Τὰ ὀνόματα τῶν παθῶν
Ὅταν θέλουμε νὰ ὀνομάσουμε ὅλα τὰ πάθη μαζί, τὰ λέμε «κόσμο». Καὶ ὅταν θέλουμε νὰ ξεχωρίσουμε καὶ νὰ δώσουμε στὸ καθένα τὸ ὄνομά του, τὰ ὀνομάζουμε «πάθη». Καὶ τὰ πάθη, καθὼς διαδέχονται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, σχηματίζουν τὸ δρόμο τοῦ κόσμου, καὶ ὅπου τελειώνουν τὰ πάθη, ἐκεῖ παύει νὰ ὑπάρχει ὁ δρόμος τοῦ κόσμου. Τὰ πάθη εἶναι τὰ ἑξῆς:
Ὁ πόθος τοῦ πλούτου τὸ νὰ μαζεύει ὁ μοναχὸς γήινα καὶ μὴ ἀναγκαῖα πράγματα
Ἡ τρυφὴ τοῦ σώματος, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔρχεται τὸ πορνικὸ πάθος.
Ὁ πόθος τῆς τιμῆς, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προκύπτει ὁ φθόνος.
Ὁ πόθος τῆς ἐξουσίας, ἡ φιλαρχία.
Ὁ στολισμὸς καὶ ἡ ἀνόητη ἐπίδειξη.
Ἡ ἀνθρώπινη δόξα, ποὺ εἶναι αἰτία τῆς μνησικακίας.
Ὁ φόβος ὅτι θὰ πάθει κάτι κακὸ τὸ σῶμα μας.
Ὅπου πάψει ἡ ἐνέργεια τῶν παθῶν, ἐκεῖ πεθαίνει μαζί τους καὶ ὁ κόσμος. Εἶπε κάποιος σοφὸς γιὰ τοὺς ἁγίους, ὅτι ὅταν ζοῦσαν, ἦταν ἤδη πεθαμένοι διότι, ἐνῶ ζοῦσαν μὲ τὸ σῶμα τους, δὲ ζοῦσαν ζωὴ σαρκική. Καὶ σὺ πρόσεξε νὰ δεῖς ποιὰ πάθη ζοῦνε μέσα σου, γιὰ νὰ καταλάβεις πόσο ἀνήκεις στὸν κόσμο καὶ γιὰ ποιὰ πάθη εἶσαι δεμένος μαζί του καὶ ἀπὸ ποιὰ ἐλευθερώθηκες. Μὲ δύο λόγια, κόσμος εἶναι ἡ ἐμπαθὴς ζωὴ καὶ τὸ σαρκικὸ φρόνημα. Ὅποιος ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του, ἔχει ἐξέλθει ἀπὸ τὸν κόσμο.
Τὰ πάθη δὲ σβήνουν γρήγορα
Ὅταν ἡ ζωή σου περάσει ἀπὸ τὴν ἀρετὴ στὴν ἀμέλεια, τὰ πάθη θὰ σὲ ἐνοχλοῦν καὶ δὲ θὰ βρίσκεις εἰρήνη στὴν ψυχή σου. Ἀλλὰ μὴν ἀπορήσεις γι’ αὐτό. Κοίταξε τί συμβαίνει μὲ τὸ ἔδαφος. Ἐὰν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου πέσουν βαθιὰ μέσα στὴ γῆ, μετὰ ἀπὸ πολλὴ ὥρα διατηρεῖται ἀκόμη ἡ θερμότητά της. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ φάρμακα καὶ μὲ τὸ μύρο. Ἡ ὀσμὴ τῶν φαρμάκων καὶ ἡ εὐωδία τοῦ μύρου, ποὺ διαχέεται στὸν ἀέρα, παραμένει πολλὴ ὥρα, μέχρι νὰ σκορπίσει καὶ νὰ ἐξαφανισθεῖ. Πόσο μᾶλλον τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πάθη! Γιατί αὐτὰ εἶναι σὰν τὰ σκυλιά, ποὺ συνήθισαν νὰ γλύφουν τὸ αἷμα τῶν ζώων στὸ σφαγεῖο καί, ὅταν δὲν ὑπάρχει πιὰ αἷμα, συνεχίζουν καὶ γαβγίζουν μπροστὰ στὶς εἰσόδους τοῦ σφαγείου, μέχρι νὰ σβήσει ἡ δύναμη τῆς συνήθειάς τους.
Δὲ θέλομε τὰ πάθη, ἀλλά… ἀγαπᾶμε τὶς ἀφορμές τους· τί γλυκὲς ποὺ εἶναι οἱ αἰτίες καὶ οἱ ἀφορμὲς τῶν παθῶν! Γιατί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ κάποτε νὰ κόψει τὰ πάθη, ὁπότε, μακριὰ ἀπ’ αὐτά, αἰσθάνεται γαλήνη καὶ εὐφροσύνη, ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀφήσει τὶς αἰτίες. Γι’ αὐτὸ καί, χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, ὑφιστάμεθα πειρασμούς. Καὶ ἐνῶ λυπούμαστε γιὰ τὰ πάθη, ποὺ μᾶς τυραννοῦν, μᾶς ἀρέσει νὰ εἶναι μέσα μας οἱ ἀφορμές! Τὶς ἁμαρτίες δὲν τὶς θέλουμε, ὅμως τὰ αἴτια καὶ τὶς ἀφορμὲς τους τὰ δεχόμαστε μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο οἱ ἀφορμές, ποὺ τὶς θέλουμε, μᾶς σπρώχνουν νὰ ἁμαρτήσουμε. Αὐτός, λοιπόν, ποὺ ἀγαπᾶ τὶς ἀφορμὲς τῶν παθῶν, εἶναι, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, ὑποχείριος καὶ ὑπόδουλος στὰ πάθη.
Ἡ κενοδοξία ἀνοίγει τὸ δρόμο τῶν παθῶν
Ἡ κοσμικὴ δόξα εἶναι σὰν τὸν βράχο στὴ θάλασσα, ποὺ τὸν σκεπάζουν τὰ νερά, καὶ ὁ πλοίαρχος δὲν τὸ ξέρει, μέχρι νὰ χτυπήσει ἡ καρίνα τοῦ πλοίου καὶ νὰ βυθισθεῖ. Ἔτσι κάνει καὶ ἡ κενοδοξία στὸν ἄνθρωπο, ποὺ παραμένει κρυμμένη μέχρι νὰ τὸν βυθίσει στὰ πάθη καὶ νὰ τὸν καταστρέψει. Εἶπαν γι’ αὐτὴν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι στὴν ψυχὴ ποὺ πέφτει στὴν κενοδοξία, ξαναγυρίζουν ὅλα τὰ πάθη, ποὺ νικήθηκαν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀναχώρησαν.
Πῶς ἐξουσιάζονται τὰ πάθη
Ὅποιος συγκρατεῖ τὴ γλώσσα του καὶ δὲ μιλάει, σὲ ὅλους τοὺς τρόπους του θὰ εἶναι ταπεινόφρων καί, χωρὶς νὰ κοπιάσει, θὰ ἐξουσιάσει τὰ πάθη του. Τὰ πάθη ἐκριζώνονται καὶ ἐκδιώκονται μὲ τὴν ἀδιάλειπτη μελέτη τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὴ ἡ μελέτη εἶναι τὸ ξίφος ποὺ τὰ θανατώνει.
Εἶναι καλύτερο νὰ καταβάλλεις τὰ πάθη μὲ καλοὺς λογισμούς, μνημονεύοντας τὶς ἀρετές, παρὰ μὲ τὴν ἀντίσταση. Διότι τὰ πάθη, ὅταν διεγερθοῦν καὶ κινηθοῦν ἐναντίον σου γιὰ νὰ σὲ πολεμήσουν, τότε ἐντυπώνουν στὸ νοῦ σου διάφορα σχήματα καὶ εἰκόνες, ποὺ προκαλοῦν στὴν ἁμαρτία. Αὐτὸς ὁ πόλεμος ἐναντίον τοῦ νοῦ μας ἔχει πολὺ μεγάλη δύναμη, καθὼς ταράζει τὶς παλιὲς μνῆμες καὶ μᾶς θορυβεῖ. Ἐὰν ὅμως, πάνω στὴν ἐπίθεσή τους, τοὺς ὑποσκάπτεις μὲ ἀγαθοὺς λογισμούς, ὅπως εἴπαμε, τότε οὔτε ἴχνος παθῶν δὲ φαίνεται πιὰ στὸ νοῦ σου, μετὰ τὴν ἀποδίωξή τους.
Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ νικήσει τὰ πάθη παρὰ μὲ τὶς πρακτικὲς καὶ αἰσθητὲς ἀρετές, ἐνῶ τὸ διασκορπισμὸ τοῦ νοῦ μποροῦμε νὰ τὸν νικήσουμε μόνο μὲ τὸ νὰ καταγινόμαστε μὲ τὰ πνευματικά. Γιατί ὁ νοῦς μας εἶναι ἐλαφρὸς καί, ἂν δὲ δεσμευθεῖ μὲ κάποιο πνευματικὸ λογισμό, δὲ θὰ πάψει νὰ τριγυρίζει ἐδῶ κι ἐκεῖ. Καὶ ἅμα δὲν κατορθώσουμε τὶς πρακτικὲς ἀρετές, δὲν μποροῦμε νὰ φυλαχτοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη. Γιατί, ἂν δὲ νικήσει κάποιος τοὺς ἐχθρούς, δὲν μπορεῖ νὰ εἰρηνεύσει. Καὶ ἂν ἡ εἰρήνη δὲ βασιλεύει στὴν ψυχή μας, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ βροῦμε καὶ νὰ χαροῦμε τὰ ἀγαθά της; Τὰ πάθη εἶναι ἕνα διάφραγμα, ποὺ δὲν ἀφήνει νὰ ἐνεργοποιηθοῦν οἱ κρυμμένες ἀρετὲς τῆς ψυχῆς. Ἂν λοιπόν, δὲν πέσουν πρῶτα αὐτὰ μὲ τὶς φανερὲς ἀρετές, δὲ γίνονται αἰσθητὲς οἱ κρυμμένες ἀρετὲς τῆς ψυχῆς. Καὶ βέβαια, κανεὶς δὲν μπορεῖ, ἐνῶ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος, νὰ συναναστραφεῖ μὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι μέσα. Καὶ ὅπως δὲν μπορεῖς νὰ δεῖς τὸν ἥλιο μέσα στὴν ὁμίχλη, ἔτσι δὲν μπορεῖς νὰ αἰσθανθεῖς τὴ δύναμη τῆς ἀρετῆς τῆς ψυχῆς, ἐνόσω διαμένει γύρω της ἡ ταραχὴ τῶν παθῶν.
Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος, ἅμα πιεῖ κρασὶ τὴν ἡμέρα τοῦ πένθους, μεθάει καὶ ξεχνάει κάθε λύπη καὶ κάθε πόνο ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ μεθάει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ εἶναι τὸ σπίτι τοῦ πένθους καὶ τοῦ κλάματος, ξεχνάει ὅλους τοὺς πόνους καὶ τὶς λύπες του καὶ γίνεται, ἀπὸ τὸ μεθύσι ἀναίσθητος σὲ ὅλα τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας. Ἂν ἡ καρδιὰ ἑνὸς ἀνθρώπου ἔχει στηριχθεῖ μόνο στὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχὴ του γίνεται ἐλαφρὰ σὰν τὸ πουλὶ ποὺ πετάει, καὶ συνεχῶς ὁ νοῦς του ὑψώνεται ἀπὸ τὴ γῆ καί, καθὼς μελετάει τὰ θεῖα, πετάει πάνω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα, καὶ ἀπολαμβάνει καὶ εὐφραίνεται μὲ τὰ ἀθάνατα μυστήρια τοῦ Ὑψίστου. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ὁ ἔμπορος ποὺ ταξιδεύει στὴ θάλασσα, φοβᾶται καὶ τρέμει μήπως σηκωθεῖ τρικυμία καὶ βυθισθεῖ ἡ ἐλπίδα τῶν κόπων του. Καὶ ὁ μοναχός, ὅσο ζεῖ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ φόβο, μήπως ξυπνήσει ἐναντίον του ἡ τρικυμία τῶν παθῶν, καὶ χάσει ὅλους τοὺς κόπους του, ἀπὸ τὰ νιάτα του ὥς τὰ γηρατειά του. Ὁ ἔμπορος ἔχει στραμμένο τὸ βλέμμα του στὴ στεριά, καὶ ὁ μοναχὸς στὴν ὥρα τοῦ θανάτου.
Ὁ καπετάνιος βλέπει τὰ ἄστρα, ὅταν διαπλέει τὴ θάλασσα, καὶ κατευθύνει τὸ καράβι ἀνάλογα μὲ τὴ θέση τῶν ἄστρων, μέχρι νὰ φθάσει στὸ λιμάνι. Ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια τῆς ψυχῆς του τὴν εὐχή, διότι μὲ αὐτὴν διορθώνει τὴν πορεία του, καὶ κατευθύνεται ἴσια στὸ λιμάνι ποὺ προσεύχεται νὰ φθάσει.
Ἐπίμονο ξερίζωμα τῶν ἀγκαθιῶν
Εἶναι γιὰ μᾶς ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ ξεριζώσουμε ἀπὸ τὴ φύση μας τὰ ἀγκάθια τῶν παθῶν, ὅσο ζοῦμε σ’ αὐτὴ τὴ γῆ. Μὲ τὸ ἐπίμονο ξερίζωμα στὸ χωράφι τῆς ψυχῆς μας, ἐξαφανίζονται τὰ ἀγκάθια γιατί δὲν ἔχει καθαρισθεῖ ἀκόμη ἐξολοκλήρου. Ἐὰν λοιπόν, μὲ τὴν προσωρινή μας ραθυμία, ἢ μὲ τὴ μικρή μας ἀμέλεια, βρίσκουν καιρὸ καὶ αὐξάνουν τὰ ἀγκάθια τῶν παθῶν, καὶ καλύπτουν καὶ πιέζουν τὴν καρδιά, καὶ ἀποπνίγουν τὸν καλὸ σπόρο της, καὶ κάνουν τὸν κόπο μας νὰ πάει χαμένος, συμπεραίνουμε ὅτι πρέπει νὰ τὴν καθαρίζουμε κάθε μέρα ποὺ περνάει. Γιατί, ἅμα σταματήσουμε, τὰ ἀγκάθια πληθαίνουν πολύ. Ἂς καθαρισθοῦμε, λοιπόν, ἀπ’ αὐτὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ ὁμοουσίου καὶ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, εἰς τοὺς αἰῶνας.
Τὰ πάθη διορθώνονται μὲ σωματικοὺς κόπους στὴν ἡσυχία
Νὰ ξέρεις, ἀδελφέ μου, ὅτι τὰ κρυμμένα πάθη στὴν ψυχή μας δὲ διορθώνονται μόνο μὲ τοὺς σωματικοὺς κόπους μας, οὔτε πάλι οἱ σωματικοὶ κόποι ἀπὸ μόνοι τους ἐμποδίζουν τοὺς κακοὺς λογισμούς, ποὺ διεγείρονται πάντοτε ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας. Οἱ κόποι, βέβαια, φυλάγουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, γιὰ νὰ μὴν τὸν νικήσουν, καὶ ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ πλάνη, ὅμως δὲν μποροῦν ἀπὸ μόνοι τους νὰ δώσουν στὴν ψυχὴ τὴν εἰρήνη καὶ τὴ γαλήνη. Γιατί τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ κόποι μας τότε μόνο παρέχουν στὴν ψυχὴ τὴν ἀπάθεια, καὶ νεκρώνουν τὰ γήινα μέλη μας, καὶ μᾶς χαρίζουν τὴν ἀνάπαυση τῶν λογισμῶν, ὅταν γίνονται στὴν ἡσυχία, ὁπότε οἱ σωματικές μας αἰσθήσεις ἀναπαύονται ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ταραχὴ καὶ μποροῦμε νὰ ἀφοσιωθοῦμε, γιὰ κάποιο διάστημα, στὴν ἐργασία ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ σοφία τοῦ Θεοῦ.
Γιατί, μέχρι νὰ στερηθεῖ ὁ μοναχὸς τὶς συναντήσεις τῶν διαφόρων ἀνθρώπων, καὶ νὰ συμμαζέψει τοὺς σκόρπιους λογισμούς του, καὶ νὰ συγκεντρωθεῖ στὸν ἑαυτό του, δὲ θὰ μπορέσει νὰ γνωρίσει τὸ πάθος ποὺ τὸν κυβερνάει. Γιατί, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλειος, ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς κάθαρσης τῆς ψυχῆς. Ὅταν δηλ. σταματήσουν οἱ ἐρεθισμοὶ καὶ οἱ περισπασμοὶ ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο, τότε ἡ διάνοιά μας ἐπιστρέφει, καὶ ἀπὸ κεῖ ποὺ ἦταν σκόρπια ἀπὸ τοὺς περισπασμούς, βρίσκεται μόνη της καὶ ἠρεμεῖ, καὶ ξυπνάει ἡ καρδιά, γιὰ νὰ ἐξερευνήσει τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν δείξει καλὴ ὑπομονὴ σ’ αὐτὴ τὴν ἐργασία τῆς ἡσυχίας, ἀρχίζει ὁ μοναχὸς καὶ ὁδεύει, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς.
Τί εἶναι ἀπάθεια
Ἀπάθεια εἶναι ὄχι τὸ νὰ μὴν αἰσθάνεσαι τὰ πάθη, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν τὰ δέχεσαι καὶ νὰ μὴ συγκατατίθεσαι σ’ αὐτά. Ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες ἀρετές, τὶς φανερὲς καὶ τὶς κρυφές, ποὺ ἀποκτοῦν οἱ ἀγωνιστές, ἐξασθενοῦν μέσα τους τὰ πάθη καὶ δὲν ἔχουν τὴ δύναμη νὰ κινηθοῦν κατὰ τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, καὶ ὁ νοῦς δὲ χρειάζεται πάντοτε νὰ προσέχει τὶς κινήσεις τους διότι κάθε ὥρα καὶ στιγμή, νύχτα καὶ μέρα, εἶναι γεμάτος ἀπὸ καλοὺς λογισμούς, ἀφοῦ μελετᾶ τὰ θεῖα νοήματα καί, κατὰ κάποιον τρόπο, συνομιλεῖ μὲ αὐτά. Ὅταν, λοιπόν, ἀρχίσουν τὰ πάθη νὰ κινοῦνται μέσα στοὺς ἀγωνιστές, ξαφνικὰ ἁρπάζεται ὁ νοῦς ἀπὸ αὐτὰ τὰ θεῖα νοήματα, ποὺ τὰ αἰσθάνεται πολὺ κοντά του, καὶ ἔτσι, τὰ πάθη μένουν ἀνενέργητα, ὅπως εἶπε ὁ μακάριος Μάρκος ὁ ἀσκητής.
Ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι ἀπαθὴς
Λοιπόν, τὰ πάθη εἶναι προσθήκη στὸν ἄνθρωπο, καὶ ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὕπαρξή τους εἶναι ὅτι τὰ δέχεται ἡ ψυχή· διότι ἡ ψυχὴ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀπαθής, χωρὶς κανένα πάθος. Καὶ ὅταν ἀκούσεις νὰ ὀνομάζονται στὴν ἁγία Γραφὴ πάθη ψυχικὰ καὶ σωματικά, νὰ γνωρίζεις ὅτι ὀνομάζονται ἔτσι ὡς πρὸς τὶς αἰτίες τους, ὅτι δηλ. ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα εἶναι ἡ αἰτία τῶν παθῶν, ἐπειδὴ τὰ δέχονται. Ἡ ψυχή, λοιπόν, ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι ἀπαθής. Βέβαια, οἱ μὴ χριστιανοὶ φιλόσοφοι αὐτὸ δὲν τὸ παραδέχονται, καὶ ὅσοι ἄλλοι τοὺς ἀκοῦν καὶ τοὺς ἀκολουθοῦν. Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἔτσι πιστεύουμε, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν «κατ’ εἰκόνα» ἄνθρωπο τὸν ἔπλασε ἀπαθῆ. Καὶ ὅταν λέω «κατ’ εἰκόνα», δὲν ἀναφέρομαι στὸ σῶμα, ἀλλὰ στὴν ψυχή, ποὺ εἶναι ἀόρατη, ὅπως ὁ Θεός.
Ἂν ἦταν κάποτε ἡ φύση τῆς ψυχῆς φωτεινὴ καὶ καθαρή, διότι φωτιζόταν ἀπὸ τὸ μακάριο φῶς τοῦ Θεοῦ, ὁμοίως καὶ ὅταν ἐπανέλθει στὴν ἀρχαία ἐκείνη κατάσταση, γίνεται πάλι φωτεινὴ καὶ ἀπαθής. Ἑπομένως, ὅταν ἡ ψυχὴ κινεῖται μὲ ἐμπάθεια, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴ φυσική της κατάσταση, ὅπως μᾶς βεβαιώνουν ὅσοι ζοῦν στὴν Ἐκκλησία καὶ τρέφονται ἀπὸ τὴν ἁγία της παράδοση.
Ἐὰν λοιπόν, ἡ ἀρετὴ εἶναι φυσικὴ ὑγεία τῆς ψυχῆς, συμπεραίνουμε ὅτι τὰ πάθη εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, γιατί ἦρθαν σ’ αὐτὴν ἀργότερα, μετὰ τὴ δημιουργία της, καὶ τὴν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ φυσική της ὑγιῆ κατάσταση. Εἶναι φανερό, λοιπόν, ὅτι ἡ ὑγεία ὑπῆρχε στὴ φύση τῆς ψυχῆς πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Καὶ ἂν αὐτὰ εἶναι ἀληθινά, ὅπως καὶ εἶναι, λοιπὸν ἡ ἀρετὴ εἶναι φυσικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς, ἐνῶ τὰ πάθη τὴν πρόσβαλαν ἀπ’ ἔξω καὶ δὲν ἀνήκουν στὴ φύση της.
Ἐὰν τὰ πάθη ἦταν φυσικὸ ἰδίωμα τῆς ψυχῆς, γιὰ ποιὸ λόγο νὰ βλαφτεῖ ἀπ’ αὐτά; Διότι ὅσα εἶναι τῆς φύσεως, δὲν μποροῦν νὰ βλάψουν τὴ φύση τους.
Οσιος Ισαάκ ο Σύρος
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice