Εκτός της προηγούμενης μελέτης ο Gary Γκλατζμάγιερ (Gary Glatzmaier) καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας και ο συνάδελφος του Paul Roberts χρησιμοποιώντας τις εξισώσεις της μαγνητοϋδροδυναμικής, ενός κλάδου της φυσικής που εξετάζει τα αγώγιμα ρευστά και τα μαγνητικά πεδία, κατέληξαν σε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας των δύο επιστημόνων οι αντιστροφές των μαγνητικών πόλων της Γης χρειάζονται πολλές χιλιάδες χρόνια για να ολοκληρωθούν, και κατά τη διάρκεια αυτής της αντιστροφής — αντίθετα με τη λαϊκή πεποίθηση — το μαγνητικό πεδίο δεν εξαφανίζεται.
Όπως εξηγεί ο Γκλατζμάγιερ την περίοδο εκείνη, απλώς το μαγνητικό πεδίο της γης γίνεται πιο περίπλοκο. Οι μαγνητικές γραμμές του πεδίου κοντά στη γήινη επιφάνεια γίνονται πιο στριφτές και μπλεγμένες, και οι μαγνητικοί πόλοι εμφανίζονται σε ασυνήθιστες θέσεις. Ένας νότιος μαγνητικός πόλος μπορεί να προκύψει πάνω από την Αφρική, παραδείγματος χάριν, ή ένας Βόρειος πόλος πάνω από την Ταϊτή. (σχήμα 1)
Σε γενικές γραμμές το φαινόμενο αυτό δεν φαντάζει παράδοξο. Όταν μιλάμε, προς χάρη ευκολίας, για ένα γενικό μαγνητικό πεδίο γύρω από ένα ουράνιο σώμα, δεν πρέπει να έχουμε στο νου μας έναν απλό ραβδόμορφο μαγνήτη. Το γενικό μαγνητικό πεδίο δεν είναι παρά η σύνθεση όλων των τοπικών μαγνητικών πεδίων που δημιουργούνται πάνω στην επιφάνεια του ουράνιου σώματος.
Σαν παράδειγμα αναφέρουμε τον Ήλιο μας. Το γενικό μαγνητικό πεδίο που μετράμε γύρω του δεν ξεπερνάει τα 1 έως 2 Γκάους. Παρ’ όλα αυτά πάνω στην επιφάνεια του μπορούμε να μετρήσουμε μαγνητικά πεδία χιλιάδων Γκάους.
Με τον ίδιο τρόπο κατά τη διάρκεια μελλοντικών αναστροφών του γήινου μαγνητικού πεδίου τα δημιουργούμενα ισχυρά τοπικά μαγνητικά πεδία θα προστατέψουν τη Γη από τη διαστημική ακτινοβολία και τις ηλιακές καταιγίδες.
Το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι αν η παρατηρούμενη μείωση της έντασης του γήινου μαγνητικού πεδίου οφείλεται σε μια μελλοντική αναστροφή της πολικότητας του ή σε κάποιο άλλο φαινόμενο.
Μια πιθανή ερμηνεία είναι η μετακίνηση των μαγνητικών πόλων της γης σε σχέση με τη θέση των γήινων πόλων περιστροφής της, ένα γεγονός που έχει διαπιστωθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Ο Βόρειος Πόλος μετακινείται Η μετακίνηση του Βόρειου Πόλου από το 1831 έως το 2010
Οι επιστήμονες από καιρό ξέρουν ότι οι μαγνητικοί πόλοι μετακινούνται. Ο James Ross εντόπισε το Βόρειο Πόλο για πρώτη φορά το 1831 μετά από ένα εξαντλητικό αρκτικό ταξίδι κατά τη διάρκεια του οποίου το σκάφος του είχε κολλήσει στον πάγο για τέσσερα χρόνια.
Κανένας άλλος δεν ξαναπήγε εκεί κατά τον 19ο αιώνα. Το 1904, ο Ρόαλνρ Αμούνδσεν (Roald Amundsen) έφτασε στον Βόρειο Πόλο αλλά ανακάλυψε ότι είχε μετακινηθεί τουλάχιστον 50 km από την αντίστοιχη εποχή του Ross.
Ο Βόρειος Πόλος συνέχισε να κινείται, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με μέση ταχύτητα 10 km ετησίως. Πρόσφατα επιταχύνθηκε και έφτασε τα 40 km ετησίως. Με αυτό το ρυθμό σε λίγο θα αφήσει τη Βόρεια Αμερική και σε μερικές δεκαετίες θα φθάσει στη Σιβηρία.(σχήμα 2)
Η παρακολούθηση της κίνησης του Βόρειου μαγνητικού πόλου έχει ανατεθεί στον Larry Newitt της Γεωλογικής Έρευνας του Καναδά
Με ποιόν τρόπο όμως, όλα τα προηγούμενα έχουν συνδεθεί με τους Μάγια και το τέλος του κόσμου;
Η αντήχηση Σούμαν
Όπως δεχόμαστε σήμερα, η Γη συμπεριφέρεται σαν ένα τεράστιο ηλεκτρικό κύκλωμα και η ατμόσφαιρα της αποτελεί έναν αδύνατο αγωγό που συνδέει την περιοχή μεταξύ της επιφάνειας της γης και την εσωτερική άκρη της ιονόσφαιρας που βρίσκεται 55 χιλιόμετρα πιο πάνω. Συνήθως το φορτίο της περιοχής αυτής είναι περίπου 500.000 Κουλόμπ. Μέσα σε αυτή την περιοχή δημιουργείται μια ροή φορτίων μεταξύ του εδάφους και της ιονόσφαιρας με τη μορφή κυμάτων. Από τα κύματα αυτά ένα είναι το βασικό, με συχνότητα περίπου 7,8 Χερτζ, που ονομάζεται «αντήχηση Σούζμαν».
Η συχνότητα αυτή, σε μια πρώτη προσέγγιση, υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης της ταχύτητα διάδοσης του κύματος, δηλαδή της ταχύτητα του φωτός που φτάνει τα 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, με το μήκος της περιφέρειας της Γης που είναι περίπου 40.000 χιλιόμετρα. Τα αλλά κύματα είναι συνοδευτικά και παρουσιάζουν αρμονικές συχνότητες μεταξύ 6 και 50 κύκλων ανά δευτερόλεπτο και συγκεκριμένα βρίσκονται στα 7.8, 14, 20, 26, 33, 39 και 45 Χερτζ, με μια καθημερινή απόκλιση περίπου +/- 0,5 Χερτζ. Τα κύματα αυτά προκειμένου να παρατηρηθούν πρέπει να διεγερθεί το «μέσο» μέσα από το οποίο διαδίδονται. Όπως έχει αποδειχθεί, το αίτιο της δημιουργίας τους δεν είναι κάποιο γεγονός που προέρχεται από το εσωτερικό, ή την επιφάνεια της Γης, αλλά από την ηλεκτρική δραστηριότητα στην ατμόσφαιρά της, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του φαινομένου των αστραπών.
Όπως είναι φανερό, αν οι ιδιότητες της γήινης ηλεκτρομαγνητικής περιοχής, μεταξύ της επιφάνειας της Γης και της ιονόσφαιρας, παραμείνουν σταθερές, τότε και οι συχνότητες αντήχησης θα παραμείνουν οι ίδιες. Πιθανότατα οι αντηχήσεις αυτές να παρουσιάζουν κάποιες μεταβολές, λόγω των αλλαγών που υφίσταται η ιονόσφαιρα κατά τη διάρκεια των περιόδων της ηλιακής δραστηριότητας.
Την ύπαρξη αυτών των κυμάτων την προέβλεψε αρχικά ο Τέσλα, αλλά η ονομασία τους προέρχεται τον γερμανικό φυσικό Βάλτερ Σούμαν. Ο Σούμαν τα ανίχνευσε μαζί με τον Κένιγκ το 1954. Η πρώτη φασματική απεικόνιση αυτού του φαινόμενου έγινε από τους Μπάλσερ και Βάγκνερ το 1960.
Τα τελευταία 20 χρόνια ένα μεγάλο μέρος της έρευνας πάνω στην «αντήχηση Σούμαν» έχει πραγματοποιηθεί από το αμερικανικό ναυτικό στο πλαίσιο της μελέτης εξαιρετικά χαμηλών συχνοτήτων επικοινωνίας με τα υποβρύχια. Αναφέρουμε ενδεικτικά το «Εγχειρίδιο της ατμοσφαιρικής ηλεκτροδυναμικής, εντάσεις Ι», γραμμένο από τον Χανς Βόλλαντ, το1995. Το κεφάλαιο 11, σ’ αυτό το βιβλίο, αναφέρεται εξ ολοκλήρου στις αντηχήσεις Σούμαν.
Το πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν το 1983 όταν παρουσιάστηκαν εργασίες στις οποίες αναφέρονταν μετρήσεις όπου η «αντήχηση Σούμαν» είχε μεταβληθεί και η συχνότητά της αντί 7.8 Χερτζ ήταν πλέον κάτι λιγότερο από 13 Χερτζ. Οι μετρήσεις αυτές αμφισβητήθηκαν αμέσως, αφού η μεταβολή αυτή θα σήμαινε ή τη μεταβολή της ταχύτητας του φωτός ή τη σημαντική συρρίκνωση της γήινης διαμέτρου, γεγονότα τα οποία όμως δεν είχαν συμβεί.
Όπως πιστεύεται σήμερα δεν υπάρχει κάποια αύξηση της αντήχησης Σούμαν, αλλά ένα λάθος στις μετρήσεις. Πιστεύεται δηλαδή ότι λόγω των μεγάλων δυσκολιών οργάνωσης της πειραματικής διάταξης, από τα όργανα δεν μετρήθηκε η «αντήχηση Σούμαν», αλλά με κάποιο σφάλμα η πρώτη αρμονική της, που όπως είπαμε φτάνει περίπου τα 14 Her.
Εξάλλου αν η αντήχηση Σούμαν φτάσει ακριβώς τα 13 Χερτζ, όπως υπολογίζεται, η διάρκεια της ημέρας θα ήταν μόλις 16 ώρες. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα αν υπολειπόμαστε λίγο από τα 13 Χερτζ η διάρκεια της ημέρας θα έπρεπε να ήταν πολλές ώρες μικρότερη, γεγονός που θα μπορούσαμε να το διακρίνουμε μέσω της χρήσης οργάνων χρόνου που η λειτουργία τους δεν εξαρτάται από τις μεταβολές της αντήχηση Σούμαν. Υπενθυμίζουμε ότι ένα τέτοιο όργανο μέτρησης του χρόνου είναι ο ίδιος ο ουρανός.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice