Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Σκηνές απείρου κάλλους στα γραφεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μετανάστευσης στο Ντόρντμουντ της Γερμανίας.
Λαθρό σε έξαλλη κατάσταση, επειδή δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματα τους λες και η χώρα είναι υπό την υπηρεσία τους, εισέβαλλαν μέσα στα γραφεία και τα έκαναν… γης μαδιάμ. Και να σκεφτείτε ότι αυτά γίνονται σε μια χώρα όπως η Γερμανία.
https://youtu.be/XwkPjg5otoo
Και την ίδια μέρα στο Παρίσι, λαθρό όρμησαν σε λεωφορείο με μολότοφ και τα κάνουν λίμπα φωνάζοντας το γνωστό «Αλλαχού Ακμπάρ».
https://youtu.be/7Den80ckxcI
Σκεφτείτε και τώρα που ο σουλτάνος της απέναντι ακτής έχει λυσσάξει και ετοιμάζεται να ξαμολήσει τα εκατομμύρια των λαθρό…
Αν αυτά γίνουν και εδώ, με… την ευγενή «χορηγία» των κάθε καρυδιάς αλληλέγγυων και «ευλογημένων» της Νέας Τάξης???
Αλλοίμονο μας!
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος www.nikosxeiladakis.gr
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
Καραμπίνα χράπα-χρούπα και πολλά μονόβολα και 9 βολα φυσίγγια(όσοι δεν έχετε όπλο να σπεύσετε για καραμπίνα από 300 ευρώ) οι υπόλοιποι που δεν έχετε το 300 άρι ή μείνετε κοντά σε οπλισμένους δικούς σας ή κάντε το σταυρό σας… Άλλες λύσεις δεν υπάρχουν,ξεχάστε τες.
ΟΠΛΟ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ.ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙΩΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝΕ ΠΟΤΕ ΠΟΛΛΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ.ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΤΑ ΕΠΑΙΡΝΑΝ ΑΦΟΥ ΣΚΟΤΩΝΑΝ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ.
ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΜΑΤΩΛΟΙ ΤΟΥ 1821 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΑΡΑΒΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΑΛΒΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΕΠΑΙΡΝΑΝ ΤΑ ΟΠΛΑ ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥΣΑΝ
Α, τι νύκτα ήταν εκείνη που την τρέμει ο λογισμός!
΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει πάρεξ θάνατου πικρός.
Της σκηνής η ώρα, ο τόπος, οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος του πολέμου, και οι καπνοί,
και οι βροντές και το σκοτάδι οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον ΄Αδη που ακαρτέρειε τα σκυλιά·
Τ’ ακαρτέρειε. Εφαίνον’ ίσκιοι αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, βρέφη ακόμη εις το βυζί.
‘Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει, μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει τα κρεβάτια τα στερνά.
Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι επετιούντο από τη γη,
όσοι ειν’ άδικα σφαγμένοι από τούρκικην οργή.
Τόσα πέφτουνε τα θερισμένα αστάχια εις τους αγρούς·
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.
Θαμποφέγγει κανέν’ άστρο και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο με νεκρώσιμη σιωπή.
‘Ετσι χάμου εις την πεδιάδα μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα μισοφέγγαρο χλωμό,
Eάν οι άνεμοι μες στ’ άδεια τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια, οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
Με τα μάτια τους γυρεύουν όπου είν’ αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά·
και χορεύοντας μανίζουν εις τους ΄Ελληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν με τα χέρια τα ψυχρά.
Εκειό το έγγισμα πηγαίνει βαθειά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
Τότε αυξαίνει του πολέμου ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου στου πελάου τη μοναξιά.
Κτυπούν όλοι απάνου κάτου· κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου χώρις να δευτερωθεί.
Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·λες κι εκείθενε η ψυχή
απ’ το μίσος που την καίει πολεμάει να πεταχθεί.
Της καρδίας κτυπίες βροντάνε μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια όπου χουμάνε περισσότερο ειν’ γοργά.
Ουρανός γι’ αυτούς δεν είναι, ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·
γι’ αυτούς όλους το παν είναι μαζωμένο αντάμα εκεί.
Τόση η μάνητα κι η ζάλη, που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ’ άλλη δεν είν΄ ένας ζωντανός.
Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές,
και παλάσκες και σπαθία με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά.
Προσοχή καμία δεν κάνει κανείς, όχι, εις τη σφαγή·
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει, φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;
Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο, πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο και λες κι είναι εις την αρχή.
Ολιγόστευαν οι σκύλοι, και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη «φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».
Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο, πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο, πάντα σκούζοντας «Αλλά».
Παντού φόβος και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί·
παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού ξεψυχισμοί.
Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι εις τ’ αυτιά δεν τους λαλεί.
‘Ολοι χάμου εκείτοντ’ όλοι εις την τέταρτην αυγή.
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά.
Της αυγής δροσάτο αέρι, δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι· φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!