Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 5 Δεκεμβρίου 1791, πέθανε ο σπουδαιότερος των σπουδαίων: Η μουσική μεγαλοφυΐα Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.
equiem aeternam dona eis Domine». Με αυτή την παρακλητική φράση ξεκινάει η νεκρώσιμη ακολουθία της Καθολικής Εκκλησίας. «Ἀνάπαυσιν αἰώνιον δὸς αὐτοῖς, Κύριε». Η πρώτη λέξη της συγκεκριμένης φράσης, το Ρέκβιεμ, είναι ίσως η πιο «μουσική» λέξη που υπάρχει αφού σπουδαίοι, αξεπέραστοι, συνθέτες της κλασσικής μουσικής έχουν γράψει το δικό τους ρέκβιεμ.
Για παράδειγμα, ένα από τα πιο γνωστά και όμορφα ρέκβιεμ είναι του Βέρντι. Αντικειμενικά, ωστόσο, υπάρχει ένα το οποίο ξεχωρίζει. Όχι μόνο για τη μουσική αλλά και για τους μύθους που «κουβαλάει» μαζί του.
Είναι το περίφημο Ρέκβιεμ του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Ήταν το τελευταίο του έργο, το οποίο ουδέποτε ολοκλήρωσε. «Το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ είναι θεϊκό μα δε θα το ακούσουμε ποτέ», έγραψε ο συνθέτης Πιερ-Ανρί Ντιτρόν. Το ολοκλήρωσε ένας νεαρός και άσημος συνθέτης. Οπότε υπό αυτή την έννοια το Ρέκβιεμ είναι ένα επί της ουσίας το σπουδαιότερο ανολοκλήρωτο έργο.
Ο Μότσαρτ έλαβε παραγγελία για το συγκεκριμένο έργο. «Βυθίστηκε», ωστόσο, τόσο πολύ μέσα σε έναν σκοτεινό κόσμο που αρχικά νόμιζε πως έγραφε το ρέκβιεμ για τον θάνατό του και τελικά, μία ημέρα σαν σήμερα, στις 5 Δεκεμβρίου 1791, πέθανε, μόλις στα 35 του χρόνια, δημιουργώντας έναν τεράστιο και δισεπίλυτο γρίφο.
«Tuba mirum»
Η ιστορική πορεία του Μότσαρτ είναι λίγο – πολύ γνωστή στους πάντες. Ήδη από τα πέντε του χρόνια άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του έργα. Με το πέρασμα του χρόνου η φήμη του λάμβανε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Όπως διαρκώς μεγαλύτερες διαστάσεις λάμβανε και η άσωτη ζωή που έκανε. Αυτή η ζωή σε συνδυασμό με τον διαχρονικό στόχο του να γίνει μέλος της βασιλικής αυλής τον έκαναν να δαπανά τεράστια ποσά.
Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε τεράστια χρέη και τον έφερε πολλές φορές στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Συνεπακόλουθα αυτό τον ανάγκαζε να δημιουργεί κατά παραγγελία έργα προκειμένου να ξεχρεώνει.
Προς το τέλος της ζωής του και με δεδομένη την κλονισμένη υγεία του αυτό έγινε ακόμα πιο έντονο. Και έφτασε σε θανατηφόρα όρια όταν κάποια στιγμή στο σπίτι του Μότσαρτ εμφανίστηκε ο κόμης Φραντς φον Βάλσεγκ και του ζήτησε να γράψει ένα ρέκβιεμ προκειμένου με τον τρόπο αυτό να τιμήσει τη μνήμη της νεαρής συζύγου του που είχε πεθάνει πρόσφατα.
Γνωστός και μη… εξαιρετέος μουσικόφιλος, ο φον Βάλσεγκ, ήταν καλοπληρωτής μεν, ολίγον κλέφτης δε! Είχε την κακή συνήθεια να οικειοποιείται (για να το θέσουμε ευγενικά) συνθέσεις διάφορων σπουδαίων δημιουργών της εποχής και στη συνέχεια σε ιδιωτικά κοντσέρτα να τις παρουσιάζει ως δικές του.
Το μυαλό του Μότσαρτ άρχιζε να παίζει επικίνδυνα – θανατηφόρα – παιχνίδια. Ο φον Βάλσεγκ πίεζε αφόρητα τον συνθέτη να ολοκληρώσει το έργο. Και όσο πιο πολύ τον πίεζε τόσο ο Μότσαρτ βυθιζόταν σε μια μαύρη δίνη. Η κλονισμένη υγεία του άρχισε να καταρρέει υπό τη συναισθηματική πίεση.
Ο διάσημος συνθέτης παράτησε τα πάντα. Το να ολοκληρώσει το ρέκβιεμ, του έγινε εμμονή. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν ακόμα και κλινήρης το μόνο που σκεφτόταν ήταν αυτό το έργο. Κάποιες στιγμές ένιωθε πως αυτός ο άνδρας ήταν στην πραγματικότητα ο Θάνατος και πως το έργο το έγραφε για τον εαυτό του!
«Το μυαλό μου είναι σε αναστάτωση. Η εικόνα του άγνωστου ξένου είναι συνεχώς μπροστά στα μάτια μου. Τον βλέπω να με παρακαλάει, να με πιέζει και ανυπόμονα να απαιτεί το έργο. Εγώ δουλεύω, η σύνθεση με κουράζει λιγότερο από το να αναπαύομαι. Άλλωστε, δε χρειάζεται πια να φοβάμαι. Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι το τέλος πλησιάζει. Αυτός είναι ο θρήνος μου. Δεν πρέπει να τον αφήσω μισοτελειωμένο…», έγραφε ο ίδιος.
Αλλά, τελικά, το άφησε, αφού μια ημέρα σαν σήμερα, άφησε την τελευταία του πνοή.
Την ολοκλήρωση του έργου ανέλαβε, κατ’ εντολήν της χήρας του μεγάλου μουσουργού, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του, ο νεαρός μουσικός Φραντς Χάβερ Σούσμαϊερ, ο οποίος τότε παρουσιαζόταν ως μαθητής του Μότσαρτ αλλά στην πραγματικότητα ήταν του Αντόνιο Σαλιέρι!
«Lacrimosa»
Ο Σαλιέρι ήταν διευθυντής της Ιταλικής Όπερας της Βιέννης και βασιλικός μαέστρος στην αυλή των Αψβούργων. Οι φήμες της εποχής ήθελαν τον Μότσαρτ και τον Σαλιέρι να μισιούνται θανάσιμα.
Αυτό, ωστόσο, δεν είναι αλήθεια. Ή, μάλλον, είναι η μισή αλήθεια. Οι δυο αναγνώρισαν στο πρόσωπο του αντιπάλου τους μια μουσική ιδιοφυΐα. Σχετικά πρόσφατα, μάλιστα, αποδείχθηκε πως οι δυο τους είχαν γράψει μαζί ένα έργο. Μια καντάτα διάρκειας τεσσάρων λεπτών η οποία ανακαλύφθηκε στα αρχεία του Εθνικού Μουσείου Μουσικής της Τσεχίας τον Νοέμβριο του 2015.
Οπότε, πώς προέκυψαν οι φήμες πως ο Σαλιέρι ευθυνόταν για το θάνατο του Μότσαρτ; Αρχικά από την εμμονή του ίδιου πως πέθαινε επειδή κάποιος τον είχε δηλητηριάσει. Και ποιος μπορεί να ήθελε το θάνατό του; Μα φυσικά ο Σαλιέρι. Στη συνέχεια υπάρχει μια «ομολογία» του ίδιου του Σαλιέρι, η οποία, όμως, δε λαμβάνεται υπόψιν.
Το 1823 όντας στο νοσοκομείο, βαριά άρρωστος, με την κατάσταση της υγείας του μη αναστρέψιμη και πνευματικά διαταραγμένος, ο Σαλιέρι, σε μια κρίση, «ομολογεί» πως αυτός σκότωσε τον Μότσαρτ. Προφανώς, το είχε ακούσει τόσες πολλές φορές ως κατηγορία που μέσα στο θολωμένο του μυαλό το «μετέτρεψε» σε πραγματικότητα. Αργότερα σε μια στιγμή διαύγειας, ανασκεύασε αλλά ήταν πλέον αργά. Οι φήμες είχαν βρει πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθούν.
Ο Σαλιέρι πέθανε το 1825 και πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του, ο ρώσος ποιητής και πεζογράφος Αλεξάντρ Πούσκιν γράφει το περίφημο «Μότσαρτ και Σαλιέρι». Εκεί ο συγγραφέας παίρνει ως δεδομένες τις φήμες πως ο Σαλιέρι σκότωσε τον Μότσαρτ από ζήλια ρίχνοντας δηλητήριο στο κρασί του! Πολλές δεκαετίες αργότερα, το 1984, ο σκηνοθέτης Μίλος Φόρμαν δημιουργεί το αριστουργηματικό «Amadeus» και επί της ουσίας μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, όχι τα πραγματικά γεγονότα αλλά την εκδοχή του Πούσκιν. Κάπως έτσι ο Σαλιέρι έμεινε στην παγκόσμια συνείδηση ως ο «δολοφόνος του Μότσαρτ».
Στην πραγματικότητα, σήμερα, δεν ξέρουμε τι (και όχι ποιος) σκότωσε τον Μότσαρτ. Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, όπως αναφέρει και το επίσημο πιστοποιητικό του θανάτου του, έφυγε από τη ζωή από «οξύ κεχροειδή πυρετό».
Μέχρι και σήμερα έχουν ειπωθεί περισσότερες από 118 θεωρίες σχετικά με τα πραγματικά αίτια του θανάτου.
Μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι είχε έξαρση κάποιας φλεγμονώδους νόσου. Ορισμένοι άλλοι έχουν επικεντρωθεί σε ασθένειες όπως η βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα, η στρεπτοκοκκική σηψαιμία, η λοίμωξη, η φυματίωση, ενώ δε λείπουν και αυτοί που «ενοχοποιούν» κάποια μόλυνση από παράσιτο.
Ίσως η πιο ολοκληρωμένη έρευνα που έχει γίνει ποτέ, ανήκει στον ορθοπεδικό και μουσικό William J. Dawson ο οποίος τον Ιούνιο του 2010 εξέδωσε τα συμπεράσματά του σχετικά με το θάνατο του Μότσαρτ. Αφού αναλύει όλες τις θεωρίες τις συγκρίνει με άρθρα που έχουν γραφτεί από τους ιστορικούς, μουσικολόγους, γιατρούς και δημοσιογράφους, καθώς και αποσπάσματα βιβλίων και επιστολές από μέλη της οικογένειας του Μότσαρτ και στο τέλος καταλήγει στο δικό του συμπέρασμα.
Ο Dawson εκτιμά πως ο θάνατος του Μότσαρτ επιταχύνθηκε από τη θεραπεία που επέλεξαν οι γιατροί του οι οποίοι στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τα συμπτώματα της νόσου, προχώρησαν σε αφαίμαξη! Ο Dawson, θεωρεί, πως ο Μότσαρτ υπέστη οξύ αιμορραγικό σοκ από την αφαίρεση του αίματος του και αυτό είναι η κύρια αιτία θανάτου.
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ πέθανε σχεδόν άσημος και ξεχασμένος από τους πάντες. Οι τελευταίες του στιγμές ήταν τραγικές. Τάφηκε, ως μη ευγενής, φτωχός και χρεοκοπημένος, με έξοδα του δήμου σε ομαδικό τάφο. Ακόμα και η νεκρική πομπή ήταν θλιβερή. Την αποτελούσαν ελάχιστοι φίλοι του.
Εκείνη την ημέρα, ωστόσο, στην πρωτεύουσα της Αυστρία υπήρχε μια σφοδρή κακοκαιρία και έτσι ανά λίγα μέτρα όλο και κάποιος από αυτούς που «συνόδευαν» τον Μότσαρτ στο νεκροταφείο, εγκατέλειπε την πομπή. Στο τέλος υπήρχαν μόνο οι υπάλληλοι.
Ο ακριβής τόπος δεν εντοπίστηκε ποτέ και άρα ούτε τα οστά του και έτσι το μνήμα του στο νεκροταφείο της Βιέννης είναι κενοτάφιο.
reader.gr
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice