Τό κακό, οὔτε φυσική ὕπαρξη ἔχει, ἀλλ’ οὔτε καί κανένας εἶναι ἐκ φύσεως κακός. Γιατί ὁ Θεός δέν ἔπλασε τίποτε κακό. Ὅταν κανείς ἐπιθυμήσει τό κακό, τότε τό ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ ἀρχίζει καί γίνεται ὑπαρκτό, ὅπως τό θέλει ἐκεῖνος πού τό κάνει. Πρέπει λοιπόν μέ τήν ἐπιμέλεια τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, νά ἀμελοῦμε τή συνήθεια τοῦ κακοῦ. Γιατί εἶναι πιό δυνατή ἡ φύση τοῦ καλοῦ ἀπό τή συνήθεια τοῦ κακοῦ. Καί τοῦτο γιατί τό καλό ὑπάρχει, ἐνῶ τό κακό δέν ὑπάρχει, παρά μόνο ὅταν τό πράττομε.
Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τό Θεό. Ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του ἐξαιτίας τοῦ ὑπερβολικοῦ πλούτου της ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἀγαπᾶ τό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ζητεῖ ποτέ τήν δική του δόξα, ἀλλά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του, ζητεῖ τήν δική του δόξα· ἐκεῖνος ὅμως πού ἀγαπᾶ τό Θεό, ἀγαπᾶ τή δόξα τοῦ Δημιουργοῦ του. Εἶναι ἰδίωμα τῆς ψυχῆς πού ἔχει πνευματική αἴσθηση καί ἀγαπᾶ τό Θεό, τό νά ζητεῖ πάντοτε τή δόξα τοῦ Θεοῦ σέ ὅλες τίς ἐντολές πού πράττει καί νά εὐχαριστεῖται στήν δική της ταπείνωση. Γιατί στό Θεό πρέπει ἡ δόξα γιά τή μεγαλωσύνη Του, ἐνῶ στόν ἄνθρωπο ἁρμόζει ἡ ταπείνωση μέ τήν ὁποία γινόμαστε οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Ὅ.τι καί ἄν κάνομε, ἄς λέμε πάντοτε κι ἐμεῖς μέ χαρά γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής: “‘Εκεῖνος πρέπει νά δοξάζεται, ἐνῶ ἐμεῖς νά μικραίνομε”(Ιω. 3,30).
Ὅταν ἀρχίσει κανείς νά αἰσθάνεται πλουσιοπάροχα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει νά ἀγαπᾶ μέ πνευματική αἴσθηση καί τόν πλησίον. Αὐτή ε῟ιναι ἡ ἀγάπη γιἀ τήν ὁποία μιλοῦν ὅλες οἱ Γραφές. Ἡ κατά σάρκα φιλία πολύ εὔκολα διαλύεται, ὅταν βρεθεῖ κάποια ἀσήμαντη αἰτία, γιατί δέν ε῟ιναι δεμένη μέ τήν πνευματική αἴσθηση. Στόν ἄνθρωπο ὅμως πού στήν ψυχή του ἐνεργεῖ ὁ Θεός, καί ἄν συμβεῖ κάποιος ἐρεθισμός, δέν λύνεται ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης. Γιατί μέ τήν θερμότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἡ ψυχή ξαναθερμαίνει τόν ἑαυτό της στό καλό καί γρήγορα ξαναφέρνει μέσα της τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον μέ πολλή χαρά, ἀκόμη καί ἄν ἔχει ὑβρισθεῖ ἤ ζημιωθεῖ ὑπερβολικά ἀπό αὐτόν· καί μέ τή γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ ἐξουδετερώνει τήν πικρία τῆς φιλονεικίας.
Τα όνειρα που φανερώνονται στην ψυχή λόγω της αγάπης του Θεού, είναι κατά κάποιο τρόπο αλάθητα τεκμήρια της υγείας της. Γι’ αυτό ούτε από το ένα σχήμα μεταβάλλονται σε άλλο, ούτε προκαλούν φόβο στην αίσθησή της, ούτε γελούν ή σκυθρωπιάζουν ξαφνικά, αλλά γεμάτα επιείκεια προσεγγίζουν την ψυχή και την γεμίζουν από πνευματική χαρά. Γι’ αυτό και όταν ξυπνήσει το σώμα, με μεγάλο πόθο η ψυχή ζητεί τη χαρά του ονείρου. Οι φαντασίες όμως των δαιμόνων είναι σε όλα αντίθετες· ούτε στο ίδιο σχήμα παραμένουν, ούτε η μορφή τους είναι ατάραχη για πολύ. Γιατί η γαλήνη που δεν την έχουν εξαιτίας της προαιρέσεώς τους, αλλά τη μιμούνται μόνο από διάθεση να πλανήσουν την ψυχή, δεν μπορεί να μείνει σ’ αυτούς για πολύ· αλλά λένε μεγάλα λόγια και πολλές απειλές και παίρνουν συχνά τη μορφή στρατιωτών και κάποτε ψάλλουν με κραυγές στην ψυχή. Από αυτά ο νους, όταν είναι καθαρός, αναγνωρίζει την παρουσία των δαιμόνων από τις φαντασίες και ξυπνά το σώμα· κάποτε και χαίρεται, γιατί μπόρεσε να εννοήσει την πανουργία τους. Γι’ αυτό και μέσα στο όνειρο πολλές φορές τους ελέγχει, οπότε και τους προκαλεί μεγάλη οργή. Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου και τα αγαθά όνειρα δεν προξενούν χαρά στην ψυχή, αλλά φέρνουν μια γλυκιά λύπη και δάκρυα χωρίς πόνο. Αυτό συμβαίνει σ’ εκείνους που έχουν προκόψει σε πολλή ταπεινοφροσύνη.
Εμείς είπαμε σχετικά με τη διάκριση των καλών και των κακών ονείρων, όπως ακούσαμε από εκείνους που έχουν πείρα. Κι ας μας είναι αρκετό και χρήσιμο για την αρετή, το να μη δίνομε ολότελα πίστη σε καμιά φαντασία. Γιατί τα όνειρα δεν είναι παρά αντίτυπα ανεξέλεγκτων λογισμών ή —όπως προείπα— και εμπαιγμοί των ΔΑΙΜΟΝΩΝ. Όποτε και αν μας σταλεί καμιά φορά από την αγαθότητα του Θεού κανένα όραμα και δεν το παραδεχτούμε, δεν θα οργιστεί γι’ αυτό ο πολυπόθητος Κύριος Ιησούς εναντίον μας· γιατί γνωρίζει ότι αυτό το κάνομε από φόβο της πανουργίας των δαιμόνων. Αυτή η διάκριση που αναφέρθηκε προηγουμένως είναι ακριβής. Συμβαίνει όμως η ψυχή να μολυνθεί από μια ανεπαίσθητη αφορμή —κάτι από το οποίο νομίζω κανείς δεν εξαιρείται— και να χάσει την ακρίβεια της διαγνώσεως και τότε πιστεύει τα κακά όνειρα ως καλά.
Ας πάρομε ως παράδειγμα του ζητήματος αυτού, ένα δούλο που τον κάλεσε από την αυλή του σπιτιού ο κύριός του μιά νύχτα ύστερα από μακρά απουσία· και ο δούλος αρνήθηκε τελείως να ανοίξει την πόρτα, από φόβο μήπως παραπλανηθεί από την ομοιότητα της φωνής και γίνει προδότης της περιουσίας του κυρίου του ανοίγοντας σε κάποιον άλλο. Όταν ξημέρωσε, όχι μόνο δεν οργίστηκε ο κύριος εναντίον του δούλου, αλλά και πολύ τον επαίνεσε, γιατί και την φωνή του ακόμη την νόμισε απατηλή, για να μη χαθεί τίποτε από τα πράγματά του.
Ο λόγος της πνευματικής γνώσεως μας διδάσκει ότι υπάρχουν δύο, ας πούμε, κατηγορίες πονηρών πνευμάτων. Της μιας είναι λεπτότερα, της άλλης κάπως πιο υλικά. Τα λεπτότερα πολεμούν την ψυχή, τα άλλα συνηθίζουν να αιχμαλωτίζουν την σάρκα με ηδονικές παρακινήσεις. Γι’ αυτό και μάχονται μεταξύ τους οι δαίμονες που πολεμούν την ψυχή και οι άλλοι που πολεμούν το σώμα, αν και έχουν την ίδια πρόθεση να βλάπτουν τους ανθρώπους. Όταν λοιπόν η χάρη δεν κατοικεί στον άνθρωπο, τότε αυτοί φωλιάζουν σαν φίδια στα βάθη της καρδιάς και δεν επιτρέπουν διόλου στην ψυχή να επιθυμήσει το καλό. Όταν όμως η χάρη είναι κρυμμένη μέσα στο νου, τότε οι δαίμονες κινούνται σαν σκοτεινά σύννεφα στα μέρη της καρδιάς και παίρνουν μορφές αμαρτωλών παθών και διαφόρων φαντασιών, για να απομακρύνουν τη μνήμη του Θεού από το νου και έτσι να τον αποσπούν από την ένωσή του με τη χάρη. Όταν λοιπόν οι δαίμονες που πολεμούν την ψυχή μάς διεγείρουν στα ψυχικά πάθη και μάλιστα στην οίηση, η οποία είναι μητέρα όλων των κακών, ας θυμόμαστε τον ΘΑΝΑΤΟ μας και τότε καταντροπιάζομε το φούσκωμα της φιλοδοξίας. Το ίδιο ας κάνομε και όταν οι δαίμονες που πολεμούν το σώμα ερεθίζουν την καρδιά μας σε αισχρές επιθυμίες. Γιατί μόνο η ενθύμηση του ΘΑΝΑΤΟΥ μπορεί να καταργήσει όλες τις προσβολές των δαιμόνων, επειδή μας επαναφέρει στη μνήμη του Θεού. Αν πάλι οι ψυχικοί δαίμονες από τη μνήμη του θανάτου μάς υποβάλλουν λογισμούς εξουδενώσεως της ανθρώπινης φύσεως, ότι δεν έχει καμιά αξία γιατί συνδέεται με τη σάρκα, (αυτό συνηθίζουν να κάνουν όταν κανείς τους βασανίζει με τη μνήμη του θανάτου), τότε ας σκεφτόμαστε την τιμή και τη δόξα της επουράνιας Βασιλείας, χωρίς όμως και να παραβλέπομε την πικρότητα και το σκοτάδι της κρίσεως· κι έτσι από τη μια θα παρηγορούμε την αθυμία μας και από την άλλη θα συγκρατούμε την επιπολαιότητα της καρδιάς μας.
ΑΓΙΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ
Από την ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice