Για τους Στωικούς φιλοσόφους, ο δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσει κανείς για να εξασφαλίσει στην ψυχή του την ηρεμία, την γαλήνη, την αταραξία, και να γίνει, έτσι, ευτυχισμένος, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Επίκουρος, οι ηδονές, αλλά η αρετή και τον δρόμο αυτόν προς την αρετή μπορεί να του τον υποδείξει η φιλοσοφία· η φιλοσοφία είναι, πρώτα από όλα, «άσκηση της αρετής».
Η αρετή, κατά τους Στωικούς φιλοσόφους, είναι αυτάρκης, αυτόνομη, αυτοτελής, υπό την έννοια ότι, για να υπάρξει, δεν έχει ανάγκη από κάποιον παράγοντα έξω από αυτήν που να την προκαλέσει. Δεν μοιάζει η αρετή, εν προκειμένω, με την ηδονή, που η ανάδειξη της μέσα μας προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ένα αντικείμενο διαφορετικό και ανεξάρτητο από αυτήν δεν θα μπορούσε, ασφαλώς, να βιώσει κανείς την ηδονή που νιώθει απολαμβάνο ντας, παραδείγματος χάριν, ένα φαγητό ή κάποιο μουσικό κομμάτι, αν δεν υπήρχε το φαγητό αυτό ή το εν λόγω μουσικό κομμάτι. «Η αρετή», όμως, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, «αξίζει να προτιμηθεί μόνο για τον εαυτό της και όχι εξαιτίας του φόβου, της ελπίδας ή κάποιου άλλου εξωτερικού πράγματος».
Αν και αποδίδουν στην αρετή οι Στωικοί φιλόσοφοι απόλυτη αξία, εν τούτοις δεν φτάνουν σε κάποιο είδος ηθικού φανατισμού, στο πλαίσιο του οποίου κάθε μορφή κακίας είναι ανεπίτρεπτη. Απεναντίας, θεωρούν ότι η ύπαρξη του κακού μπορεί ν’ αποβεί ωφέλιμη στον άνθρωπο οδηγώντας τον στην αρετή. Αρκεί να έχει κανείς την υπομονή να δει τα πράγματα συνολικά, και όχι αποσπασματικά και μεμονωμένα. Έτσι, θα μπορέσει να καταλάβει, παραδείγματος χάριν, ότι οι κοριοί, όσο απεχθείς κι αν μας φαίνονται, συμβάλλουν, εντούτοις, στην βελτίωση μας, καθώς μας υποχρεώνουν να ξυπνάμε το πρωί και να μη μέναμε στο κρεβάτι τεμπελιάζοντας.
Είναι επιτυχής, εν προκειμένω, ο παραλληλισμός που κάνει ο Πλούταρχος μεταξύ των διαφόρων μορφών κακίας που υφίστανται στον κόσμο και ορισμένων αστείων στίχων που απαντώνται σε μια κωμωδία. «Όπως οι κωμωδίες περιλαμβάνουν αστείους στίχους που, αν τους εξετάσεις μεμονωμένους, είναι πρόστυχοι, αλλά, αν τους δεις στο σύνολο του ποιήματος, προσθέτουν σε αυτό κάποιαν χάρη, έτσι ψέγει και την κακία, αν την αντιμετωπίσει μεμονωμένα· δεν είναι, όμως, άχρηστη στο πλαίσιο ενός συνόλου».
Ο Χρύσιππος, που απετέλεσε τον κορυφαίο εκφραστή της στωικής φιλοσοφίας κατά την πρώτη φάση της —σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να λεχθεί ότι «αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος, δεν θα υπήρχε η φιλοσοφία της Στοάς» υποστήριξε ότι οι κακίες είναι απαραίτητο να υπάρχουν, γιατί χωρίς αυτές δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να καταλάβουν την σημασία και την σπουδαιότητα της αρετής. Πολλές φορές εκτιμάμε ένα πράγμα, εφόσον το δούμε δίπλα στο αντίθετο του· η λαμπρότητα και η τελειότητα της αρετής αναδεικνύονται με μεγαλύτερη σαφήνεια και με πιο εντυπωσιακό τρόπο, αν αντι-παραβληθούν προς την ατέλεια και τις αρνητικές όψεις της αντίστοιχης κακίας.
Μεταξύ της αρετής και της κακίας, που αποτελούν τους δύο πόλους ανάμεσα στους οποίους εκδηλώνεται η συμπεριφορά των ανθρώπων, υπάρχουν άλλες καταστάσεις, όπως η ζωή και ο θάνατος, η αρρώστια και η υγεία, η φτώχεια και η ευπορία. η ταπεινότητα και η αλαζονεία κ.ά., που από την φύση τους δεν έχουν καμιάν —θετική ή αρνητική— αξία και για τούτο, οι στωικοί φιλόσοφοι τις αποκαλούν με τον όρο «αδιάφορα». Αν μια από τις αδιάφορες αυτές καταστάσεις μας βοηθάει να γίνομε ενάρετοι, αποκτά θετική αξία· διαφορετικά, αν μας ωθεί προς την κακία, έχει αρνητική αξία, γίνεται απαξία. Συμβαίνει, βέβαια, οι άνθρωποι να προτιμούν ορισμένες από τις αδιάφορες αυτές καταστάσεις έναντι άλλων. Αυτό είναι δικαιολογημένο.
Ο Χρύσιππος έλεγε, παραδείγματος χάριν, ότι «είναι τρελοί όσοι απορρίπτουν τον πλούτον και την υγεία και την απονία και την αρτιότητα του σώματος, και δεν προσπαθούν να διατηρήσουν τ’ αγαθά αυτά». Εκείνο που είναι ανεπίτρεπτο, ωστόσο, είναι να επαναπαυθεί και να υποδουλωθεί κανείς στην αρχική, φυσική προτίμηση του προς αυτές τις καταστάσεις και εν ονόματι τους να ξεπουλήσει την αξιοπρέπεια του και την ψυχή του ολόκληρη. Κανένα αγαθό, ακόμη και η ίδια η ζωή, δεν πρέπει να συντηρείται από τον άνθρωπο, αν δεν εξασφαλίζει την ηθική ακεραιότητα του.
Οι στωικοί φιλόσοφοι συνιστούσαν στους ανθρώπους την εθελουσία και έντιμη «εξαγωγήν εκ του βίου». Η παράδοση λέει ότι ο Ζήνων και ο Κλεάνθης, από τους πρωταγωνιστές της στωικής φιλοσοφίας, δεν δίστασαν ν’ αυτοκτονήσουν, όταν κατάλαβαν ότι το αγαθό της ζωής έγινε ανασταλτικός παράγων για την εκ μέρους των άσκηση της αρετής· θεώρησαν ότι η ζωή τους δεν είχε πλέον καμιάν αξία γι’ αυτούς, καθώς ο μεν, ύστερα από κάποιον τραυματισμό, βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία, ο δε είχε φτάσει σε βαθύτατο γήρας. Κατά τους στωικούς φιλοσόφους, οφείλει να είναι έτοιμος να διατηρήσει κανείς αλώβητη την αξιοπρέπεια του και την ψυχή του απέναντι και στις πιο δυσάρεστες και τις πιο επώδυνες καταστάσεις.
Ιδού πώς ο Επίκτητος λέει ότι θα πρέπει να σκέφτεται ο στωικός φιλόσοφος: «θα πεθάνω· αλλά πρέπει γι’ αυτό να πεθάνω βογκώντας; Θα φυλακιστώ· αλλά πρέπει γι’ αυτό να θρηνολογώ; Θα εξοριστώ· αλλά ποιος μπορεί να μ’ εμποδίσει να φύγω χαμογελώντας και ήρεμος; —Πες μου το μυστικό. —Δεν το λέω, γιατί αυτό εξαρτάται από την θέληση μου. —Θα σε ρίξω τότε στα σίδερα. —Άνθρωπε, τι λες; Εμένα; Μόνο το πόδι μου θ’ αλυσοδέσεις. Την θέληση μου ούτε ο Δίας μπορεί να καταβάλει. —Θα σε φυλακίσω. —Το καημένο μου κορμί, εννοείς. —Θα σε αποκεφαλίσω. —Πότε εγώ σου είπα πως μονάχα ο δικός μου τράχηλος δεν μπορεί να κοπεί;».
Για να φτάσει κανείς, όπως εισηγούνται οι στωικοί φιλόσοφοι, στην κατάσταση της πλήρους αδιαφορίας, η οποία θα τον βοηθήσει, ακόμη και εν μέσω των πιο επώδυνων καταστάσεων, ν’ αποκτήσει και να διατηρήσει η ψυχή του την αταραξία και την γαλήνη εκείνη που θα του εξασφαλίσει την ευτυχία, χρειάζεται να ξεπεράσει κάθε συναισθηματισμό, να χειραφετηθεί από τις εγκόσμιες επιθυμίες του, ν’ απελευθερωθεί από τα πάθη του —όχι μόνο από τα θεωρούμενα κακά πάθη, αλλά από όλα τα πάθη ανεξαιρέτως.
Και τούτο, διότι το πάθος, γενικώς, είναι μια «άλογη και αφύσικη κίνηση της ψυχής, μια ορμή πλεονάζουσα», που δεν αφήνει τον άνθρωπο να κρίνει σωστά την θέση του μέσα στον κόσμο και την συγγενική σχέση του με την φύση. Κατά τους στωικούς φιλοσόφους, στο σύμπαν υπάρχουν δυο αρχές: μια ενεργητική, το «ποιούν», που είναι ο θεός. ο οποίος ταυτίζεται με τον λόγο. και μια παθητική δύναμη, το «πάσχον», που είναι η αδιαμόρφωτη ύλη.
Ο Θεός. που οι Στωικοί φιλόσοφοι τον ταυτίζουν με τον λόγο. είναι ο δημιουργός του κόσμου, καθώς, επενεργώντας πάνω στην ύλη, διαμορφώνει τα διάφορα όντα. που συγκροτούν την φυσική πραγματικότητα. Η σχέση του Θεού ή του λόγου με το σύμπαν δεν είναι υπερβατική· αυτός, δηλαδή, δεν δημιούργησε τον κόσμο, για να μείνει κατόπιν έξω και πέρα από αυτόν. Απεναντίας, οι Στωικοί φιλόσοφοι, εισηγούμενοι μια πανθεϊστική αντίληψη, ισχυρίστηκαν ότι ο Θεός, ο λόγος διαπερνάει ολόκληρο τον κόσμο και γίνεται ένα με αυτόν, αποτελώντας έτσι τον συνεκτικό ιστό της πολύμορφης φύσης, την δύναμη εκείνη μέσω της οποίας το κοσμικό σύστημα διατηρεί την ενότητα του και την συνοχή του.
Χάρις στην δύναμη αυτή της Θείας αρχής του λόγου, τον «τόνον» όπως την αποκαλούν οι Στωικοί φιλόσοφοι, το σύμπαν από άκρου εις άκρον διέπεται από την αρχή της συμπαθείας, σύμφωνα με την οποία τα εγκόσμια όντα επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο. Ο κόσμος μοιάζει μ’ έναν τεράστιο έμβιο οργανισμό, του οποίου η λειτουργία του ενός οργάνου δεν είναι ανεξάρτητη από την λειτουργία κάποιου άλλου οργάνου του. Έτσι, καθώς, βάσει της αρχής της συμπαθείας, διαδοχικά το ένα εγκόσμιο ον επηρεάζει το άλλο, είναι δυνατόν να μεταφερθεί η ενέργεια από το πιο μακρινό αστέρι του ουρανού στο πιο τελευταίο πράγμα της γης και να το επηρεάσει.
Οι εκδηλώσεις των εγκόσμιων πραγμάτων, οι επιδράσεις του ενός όντος πάνω στο άλλο. που συγκροτούν την πορεία του σύμπαντος, δεν είναι τυχαίες, ακανόνιστες, συμπτωματικές, αλλά, επειδή τα πάντα δημιουργήθηκαν σύμφωνα με τις επιταγές του λύγου, ο οποίος και μετά την δημιουργία του σύμπαντος εξακολουθεί να το διαρρέει, υπόκεινται σε μια νομοτελειακή τάξη. την οποίαν οι στωικοί φιλόσοφοι αποκαλούν «ειμαρμένη». Τα πάντα στο σύμπαν τελούνται σύμφωνα με μιαν αναγκαιότητα που έχει καθοριστεί εκ των προτέρων από τον κοσμικό λόγο και η οποία εξακολουθεί να συντηρείται χάρις στην συνεχιζόμενη παρουσία του μέσα στο σύμπαν.
Η ειμαρμένη, η οποία διέπει την πορεία των πραγμάτων και των γεγονότων του κόσμου, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, δεν αναιρεί, όπως ίσως φαίνεται, την ανθρώπινη ελευθερία, και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια της μοιρολατρίας, σύμφωνα με την οποία είναι μάταιο να προσπαθεί να κάνει κανείς κάτι, αφού η έκβαση του έχει ήδη αποφασιστεί. Ο Χρύσιππος επιχείρησε να δείξει πώς συνδυάζεται η ειμαρμένη του κόσμου με την ανθρώπινη ελευθερία. Κατ’ αυτόν, η ειμαρμένη ορίζει εκ των προτέρων τις δυνατότητες που ενδέχεται ν’ ακολουθήσει ένα γεγονός.
Αν, παραδείγματος χάριν, είμαι τώρα άρρωστος, υπάρχει η δυνατότητα να καλέσω έναν καλό γιατρό, ο οποίος θα με βοηθήσει να συνέλθω, όπως υπάρχει η δυνατότητα να καλέσω έναν κακό γιατρό, υπάρχει η δυνατότητα να πάρω ένα αποτελεσματικό φάρμακο, όπως υπάρχει η δυνατότητα να πάρω ένα φάρμακο που θα επιδεινώσει την κατάσταση μου, και ούτω καθεξής. Όλες οι δυνατότητες αυτές είναι δεδομένες στο πλαίσιο της ειμαρμένης του κόσμου, και είναι γνωστό εκ των προτέρων τι θα συμβεί, αν επιλέξω μια από τις δυνατότητες αυτές. Το ποια, όμως, από τις δυνατότητες αυτές θα επιλέξω εναπόκειται, σε μένα· εγώ θ’ αποφασίσω, παραδείγματος χάριν, ποιον γιατρό θα καλέσω.
Οι στωικοί φιλόσοφοι διέκριναν στις πράξεις του ανθρώπου δυο αιτίες: τις απώτερες, οι οποίες αναφέρονται στις δυνατότητες που υπαγορεύονται από την ειμαρμένη προκειμένου να τελεστεί μια πράξη, και τις προσεχείς αιτίες, που αφορούν στις αποφάσεις τις οποίες παίρνει τελικώς το πρόσωπο που πράττει. Η ειμαρμένη, ως ορίζουσα τις δυνατότητες των πράξεων του ανθρώπου, όχι μόνο δεν αντιβαίνει στην ελευθερία της βούλησης του, αλλά, απεναντίας, την υπηρετεί.
Γιατί, για να είναι κανείς ελεύθερος στις επιλογές του, θα πρέπει να υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες· είναι αστείο, λόγου χάριν, να προτείνω σε κάποιον ένα κουτί με μια μόνο κάρτα μέσα, λέγοντας του «ιδού, είσαι ελεύθερος να επιλέξεις όποια κάρτα θέλεις» —θα πρέπει να έχει τουλάχιστον δυο κάρτες μέσα το κουτί, για να έχει νόημα η προτροπή μου αυτή. Προκειμένου, λοιπόν, να εκτελεστεί ελεύθερα από τον άνθρωπο μια πράξη, απαιτείται αφ’ ενός μεν να υπάρχουν περισσότερες της μιας δυνατότητες, όπως ορίζει η ειμαρμένη, αφ’ ετέρου δε η συγκατάθεση του σε μιαν από τις δυνατότητες αυτές.
Η ευθύνη του ανθρώπου που πράττει είναι καίρια, καθώς από την απόφαση του εξαρτάται με ποιον, τελικώς, από τους τρόπους, που έχουν προκαθοριστεί από την ειμαρμένη, θα εξελιχθούν τα πράγματα. Εν τοιαύτη περιπτώσει, προκειμένου να προβεί κανείς στην καλύτερη επιλογή, θα πρέπει να είναι σε θέση να κρίνει σωστά.
Προς τούτο, απαιτείται να μελετήσει ο άνθρωπος την φύση. να μάθει τις δυνατότητες σύμφωνα προς τις οποίες έχει προκαθοριστεί από τον θεό ή τον κοσμικό λόγο να εξελιχθούν τα γεγονότα και τα πράγματα, και να εναρμονιστεί, έτσι. μαζί της. Γιατί, αν αποφασίσει να δράσει ενάντια στην φύση και τους νόμους της ειμαρμένης, είναι βέβαιο ότι η πράξη του δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα. Το «ομολογουμένως τη φύσει ζην», έλεγαν οι στωικοί φιλόσοφοι, δηλαδή το να ζει κανείς σε αρμονία με την φύση. είναι πρωταρχικός όρος για να εξασφαλίσει την ευτυχία.
Η εναρμόνιση του ανθρώπου με την φύση, ωστόσο, για τους στωικούς φιλοσόφους, δεν πρέπει να εκληφθεί σαν ένας στόχος που τοποθετείται κάπου στο μέλλον και βρίσκεται έξω και μακριά από αυτόν, και, ως εκ τούτου, για να επιτευχθεί σε κάποια στιγμή, χρειάζεται μια χρονική ωρίμανση. Απεναντίας, η εναρμόνιση του ανθρώπου προς την φύση είναι πάντοτε επίκαιρη και μπορεί να επιτευχθεί σε κάθε στιγμή, αφού είναι κάτι το εγγενές προς την δική του, την ανθρωπινή του φύση.
Ο Χρύσιππος, όπως μας παρεδόθη, υποστήριζε ότι η φύση γύρω μας, προς την οποίαν οφείλαμε να εναρμονίσαμε την συμπεριφορά μας, και η ανθρώπινη φύση μας είναι ένα και το αυτό. Σύμφωνα με την στωική φιλοσοφία, όπως στο σύμπαν ενυπάρχει ο λόγος από τον οποίον δημιουργήθηκε ο κόσμος, κατά τρόπον ανάλογο υπάρχει και μέσα μας ο λόγος. Ο «εν ημίν» λόγος αποτελεί τμήμα του κοσμικού λόγου. Η διατύπωση αυτή δεν είναι απλώς ένα σχήμα λόγου, αλλά εκφράζει μιαν ουσιαστική ταυτότητα. Τόσον ο κοσμικός λόγος, η θεία αρχή που δημιούργησε το σύμπαν και εξακολουθεί να το διαπερνάει, όσον και ο «εν ημίν» λόγος έχουν υλική σύσταση.
Οι Στωικοί φιλόσοφοι ταύτιζαν τον κοσμικό λόγο με το πυρ, για να εκφράσουν, έτσι, την αιθέρια, αέρινη υλική υπόσταση του. Η πύρινη υφή του κοσμικού λόγου, χάρις στην οποία συντηρούνται τα πράγματα και τρέφονται και αυξάνονται τα ζώα και τα φυτά, δεν πρέπει να συγχέεται με το εγκόσμιο πυρ. Ο κοσμικός λόγος αποκαλείται από τους στωικούς φιλοσόφους «πυρ τεχνικόν», για ν’ αντιδιασταλεί προς το εγκόσμιο, το «άτεχνο» πυρ, που καίει και καταστρέφει.
Η ψυχή μας, επίσης, ο εν «ημίν» λόγος, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, έχει, όπως ο κοσμικός λόγος, λεπτή σωματική σύσταση. Ο Κλεάνθης, για να δικαιολογήσει την περί ψυχής υλική αντίληψη του, υποστήριζε ότι, αν ήταν ασώματη, δεν θα μπορούσε να παρακολουθήσει τις μεταβολές του σώματος, ούτε να επηρεάσει το σώμα. Γεγονός, όμως, είναι ότι υπάρχει μια αμοιβαία επίδραση μεταξύ του σώματος μας και της ψυχής μας· όταν το σώμα νοσεί, συμπάσχει μαζί του και η ψυχή, και, αντιστρόφως, όταν η ψυχή καταλαμβάνεται από ντροπή ή από φόβο, το σώμα γίνεται αντιστοίχως κόκκινο ή ωχρό.
Έτσι. χάρις στην ουσιαστική, την υλική συγγένεια που υφίσταται μεταξύ του κοσμικού και του ανθρώπινου λόγου, εάν εναρμονιστεί κανείς προς τις επί ταγές του λόγου που βρίσκεται μέσα του, έρχεται σε πλήρη αρμονία προς τους κανόνες του κοσμικού λόγου και, κατ’ επέκτασιν. προς την φύση που διέπεται από τις αρχές του λόγου. Το «ομολογουμένως τη φύσει ζην», λοιπόν, που υπαγορεύει στον άνθρωπο τι πρέπει να πράξει ώστε να εξασφαλίσει την ευτυχία, ισοδυναμεί προς το «ομολογουμένως τω λόγω ζην».
Η αρετή και η ευδαιμονία μας, στην οποία μπορούμε να φτάσομε μέσω της αρετής, εξαρτώνται, σε τελευταία ανάλυση, από εμάς τους ίδιους, από την λογική φύση μας. από την υπακοή μας στις εντολές του «εν ημίν» λόγου. Από την τροχιά μας αυτή προς την αρετή και την ευδαιμονία μας απομακρύνουν τα πάθη μας, τα οποία, αναστατώνοντας την ψυχή μας. δεν μας επιτρέπουν να κρίνομε σωστά, σύμφωνα με τους κανόνες του λόγου. Όθεν, αν θέλει ν’ αποκτήσει κανείς την αρετή και, μέσω αυτής, την ευδαιμονία οφείλει, εκριζώνοντας από την ψυχή του τα πάθη του. να φτάσει στην κατάσταση της απάθειας.
Ο αγώνας αυτός μέσα από την απάθεια, που εισηγήθηκαν οι στωικοί φιλόσοφοι για την κατάκτηση της αρετής και την επίτευξη της προσωπικής ευδαιμονίας, όχι μόνο δεν είναι εύκολο να τον φέρει κανείς εις πέρας, αλλά μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μας εμβάλει και σε υποψίες ως προς την ειλικρίνεια των εισηγητών του. Ο Σενέκας. συγκεκριμένα, από τους πιο προβεβλημένους απολογητές της στωικής φιλοσοφίας, παρότι, στο πλαίσιο της θεωρίας του για την απάθεια, καταφρονούσε τον πλούτο και συνιστούσε και στους άλλους ν’ αγωνίζονται να μην καταστούν υποχείρια του, δεν παρέλειψε, ωστόσο, να συγκεντρώσει τεράστια περιουσία από τους υψηλούς τόκους που έπαιρνε δανείζοντας τα χρήματα του στην Βρετανία.
Πέρα δε από τις επιφυλάξεις που θα μπορούσε να έχει κάποιος για την ειλικρίνεια στωικών φιλοσόφων, όπως ο Σενέκας. η στωική απάθεια προσλαμβάνει σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις την αίσθηση της αναλγησίας και την εικόνα της απανθρωπιάς. Γιατί δεν είναι πράγματι σκληρό και παγερό, όταν, σύμφωνα με την στωική φιλοσοφία, θα πρέπει κάποιος που έχασε τα παιδιά του να εκριζώσει από μέσα του κάθε αίσθημα τρυφερότητας και λύπης για τον χαμό τους, καθόσον έτσι θα διαφυλάξει την δική του ηρεμία και ησυχία.
Κατά τους στωικούς, οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους μέσω της κοινής λογικής φύσης τους, η αγάπη και προσφορά για την πατρίδα είναι το πρώτο βήμα της αγάπης και της προσφοράς για την μεγάλη πατρίδα όλων μας, την «κοσμόπολι» της ανθρωπότητας και του Σύμπαντος (που κυβερνάται από αιώνιους και αμετάβλητους φυσικούς νόμους), ένας τεράστιος αριθμός πραγμάτων που οι άνθρωποι αποδέχονται από ένστικτο, μπορεί να αποδειχθεί και με την Λογική, ο συμμερισμός των άλογων συναισθημάτων δεν είναι επιθυμητός, το δίκαιο είναι θέμα όχι άποψης αλλά φύσης, ο βίος καθορίζεται από την Ειμαρμένη και, φυσικά, η Μαντική ευσταθεί.
Οι Θεοί εφορεύουν στην τάξη του Κόσμου και αποτελούν πληθύνσεις μίας αρχικής πολυώνυμης θείας οντότητας, «ζώου λογικού, τελείου και νοερού», που εισδύει παντού και παίρνει τα χαρακτηριστικά του κάθε στοιχείου με το οποίο έρχεται σε επαφή. Νόμος όλων των πραγμάτων είναι η Ειμαρμένη, μία ταυτόχρονα φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια.
Σε αντίθεση προς τους επικούρειους, οι στωικοί δέχονται σε επίπεδο Θρησκείας την προσευχή και την λατρευτική πράξη, μόνο όμως όταν το περιεχόμενό τους βρίσκεται σε συμφωνία με την Μοίρα (Σενέκας, «Naturales Quaestiones», 2. 37 και 5. 25). Η προσευχή δεν μπορεί να αλλάξει τα γεγονότα, μπορεί ωστόσο να φέρει στον άνθρωπο την ορθή πνευματική κατάσταση σε σχέση με αυτά (Μάρκος Αυρήλιος, 9. 40), ενώ ως καλύτερη μορφή λατρείας των Θεών ορίζεται η κατανόηση και μίμηση της αγαθότητάς τους (Σενέκας, «Επιστ.» 95. 47 – 50). Όπως και στον Επικουρισμό, η πιθανότητα προσωπικής αθανασίας (με εξαίρεση την θέση του Ποσειδωνίου, της Μέσης Στοάς) απορρίπτεται.
@ Θ. Πελεγρίνης «Οι πέντε εποχές της Φιλοσοφίας»
Σύντομο ιστορικό της Στωικής Φιλοσοφίας
Ιδρυτής της Στωικής Φιλοσοφίας (Στωικισμός) υπήρξε περί το 300 π.κ.ε. ο Ζήνων ο Κιτιεύς από την Κύπρο, 336-264 π.κ.ε. Αυτός δίδασκε στην Αθήνα, στην Ποικίλη Στοά, εξ ου και το όνομα Στωικός. Ο Ζήνων πίστευε ότι μόνον η φιλοσοφία και τα αποτελέσματα τα οποία αυτή επιφέρει στη ζωή του ανθρώπου δίδουν σ’ αυτόν την ευτυχία. Έλεγε δε χαρακτηριστικά ότι “αφ’ ότου εναυάγησα ευπλοώ” Ο Ζήνων ταξίδευε με ένα καράβι με τον έμπορα πατέρα του, το οποίο όμως, λόγω κακοκαιρίας, ναυάγησε έξω από τον Πειραιά. Από εκεί, ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία, έφτασε στην Αθήνα όπου έξω από ένα βιβλιοπωλείο γνώρισε τον Κράτη, κυνικό φιλόσοφο, του οποίου έγινε μαθητής. Έτσι άφησε το εμπόριο και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη Φιλοσοφία.
Ο Στωικισμός φαίνεται ότι αποτελεί εξέλιξη των ιδεών των Κυνικών. Της Σχολής αυτής ιδρυτής υπήρξε ο Αντισθένης, μαθητής του Σωκράτη. Αυτός εξέφρασε μ’ έναν ακραίο τρόπο τις διδασκαλίες του μεγάλου φιλοσόφου και διαμόρφωσε την αντίληψη ότι ενάρετος είναι εκείνος ο οποίος δεν κατέχει ούτε έχει ανάγκη από κανένα υλικό αγαθό, ομοιάζοντας έτσι προς την φύση, η οποία “ουδενός δείται”.
Ο Ζήνων, επηρεασμένος προφανώς από τη διδασκαλία των κυνικών φιλοσόφων περί αποχής από τα υλικά αγαθά, τοποθετημένος σε μια πιο ισορροπημένη θέση, διδάσκει την ολιγάρκεια, την ανεξαρτησία από τα πράγματα του κόσμου, την απαλλαγή από τα πάθη και το “ζην κατά φύσιν” (“ομολογουμένως τη φύσει ζην, όπερ ταυτό του κατ’ αρετήν ζην”). Για να μπορέσει όμως ο άνθρωπος να ζει κατά Φύσιν, να ζει δηλαδή υγιώς, θα πρέπει πρώτα να τη γνωρίσει και για να γνωρίσει κάποιος τη φύση του απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αταραξία και η γαλήνη της ψυχής. Εδώ στηρίζεται, κατά τους στωικούς, η έννοια της Ηθικής. Η Στωική Διδασκαλία ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο από την αρχή της εμφάνισής της με τα πάθη και με τη θεραπεία τους. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ξεκίνησε περισσότερο ως μια θεραπευτική μέθοδος των παθών παρά ως ένα φιλοσοφικό σύστημα με μία ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία.
Ο Χρύσιππος έχει γράψει ένα βιβλίο του οποίου σώζονται μόνο ελάχιστα αποσπάσματα και κυρίως αναφορές μεταγενεστέρων ειδικά για τη θεραπεία των παθών. Ο Κικέρων αναφέρει σ’ ένα βιβλίο του: Ας είμαστε πεπεισμένοι γι΄ αυτό: μόνον όταν η ψυχή θεραπευτεί, κάτι που δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη φιλοσοφία, μόνο τότε θα τελειώσουν και τα βάσανά μας. Επομένως ας αφεθούμε στα χέρια της φιλοσοφίας για τη θεραπεία. Θα θεραπευτούμε αν το θελήσουμε” TD3. 13.
Οι ιδέες των στωικών δεν έμειναν αμετάβλητες καθ’ όλη την διάρκεια της ενεργού ύπαρξης της Σχολής. Αυτές μεταβάλλονταν ανάλογα με τις ιδέες και την προσωπικότητα του εκάστοτε αρχηγού της. Έτσι εμφανίζεται κατά καιρούς μια μεγάλη ποικιλία σχετικά με την κοσμοθεωρία αυτών. Αυτό που έμεινε όμως στη βάση του αναλλοίωτο απ’ όλη τη Στωική διδασκαλία και μέχρι το τέλος του Στωικισμού και το οποίο μας ενδιαφέρει κατά κύριο λόγο εδώ, είναι η διδασκαλία περί Ηθικής.
Λόγω αυτών γενικά των διαφορών ο Στωικισμός διαιρέθηκε σε τρεις περιόδους: στην αρχαία, τη μέση και τη νεότερη Στοά. Στην πρώτη περίοδο ανήκουν ο Ζήνων, ο Χρύσιππος και ο Κλεάνθης, στη δεύτερη, ο Βόηθος, ο Παναίτιος και ο Ποσειδώνιος και στην τρίτη, ο Σενέκας, ο Μουσώνιος, ο Επίκτητος και ο Μάρκος Αντωνίνος (Μάρκος Αυρήλιος).
Ο Ζήνων έγραψε πολλά βιβλία, όπως τα: “Περί του όλου”, “Περί ανθρώπου φύσεως”, “Περί Πολιτείας” κ.ά. εκ των οποίων δεν σώζεται κανένα. Το ίδιο ισχύει και για το διάδοχο του Ζήνωνα στη Σχολή, τον Χρύσιππο. Όσα γνωρίζουμε για τους πρώτους στωικούς προέρχονται από αποσπάσματα μεταγενεστέρων κι αυτά όμως είναι αβέβαια ως προς τη γνησιότητα και την αυθεντικότητά τους. Πλήρη διασωθέντα συγγράμματα έχουμε μόνο δύο νεότερων στωικών, του Επίκτητου (ο οποίος υπήρξε δούλος απελεύθερος) και του Μάρκου Αυρηλίου, Ρωμαίου αυτοκράτορα και Έλληνα στην ψυχή.
Ο Επίκτητος (έζησε μεταξύ του 50 π.κ.ε. και του 120 μ.κ.ε.) και μυήθηκε στο Στωικισμό από τον Μουσώνιο Ρούφο έγραψε το “Εγχειρίδιο” και ο μαθητής του Αρριανός (ο συγγραφέας του “Αλεξάνδρου Ανάβασις”) έγραψε, από τις σημειώσεις που κρατούσε, τις “Διατριβές”. Ο δε Μάρκος Αυρήλιος έγραψε στην ελληνική γλώσσα “Τα εις εαυτόν” [αναζήτησε το αντίστοιχο άρθρο]
Ο Στωικισμός, περνώντας από διάφορες φάσεις, παρέμεινε ακμαίος και ζωντανός επί τέσσερις αιώνες.
Κατόπιν εμφανίστηκε ο χριστιανισμός που αντέγραψε τον Στωικισμό και τον διαστρέβλωσε κατά κόρον.
Οι Στωικοί, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σωκράτη, έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στην πρακτική εφαρμογή της Φιλοσοφίας (Ηθική και Βιοτική), απ’ όσο στη Λογική και τη Φυσική. Χωρίς την ηθική η ενασχόληση του ανθρώπου με τη λογική και τη φυσική, όχι μόνο δεν οδηγεί πουθενά, σε κανένα ουσιαστικό όφελος του ανθρώπου, αλλά μπορεί να αποβεί επιζήμια γι’ αυτόν.
Κατ’ αυτούς η Φιλοσοφία (η επιστήμη η ασχολούμενη περί της αληθείας και της φύσεως των πραγμάτων) είναι “Τέχνη της ζωής” και σκοπό έχει να ρυθμίζει τη ζωή του ανθρώπου κατά τρόπο πραγματικά (ουσιαστικά) ωφέλιμο γι’ αυτόν και να τον οδηγεί στην ευδαιμονία και στην εκπλήρωση του αντικειμενικού σκοπού της ζωής του. Η ευδαιμονία του ανθρώπου βρίσκεται στη συμφωνία της βούλησής του με το θείο λόγο που διέπει τον κόσμο.
Σύμφωνα με τον Ζήνωνα, πνεύμα και ύλη είναι το ενεργητικό (Ποιούν ή λόγος) και το παθητικό (πάσχον) στοιχείο της μίας γενεσιουργού Αρχής. Ο κόσμος είναι το σώμα της Φύσης. Ο άνθρωπος καθορίζεται από μια πολύ ισχυρή, φυσιολογική (έμφυτη) ανάγκη: τη διαρκή προστασία και προαγωγή (υπέρβαση) της ζωής του σύμφωνα με τη φύση του. Ο Επίκτητος αναφέρει εδώ χαρακτηριστικά ότι, κατά τον Σωκράτη, η μεγαλύτερη ευτυχία του ανθρώπου είναι να παρακολουθεί κάθε ημέρα τον εαυτό του βελτιούμενο.
Πάθη για τους στωικούς είναι η περισσότερο ή λιγότερο έντονη αρνητική και νοσηρή (ασυνείδητη, παθητική και ανεξέλεγκτη) κίνηση της ψυχής με διαχωριστικά και καταστρεπτικά (αυτο- και ετερο- ) στοιχεία. Από την εμφάνιση δε και την ανεξέλεγκτη λειτουργία των παθών, τα οποία παρασύρουν αναστέλλοντας κάθε λογική λειτουργία του ανθρώπου, προέρχεται κάθε δυστυχία στη ζωή του. Συνήθεις φράσεις που χρησιμοποιούμε και οι οποίες εκδηλώνουν πάθος: “Το ξέρω πως ήταν λάθος αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά”. Ακόμα, “Το έκανα ενώ ήξερα ότι δεν έπρεπε” κ.λπ.
Τα πάθη σπέρνονται από πολύ νωρίς στη ζωή του ανθρώπου και εμφανίζονται αργότερα με διάφορες μορφές: εγωικές αρρώστιες και διαταραχές, όπως η εκδικητικότητα, η αντιζηλία, ο φθόνος, η ζηλοτυπία, η αδιαφορία στον πόνο του άλλου, η οκνηρία, η αλαζονεία, η υποκρισία κ.ά. για τις οποίες, προκειμένου να αποβληθούν οριστικά, απαιτείται εκπαίδευση και συνεχή άσκηση του ανθρώπου. Η αποβολή αυτή μπορεί να γίνει μόνο από το Ηγεμονικό (το συνειδητό Εγώ) του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, για τους στωικούς η αποβολή (έλεγχος) των παθών γίνεται όταν μπορεί ο άνθρωπος να ισορροπεί μεταξύ της ευπάθειας και της εμπάθειας, επιτυγχάνοντας την απάθεια.
Οι βλέψεις όμως των στωικών εκτείνονται πολύ μακρύτερα από την επίτευξη της ευτυχίας του ανθρώπου σ’ αυτή τη ζωή αφού ο Επίκτητος στις Διατριβές του ( ΙΙ, ιθ΄, 27) λέει ότι “θεόν εξ ανθρώπου επιθυμούντα γενέσθαι”. Επομένως, ο τελικός σκοπός της Στωικής Φιλοσοφίας δεν είναι απλώς η εφαρμογή ορισμένων βιοτικών ή ηθικών αρχών, αλλά η θέωση του ανθρώπου.
Έργο του φιλοσόφου, κατά τους στωικούς, είναι να φροντίζει για το Ηγεμονικό του, το νου και την ψυχή του (εσωτερική ζωή) και όχι για τα εξωτερικά πράγματα, τα οποία πρέπει να τον απασχολούν και να τα αντιμετωπίζει με τη λογική. Αναφερόμενος ο Επίκτητος στους αρχαίους (πρώιμους) στωικούς, οι οποίοι έκαναν και δίδασκαν την άσκηση στην εγκράτεια, στην απάθεια, στην πλήρη αποχή κ.λπ., έλεγε ότι… οι άνθρωποι δεν πρέπει να φτάνουν σε υπερβολές.
Αλλού πάλι ο ίδιος κορυφαίος στωικός λέει ότι “το σχολείο του φιλοσόφου είναι σαν το ιατρείο (χειρουργείο), από το οποίο βγαίνουν οι φοιτώντες ευχαριστημένοι μεν, αλλά πονεμένοι κι αυτό συμβαίνει αφού δεν μπαίνουν σε αυτό υγιείς”.
Οι αφιλοσόφητοι, κατά τους στωικούς, ζουν τυχαία, οδηγούμενοι από το μοιραίο, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό και η ζωή τους φεύγει μάταια. Είναι σαν να μην έζησαν καν – επομένως, παραδέχονται οι στωικοί μαζί με όλους τους Έλληνες φιλοσόφους, μόνον οι ασχολούμενοι με τη Φιλοσοφία βρίσκουν τον ορθό δρόμο της ζωής. Το δρόμο που οδηγεί προς την ευτυχία, την ευδαιμονία και την ελευθερία. Μόνον ένας φιλόσοφος μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος, ακόμα και αν είναι δούλος.
Σοφία είναι για τους στωικούς η υποταγή (η συνειδητή και επομένως ελεύθερη) του ανθρώπου στην Φύση και η παραδοχή της ειμαρμένης (νομοτέλεια, φύση, πρόνοια). Ο Μάρκος Αυρήλιος λέει χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων για τη Φύση: “Όλα έρχονται από σένα, όλα βρίσκονται μέσα σε σένα, όλα ξαναγυρίζουν σε σένα” Μ. Αυρήλιος, Σκέψεις, IV 23
Η αντίληψη του στωικού για τη ζωή δεν είναι, όπως πιστεύουν πολλοί, παθητική. Ο στωικός φιλόσοφος δηλαδή δεν κηρύσσει την αποχή από τις διάφορες δραστηριότητες. Γι’ αυτό και η Στωική Φιλοσοφία ρίζωσε στη Ρώμη, όπου, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της δημοκρατίας, οι εκπρόσωποι της ανώτερης τάξης έβλεπαν ως κύριο τρόπο καταξίωσης της ύπαρξής τους τη δραστηριοποίησή τους στην πολιτική και στρατιωτική αρένα.
Τον σοφό, έλεγε χαρακτηριστικά ο Επίκτητος, ούτε η φτώχεια ούτε η λύπη τον εμποδίζουν ούτε αυτά τα πράγματα που βγάζουν από το δρόμο και γκρεμοτσακίζουν τους άπειρους. Εσύ νομίζεις ότι εκείνος καταβάλλεται από τις συμφορές. Αντιθέτως, αυτός τις χρησιμοποιεί. Ο Φειδίας δεν ήξερε να κάνει αγάλματα μόνον από ελεφαντόδοντο. Έφτιαχνε και από μπρούντζο. Αν του πήγαινες μάρμαρο, ένα πιο ευτελές υλικό, θα έκανε πάλι το άγαλμα όσο μπορούσε πιο τέλειο. Με τον ίδιο τρόπο ο σοφός, αν μπορέσει, θα δείξει την αρετή του στα πλούτη όπως και στη φτώχεια. Τόσο στη χώρα του όσο και στην εξορία. Τόσο ως στρατηγός όσο και ως στρατιώτης. Τόσο ως υγιής και αρτιμελής όσο και ως άρρωστος και ανάπηρος. Οποιαδήποτε τύχη και αν του τύχει, θα δημιουργήσει από αυτήν κάτι αξιομνημόνευτο.
Άλλες ρήσεις και οδηγήσεις των στωικών -του Επίκτητου κατά κύριο λόγο- ειδικά για το θέμα της Ηθικής:
*Από εμένα εξαρτάται να μην υπάρχει στην ψυχή μου καμία πονηρία, επιζήμια επιθυμία και ταραχή, αλλά να βλέπω τα πράγματα όπως πραγματικά είναι και να τα αντιμετωπίζω σύμφωνα με την πραγματική αξία τους και τη σχέση που έχουν για μένα. Να ξέρεις ότι αυτή η δυνατότητά σου προέρχεται από τη φύση σου.
Το παραπάνω οδηγεί στην περιώνυμη ρήση του Επίκτητου και κατ’ επέκταση των στωικών: “Δεν είναι τα πράγματα που με κάνουν να πονώ αλλά η άποψη που έχω εγώ για τα πράγματα”
*Τα πάντα στη φύση είναι ενιαία και το ένα υπηρετεί το άλλο. Έτσι και τα λογικά όντα έγιναν το ένα για το άλλο. Το να ανέχεσαι επομένως τις κακίες των άλλων αποτελεί μέρος της Δικαιοσύνης.
Και κάπου αλλού ο Επίκτητος λέει το παραπάνω με διαφορετικά λόγια (το οποίο αποτελεί άλλη μια βασική αρχή της Φιλοσοφικής Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας): “Όλοι οι άνθρωποι αποτελούν μια οικογένεια αφού προέρχονται από την ίδια Φύση”
*Ο απαίδευτος άνθρωπος όταν πέσει σε δυστυχία κατηγορεί τους άλλους. Ο μορφωμένος όμως δεν κατηγορεί ούτε τους άλλους, ούτε τον εαυτό του.
*Να μη ζητάς να γίνονται τα πράγματα που δεν είναι στην εξουσία σου και δεν εξαρτώνται από εσένα όπως τα θέλεις εσύ, αλλά να τα δέχεσαι όπως έρχονται και τότε θα είσαι ευτυχισμένος.
*Χαρακτήρας και συμπεριφορά του φιλοσόφου: Κάθε ωφέλεια ή βλάβη ξέρει ότι προέρχεται από τον εαυτό του και μόνο.
*Να θυμάσαι πάντα ότι είσαι ένας ηθοποιός σ’ ένα δράμα (δρώμενο) όπως το θέλει ο συγγραφέας του έργου. Αν το θέλει σύντομο, θα είναι σύντομο. Αν το θέλει μακροσκελές, θα είναι μακροσκελές. Αν θέλει να παίξεις ρόλο φτωχού, πρόσεξε να τον παίξεις όσο μπορείς καλύτερα. Το ίδιο αν πρόκειται για ρόλο χωλού ή για ρόλο άρχοντα ή για ρόλο απλού (κοινού) ανθρώπου. Από εσένα εξαρτάται αν θα τον παίξεις καλά ή όχι. Η εκλογή όμως του ρόλου ανήκει σε άλλον.
Επίσης έλεγαν (μέσω του Επίκτητου) ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό αφού είναι μία φυσική κατάσταση “ουδέν κακόν κατά φύσιν”. Επομένως, δεν πρέπει να τον φοβόμαστε. Άλλωστε, αν ήταν κάτι κακό, δεν θα τον δεχόταν και ο Σωκράτης τελικά έτσι όπως τον δέχτηκε, ψύχραιμα και χωρίς φόβο.
@Ηω Αναγνώστου
Φωτογραφίες: Daniel Kordan
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice