Η αίθουσα αναμονής ήταν πνιγηρή.
Οι τοίχοι ξεθωριασμένοι, βαμμένοι σ’ ένα άψυχο μπεζ, έμοιαζαν να στάζουν χρόνια ανίας. Στην άκρη, δυο μεγάλες γλάστρες με φτηνά φυτά πλαστικά, τόσο σκονισμένα που είχαν χάσει το πράσινο και έμοιαζαν με ψεύτικες σκιές. Το φως έπεφτε κάθετα απ’ τα στενά παράθυρα, κόβοντας το χώρο σε λωρίδες — σαν κελιά αόρατα.
Η ουρά προχωρούσε αργά, γεμάτη σούσουρο, χαρτιά που τσαλακώνονταν, αναστεναγμούς. Έγειρα προς τον πίνακα ανακοινώσεων, απλά για να ξεφύγω από το άβολο στρίμωγμα. Το γυαλί του καθρέφτιζε το δωμάτιο πίσω μου: πρόσωπα βαριεστημένα, ώμοι που έγερναν, νεαροί που έπαιζαν νευρικά με τα στυλό.
Κι ύστερα… μια κίνηση.
Σαν σκιά που διέσχισε το είδωλο στον πίνακα, γρήγορη, ασταθής, πολύ πιο ζωντανή από τις αργές κινήσεις των γύρω. Γύρισα απότομα. Κανείς. Όλα ίδια.
Προσπάθησα να το αγνοήσω, μα όταν ξανακοίταξα, μια δεύτερη σκιά φάνηκε — όχι να περνά, αλλά να ανεβαίνει, σαν να σκαρφάλωνε τον αόρατο τοίχο του είδωλου. Το στομάχι μου έσφιξε.
Δεν πρόλαβα να συνέλθω, όταν αντιλήφθηκα κάτι άλλο.
Στις γωνιές του δωματίου, τρεις άνθρωποι. Δεν κρατούσαν φακέλους, δεν έμοιαζαν να περιμένουν. Ο ένας δίπλα στη γλάστρα, τάχα αδιάφορος· ο δεύτερος στην απέναντι πόρτα, με το βλέμμα κολλημένο πάνω μου· ο τρίτος ακουμπισμένος στον τοίχο, αλλά με μάτια που με σάρκαζαν. Καθώς μιλούσα με τον εαυτό μου, εκείνοι είχαν παγώσει, παρακολουθώντας κάθε μου κίνηση.
Έκανα πως δεν τους πρόσεξα. Η καρδιά μου βούλιαξε.
«Δεν είναι τίποτα…» ψιθύρισα μέσα μου.
Και τότε, από δίπλα, μια φωνή.
Ήρεμη, χαμηλή, σαν να ήξερε ήδη τι θα απαντήσω:
«Δεν είναι τίποτα; Αν ήταν, δεν θα γύριζες».
Στράφηκα. Ήταν ο επιστάτης. Στεκόταν μισό βήμα πιο κοντά απ’ όσο έπρεπε, κρατώντας έναν φάκελο σφιγμένο στο στήθος του. Το πρόσωπό του σκιασμένο, σαν να τον έκοβε το φως στη μέση: το μισό ήρεμο, το άλλο βυθισμένο στο σκοτάδι.
Έγνεψε ελαφρά προς τον πίνακα.
«Το είδες. Μην το αρνείσαι».
Έμεινα σιωπηλός. Σκέφτηκα να γελάσω, να το παίξω κουρασμένος. Αλλά τα μάτια του —σταθερά, καρφωμένα— δεν μου άφηναν διέξοδο.
Έκανε ένα βήμα πιο κοντά.
«Ξέρεις, οι περισσότεροι το καταπίνουν. Προσποιούνται πως δεν είδαν τίποτα. Εσύ όμως… γύρισες. Αυτό λέει πολλά».
Η φωνή του είχε βάρος, σαν να απαγγέλλει κάτι που είχε πει ξανά και ξανά σε άλλους.
Μισό χαμόγελο τράβηξε τα χείλη του.
«Υπάρχουν πράγματα που δεν χωράνε σε ανακοινώσεις και φυλλάδια. Μια μικρή παρέα μιλάει γι’ αυτά. Δεν είναι για όλους. Αλλά ίσως… για σένα να είναι».
Σταμάτησε, σαν να περίμενε να δω τις τρεις σκιές στις γωνιές.
Ήταν ακόμα εκεί, ακίνητοι, επιτηρητικοί.
Ο επιστάτης έσκυψε ελάχιστα, σχεδόν ψιθυριστά:
«Οι σκιές δεν εμφανίζονται σε όποιον κι όποιον. Σε διάλεξαν. Κι αυτό σημαίνει ότι απόψε, αν τολμήσεις, θα έρθεις στον παλιό σταθμό. 23:00. Μόνος».
Χάθηκε τόσο αθόρυβα όσο εμφανίστηκε, αφήνοντας πίσω του ένα διπλωμένο χαρτί που γλίστρησε στο πάτωμα.
Το μάζεψα με τρεμάμενα χέρια. Τα γράμματα ήταν καθαρά, αποφασιστικά:
“Ο παλιός σταθμός. 23:00. Έλα μόνος σου.”
Δεν ξέρω αν ήταν ιδρώτας ή παγωνιά που έτρεχε στην πλάτη μου.
Μα από εκείνη τη στιγμή, ήξερα ότι η ζωή μου είχε ήδη παγιδευτεί στις σκιές.
Stranger..