Eίναι απατεώνες οι νομίζοντες ότι τα περί Θεού ρήματα και νοήματά τους έχουν μεταφυσικήν ή οντολογικήν ή προσωπολογικήν μονιμότητα, αφού και τα ορθόδοξως αποδιδόμενα εις Θεόν ονόματα δεν είναι άκτιστα.
Αλλά απατεώνες είναι κυρίως και οι αποδεχόμενοι οποιαδήποτε μορφή του παπικού δόγματος ότι το Άγιον Πνεύμα οδηγεί ή κάποιαν εκκλησίαν ή κάποιαν ομάδα στοχαζομένων δήθεν θεολόγων βαθμηδόν εις πάσαν την αλήθειαν, ωσάν να μη είχαν πλήρως φθάση εις πάσαν την Αλήθειαν οι μαθηταί του Χριστού την ημέραν της Πεντηκοστής και οι μαθηταί των μαθητών τους μέχρι σήμερα κατά τους δοξασμούς των.
Το κύριον έργον της Εκκλησίας είναι η θεραπεία του κέντρου της ανθρωπίνης προσωπικότητος της οποίας η νόσος ευρίσκεται εις την καρδίαν, δηλαδή εις το πνεύμα της, που στην νέαν ιατρικήν γλώσσαν θα ηδύνατο να λέγεται η νευροβιολογική νόσος της καρδίας που παράγει τας φαντασιώσεις και τας δεισιδαιμονίας των μη Ορθοδόξως θρησκευομένων και των κατά κόσμον αρχηγών τους, όχι μόνον των ειδωλολατρών και αλλοθρήσκων, αλλά και των αιρετικών και των τυπικώς Ορθοδόξων.
Το έργον της Εκκλησίας είναι θεραπευτικόν, η κάθαρσις και ο φωτισμός της καρδίας, δηλαδή της θεραπείας της νευροβιολογικής νόσου της, και η θέωσις μαζί με τας κοινωνικάς προεκτάσεις της. “Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται”.
Μόνον από την εμπειρίαν του εν Χριστώ δοξασμού των αποστόλων, προφητών και Πατέρων γνωρίζομεν ότι εν τω Θεώ υπάρχουν μόνοντα κοινά του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και τα ακοινώνητα μεταξύ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τα ακοινώνητα κατέχουν τα κοινά ομοουσίως και τα ακοινώνητα μη ταυτιζόμενα περιχωρούν αλλήλοις. Όλα τα περί Θεού Ορθοδόξως λεγόμενα ανήκουν ή στα κοινά ή στα ακοινώνητα.
Εξ αιτίας της νοσούσης νοεράς ενεργείας έχομεν εικόνα περί Θεού κατά τας επιθυμίας των διαβλητών μας παθών που εμφωλεύουν εις την καρδίαν. Άλλα είναι επομένως τα θεόπνευστα γραφόμενα των θεουμένων, και άλλα είναι τα δήθεν θεολογικά συγγράμματα των μη θεουμένων.
Οι θεούμενοι μας έδωσαν από την εμπειρίαν της θεώσεώς τους την διάκρισιν μεταξύ των εν τη Αγία Τριάδι κοινών και ακοινωνήτων και τα αξιώματα ότι ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ του Θεού και των δημιουργημάτων Του και δια τούτο “Θεόν φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατώτερον”. Εντός των πλαισίων των αξιωμάτων αυτών αποκλείονται αι πλάναι και αι αιρέσεις της μεταφυσικο-οντολογίας, της πνευματολογίας και του προσωπισμού (περσοναλισμού).
Αι τρεις αυτοκρατορίαι της Τσαρικής Ρωσίας, της Μεγάλης Βρεταννίας και της Φράντσιας ίδρυσαν τον Νέον Ελληνισμόν και την δυτικοποιημένην Ορθοδοξίαν του μέσω των Μασώνων πρακτόρων τους όπισθεν του Αδαμαντίου Κοραή. Ίδρυσαν τας Θεολογικάς Σχολάς του ΚΠΑ και της Χάλκης δια να μεταμορφώσουν την θεραπευτικήν Ορθοδοξίαν των προφητών, των αποστόλων και των Πατέρων, που διασώζετο κυρίως εις τον μοναχισμόν, εις ομοίωμα της μεταφυσικής Τσαρικής Ορθοδοξίας.
Παρ’ ότι εις την Ελλάδα άρχισε προ ετών η επανάστασις κατά της προδοσίας αυτής, υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη εκείνοι που συνεχίζουν να απορρίπτουν την θεραπευτικήν Ορθοδοξίαν. Εξακολουθούν να γράφουν συνταγάς φαρμάκων ή πνευματολογίας ή οντολογικο-μεταφυσικής ή προσωπισμού. Δια τούτο μάλιστα προωθούνται οι “ορθόδοξοι” ηγέται των ρευμάτων αυτών από το Βατικανό και το ΠΣΕ.
Έχουν ειδικούς με την ευθύνη να παρακολουθούν τους Ορθοδόξους ηγέτας και θεολόγους δια να δημιουργήσουν φωτοστεφάνους γύρω απ’ αυτούς που τους συμφέρει δια να επιβάλλουν μέσω αυτών την ποικιλίαν και την περιεκτικότητα που χαρακτηρίζει τας ιδικάς τους παραδόσεις. Δεν έχουν σκοπόν τον αφανισμόν της θεραπευτικής Ορθοδοξίας αλλά να την μεταβάλλουν εις μίαν εκ πολλών θέσεων της Ορθοδοξίας.
Όπισθεν της εξελίξεως αυτής του Οικουμενισμού η κάποτε ηνωμένη θρησκευτικώς τάξις των Φραγκολατίνων βασιλέων και ευγενών της Ευρώπης, που είχε διαιρεθεί σε Παπικούς και Προτεστάντες μετά από συνεχή θρησκευτικόν πόλεμον πέντε αιώνων απεφάσισαν να συμφιλιωθούν και να βρουν τρόπους να ξαναενωθούν.
Δια να επιτύχουν την ένωσιν αναγκάζονται να υιοθετήσουν την περιεκτικότητα θεολογιών, δογμάτων και παραδόσεων. Δεν τους ενδιαφέρει το γεγονός ότι όλοι έχομεν την ιδίαν νόσον και έχομεν την ανάγκην της ιδίας θεραπείας. Τους ενδιαφέρει μόνον η ένωσις και η “μυστηριακή” κοινωνία. Το ερώτημα είναι σε τί διαφέρουν ουσιαστικώς απ’ αυτούς οι Ορθόδοξοι εκείνοι που δεν συνδέουν πλέον την ιδικήν τους θεολογίαν με την θεραπείαν της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και της θεώσεως.
Η συνταγή που οδηγεί εις την θεραπείαν της νευροβιολογικής νόσου της καρδίας, τ.ε. της νοεράς ενεργείας της ψυχής, δια της καθάρσεως και του φωτισμού της και του δοξασμού είναι η μόνη αποτελεσματική. Όποια συνταγή απομακρύνει τον άνθρωπον από την θεραπείαν αυτήν είναι κομπογιανίτικη. Η συνταγή Αυτού Τούτου του Κυρίου της Δόξης είναι σαφεστάτη, “Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται”.
Και το ότι η θεραπεία αυτή της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού γίνεται εντεύθεν του τάφου είναι η συμπαγής παράδοσις των αποστόλων και των Πατέρων (Α’ Κορ. 12:26).Όπως κάθε ασθένεια οφείλει να έχει την θεραπείαν της δια να ιατρευθεί, έτσι και η νόσος της θρησκείας που εδρεύει εις την καρδίαν θεραπεύεται από την καθαρτικήν, φωτιστικήν και δοξαστικήν άκτιστον ενέργειαν του Κυρίου της Δόξης, του ιατρού των σωμάτων και των ψυχών ημών.
Μόνον εντός των πλαισίων αυτών της ιατρικής και της θεραπευτικής γίνονται κατανοητά τα κείμενα του αποστόλου Παύλου, “ώστε ός αν εσθίη τον άρτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου. Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω, ο γαρ εσθίων και πίνων κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα. Δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί” (Α’ Κορ. 11:28-30).
Με άλλα λόγια πρέπει κανείς να δοκιμάση τον εαυτόν του αν είναι στην κατάστασιν φωτισμού, και επομένως μέλος του σώματος του Χριστού και ναός του Αγίου Πνεύματος, με τουλάχιστον τα “γένη γλωσσών”, δηλαδή την νοεράν προσευχήν. Άλλως εσθίει τον άρτον και πίνει το ποτήριον του Κυρίου αναξίως (Α’ Κορ. 11:27). Εν τοιαύτη περιπτώσει ευρίσκεται μεταξύ ή των “ασθενών” ή των “αρρώστων” ή των πνευματικώς “κοιμωμένων (νεκρών)” (Α’ Κορ. 11:30), δηλαδή μη μετέχων εις την πρώτην ανάστασιν του έσω ανθρώπου.
Ο τοιούτος μετέχει εις την Θείαν Ευχαριστίαν ουχί αξίως, αλλά εις κατάκριμα. Δεν πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί τον δείπνον της αγάπης (πού τότε συνόδευε κάθε ευχαριστιακήν σύναξιν) ως ευκαιρίαν να τρώη και να πίνη. Τούτο κάμνει κανείς στο σπίτι του (Α’ Κορ. 11:21-22,34) “ει δε εαυτούς διεκρίνομεν (δηλαδή δια της νοεράς προσευχής), ουκ εκρινόμεθα, κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη σύν τω κόσμω κατακριθώμεν” (Α’ Κορ. 11:31-32).
Εις τον φωτισμόν και εις τον δοξασμόν κρινόμενοι οι φωτισθέντες και οι θεωθέντες εκπαιδεύονται εντός του πνεύματός των από τον ίδιον τον Χριστόν. Την θεραπείαν αυτήν περιγράφει εν συνεχεία ο απόστολος Παύλος στην Α’ Κορ. 12-15:11.
π. Ιωάννης Ρωμανίδης
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice