12 Αυγούστου 1953: Καταστροφικός σεισμός πλήττει τα Επτάνησα, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 871 άνθρωποι, να τραυματιστούν 1690 και να μείνουν άστεγοι 145.052.
Ζάκυνθος, Κεφαλονιά και Ιθάκη θα ισοπεδωθούν σχεδόν εξ ολοκλήρου.
Το ιστορικό των σεισμών
Ο πρώτος σεισμός θα γίνει την Κυριακή, 9 Αυγούστου του 1953, με επίκεντρο τον Σταυρό της Ιθάκης. Το μέγεθός του θα είναι 6.4 βαθμοί της κλίμακας Ρίχτερ.
Ο δεύτερος, μεγέθους 6.8, σημειώνεται στις 11 Αυγούστου και θα ακολουθήσουν δέκα μετασεισμοί την ίδια μέρα, οι μεγαλύτεροι των οποίων θα έχουν μέγεθος 5.3 και 5.1.
Την Τετάρτη, 12 Αυγούστου του 1953 ένας ισχυρός σεισμός μεγέθους 5.2 θα αποτελέσει το προμήνυμα για την καταστροφή που πρόκειται να ακολουθήσει.
Ο επόμενος μεγάλος σεισμός που γίνεται την ίδια μέρα θα έχει μέγεθος 7.2 και θα είναι ο καταστροφικότερος στην ιστορία της Κεφαλονιάς και ένας από τους καταστροφικότερους σεισμούς που έζησε ποτέ η Ελλάδα. Η έντασή του προσδιορίστηκε ως Χ+.
Η Κεφαλονιά, η Ζάκυνθος και η Ιθάκη, που είχαν ήδη υποστεί σοβαρές ζημιές από τους προηγούμενους σεισμούς θα ισοπεδωθούν σχεδόν ολοκληρωτικά: 27.659 από τις 33.000 οικοδομές κατέρρευσαν, 467 μόνο σώθηκαν (κυρίως στη βόρεια Κεφαλονιά, στην περιοχή της Ερίσου), ενώ οι υπόλοιπες υπέστησαν σοβαρές ή ελαφρύτερες ζημιές.
Στη Ζάκυνθο, την καταστροφή συμπλήρωσε η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στην πρωτεύουσα του νησιού. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών ανήλθε σε 455, των αγνοουμένων σε 21 και των τραυματιών σε 2.412.
Ένας υπέροχος και ζωντανός νησιωτικός πολιτισμός θάφθηκε κάτω από τα συντρίμμια που άφησαν οι σεισμοί.
Μία μαρτυρία
Απόσπασμα από το βιβλίο «Πορεία προς τον 21ο αιώνα».
Πηγή: kefalonitis.com
Κυριακή 9 Αυγούστου του 1953. Ψάλτες δεξιός Γερασιμάκης Κουταβάς, αριστερό στασίδι Νίκος Κανελόπουλος. Βρισκόμαστε στο σημείο της ακολουθίας που ο Γερασιμάκης ψάλει το «οι τα Χερουβίμ…» μόπου μια σεισμική δόνηση μεγάλης διάρκειας έκανε τους πολυελαίους να χορεύουν τον τρελό της καταστροφής ρυθμό, το κτίσμα του ναού να τρέμει με κίνηση ταλαντευόμενη και βίαια και το εκκλησίασμα σύξυλο, να ακούει τον τρομακτικό θόρυβο από την πτώση των κορνιζών των κτιρίων. Ο παπά–Γιάννης τρομαγμένος στην πύλη εθεώρει την επερχόμενη θύελα άναυδος.
Αφού το κακό σταμάτησε, τέλειωσε τη λειτουργία διαβαστά και αφού έκλεισε το ναόν εξήλθε. Aντικρύζοντας το δρόμο ανατρίχιασε από το θέαμα που αντίκρυσε.
Μπαλκόνια, κεραμμίδια, ατσούπια, κορνίζες ατάκτως και βιαίως εριμμένα στον δρόμο, άλλα να κρέμμονται σα σάβανα, άλλα πεσμένα να φράσουν το διάβα. Περάσαμε τον δρόμο εν τάχει και μπαίνοντας σε πλατεία και λεωφόρο, αντικρύσαμε κόσμο συγκεντρωμένο, πούχε το φόβο συνοδό και στις ψυχές διάχυτη την λύπη. Πλησιάζοντες το σπίτι, καταλάβαμε πως είχε υποστεί σοβαρές ζημιές, μα μη έχοντας που αλλού να πάμε μείναμε, με τη σκέψη, αν συμβεί νέος σεισμός να πεταχτούμε γρήγορα στον κήπο. Λάθος μεγάλο η αντίληψή μας.
Η ζωή από κείνη τη στιγμή άλλαξε για όλο τον κόσμο. Οι άνθρωποι αλάλιασαν, άλλοι γινήκανε αλλόφρονες, άλλοι έχασαν τον εαυτό τους. Δεν ήταν τίποτα όπως πρώτα, ούτε μέσα μας, ούτε όξου μας, μήτε στις συμπεριφορές μας. Ο φόβος στην προσμονή του χειρότερου είχε κυριαρχήσει. Τόβλεπες στη φύση στα ζώντανά παντού. Η αποφυγή των στενών δρόμων και η προτίμηση των ανοιχτών χώρων, ήτανε κυριαρχούν συναίσθημα. Κατήντησε κουβεντιάζοντας να παπαγαλίζουμε τα ίδια και τα ίδια, γίναμε ειδικοί, μιλούσαμε γιατί έπρεπε να μιλούμε, κι όχι γιατί γνωρίζαμε τι λέγαμε. Είμαστε σε παραλογισμό. Οι ζημιές στην πόλη σημαντικές. Η πολιτεία είχε στείλει έναν Υπουργό για μια πρώτη εκτίμηση της κατάστασης. Μα καταστροφές είχαν γίνει και σε άλλα κομμάτια του νησιού, Ιθάκη και Σάμη και Εληό και Παλική.
Πέρασε το βραδινό της Κυριακής και η Δευτέρα ήσυχα, χωρίς δονήσεις, χωρίς διαταραχή του ύπνου μας. Την Τρίτη το χάραμα όμως κατά τις 5 τοπική ώρα, άρχισε η γη να κουνιέτε δυνατά, λες κι ήθελε να ξεράσει τα σωθικά της, κι απάνω σ’ αυτή τη στιγμή πετάχτηκα από το κρεβάτι και τρέχοντας μέσα στο σαλόνι, κρατούσα με φωνές πατέρα μάνα κι αδέλφια νάμαστε όλοι μαζί, παρακολουθούντες την καταστροφή, ανήμποροι και μικροί για να επηρεάσουμε το θεριό πάνω στου θυμού του την έξαρση. Η προσευχή και οι επικλήσεις, όσες κι αν ήτανε δε φτάνανε στο Θεό κείνες τις ώρες.
Αφού τέλειωσε η μάνα γη τον θυμό της, κοιταχτήκαμε στο θαμπό φως του χαράματος, για να διαπιστώσουμε πως ήμασταν ολάσπροι από την σκόνη, μα και γιατί δεν είχαμε μέσα μας αίμα ζεστό, είχε παγώσει, κυκλοφορώντας αδύνατα σε οργανισμούς, υποστάντας βαρύ το σοκ. Το σπίτι σαραβαλιάστηκε, είχε καταστεί ετοιμόρροπο πλέον, όπως και άλλα σπίτια της γειτονιάς. Όποιος έμπαινε μέσα κινδύνευε την ζωή του, έτσι μέναμε στο ύπαιθρο στον κήπο μας, που παρείχε τουλάχιστον την ουράνιο κάλυψη. Αργότερα μετακομίσαμε απο την πεσμένη λιθιά στης Μαριγούλας της Μενάγενας στον κήπο της, που οι πορτοκαλιές της πρόσφεραν λίγη ισκιάδα. Για την ιστορία κάποιο αγκωνάρι έκανε βίζιτα στο μαξιλάρι μου, είπα στάθηκες τυχερός που πετάχτηκες νωρίς.
Σεισμική μέρα δεύτερη. Η πολιτεία ειχε μισοσαραβαλιαστεί.
Σπίτια και μέγαρα με ρωγμές, άλλα μισοδιαλυμένα, μπαλκόνια στους δρόμους, με στενά μπλοκαρισμένα από τα μπάζα, μαντρότοιχοι είχαν σωριαστεί, ρήγματα σε δρόμους και πεζόδρομους, αρκετά δέντρα είχαν ξεριζωθεί, στέγες έχασκαν και κεραμίδια στους δρόμους διάσπαρτα. Το Λιθόστρωτο δρόμος τσάκα, χωρίς άνθρωπο να τον περιδιαβένει με την ντουγάνα διαλυμένη, και τις λαμαρίνες να χάσκουν, άλλες πεσμένες κάτω κι άλλες να κρέμμονται.
Ατμόσφαιρα θολή, αχαρακτήριστη, γιομάτη πιότερο φόβο και αγωνιώδη αναμονή για το χειρότερο, ναι για το χειρότερο, πού φάνταζε άγνωστο. Ύστερα από όλο τούτο το κακό, την καταστροφή δηλαδή που υπέστημεν, είναι δυνατό να περιμένεις κι άλλα; Ναί περίμεναμε το ακόμα χειρότερο, το πιστεύαμε πως θάχουμε καταστροφή. Ήτανε συνειδησιακή πεποίθηση εμπεδωμένη μέσα μας.
Ημέρα Τετάρτη Αυγούστου 12 γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα των Κερκυραίων. Ενισχύσεις Χωροφυλακής είχαν φτάσει από την Ελλάδα. Το πλοίο της γραμμής «Τόγιας» βρισκόταν στο λιμάνι. Ο Υπουργός στην πλατεία. Φοβισμένες ομάδες ανθρώπων συζητούσαν τα συμβαινόμενα. Το μέγαρο ήταν άδειο από υπαλλήλους, πλην των της τηλεφωνίας, που είχαν διαταχθεί να παραμείνουν εκτελώντας το καθήκον. Μα για ποιό καθήκον μιλούμε, οταν οι γραμμές υπολειτουργούν ή και καθόλου; Ένα αίσθημα παράξενης αναμονής, φόβου και απόγνωσης είχε φωλιάσει σε κάθε ζωή.
Τα μαντάτα από τα χωριά του νησιού ηταν άσχημα. Νεκροί, τραυματίες, χωριά καταπλακωμένα από τους βράχους των βουνών, δρόμοι σχισμένοι, ανοίγματα στο έδαφος καταστροφή παντού. Εκείνες τις ώρες τίποτα δε μπορούσε να εκτιμηθεί. Από τους προηγούμενους σεισμούς είχε διακοπεί κάθε επικοινωνία, πληροφορίες μόνον δια ζώσης κυκλοφορούσαν. Ηλεκτρισμός δεν υπήρχε. Ένας ασύρματος στην κεντρική πλατεία κρατούσε την επαφή με τον έξω κόσμο. Χρόνος γεμάτος αγωνία και δέος.
Σαν και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου «ώρα 11 και 20 λεπτά», ο ανθρώπινος νους δε μπορεί να φανταστεί το ανακάτωμα της γης μας, το τι γινόταν γύρω μας και αποκάτουθέ μας.
Όλο το έδαφος ταλανιζόταν σ’ ένα τρομερό χορό ΖΙΚ-ΖΑΚ με επιταχυνόμενη παλινδρόμηση με τα κτίρια να χορεύουν να κρέμονται και μετά να πέφτουν καταγής, ή και τόνα πάνω στ’ άλλο, μέσα σε ανατριχιαστικούς τριγμούς, άλλα να χάνονται μέσα από τα θεμέλια, οι δρόμοι να σκίζονται, οι βράχοι των βουνών να κυλούν με δαιμονισμένη ταχύτητα στη θάλασσα, τα δέντρα της λεωφόρου να ξεριζώνονται, να νοιώθεις τη γη κινούμενη χωρίς σταματημό. Ισορροπία δεν ήταν δυνατό για να κρατηθεί, στηρίχτηκα από τα χέρια σε δυο χωροφύλακες που βρεθήκανε κοντά μου στη μέση της λεωφόρου, κι έξω από την Εμποροναυτική σχολή.
Αμάθητοι από τέτοια συντέλεια φωνάζανε Θεέ μου-Θεέ μου. Και σαν να μην έφτανε ο χορός, μια νέα σεισμική ιδιοτροπία μας έφερνε στα χαμηλά οπότε νοιώσαμε πως βυθιζόμαστε για να μας ανεβάσει ψηλά, νέα παλινδρόμηση πάνω-κάτω και ξανά μείναμε ψηλά. Το ανεβοκατέβασμα τούτο χωρίς υπερβολή θάτανε 50 πόντοι.
Μονομιάς όλα ησύχασαν. Νεκρική σιγή επεκράτησε που φάνηκε περίοδος μεγάλη. Βρεθήκαμε σε μιά λανθάνουσα κατάσταση ύπαρξης και μη ύπαρξης, με τη γη μας ανεβασμένη κατά 0,60 εκατοστά του μέτρου.
Μια περίεργη σιωπή κι ένα σκοτάδι που δάχτυλο δεν ατένιζες. Αφού πέρασε ο μπουχός πούχε κλείσει στήθος, λαιμά και όραση κι ατένιζες σιγά-σιγά το σύθαμπο στα δύο – τρία – τέσσερα μέτρα, αντιλαμβανόσουν την καταστροφή που σε τριγύριζε. Δεν υπήρχε πολιτεία, όλα ερείπια, όλα φλάτ. Αυτές τις τραγικές στιγμές ζούσε το προσωπικό του ασυρμάτου της πλατείας, όταν εξέπεμπε το SOS που συνελάμβαναν τα πολεμικά καράβια του Israel. Η ακοή μας δεν ακουόταν κι αν ακουόταν έμοιαζε σαν απόμακρη, λες και ήσουνα κάπου αλλού, σε κάποιο άλλο κόσμο μακριά, ανάμεσα σε ζωή και το πάρα-πέρα.
Πέρασαν λεπτά για να συνέλθω και να χωνέψω την τραγικότητά μας. Σκιές πούμοιαζαν ανθρώπινες φώναζαν ονόματα με κραυγαλέες φωνές, που νιαουριστά ακουγόντουσαν. Μια πόλη που κάθισε βίαια κάτω, με τα συντρίμμια της να αιωρούνται, λες κι ήτανε παλιόπανα μπουγάδας, τοπίο Δαντικής φαντασίας. Πάνωθε ο ήλιος έσμιγε τον τόπο κι αναρωτιόταν «έχασα την τροχιά μου;» Τι συμφωνία μακάβριας αλλαγής είναι τούτο που αντκρύζω; Η σχολή συνετρίβη σαν τραπουλόχαρτο, η πτώση της μου έφραξε το δρόμο προς τον κήπο, εκεί που είχα αφήσει τους δικούς μου και των οποίων την τύχη αγνοούσα. Πήρα την απόφαση να ανεβώ τα ερείπια της οδού Δαυή για να φτάσω στον κήπο. Από Θεού πρόνοια όλοι ήσαν παρόντες. Και οδυρόμενοι. Οδηγηθήκαμε στο μικρό βουναλάκι, γιατί ήθελα να βλέπω ορίζοντα και γιατί δεν εμπιστευόμουν τη θάλασσα. Η γη μας συνεχώς έτρεμε, συνηθίσαμε να λέμε πως είναι μετασεισμοί.
Ταλαιπωρημένοι αφού πέρασε το απόγιομα στο ύπαιθρο, κατεβήκαμε στο χωράφι των Σκλαβουνάκηδων με σκοπό να διανυκτερεύσουμε εκεί. Ήτανε κι άλλοι γειτόνοι στα ίδια χάλια με μας, ήτανε κι οι πλούσιοι της γειτονιάς μας στα ίδια χάλια με μας, ο σεισμός ισοπέδωσε τις κοινωνικές μας διακρίσεις, ένα καθεστώς του Αργοστολιού που καλλιέργηθηκε από τη Βενετοκρατία. Πήρα την αδελφή μου και πήγαμε στο ερείπιο μας, ο φόβος χάθηκε, το κακό ειχε συντελεστεί, με σκοπό να πάρουμε κουβέρτες και σκεπάσματα για τη νύχτα. Όντως πήραμε ο,τι μπορέσαμε να βγάλουμε. Τον Αύγουστο είναι ευχάριστος ο ύπνος στην ύπαιθρο, μα όχι υπό τέτοιες συνθήκες. Εμείς είχαμε το θλιβερό προνόμιο να καταστραφούμε, νάχουμε τη γή μας να τρέμει όλη νύχτα, κι από πάνω μας θωρούσαμε με δέος το απόλυτο χάος. Κοντά μας κλάμμα και οδύνη για τους χαμένους μας ανθρώπους, φίλους, γνωστούς, συγγενείς, γειτόνους. Έτσι καθιστοί και μισοκοιμισμένοι, χορεύαμε στους ρυθμούς των μετασεισμών, προσμένοντας το φως της επόμενης μέρας.
Είχαν δεν είχαν περάσει πέντε – έξι ώρες, μπαίναμε στο χάραμα πια, που ακούστηκε από τη μεριά του Μέτελα θόρυβος από μηχανές πλοίων. Ο θόρυβος και μόνον αυτός, δημιούργησε μέσα μας αγαλλίαση, δυνάμωσε την πίστη πως δεν είμαστε μόνοι, να πως κάποιοι μας άκουσαν, κάποιοι ήλθαν. Ύστερα από λίγο ατενίζαμε ξένες μελαχροινές σιλουέτες να μας μιλούν σε ακαταλαβίστικη γλώσσα, να μας δίνουν νερό, γαλέτα και σοκολάτες και προφανώς να μας λένε κουράγιο. Ήτανε το ναυτικό του Ισραήλ που πήρε το σήμα του ασυρμάτου της πλατείας. Ναι ήτανε τα παιδιά του Ισραήλ που έφτασαν πρώτοι να δώσουν σε μας την ελπίδα. Ποτέ δεν ξέχασα το γέννημα της ελπίδας που πήρα από την παρουσία τους.
Το Αργοστόλι εκτίμησε την προσφορά ονομάζοντας τον δρόμο που ανέβηκαν «οδός Ισραήλ».
Με το που ξημέρωσε και αντικρύζοντας την καταστροφή, βοήθησαν σε διανοίξεις δρόμων, σε ανατινάξεις επικινδύνων κτιρίων, σε διασώσεις παγιδευμένων, σε μεταφορές τραυματιών στην Πάτρα, εδωσαν οτι είχαν νερό και θάρρος για την ζωή. Τέτοιες προσφορές σε τέτοιες δύσκολες ώρες δεν ξεχνιούνται τις γράφουν η Ιστορία οι άνθρωποι και τα βιβλία.
Την άλλη μέρα γιομισε ο κόλπος του Λειβαδιού πολεμικά πλοία. Βρεττανοί, Ιταλοί, Γάλλοι, Αμερικανοί έσπευσαν να βοηθήσουν τον κόσμο των νησιών. Άρχισε επιχείρηση διάσωσης των τραυματιών από ελικόπτερα και σκαπανείς. Αυτοί με τα ειδικά σκυλιά τους έσωσαν πολλές ζωές. Μπήκε στον κόλπο και το Φραγκλίνος Ρούσβελτ που με τη δύναμή του έδωσε από εναέρια μεταφορά ασθενών και τραυματιών σε νοσοκομεία της Πάτρας, μέχρι ψωμί και φαϊ για όλο το νησί. Ήλθαν και οι Έλληνες από τον Πειραιά με στρατό Υπουργό και διατάγματα… Σημαντική η προσφορά της ελληνικής πολιτείας. Φάνηκαν και οι Βασιλείς για να τονώσουν το ηθικό του κόσμου.
Ένα κυρίως μέλημα είχαν οι αρχές μας «να κρατήσουν τον κόσμο στα νησιά, να μη δημιουργηθεί προσφυγικό θέμα στην κυβέρνηση που μόλις ανέπνεε από την περιπέτεια του ανταρτοπολέμου». Έτσι μπήκαν περιορισμοί στη μετακίνησή μας και από την άλλη ιδρύθηκε Υφυπουργείο στο Αργοστόλι με απεριόριστες εξουσίες περί την ανοικοδόμηση. Εξεδώθησαν διατάγματα που κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων έδιδαν εξουσίες στον Υφ/ργό για ενέργειες που σκοπούσαν στην άμεση πρόχειρη στέγαση των κατοίκων.
Έφτασαν εταιρείες από Αθηνών ο «κύκλος» και ο ¨Αρχιμήδης» με γερανούς, μηχανήματα, μπουλντόζες και ειδικευμένους εργάτες για έργα που επρόκειτο να γίνουν. Παράλληλα είχαμε κατακλυστεί από χιλιάδες εργάτες για ανεύρεση εργασίας. Ήθελα νάξερα πόσες εκατοντάδες ή και χιλιάδες έμειναν έκτοτε στο νησί σαν κάτοικοι, κι ακόμη πόσες χιλιάδες Κεφαλλήνες πήραν την οδό της διαφυγής, με αποτέλεσμα την πληθυσμιακή αλλοίωση. Ετσιθελικά συνέβησαν πολλά τότες. Ήλθαν και Γιουγκοσλάβοι με λυόμενα και Ανατολικογερμανοί με δείγματα λυομένων κατοικιών.
Μέσα σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά κυκλοφόρησε και η ρίμνα πως «ο σεισμός ήταν για πολλούς σωσμός». Δουλειές πολλές και χρήμα άφθονο παντού. Η διεθνής αλληλεγγύη ήταν δυναμική και συγκινητική.
12 Αυγούστου του 1953-Κεφαλονιά 7,2 Ρίχτερ-Ιστορικό, μαρτυρίες, video.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
Ηταν και το τελειωτικό χτύπημα για να αδειάσει και η Κεφαλλονιά. Τα έχω μάθει από πρώτο χέρι από τον πατέρα μου που την συγκεκριμένη στιγμή ήταν στην θάλασσα. Ακόμα τα πατρογονικά του χάσκουν ερειπωμένα για να μας θυμίζουν το κακό.