Ήταν από τα πιο «βαριά» ονόματα στην ιστορία της 7ης Τέχνης
Tην τελευταία του πνοή σε ηλικία 89 ετών άφησε ο θρύλος του Χόλυγουντ, Ρόμπερτ Ρέντφορντ.
Σύμφωνα με τους New York Times ο ηθοποιός πέθανε στο σπίτι του, στη Γιούτα.
Ο «μεγάλος του κινηματοργάφου» είχε κερδίσει δύο βραβεία Όσκαρ: Το πρώτο (1980) για τη σκηνοθεσία της ταινίας «Συνηθισμένοι άνθρωποι» (Ordinary People) και το δεύτερο (2002) για τη συνολική του προσφορά στο χώρο του κινηματογράφου.
Ο Ρέντφορντ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, στις 18 Αυγούστου του 1936. Ο πατέρας του ήταν, αρχικά, γαλατάς και, στη συνέχεια, λογιστής, ενώ η μητέρα του ήταν νοικοκυρά. Η καταγωγή των προγόνων του είναι βρετανική (Αγγλία και Σκωτία) και ιρλανδική, κάτι που εξηγεί, τα πυρόξανθα μαλλιά του, τα οποία είναι και το κύριο γνώρισμά του.
Κατά τα σχολικά του χρόνια, ήταν συμμαθητής με το διάσημο παίκτη του μπέιζμπολ Ντον Ντιρσντέιλ. Λέγεται πως, όταν γύριζε από το σχολείο του στο σπίτι, σταματούσε έξω από τα στούντιο της Fox, για να παρακολουθήσει τους διάσημους ηθοποιούς της εποχής.
Στην εφηβεία του, συνήθιζε να κάνει μικροκλοπές (τάσια αυτοκινήτων), ενώ κατανάλωνε πολύ αλκοόλ. Η συμπεριφορά του αυτή τον εμπόδισε να κερδίσει κάποια υποτροφία, ώστε να μπορέσει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο.

Μόλις αποφοίτησε από το σχολείο, κέρδισε, τελικά, υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, χάρις στην ικανότητά του στον αθλητισμό και -κυρίως- στο μπέιζμπολ. Εκείνο το χρονικό διάστημα δούλευε ως σερβιτόρος σε ένα εστιατόριο-μπαρ. Έπειτα, ξεκίνησε να δουλεύει στις πετρελαιοπηγές της Καλιφόρνιας, ώστε να μαζέψει χρήματα, για να μπορέσει να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη.
Κατάφερε να μείνει στη Γηραιά Ήπειρο για ένα -περίπου- χρόνο. Τον περισσότερό του καιρό τον πέρασε στο Παρίσι, ενώ γράφτηκε και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Όμως, οι κακές κριτικές των καθηγητών του, τον οδήγησαν στην επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αργότερα, μετέβη στο Μπρούκλιν, για να κάνει μαθήματα ζωγραφικής στο Ινστιτούτο Πρατ, κάτι που επηρέασε αρκετά τη ζωή του και τον ίδιο, αφού για μια περίοδο είχε αποκτήσει ένα αρκετά μποέμικο στυλ.
Στη συνέχεια, πήγε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης, μετά από παρότρυνση ενός φίλου του. Στην ακρόασή του, κατάφερε να εκπλήξει τους κριτές, οι οποίοι ανέφεραν πως: «διαθέτει μια φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία, ένα χάρισμα». Η επαφή του αυτή με την υποκριτική τον κέρδισε και τον έκανε να ασχοληθεί σοβαρά με το αντικείμενο.

Η κινηματογραφική του πορεία
Η πρώτη φορά που συμμετείχε σε κινηματογραφική ταινία ήταν το 1962, στο ανεξάρτητο War Hunt (Ο πόλεμος μας έκανε σκληρούς), το οποίο γυρίστηκε μέσα σε δύο εβδομάδες. Το 1965, έπαιξε στο Situation Hopeless… But Not Serious, το οποίο ήταν η πρώτη του επίσημη ταινία. Την ίδια χρονιά, συμπρωταγωνίστησε με τους Νάταλι Γουντ και Κρίστοφερ Πλάμερ, στο Inside Daisy Clover, του Ρόμπερτ Μάλιγκαν, το οποίο προτάθηκε, τελικά, για δύο βραβεία Όσκαρ, ενώ ο ίδιος ο Ρέντφορντ κέρδισε την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα, αφού ανακηρύχθηκε ο πιο πολλά υποσχόμενος ηθοποιός.
Το 1966, του δόθηκε ο ρόλος του σερίφη στο The Chase, του Άρθουρ Πεν, όμως, ο ίδιος επέλεξε αυτόν του κατάδικου. Ο σερίφης ενσαρκώθηκε από τον Μάρλον Μπράντο. Επίσης, συνεργάσθηκε και πάλι με τη Νάταλι Γουντ, αυτή τη φορά, για το This Property Is Condemned, του Σίντεϊ Πόλακ, το οποίο είχε βασιστεί στο ομότιτλο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς. Το 1967, πρωταγωνίστησε μαζί με την Τζέιν Φόντα στην κινηματογραφική εκδοχή του Barefoot in the Park. To 1968, υπέγραψε συμφωνία για το γύρισμα μιας ταινίας γουέστερν με την Paramount. Ωστόσο, αθέτησε την υπόσχεσή του, με αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί στα δικαστήρια και ο Ρέντφορντ να μείνει για αρκετό χρονικό διάστημα χωρίς δουλειά. Το 1969, πρωταγωνίστησε στο γουέστερν Οι δύο ληστές του Τζορτζ Ρόι Χιλ, μαζί με τον Πωλ Νιούμαν.
Στη συνέχεια, πρωταγωνίστησε σε ταινίες που είχαν μέτρια απήχηση, όπως, το Downhill racer, του Μάικλ Ρίτσι (1969). Παρ’ όλα αυτά κέρδισε βραβεία BAFTA καλύτερου ηθοποιού για το Downhill racer και το Tell them Willie Boy is here.
Συνεργάσθηκε ξανά με τον Σίντεϊ Πόλακ το 1972 για το γουέστερν Jeremiah Johnson και το 1973 για τη δραματική ιστορία αγάπης The Way We Were, μαζί με τη Μπάρμπρα Στράιζαντ. Στην ταινία αυτή, η οποία συγκαταλέγεται στις κορυφαίες του είδους της, έπαιξε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους του, αυτόν του Χάμπελ. Ακόμη, το τραγούδι της Στράιζαντ The Way We Were κέρδισε βραβείο Όσκαρ.
Μεταξύ των δύο ταινιών του Πόλακ, μεσολάβησε το The Candidate του Μάικλ Ρίτσι (1972). Στην επόμενη συνεργασία του με τους Τζορτζ Ρόι Χιλ και Πωλ Νιούμαν, ο Ρέντφορντ κατάφερε να είναι υποψήφιος για το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου για την ταινία Το Κεντρί. Το 1974, ακολούθησε μια νέα επιτυχία, Ο μεγάλος Γκάτσμπυ, η οποία βασίσθηκε στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Το 1975, συνεργάσθηκε και πάλι με τον Πόλακ για το πολιτικό θρίλερ Οι τρεις μέρες του κόνδορα, ενώ το 1976, στην ταινία All the President’s Men, η οποία και βραβεύθηκε με τέσσερα Όσκαρ, πήρε το ρόλο του δημοσιογράφου Μπομπ Γούντγουορντ, ο οποίος πάσχιζε να διαλευκάνει το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Ακολούθησαν δύο ακόμη ταινίες, με τον Πόλακ παραγωγό και την Τζέιν Φόντα συμπρωταγωνίστρια, οι οποίες ήταν: το A Bridge Too Far, του 1977 και το The Electric Horsemen, του 1979.

Η πρώτη σκηνοθεσία και τα Όσκαρ
Το 1980, ο Ρέντφορντ σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία (Ordinary People), στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Ντόναλντ Σάδερλαντ. Η ταινία αυτή κέρδισε τέσσερα Όσκαρ και ο Ρέντφορντ αυτό του καλύτερου σκηνοθέτη. Οι κριτικοί ανέφεραν πως, ο Ρέντφορντ κατάφερε να βγάλει μια πολύ δυνατή δραματική ερμηνεία τόσο από τη Μάιρη Τάιλερ Μουρ, όσο και από τον Σάδερλαντ και τον Τίμοθυ Χάτον, ο οποίος κέρδισε βραβείο β’ ανδρικού ρόλου. Η δεκαετία του 1970 έκλεισε με το Brubaker, του 1980.
Τη δεκαετία του 1980 συμμετείχε σε ελάχιστες ταινίες: το The Natural, του 1984, στην οποία υποδύθηκε τον πρωταθλητή του μπέιζμπολ και το Out of Africa του 1985, το οποίο βραβεύθηκε με επτά Όσκαρ και ήταν καρπός μιας νέας συνεργασίας του και του Σίντεϊ Πόλακ. Το 1988, σκηνοθέτησε την ταινία The Milagro Beanfield War.
Το 1992, συμπρωταγωνίστησε με τον Σίντεϊ Πουατιέ στην κωμωδία Sneakers και σκηνοθέτησε τη δραματική ταινία A River Runs Through It, με πρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ. Ο Ρέντφορντ διεκδίκησε το βραβείο της Χρυσής Σφαίρας για τη δουλειά του στην ταινία αυτή. To 1993, συμπρωταγωνίστησε με τους Γούντι Χάρελσον και Ντέμι Μουρ, στην ταινία Ανήθικη πρόταση, του Έιντριαν Λάιν. Ωστόσο, ο ρόλος του χαμηλής ηθικής εκατομμυριούχου τον έφερε αντιμέτωπο για πρώτη και μοναδική -μέχρι σήμερα- φορά, με την υποψηφιότητα για το βραβείο του Χρυσού Βατόμουρου.
Το 1994, σκηνοθέτησε το Quiz Show και έθεσε, έτσι, υποψηφιότητα για δύο βραβεία Όσκαρ: αυτού του καλύτερου σκηνοθέτη και αυτού της καλύτερης τανίας. Το 1996, έπαιξε, μαζί με τη Μισέλ Φάιφερ, στο Up Close & Personal. Το 1998, πρωταγωνίστησε και σκηνοθέτησε το The Horse Whisperer, όπου συμμετείχε και η πολύ νεαρής ηλικίας -τότε- Σκάρλετ Γιοχάνσσον.
Η ταινία αυτή πήγε σχετικά καλά εμπορικά, ενώ οι κριτικές που απέσπασε ήταν -ως επί το πλείστον- θετικές.
Ο Ρέντφορντ προτάθηκε για τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερου σκηνοθέτη. Το 2000, σκηνοθέτησε το The Legend of Bagger Vance, με πρωταγωνιστές τους Γουίλ Σμιθ, Ματ Ντέιμον και Σαρλίζ Θερόν.
Το 2001, συμπρωταγωνίστησε με τον Μπραντ Πιτ στο Spy Game, του Τόνυ Σκοτ. Το 2002, βραβεύθηκε με Όσκαρ για τη συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο. Ακολούθησε το θρίλερ μυστηρίου The Clearing, του 2004 με συμπρωταγωνιστές τους Γουίλεμ Νταφόε και Έλεν Μίρεν. Το 2005, έπαιξε με τους Τζένιφερ Λόπεζ και Μόργκαν Φρίμαν στην ταινία An Unfinished Life. Το 2007, σκηνοθέτησε το Lions for Lambs, συμπρωταγωνιστώντας με τη Μέριλ Στριπ και τον Τομ Κρουζ. To 2011, ο Ρέντφορντ σκηνοθέτησε το The Conspirator.
To 2012, γύρισε, σε συνεργασία με το γιο του, το Watershed ένα ντοκιμαντέρ, με θέμα την αλόγιστη εκμετάλλευση και τη σταδιακή πτώση της στάθμης του νερού του ποταμού Κολοράντο, ο οποίος αποτελεί την κύρια πηγή νερού για τις δυτικές πολιτείες της Αμερικής.
Το 2012 παρουσίασε την ταινία The Company You Keep, στην οποία συμπρωταγωνιστεί με τη Τζούλι Κρίστι και τη Σούζαν Σαράντον, ενώ ήταν και σκηνοθέτης. Το 2013 πρωταγωνίστησε στην ταινία Όλα Χάθηκαν του Τζέι Σι Τσάντορ, που προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών και απέσπασε θερμά χειροκροτήματα από το κοινό, ενώ επίσης αναμένεται να κυκλοφορήσει ένα ακόμη ντοκυμανταίρ δικής του σκηνοθεσίας, με θέμα το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.
Βραβεύσεις
Ως καλλιτέχνης
Βραβείο Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο (2002)
Ως ηθοποιός:
Βραβείο Emmy β’ ανδρικού ρόλου για την τηλεοπτική σειρά Alcoa Premiere
Χρυσή Σφαίρα πιο πολλά υποσχόμενου ηθοποιού για την ταινία Inside Daisy Clover
Βραβείο BAFTA καλύτερου ηθοποιού για την ταινία Tell Them Willie Boy Is Here
Βραβείο BAFTA καλύτερου ηθοποιού για την ταινία Downhill Racer
Ως σκηνοθέτης:
Όσκαρ σκηνοθεσίας για την ταινία Ordinary People
pronews.gr
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice



