Γράφει ο Σπύρος Εργολάβος
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Ήρθε, επί τέλους, η ώρα να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: η χώρα μας βρίσκεται σε πραγματική κατοχή. Το μέλλον της είναι στα αμερικανικά, ευρωπαϊκά, και κυρίως, γερμανικά συμφέροντα. Η εθνική μας ανεξαρτησία, αν όχι τελείως ανύπαρκτη, σε βαθμό επικίνδυνο, περιορισμένη. Ο εθνικός μας πλούτος ξεπουλιέται σε τιμή ευκαιρίας. Η τρόϊκα αλωνίζει την Ελλάδα και στην ουσία, την κυβερνά.
Και μπροστά σ’ αυτό το κατάντημα οι πολιτικοί μας, αντί να νιώθουν εθνική αισχύνη, έρχονται από πάνω και προκαλούν με τις δηλώσεις τους. Γνωστή ανά το πανελλήνιο, παλιότερα, η δήλωση Παγκάλου: “Η τρόικα – είχε δηλώσει δημόσια – αποτελεί ευλογία για την Ελλάδα”. Και μόλις πρόσφατα ο άλλος αντιπρόεδρος και συνταγματολόγος καθηγητής, στο ίδιο μήκος κύματος συμπλήρωσε:
“Αν δεν υπήρχε η τρόικα, θα είχαμε, εξοκείλει”.
Μας το λένε, δηλαδή, ξεκάθαρα: Όλες τις ελπίδες για τη σωτηρία μας, τις εναποθέτουμε στην τρόικα, και, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, στην ηγέτιδα δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι σήμερα οι Γερμανοί. Έχουμε, δηλαδή, μια νέα γερμανική κατοχή.
Και ασφαλώς, όπως μας διδάσκει η νεότερη ιστορία της πατρίδας μας, δεν είναι η πρώτη φορά για τη χώρα μας. Ήρθε, στην αρχή, ο Καποδίστριας. Άνθρωπος με σπάνια διπλωματική και πολιτική εμπειρία, είχε σαν πρώτο του μέλημα να δημιουργήσει ένα σύγχρονο Κράτος. Αυτό όμως δεν μας άρεσε και τον δολοφονήσαμε.
Ανέλαβαν τότε οι “Προστάτιδες Δυνάμεις” να δώσουν λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας μας. Εκλέγουν για βασιλιά το νεαρό γιο του βασιλιά της Βαυαρίας, τον Όθωνα. Ο τίτλος του “ Όθων, ελέω Θεού βασιλεύς της Ελλάδος” ήταν σαφέστατος. Μαζί του ήρθαν και τρεις αντιβασιλείς. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο Μάουερ που σκηνοθέτησε τη δίκη και την καταδίκη σε θάνατο του Κολοκοτρώνη. Ήρθαν όλοι αυτοί, όπως γράφει στα “Απομνημονεύματα” ο Μακρυγιάννης σαν “ψωριασμένοι κόντηδες” και “έφυγαν με μιλιούνια τάλαρα, μουτζώνοντας εμάς τους ανόητους Έλληνες”.
Φτάσαμε, έπειτα, στα 1893. Ήταν τότε κάτω από το δυσβάχτατο βάρος των δανείων, η χώρα μας κήρυξε πτώχευση. Λίγα χρόνια αργότερα, στα 1898, κάτω από το βάρος και τη συμφορά της ήττας και της αισχύνης του 1897, μας επιβλήθηκε ο γνωστός στους παλιότερους Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, που υποθήκευσε το μέλλον της χώρας μας, με τους γνωστούς φόρους του μονοπωλίου, επί ολόκληρες δεκαετίες. Πάλι στο προσκήνιο οι Γερμανοί. Αυτοί – υποστηρίζουν αρκετοί ιστορικοί – μας εξώθησαν στον πόλεμο του 1897, όντας βέβαιοι για την ήττα μας. Αυτοί συμμετείχαν στους απεσταλμένους των μεγάλων δυνάμεων που φρόντισαν για το δανεισμό μας. Αυτοί ανέλαβαν τον έλεγχο των οικονομικών της χώρας μας. Αυτοί συνέταξαν το νόμο με βάση τον οποίο θα γινόταν ο έλεγχος και θα έμπαινε η φορολογία των Ελλήνων. Αυτό το νόμο, ως απλή εντολοδόχος των ξένων, επικύρωσε, στη συνέχεια, η Βουλή.
Βλέπετε καμιά διαφορά από αυτά που έγιναν το 1898, και συνεχίστηκαν για ολόκληρες δεκαετίες, από αυτά που γίνονται σήμερα και θα διαρκέσουν, και αυτά για πολλές δεκαετίες; Ήρθε πρώτα η τρόικα και έφτιαξε το περιβόητο Μνημόνιο, το οποίο ανέλαβαν να εκτελέσουν οι πολιτικοί μας. Αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, απέτυχε. Μας επέβαλαν, στη συνέχεια, το Μεσοπρόθεσμο και έδωσαν εντολή στους ίδιους τους πολιτικούς μας να το εκτελέσουν. Όταν διαπίστωσαν ότι αυτοί δεν είναι σε θέση να εκπληρώσουν (ότι αυτοί δεν είναι σε θέση να εκπληρώσουν) τις εντολές τους και να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, τότε, θυμωμένοι, τα εγκατέλειψαν και έφυγαν. Περιδεείς και κατησχυμμένοι οι πολιτικοί μας τους εκλιπαρούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, υποσχόμενοι, τούτη τη φορά, να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τους. Έτσι, περιμένοντας την τρόικα να επιστρέψει, κατά το “Περιμένοντας τους βαρβάρους” του Καβάφη, η χώρα οδηγήθηκε σε πλήρη διεθνή διασυρμό.
Και “όπως σε παρόμοιες εποχές του παρελθόντος” – όπως γράφει ο καθηγητής Διεθνών Υποθέσεων, Νικόλαος Σταύρου, έτσι και τώρα “πολυεθνικές ορδές Βαυαρών αρχίζουν να πλημμυρίζουν τη χώρα για να βοηθήσουν εμάς τους άξεστους Βαλκάνιους να διαχειριστούμε κρίσιμους τομείς της εθνικής μας ζωής”.
Και αυτοί – οι δικοί μας – που είναι ταγμένοι να διαφεντέψουν τα εθνικά μας πράγματα, τι κάνουν;
Τα πολιτικά κόμματα εξουσίας – αυτά που φέρουν ολόκληρη την ευθύνη για το σημερινό μας κατάντημα, αυτά που επέβαλαν την κατοχή στη χώρα μας, με την αλόγιστη και ιδιοτελή πολιτική που άσκησαν όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης – “χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ”, αγκομαχώντας επιρρίπτει το ένα την ευθύνη στο άλλο. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας προτρέπει “να δώσουμε αυτή τη μάχη και να την κερδίσουμε με σύμπνοια και αποφασιστικότητα”. Ο πρωθυπουργός της χώρας –αυτοαποκαλούμενος σωτήρας μας– εκλιπαρεί γονυπετής τη Μέρκελ να μας σώσει. Οι υπουργοί “δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα” τσακώνονται μεταξύ τους επιδιώκοντας να αποφύγει ο καθένας για τον εαυτό του το πολιτικό κόστος γι’ αυτά τα επαχθή σε βάρος μας μέτρα. Οι βουλευτές μας αλληλοβρίζονται μέσα στο Κοινοβούλιο, με τους ευγενικούς χαρακτηρισμούς, “ψεύτες, απατεώνες, παπατζήδες και γομάρια”. Και εμείς οι πολίτες, με όλη την αφέλεια που μας διέκρινε και μας διακρίνει, πασχίζουμε κάποιοι να αφυπνιστούν για να φέρουν την πολυπόθητη ανατροπή.
“Είμαι αγανακτισμένος” μου έλεγε, τις προάλλες, συμπολίτης που όλα αυτά τα χρόνια αμέριμνος απολάμβανε αγαθά χωρίς ποτέ να σκεφθεί από πού προέρχονται αυτά και ποιος τελικά θα κληθεί να τα πληρώσει, ενώ τώρα βλέπει τα επαχθέστατα μέτρα να θίγουν και το δικό του βιλαέτι. Και εγώ, του απάντησα με ηρεμία, “είμαι αγανακτισμένος, τόσα χρόνια που βλέπω τους φελούς να επιπλέουν, τα απορρίμματα να διαφεντεύουν τη ζωή μας και να παίζουν με το μέλλον των παιδιών μας”. Είμαι, όπως ξέρεις, του είπα, τόσα χρόνια αγανακτισμένος που βλέπω εδώ στη δική μας την πόλη έναν ξενόφερτο μητροπολίτη, με μια μικρή ομάδα από κολλητούς του, να διαχειρίζεται ανεξέλεγκτα περιουσίες των ευεργετών μας που δεν του ανήκουν, να αγωνίζεται, με νύχια και με δόντια, παραπλανώντας εγγράφως και συκοφαντώντας, να κρατήσει σε ισχύ τα φιρμάνια του σουλτάνου και τα αντισυνταγματικά διατάγματα των φασιστικών καθεστώτων, για να απολαμβάνει τα πλούσια προνόμιά του”. Και χωρίς να χάσω την ευκαιρία, δε δίστασα να του επισημάνω. Πριν έλθει η κατοχή για τη χώρα μας, που βλέπω ότι σε τσούζει, υπήρχε η κατοχή στην πόλη, μάλιστα με μορφή χειρότερη και από αυτή της εποχής της τουρκοκρατίας, που αυτή σε άφηνε αδιάφορο”.
Είναι, λοιπόν, καιρός επίσης, να πούμε και τούτα τα απλά, και αυτονόητα, με το όνομά τους. Την κατοχή – την όποια κατοχή, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο – την επιβάλλουν, σ’ εκείνους που είναι, από αφέλεια ή από ιδιοτέλεια και αδιαφορία, πρόθυμοι να τη δεχθούνε.
“Dura veritas, sed veritas“ που έλεγαν και οι Λατίνοι “Σκληρή η αλήθεια, αλλά αλήθεια“.
Και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε:
“Η αξία ενός ανθρώπου κρίνεται από το βάρος της αλήθειας που μπορεί να σηκώσει”.
Κι αν αυτό το βάρος δεν μπορεί να το σηκώσει τότε, αναπόφευκτα, έρχεται το βάρος από κάθε μορφής κατοχής, που μας πονάει.
Φιλε μου ο σημερινός εχθρός σου είναι η παραπληροφόρηση των μεγάλων καναλιών. Αν είδες κάτι που σε άγγιξε , κάτι που το θεωρείς σωστό, ΜΟΙΡΆΣΟΥ ΤΟ ΤΩΡΑ με ανθρώπους που πιστεύεις οτι θα το αξιολογήσουν και θα επωφεληθούν απο αυτό! Μην μένεις απαθής. Πρώτα θα νικήσουμε την ύπνωση και μετά ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ τα υπόλοιπα.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice