένα ανήκει στο υποκείμενο, κάθε τρίτο αποκλείεται. Ένα πράγμα θα είναι είτε Α είτε όχι Α και τίποτα άλλο από αυτά!
Ο Αριστοτέλης υποστηρίζοντας αυτό το νόμο λέει ότι αν υπάρχει ανάμεσα στα δυο μέλη μιας αντίφασης ένα τρίτο πράγμα, τότε θα υπάρχει και ένα τρίτο πράγμα ανάμεσα στο όν και στο μη όν κι ένα είδος μεταβολής που δε θα είναι ούτε γέννηση ούτε φθορά. Εκτός απ’ αυτό θα συμβεί κι ένας άπειρος πολλαπλασιασμός των όντων, γιατί αν μεταξύ του Α και του όχι Α υπάρχει το Β, το οποίο δεν είναι ούτε Α ούτε όχι Α, τότε θα υπάρχει κι ένα Γ που δε θα είναι ούτε Β ούτε όχι Β κ.ο.κ.
Επειδή ο Ηράκλειτος αρνήθηκε αυτήν την αρχή λέγοντας ότι όλα τα πράγματα ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ συνάμα, έφτασε στο συμπέρασμα ότι όλες οι προτάσεις είναι αληθινές. Από την άλλη μεριά ο Αναξαγόρας, επειδή δέχθηκε ότι υπάρχει κάτι τρίτο ανάμεσα στα μέλη μιας αντίφασης, έφτασε στο συμπέρασμα ότι όλες οι προτάσεις είναι ψευδείς. Έτσι όμως δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε την αλήθεια κανενός πράγματος. Η μη παραδοχή του νόμου της αντίφασης και του νόμου της αποκλίσεως του τρίτου μας μπλέκει σε άλυτα λογικά παράδοξα, αναγκάζοντάς μας να δεχθούμε ότι όλες οι προτάσεις είναι αληθινές ή ότι όλες είναι ψευδείς. Οι απόψεις όμως αυτές, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, καταλήγουν στην αυτοαναίρεσή τους. Η μοίρα του σκεπτικισμού και του σχετικισμού είναι κατά τον Αριστοτέλη η αυτοαναίρεσή τους.
Κάθε σχετικιστική ή σκεπτικιστική έννοια που εφαρμόζει με συνέπεια τις αρχές της πάνω στον εαυτό της, ή αυτοαναιρείται, ή πέφτει σε μια ατέρμονη ακολουθία προτάσεων. Πέρα από την οποιαδήποτε εκτενή επιχειρηματολογία μας εναντίον των φαινομενικά “λογικών” επιχειρημάτων του Αριστοτέλη, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε τον απλό συλλογισμό ότι όταν η Τυπική Λογική μας λέει ότι το Γένος (π.χ. το ζώο) αποτελείται από Είδη διαφορετικά μεταξύ τους (όπως το άλογο, ο σκύλος, η γάτα, κ.λ.π .), είναι σα να παραδέχεται ότι η έννοια Γένος περιλαμβάνει μέσα της διαφορετικά στοιχεία, που το ένα αποκλείει το άλλο. Προσπαθώντας έτσι να ξεφύγουμε από την αντίφαση των δύο πρώτων νόμων πέφτουμε σε μια τρίτη αντίφαση.
Γιατί ο νόμος της αποκλίσεως του τρίτου αναιρεί τους δύο προηγούμενους. Όταν μας λέει να διαλέξουμε ανάμεσα σε δυο αντίθετα κατηγορήματα, τα οποία ανήκουν στο ίδιο υποκείμενο, είναι σα να ομολογεί έμμεσα ότι το υποκείμενο αυτό αποτελείται από αντιφατικά στοιχεία. Με άλλα λόγια αυτό που λέμε Ταυτότητα και Ετερότητα συνυπάρχουν στην ίδια έννοια, αποτελούν μια ενότητα, μια ενιαία έννοια και όχι δυο διαφορετικές.
@Ηώ Αναγνώστου / Terrapapers 2022
terrapapers.com
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice