Καθώς δεν είχα ζήσει τις διακυμάνσεις και τη βαθμιαία ελάττωση του θερινού χιονιού στα σαράντα δύο χρόνια που μεσολάβησαν, ξαφνιάστηκα και στενοχωρήθηκα όταν, επιστρέφοντας στο Μπιγκ Χόουλ το 1998, είδα ότι η λωρίδα είχε σχεδόν εξαφανιστεί, ενώ το 2001 και το 2003 είχε λιώσει εντελώς. Όταν ρώτησα τους φίλους μου που έμεναν στη Μοντάνα, είχαν λιγότερη επίγνωση της αλλαγής, ασυνείδητα συνέκριναν τη λωρίδα (ή την έλλειψή της) με τα λίγα προηγούμενα χρόνια.
Η έρπουσα κανονικότητα ή αμνησία τοπίου τούς δυσκόλευε περισσότερο από εμένα να θυμηθούν πώς ήταν οι συνθήκες τη δεκαετία τού 1950. Τέτοιες εμπειρίες είναι σημαντική αιτία της αδυναμίας των ανθρώπων να παρατηρήσουν ένα αναπτυσσόμενο πρόβλημα πριν είναι πολύ αργά.
Υποπτεύομαι ότι η αμνησία τοπίου ήταν ένα μέρος της απάντησης στο ερώτημα των σπουδαστών μου στο UCLA «Τι έλεγε ο κάτοικος του Νησιού τού Πάσχα που έκοψε τον τελευταίο φοίνικα όταν το έκανε;». Φανταζόμαστε ασυνείδητα μια απότομη αλλαγή: τον ένα χρόνο, το νησί καλύπτεται ακόμα από ένα δάσος με ψηλούς φοίνικες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή κρασιού, φρούτων και ξυλείας για τη μεταφορά και την ανέγερση αγαλμάτων- τον επόμενο χρόνο, έχει απομείνει μόνο ένα δέντρο, το οποίο κόβει ένας νησιώτης σε μια πράξη απίστευτα αυτοκαταστροφικής ανοησίας.
Πολύ πιθανότερο, ωστόσο, είναι ότι οι αλλαγές στα δάση από χρόνο σε χρόνο ήταν σχεδόν αδιόρατες. Ναι, τούτο το χρόνο κόψαμε λίγα δέντρα εκεί, αλλά αρχίζουν πάλι να φυτρώνουν βλαστάρια εδώ σε τούτο τον εγκαταλελειμμένο κήπο. Μόνο οι γηραιότεροι νησιώτες, που αναλογίζονταν την παιδική τους ηλικία πριν από δεκαετίες, θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν μια διαφορά. Τα παιδιά τους δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν τα παραμύθια των γονέων τους για ένα δάσος με ψηλά δέντρα, περισσότερο από όσο οι δεκαεπτάχρονοι γιοι μου μπορούν σήμερα να καταλάβουν όσα η γυναίκα μου και εγώ εξιστορούμε για το πώς ήταν το Λος Άντζελες πριν από σαράντα χρόνια.
Βαθμιαία, τα δέντρα του Νησιού τού Πάσχα έγιναν λιγότερα, μικρότερα και λιγότερο σημαντικά. Την εποχή που ο τελευταίος ώριμος καρποφόρος φοίνικας κόπηκε, είχε ήδη πάψει από καιρό να έχει οποιαδήποτε οικονομική σημασία.Έτσι έμενε να κόβονται κάθε χρόνο απλώς τα όλο και μικρότερα βλαστάρια φοίνικα, μαζί με άλλους θάμνους και δενδρύλλια. Κανείς δεν θα είχε παρατηρήσει ότι το τελευταίο μικρό βλαστάρι φοίνικα έπεσε. Μέχρι τότε, η μνήμη του πολύτιμου φοινικοδάσους πριν από αιώνες είχε υποκύψει στην αμνησία τοπίου. Αντιστρόφως, η ταχύτητα με την οποία επεκτάθηκε η αποδάσωση στην Ιαπωνία της πρώιμης Περιόδου Τοκουγκάβα διευκόλυνε τους σογκούν της να αναγνωρίσουν τις αλλαγές στο τοπίο και την ανάγκη για προληπτική δράση.
ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ = ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ
Η τρίτη στάση στον οδικό μου χάρτη των αποτυχιών είναι η πιο συχνή, η πιο εκπληκτική και εκείνη η οποία απαιτεί τη μεγαλύτερη συζήτηση, καθώς εμφανίζεται με ευρύτατη ποικιλία μορφών. Αντίθετα με ότι θα περίμενε ο Joseph Tainter και κάθε άλλος σχεδόν, διαπιστώνεται ότι οι κοινωνίες συχνά δεν επιχειρούν καν να λύσουν ένα πρόβλημα από τη στιγμή που αυτό γίνεται αντιληπτό.
Πολλοί από τους λόγους μιας τέτοιας αποτυχίας εμπίπτουν σε ό,τι οι οικονομολόγοι και άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες ονομάζουν «ορθολογική συμπεριφορά», η οποία προκύπτει από τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ανθρώπων. Δηλαδή, μερικοί άνθρωποι μπορεί να υπολογίζουν -σωστά- ότι μπορούν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους με συμπεριφορά που βλάπτει άλλους ανθρώπους. Οι επιστήμονες ονομάζουν μια τέτοια συμπεριφορά «ορθολογική» ακριβώς επειδή η συλλογιστική της είναι ορθή, έστω και αν μπορεί να κριθεί ηθικά κατακριτέα.
Οι δράστες γνωρίζουν ότι συχνά η κακή τους συμπεριφορά θα μείνει ατιμώρητη, ιδιαίτερα εάν δεν υπάρχει νόμος που να την απαγορεύει ή εάν ο νόμος δεν εφαρμόζεται αποτελεσματικά. Αισθάνονται ασφαλείς, διότι συνήθως είναι συγκεντρωμένοι σε μικρούς αριθμούς και έχουν ένα ισχυρό κίνητρο: την προοπτική να δρέψουν μεγάλα, σίγουρα και άμεσα κέρδη, ενώ οι ζημιές διαχέονται σε μεγάλους αριθμούς ανθρώπων. Τούτο δεν αποτελεί κίνητρο για τους χαμένους ώστε να κάνουν τον κόπο να αντιπαλέψουν, διότι το κόστος για τον κάθε χαμένο θα είναι μικρό, ενώ λίγο, αβέβαιο και όχι άμεσο θα είναι το κέρδος του ακόμη και αν αποτινάξει με επιτυχία την αρπάγη της μειοψηφίας.
Ένα παράδειγμα είναι οι επονομαζόμενες παράλογες επιδοτήσεις, τα μεγάλα χρηματικά ποσά που πληρώνουν οι κυβερνήσεις για να στηρίξουν βιομηχανίες οι οποίες χωρίς τις επιδοτήσεις θα ήταν αντιοικονομικές. Τέτοια είναι πολλά ιχθυοτροφεία, η παραγωγή ζάχαρης στις ΗΠΑ και η βαμβακοκαλλιέργεια στην Αυστραλία (η οποία επιδοτείται έμμεσα, καθώς η κυβέρνηση επωμίζεται το κόστος του νερού για την άρδευση).
Οι σχετικά λίγοι ψαράδες και καλλιεργητές ασκούν πίεση πεισματικά για τις επιδοτήσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν μεγάλο μέρος του εισοδήματος τους, ενώ οι χαμένοι (όλοι οι φορολογούμενοι) δεν αντιδρούν εξίσου ενεργητικά, εφόσον η επιδότηση χρηματοδοτείται με ένα μικρό μόνο εκ μέρους τους χρηματικό ποσό, κρυμμένο στο φόρο που καταβάλλει κάθε πολίτης.
Μέτρα τα οποία ευνοούν μια μικρή μειοψηφία εις βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας είναι ιδιαίτερα πιθανόν να απαντούν σε ορισμένους τύπους δημοκρατίας που δίνουν «ρυθμιστική εξουσία» σε κάποιες μικρές ομάδες: λόγου χάρη, γερουσιαστές από μικρές πολιτείες στη Γερουσία των ΗΠΑ ή μικρά θρησκευτικά κόμματα τα οποία καθορίζουν συχνά το συσχετισμό δυνάμεων στο Ισραήλ, σε βαθμό που κάτι ανάλογο θα ήταν σχεδόν αδύνατο στο κοινοβουλευτικό σύστημα της Ολλανδίας.
Ένας συχνός τύπος ορθολογικής κακής συμπεριφοράς είναι το «καλό για μένα, κακό για σένα και για κάθε άλλον» -για να το πούμε καθαρά, η εγωιστική συμπεριφορά. Ένα απλό παράδειγμα είναι το εξής: οι περισσότεροι ψαράδες τής Μοντάνα ψαρεύουν πέστροφες. Λίγοι ψαράδες που προτιμούν να ψαρεύουν λούτσους, ένα μεγαλύτερο σαρκοβόρο ψάρι το οποίο δεν ενδημεί στη δυτική Μοντάνα, εισήγαγαν λαθραία και παράνομα λούτσους σε μερικές λίμνες και ποταμούς της δυτικής Μοντάνα· το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφεί η αλιεία της πέστροφας, καθώς όλες εξολοθρεύθηκαν. Αυτό ήταν καλό για τους λίγους ψαράδες λούτσου και κακό για τους πολύ περισσότερους ψαράδες πέστροφας.
Ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο δημιουργούνται περισσότεροι χαμένοι και μεγαλύτερες χρηματικές ζημιές είναι το εξής: Μέχρι το 1971, όταν οι εξορυκτικές εταιρείες στη Μοντάνα έκλειναν ένα ορυχείο, το εγκατέλειπαν απλώς, αφήνοντας το χαλκό, το αρσενικό και τα οξέα να διαρρέουν στους ποταμούς, διότι η Πολιτεία τής Μοντάνα δεν είχε κανένα νόμο που να υποχρεώνει τις εταιρείες να καθαρίσουν τα ορυχεία μετά το κλείσιμό τους. Το 1971, η Πολιτεία τής Μοντάνα υιοθέτησε έναν τέτοιο νόμο, αλλά οι εταιρείες ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να εξορύξουν το πολύτιμο μετάλλευμα και μετά να κηρύξουν απλώς χρεοκοπία, πριν υποβληθούν στα έξοδα του καθαρισμού.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα κόστος περίπου 500 εκατομμυρίων δολαρίων για τον καθαρισμό, το οποίο έπρεπε να επωμιστούν οι πολίτες τής Μοντάνα και των ΗΠΑ. Τα διευθυντικά στελέχη των εταιρειών εξόρυξης είχαν αντιληφθεί σωστά ότι ο νόμος τούς επέτρεπε να εξοικονομήσουν χρήματα για λογαριασμό των εταιρειών τους και να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα με δώρα και υψηλούς μισθούς, προκαλώντας αναστάτωση και ρύπανση και αφήνοντας τα βάρη στην κοινωνία. Θα μπορούσαν να αναφερθούν αμέτρητα άλλα παραδείγματα τέτοιας συμπεριφοράς στον κόσμο των επιχειρήσεων, αλλά δεν είναι τόσο γενικευμένη όσο υποψιάζονται κάποιοι κυνικοί.
ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΩΝ ΠΟΡΩΝ
Μια ιδιαίτερη μορφή σύγκρουσης συμφερόντων έχει γίνει πολύ γνωστή με το όνομα τραγωδία των κοινόχρηστων πόρων, που με τη σειρά της συνδέεται στενά με τις αντιπαραθέσεις οι οποίες ονομάζονται «το δίλημμα του φυλακισμένου» και «η λογική της συλλογικής δράσης». Ας θεωρήσουμε μια κατάσταση στην οποία πολλοί καταναλωτές εκμεταλλεύονται έναν πόρο κοινής ιδιοκτησίας, όπως όταν οι ψαράδες αλιεύουν ψάρια σε μια περιοχή του ωκεανού ή όταν οι βοσκοί βόσκουν τα πρόβατά τους σε ένα κοινοτικό λιβάδι. Εάν όλοι υπερεκμεταλλεύονται τον πόρο, αυτός θα εξαντληθεί λόγω υπερβολικής αλιείας ή βόσκησης, οπότε θα παρακμάσει ή θα εξαφανιστεί και όλοι οι καταναλωτές θα υποφέρουν.
Συνεπώς, θα ήταν κοινό συμφέρον όλων των καταναλωτών να αυτοσυγκρατηθούν και να αποφύγουν την υπερεκμετάλλευση. Αλλά στο βαθμό που δεν υπάρχει αποτελεσματική ρύθμιση της εκμετάλλευσης η οποία αντιστοιχεί στον κάθε καταναλωτή [και φυσικά καθόλου λογική] τότε ο καθένας θα σκεφθεί ότι «Εάν δεν πιάσω αυτά τα ψάρια, ή εάν δεν αφήσω τα πρόβατά μου να βοσκήσουν σε εκείνο το γρασίδι, κάποιοι άλλοι ψαράδες ή βοσκοί θα το κάνουν ούτως ή άλλως, οπότε δεν έχει νόημα να αποφύγω την υπερβολική αλίευση ή βόσκηση».
Η σωστή ορθολογική συμπεριφορά στην περίπτωση αυτή είναι να αποκομίσει κανείς οφέλη πριν μπορέσει να το κάνει ο επόμενος καταναλωτής, έστω και αν το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η καταστροφή του κοινόχρηστου πόρου εις βάρος όλων ανεξαιρέτως των καταναλωτών. Στην πραγματικότητα, μολονότι η ανωτέρω λογική έχει οδηγήσει σε υπερεκμετάλλευση και καταστροφή πολλών κοινόχρηστων πόρων, άλλοι έχουν διατηρηθεί σε συνθήκες εκμετάλλευσης επί εκατοντάδες, ακόμη και χιλιάδες χρόνια.
Μερικά από τα δυσάρεστα αποτελέσματα είναι η υπερεκμετάλλευση και κατάρρευση των περισσότερων μεγάλων θαλάσσιων αλιευτικών πεδίων, καθώς και η εξολόθρευση μεγάλου μέρους της μεγαπανίδας (μεγάλα θηλαστικά, πτηνά και ερπετά) σε κάθε νησί ή ήπειρο όπου εγκαταστάθηκαν άνθρωποι για πρώτη φορά, μέσα στα τελευταία 50.000 χρόνια.
Μια προφανής λύση είναι να επέμβει η κυβέρνηση ή κάποια άλλη εξωτερική δύναμη -με ή χωρίς την πρόσκληση των καταναλωτών- και να επιβάλει ποσοστώσεις, όπως έκαναν σχετικά με την υλοτόμηση οι Σογκούν και οι Νταιμιο στην Ιαπωνία των Τοκουγκάβα, οι Αυτοκράτορες Ίνκας στις Άνδεις και οι πρίγκιπες και πλούσιοι γαιοκτήμονες στη Γερμανία του 16ου αιώνα. Εντούτοις, αυτό δεν είναι πρακτικό σε ορισμένες περιπτώσεις (για παράδειγμα, στον ανοικτό ωκεανό) και συνεπάγεται υπέρογκο κόστος διαχείρισης και αστυνόμευσης σε άλλες περιπτώσεις.
Μια δεύτερη λύση είναι η ιδιωτικοποίηση του πόρου, η διαίρεσή του δηλαδή σε ατομικά ιδιόκτητα τεμάχια όπου κάθε ιδιοκτήτης θα έχει ένα κίνητρο για τη συνετή διαχείριση των συμφερόντων του. Αυτή η πρακτική εφαρμόστηκε σε κάποια δάση της Ιαπωνίας των Τοκουγκάβα τα οποία ανήκαν σε χωριά. Και πάλι όμως, κάποιοι πόροι (όπως τα αποδημητικά ζώα και ψάρια) είναι αδύνατο να υποδιαιρεθούν, ενώ ο αποκλεισμός των παρεισάκτων ίσως αποδειχθεί ακόμη δυσκολότερος για τους μεμονωμένους ιδιοκτήτες από όσο είναι για την ακτοφυλακή ή την αστυνομία μιας κυβέρνησης.
Η τελευταία λύση στην τραγωδία των κοινόχρηστων πόρων είναι η αναγνώριση από τους καταναλωτές των κοινών τους συμφερόντων και ο σχεδιασμός, η συμμόρφωση και η επιβολή συνετών ποσοστώσεων εκμετάλλευσης από τους ίδιους. Τούτο είναι πιθανόν να συμβεί μόνο εάν ικανοποιείται μια ολόκληρη σειρά προϋποθέσεων: εάν οι καταναλωτές σχηματίζουν ομοιογενή ομάδα· εάν έχουν μάθει να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο και να επικοινωνούν μεταξύ τους· εάν προσβλέπουν σε ένα κοινό μέλλον και προσδοκούν να κληροδοτήσουν τον πόρο στους κληρονόμους τους· εάν είναι ικανοί να οργανωθούν και να αστυνομεύονται οι ίδιοι και εάν τους επιτρέπεται να το κάνουν· τέλος, εάν τα όρια του πόρου και της ομάδας των καταναλωτών είναι καλώς ορισμένα.
Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση των δικαιωμάτων στο νερό για άρδευση στη Μοντάνα. Μολονότι η κατανομή εκείνων των δικαιωμάτων έχει κατοχυρωθεί με νόμο, οι ραντσέρηδες σήμερα υπακούουν κυρίως στον επίτροπο που έχει την ευθύνη του νερού και τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι, οπότε δεν φέρνουν πλέον τις αντιδικίες τους στα δικαστήρια. Άλλα τέτοια παραδείγματα ομοιογενών ομάδων, οι οποίες διαχειρίζονται συνετά τους πόρους που προσδοκούν να κληροδοτήσουν στα παιδιά τους, είναι οι κάτοικοι του νησιού Τικόπια, οι ορεσίβιοι της Νέας Γουινέας, τα μέλη των ινδικών καστών και άλλες ομάδες.
Εκείνες οι μικρές ομάδες, μαζί με τις μεγαλύτερες ομάδες που συνιστούσαν οι Ισλανδοί και οι Ιάπωνες της Περιόδου Τοκουγκάβα, είχαν ως επιπλέον κίνητρο για την επίτευξη συμφωνίας την ουσιαστική απομόνωσή τους: ήταν προφανές σε ολόκληρη την ομάδα ότι έπρεπε να επιβιώσει στο ορατό μέλλον με τα δικά της μόνο μέσα. Τέτοιες ομάδες ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να προβάλουν τη συχνή δικαιολογία που αποτελεί συνταγή κακοδιαχείρισης: «Δεν είναι δικό μου πρόβλημα, αλλά κάποιου άλλου».
@Jared Diamond «Κατάρρευση – Πως οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να επιτύχουν»
O Jared Diamond (γεννηθείς το 1937) είναι Αμερικανός βιολόγος και συγγραφέας. Τα βιβλία του καταπιάνονται με ζητήματα που αφορούν την βιολογική και κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπου. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και τώρα διδάσκει Γεωγραφία και Φυσιολογία στο πανεπιστήμιο UCLA.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice