Από οίνον σέ ύδωρ καί από ύδωρ σέ οίνον. Καί τό βίωμα παραλυσίας…
[Τό εξωκκλήσιον όπως ανακαινίστηκε τό έτος 2011 μ.Χ.]
Έχω αφηγηθεί τό βίωμα της παραλυσίας μού μετά από εκτενή προπόνηση ώς τερματοφύλακας επάνω σέ σκυρόδεμα όταν ήμουν 7 ετών περίπου. Πρώτα μέ έπειασε ό πόνος είς τά δεξιά σχέλη-ισχίον καί είς τήν κλείδωση-όπισθεν γονάτου τού ίδιου ποδός, σφάδαζα από τούς πόνους καί μετά δέν ένοιωθα τά πόδι μού είτε μέ κτυπούσες είτε μέ τσιμπούσες, τελειώς νεκρόν καί ακίνητον μέ παραλυμένα τά νεύρα. Τήν επομένη μέ τήν ίδια διαδικασία ισχίον καί κλείδωση καί σφάδασμα είς τό αριστερόν πόδι καί μετά άνευ αίσθησης τού επίσης.
Οί ιατροί δέν εύρισκαν κανένα πρόβλημα, απορούσαν, η μάνα μού ανακαλούσε μέ θρήνους τούς Αγίους ώσπου ήρθε η ημερομηνία ιορτής τού τοπικού Αγίου Επιφανίου τής Αγίας Νάπας, όπου είς τόν χώρον τού εξωκκλησίου ασκήτευε ερχόμενος από τήν Αμμόχωστον-Κωνσταντία ό δεύτερος κατά σειρά Επίσκοπος-Αρχιεπίσκοπος Κύπρου διά νά γράψει επιστολές σέ ειδωλολάτρες καί αλλόθρησκους.
Μέ πήραν σηκωτόν, μέ ανέβασαν καί μέ κάθισαν σέ έναν πάγκον απέναντι από τήν εικόνα τής Παναγίας έναν μέτρον. Μόλις τελείωσε ό όρθρος καί ιορτή πρός τόν Άγιον 12 Μαϊου καί ό Παπαντώνης είπε τό Διευχών τών Αγίων Πατέρων ημών… ακριβώς μέ τήν Απόλυση ένας ποταμός τραντακτού ρευματος από τό πατωμα πρός τίς πατούσες μού μέ διαπέρασε αποφασιστικώς πετάγωντας μέ σέ χρόνον μηδέν παρά τήν θέλησιν μού καί πρίν κάν τό αντιληφθώ καί η παραλυσία εξαφανίστηκε, ιάθηκα.
Εφέτος πήγα νά προσκυνήσω είς τόν Εσπερινόν, πρίν τόν Εσπερινόν, ήμου αφηρημένος, νόμιζα ότι ό Εσπερινός ήταν τήν εψεσυνή νύχτα. Κουβέντα είς τήν κουβέντα μέ τόν Μοναχόν Γερβάσιον καί έναν άλλον παρευρισκώμενος πανηγυριώτη-[πλανώδιον πωλητή σέ πανηγύρια] σουρούπωσε καί αντιλήφθηκα προσέλευση ιερεών καί ερώτησα έχει Εσπερινόν; Πήρα καταφατική απάντηση. αφού είμαι εδώ θά παραμείνω μέχρι τήν Απόλυση τού.
Λεπτά πρίν τελειώσει ό Εσπερινός καί μέ ανοικτές τίς θύρες είδα τόν Παπαβασίλη τόν Πρεσβύτερον νά καταφθάνει, μάλλον λειτουργούσε προηγουμένως είς τόν Ναόν τής Παναγίας είς τό κέντρον τής Αγίας Νάπας.
Πρίν τήν Απόλυση λοιπόν, ό Παπαβασίλης πειάνει τό μεγάφωνον καί αρχίζει νά μάς διηηγείται συμβάντα από τήν εδώ κάτω ζωή τού Αγίου Επιφανείου.
Μάς είπε ότι όπως Ό Χριστός έκαμε τό ύδωρ σέ οίνον-Αλχημεία = Άλχυμεία = Άλ/Θεού χυμεία-χημεία, ομοίως κατόπιν σέ περίπτωση έλλειψης ύδατος σέ ταξείδι όπου ήταν ανάμεσα είς τούς συνταξειδιώτες, ευλόγησε τόν οίνον καί έγινε ύδωρ διά νά μήν αποθάνουν από τήν δίψα.
Μού άρεσε πολύ αυτή η εξιστόριση αλλά εκείνον όπου μέ συγκλόνισε είναι ότι ό αυτοκράτωρ Θεοδόσιος παράλυσε εις αμφότερα τά πόδια καί παρότι τόν επισκέφθηκαν πολλοί ιατροί δέν εύρισκε θεραπεία ούτε τού εύρισκαν αιτία. Τόν πήραν σηκωτόν είς τήν Β’ Οικουμενική Σύνοδον. Τόν είδε ό Άγιος Επιφάνιος καί τόν λυπήθηκε, προσευχήθηκε καί αμέσως ιάθηκε! Τό νά ακούς έναν θαύμα ότι επαναλήφθηκε όπως σ’ εσένα μέ τόν Άγιον τότε επί γής μέ ζωντανή σάρκα καί σ’ εμένα μετά τήν αποδημία τού είς Κύριον ώς ψυχή-[ό Άγιος Επιφάνιος ιάτης τών παράλυτων όπως καί ό Άγιος Αναστάσιος προπολεμικώς είς τήν κατεχόμενη Περιστερονο-Πηγή Αμμοχώστου], είναι εκπληκτικά ισχυρόν! Τό θεώρησα ώς δεύτερον δι’ εμένα θαύμα διότι δέν τό γνώριζα καί είς τόν Εσπερινόν έμεινα όλως διόλου διότι καθυστέρησα λόγω κουβέντας είς τό προαύλιον τού ναού, επειδή Ό Θεός είχε τά σχέδια Τού, όπως καί ό Άγιος Επιφάνιος, διότι παρότι μού έκανε αυτόν τό θαύμα ίασης, ο υποφαινόμενος από αχαριστία, αδιαφορία, αφηρημάδα, προσκομμάτων καί ζιζανίων είς τήν ζωήν όπως είς τήν παραβολή τού Σπορέα, ποτέ δέν ξανά ψυχοβίωσα τόν Όρθρον καί τήν Θεία Λειτουργία, καί δύο φορές τόν Εσπερινόν, δέν θυμάμαι περισσότερες. Μέ γλυκύτητα μέ παραδειγμάτισε, αλλά τήν επομένη ημέρα είχα πολλούς δαιμονικούς πειρασμούς, μόλις συνειδητοποίησα τί έγινε, καί ανέβαλα τήν επιθυμία νά τό γράψω σέ άρθρον. Πρό ολίγου, έναν σχόλιον μου τό αναθύμισε είς τό άρθρον:
Λουκ. 8,20 καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων· ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες.
Λουκ. 8,20 Και μερικοί ανήγγειλαν εις αυτόν ότι “η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκονται έξω και θέλουν να σε ιδούν”.
Λουκ. 8,21 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν.
Λουκ. 8,21 Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε· “μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί, οι οποίοι ακούουν τον λόγον του Θεού και τον τηρούν εις την ζωήν των”.
Λουκ. 8,22 Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἐνέβη εἰς πλοῖον καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν τῆς λίμνης· καὶ ἀνήχθησαν.
Λουκ. 8,22 Μιαν δε από τας ημέρας αυτάς, εμπήκε ο Ιησούς εις κάποιο πλοίον μαζή με τους μαθητάς του και είπε εις αυτούς· “ας περάσωμεν στο απέναντι μέρος της λίμνης”. Και ανοίχθησας εις την λίμνην.
Λουκ. 8,23 πλεόντων δὲ αὐτῶν ἀφύπνωσε. καὶ κατέβη λαῖλαψ ἀνέμου εἰς τὴν λίμνην, καὶ συνεπληροῦντο καὶ ἐκινδύνευον.
Λουκ. 8,23 Ενώ δε αυτοί έπλεαν, απεκοιμήθη· και κατέβη αιφνιδίως από τα γύρω βουνά άνεμος σφοδρός, θύελλα μεγάλη εις την λίμνην. Κυματα δε μεγάλα έσπαζαν στο πλοίον και νερά ολοένα περισσότερα εισωρμούσαν εις αυτό, ώστε εκινδύνευαν να πνιγούν.
Λουκ. 8,24 προσελθόντες δὲ διήγειραν αὐτὸν λέγοντες· ἐπιστάτα ἐπιστάτα, ἀπολλύμεθα! ὁ δὲ ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ τῷ κλύδωνι τοῦ ὕδατος, καὶ ἐπαύσαντο, καὶ ἐγένετο γαλήνη.
Λουκ. 8,24 Οι δε μαθηταί προσήλθον στον Ιησούν, τον εξύπνησαν και του είπαν· “διδάσκαλε διδάσκαλε, χανόμαστε!” Αυτός δε εσηκώθηκε, διέταξε τον άνεμον και την θαλασσοταραχήν, και έπαυσαν, και έγινε αμέσως γαλήνη.
Λουκ. 8,25 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ποῦ ἐστιν ἡ πίστις ὑμῶν; φοβηθέντες δὲ ἐθαύμασαν λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει καὶ τῷ ὕδατι, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ;
Λουκ. 8,25 Είπε δε εις αυτούς· “που είναι η πίστις σας; Τοσα και τόσα θαύματα με είδατε να κάμνω και ακόμα δεν επιστέψατε με όλην σας την καρδιά εις εμέ;” Αυτοί κατ’ αρχάς εκυριεύθησαν από φόβον και δέος εμπρός εις την δύναμιν του Κυρίου, έπειτα δε από μεγάλον θαυμασμόν και έλεγαν μεταξύ των, “ποιός άρά γε είναι αυτός; Διότι διατάσσει τους ανέμους και τα κύματα και υπακούουν εις αυτόν”!
Λουκ. 8,26 Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας.
Λουκ. 8,26 Επειτα από αυτά έπλευσαν και αγκυροβόλησαν εις την χώραν των Γαδαρηνών, η οποία είναι αντίπερα από την Γαλιλαίαν.
Λουκ. 8,27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν.
Λουκ. 8,27 Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν εις την ξηράν, τον συνάντησεν ένας άνθρωπος της πόλεως εκείνης, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν εφορούσε ένδυμα και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά μέσα εις τα μνήματα.
Λουκ. 8,28 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς.
Λουκ. 8,28 Οταν όμως είδε τον Ιησούν εκραύγασε δυνατά, έπεσεν εις τα πόδια του και με φωνήν μεγάλην είπε· “ποία σχέσις υπάρχει ανάμεσα εις εμέ και σε, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσης και μη με κλείσης από τώρα στον φρικτόν Αδην”.
Λουκ. 8,29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαῤῥήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους.
Λουκ. 8,29 Είπε δε αυτά ο δαιμονιζόμενος, διότι ο Χριστός διέταξε το ακάθαρτον πνεύμα να βγη και να φύγη από τον άνθρωπον, επειδή από πολλά χρόνια τον είχεν αρπάξει και κυριεύσει. Οι δε άλλοι άνθρωποι, ένεκα της αγριότητος αυτού, τον έδεναν με αλυσίδες και με ισχυρά δεσμά εις τα πόδια, δια να τον φυλάσσουν, ώστε να μη επιτίθεται και κακοποιή τους άλλους. Αλλά αυτός έσπαζε τα δεσμά και ωδηγείτο βιαίως από τον δαίμονα εις ερημικούς τόπους.
Λουκ. 8,30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν·
Λουκ. 8,30 Τον ερώτησε δε ο Ιησούς, λέγων· “ποιό είναι το όνομά σου;” Εκείνος δε απήντησε· “λεγεών”. Διότι πολλά δαιμόνια είχαν εισέλθει στον άνθρωπον αυτόν.
Λουκ. 8,31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.
Λουκ. 8,31 Και παρακαλούσαν τα δαιμόνια αυτόν, να μη τα διατάξη και πάνε εις τα τρίσβαθα του Αδου.
Λουκ. 8,32 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς.
Λουκ. 8,32 Ητο δε εκεί μία αγέλη με πολλούς χοίρους, που έβοσκαν στο βουνό· και τον παρακαλούσαν τα δαιμόνια να τους δώση την άδειαν να μπουν εις εκείνους τους χοίρους. Και τους το επέτρεψεν ο Κυριος (διότι κατά λόγον δικαιοσύνης έπρεπε να τιμωρηθούν με την απώλειαν των χοίρων οι ιδιοκτήται των, επειδή τους έτρεφαν, μολονότι αυτό απηγορεύετο από τον μωσαϊκόν νόμον).
Λουκ. 8,33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.
Λουκ. 8,33 Αφού δε εξήλθον τα δαιμόνια από τον άνθρωπον, εμπήκαν στους χοίρους και ώρμησε ασυγκράτητο όλο το καπάδι επάνω στον κρυμνόν, ερρίφθη από εκεί εις την θάλασσαν και επνίγησαν οι χοίροι.
Λουκ. 8,34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς.
Λουκ. 8,34 Οταν δε οι βοσκοί είδαν το γεγονός αυτό, έφυγαν και το ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις όσους συναντούσαν, από αυτούς που έμεναν στους αγρούς.
Λουκ. 8,35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν.
Λουκ. 8,35 Εβγήκαν δε από την πόλιν οι άνθρωποι, δια να ίδουν αυτό που έγινε. Ηλθαν στον Ιησούν και είδαν τον άνθρωπον, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ντυμένος, ήρεμος και φρόνιμος, και εφοβήθησαν.
Λουκ. 8,36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς.
Λουκ. 8,36 Είχαν δε διηγηθή εις αυτούς εκείνοι που είδαν το γεγονός, πως ελευθερώθηκε ο δαιμονιζόμενος.
Λουκ. 8,37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν.
Λουκ. 8,37 Και όλον το πλήθος της περιοχής των Γαδαρηνών τον παρεκάλεσαν να φύγη από αυτούς, διότι είχαν κυριευθή από μεγάλον φόβον, δια την τιμωρίαν που τους επεβλήθη. Ενοχοι δε και δι’ άλλα καθώς ήσαν, εφοβούντο πολύ και άλλας τιμωρίας. Ο δε Ιησούς εμπήκε στο πλοίον και επέστρεψε.
Λουκ. 8,38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων·
Λουκ. 8,38 Παρακαλούσε δε αυτόν ο άνθρωπος, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να μένη μαζή του. Ο Ιησούς όμως τον έστειλε ειρηνικά εις την πόλιν του, λέγων·
Λουκ. 8,39 ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
Λουκ. 8,39 “γύρισε στο σπίτι σου και να διηγήσαι όσα έκαμε εις σε ο Θεός”. Και εκείνος έφυγε και διαλαλούσε εις όλην την πόλιν, όσα ο Ιησούς έκαμε εις αυτόν.
Λουκ. 8,40 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ὑποστρέψαι τὸν Ἰησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ ὄχλος· ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες αὐτόν.
Λουκ. 8,40 Οταν δε επέστρεψε ο Ιησούς, τον υπεδέχθη με ενθουσιασμόν ο λαός, διότι όλοι τον επερίμεναν.
Λουκ. 8,41 καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ,
Λουκ. 8,41 Και ιδού, ήλθε κάποιος άνθρωπος, ονόματι Ιάρειος, ο οποίος ήτο και άρχων της συναγωγής. Και αφού έπεσεν εις τα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να μεταβή στο σπίτι του,
Λουκ. 8,42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
Λουκ. 8,42 διότι η μονογενής κόρη, την οποίαν είχε, δώδεκα περίπου ετών, ήτο ετοιμοθάνατος. Καθώς δε ο Ιησούς επήγαινεν στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη τον επίεζαν με τον συνωστισμόν των.
Λουκ. 8,43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,
Λουκ. 8,43 Και μια γυναίκα, που από δώδεκα έτη υπέφερε από αιμοραγίαν και η οποία είχε εξοδέψει όλην την περιουσίαν της εις ιατρούς, χωρίς να μπορέση να θεραπευθή από κανένα,
Λουκ. 8,44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.
Λουκ. 8,44 επλησίασε πίσω από τον Ιησούν, ήγγισε την άκρη από το ιμάτιόν του και αμέσως εσταμάτησε η αιμοραγία της.
Λουκ. 8,45 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;
Λουκ. 8,45 Και είπεν ο Ιησούς· “ποιός είναι αυτός, που με ήγγισε;” Επειδή δε όλοι ηρνούντο, είπεν ο Πετρος και οι μαθηταί που ήσαν μαζή του· “διδάσκαλε, τα πλήθη σε στενοχωρούν και σε πιέζουν ολόγυρα και συ λέγεις ποιός με ήγγισε;”
Λουκ. 8,46 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.
Λουκ. 8,46 Ο δε Ιησούς είπε· “κάποιος με ήγγισε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι δύναμις θαυματουργική εβγήκε από εμέ”.
Λουκ. 8,47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
Λουκ. 8,47 Η δε γυναίκα, όταν είδε ότι δεν εξέφυγε από την προσοχήν του Ιησού, τρέμουσα από φόβον και ευλάβειαν ήλθε, έπεσε γονατιστή εμπρός του και διηγήθηκε εις αυτόν και εμπρός εις όλον το πλήθος την αιτίαν, δια την οποίαν τον ήγγισεν, όπως επίσης και το γεγονός, ότι εθεραπεύθηκε αμέσως.
Λουκ. 8,48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
Λουκ. 8,48 Ο δε Ιησούς της είπε· “θάρρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε ειρηνική και χαρούμενη, χωρίς την ανησυχίαν και την θλίψιν που είχες προηγουμένως από την ασθένειάν σου”.
Λουκ. 8,49 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον.
Λουκ. 8,49 Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου λέγων εις αυτόν, ότι “πέθανε η κόρη σου, μη ενοχλείς και μη βάζεις εις κόπον τον διδάσκαλον”.
Λουκ. 8,50 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
Λουκ. 8,50 Ο Ιησούς όμως, όταν ήκουσε την είδησιν, είπεν στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνον πίστευε και θα σωθή η κόρη σου”.
Λουκ. 8,51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
Λουκ. 8,51 Οταν δε ήλθε στο σπίτι, δεν αφήκε κανένα να μπη, ει μη μόνον τον Πετρον και τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και τον πατέρα της κόρης και την μητέρα.
Λουκ. 8,52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει.
Λουκ. 8,52 Εκλαιαν δε όλοι και οδυρόμενοι εκτυπούσαν τας κεφαλάς και τα στήθη των δια την νεκράν. Ο δε Ιησούς είπε· “μη κλαίετε· δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”.
Λουκ. 8,53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
Λουκ. 8,53 Και τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν καλά, ότι η κόρη είχε πεθάνει.
Λουκ. 8,54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.
Λουκ. 8,54 Αυτός όμως έβγαλε όλους έξω, επιασε το χέρι της και εφώναξε λέγων· “Κορη, σήκω επάνω”.
Λουκ. 8,55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν.
Λουκ. 8,55 Και αμέσως η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε· και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάγη, δια να αναλάβη τελείως από την εξάντλησιν της ασθενείας που την οδήγησε στον θάνατον.
Λουκ. 8,56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Λουκ. 8,56 Και έμειναν εκστατικοί και κατάπληκτοι οι γονείς αυτής. Ο δε Ιησούς παρήγγειλε εις αυτούς, να μη είπουν εις κανένα το γεγονός.
Παναγιώτης Δίας
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
Και Ε πέρασαν στην απέναντι όχθη της λίμνης,
τί ἐμοὶ καὶ σοί γυναι?
///
Ταλιθα Κουμ
300001900030010009001900020070400040
Δέν νοώ διά νά είμαι ειλικρινής αλλά ίσως χρειάζεται βύθιση.