Γίνεσαι μασσώνος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ άλλαξης,
να προσκυνήσης είς τήν στοά, την εκκλησιά ν’ αφήσης;
«Γίνεσαι μασσώνος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ άλλαξης,
να προσκυνήσης είς τήν στοά, την εκκλησιά ν’ αφήσης;»
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε και σεις κ’ η πίστη σας, μουρτάτες, να χαθήτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Εγώ στοά δέν προσκυνώ στόν διάολο νά πάει
Γραικό είναι τό αίμα μού Γραικό θά παραμείνει
καί άν χυθεί κι’ άν δέν χυθεί Χριστό δέν τόν αφήνει…
Αθάνατος ό Αθανάσιος Διάκος, ένας Μέγας Γραικός! Η γνώση, η καρδιά, η ανδρεία, που είχαν οί “αγράμματοι” Αρματωλοκλέφτες τού Έπους τούς 1821 μ.Χ. είναι από τίς μεγαλύτερες όλων τών γραικικών εποχών, καί συγκρίνω μέ τούς εξυπνάκηδες τής εποχής μάς καί μαζύν γελάω καί κλαίω γιά τά ξιππασμένα σκοτάδια μάς που θεωρούμε φώτα, φώτα που τυφλώνουν, φώτα που ανομαλεύουν, φώτα που αλλοιώνουν, φώτα που από μέσα πρός τά έξω σκουλίκια μάς σαθρώνουν… Φώτα ιλλουμινάντικα, φώτα τής σατανικής κατάρας, φώτα τής κακόμοιρης διαβρωμένης διεφθαρμένης διεστραμμένης ψυχής, φώτα άφωτα, φώτα τής στραβάρα….ς…
Ό Αθάνατος Αθανάσιος Διάκος υβρίζει τόν πασάν όπως ό Άγιος Δημήτριος τόν Αντίχριστον τότες βασιλιά.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΙΑΣ
(24 Απριλίου 1821)
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα,
το να τηράει τη Λιβαδιά και τ’ άλλο το Ζιτούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
– Νούδ’ ο Καλύβας έρχεται, νούδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες».
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη.
Ψιλή φωνή νεσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι’ όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθητε,
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε».
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι’ ανάψαν τα τουφέκια,
κι’ ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,
’ξήντα ταμπούρια χάλασε κ’ εφτά μπουλουκμπασίδες.
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι’ ο Ομέρ Βρυόνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ άλλαξης,
να προσκυνήσης στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης;»
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε και σεις κ’ η πίστη σας, μουρτάτες, να χαθήτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάση ο Οδυσσεύς και ό Θανάσης Βάγιας».
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλ μπεης αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγγιά σας δίνω γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήση την Τουρκιά κι’ όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
ολόρτο τον εστήσανε κι’ αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
«Σκυλιά κι’ α με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
Ας είν’ ο Όδυσσεύς καλά κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι”.
[πηγή: Ν.Γ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Βαγιονάκη, Αθήνα 1969, σ. 22-24]
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
Εγώ Γραικός γεννήθηκα γραικός και θα πεθάνω. πάτε και σεις κι η πίστη σας μουρτάτες να χαθείτε.
Τα αθάνατα λόγια που θα μας δικάζουν αιωνίως όσο αποτυγχάνουμε να σταθούμε αντάξιοι τους.
Έτσι μιλάνε οι ανδρειωμένοι στον εχθρό, σαν τον ΑΘΑΝΑΤΟ ΔΙΑΚΟ.
https://i.imgur.com/6YVzKsL.png
https://www.youtube.com/watch?v=l-0I8iZ3PwU
Εύγε συνωνόματε!