Ολος ο κόσμος πάλλεται μεσα μου,σε κάθε χτύπο της καρδιάς μου.Νιώθω εφηβικές φωνές που απο τα σκαλοπάτια μιας πλατείας πίνουνε τα όνειρα τους κοιτάζοντας τα αστέρια.Μυρίζω το νυχτολούλουδο,τα πρώτα πετάλια ποδηλάτων μόλις με προσπέρασαν.
Ένα μικρό κορίτσι μου χαμογέλασε ενώ χαιδευε με τα ακροδάχτυλα της τα πέταλα ενός λουλουδιού.Μιά μπάλα προσγειώθηκε δίπλα μου και τα παιδιά με τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα κουνούσαν τα χέρια τους με νόημα περιμένοντας να την επιστρέψω για να συνεχιστεί το παιχνίδι.Ένας άντρας καθισμένος σε ένα παγκάκι αγνάντευε την θάλασσα,έμοιαζε τόσο γαλήνιος που μου φάνηκε σαν να προσευχόταν για την θέα που του χαρίστηκε τόσο απλόχερα.Περπατάω και αντικρύζω να κρέμονται απο τα μπαλκόνια καλάθια γεμάτα φαγητό.
Το σημείωμα έγραφε για έναν πεινασμένο περαστικό.Μια γυναίκα με μπαλωμένα ρούχα άρπαξε ένα και με ένα σφύριγμα μάζεψε να ταισει τους τετράποδους φίλους της που συσπειρώθηκαν γύρω της με κουνιστές ουρές.Την θαύμασα σκέφτηκα πως η καρδιά της σε αντίθεση με τα ρούχα της δεν είχε ούτε μια τρύπα.
Σήμερα είναι Κυριακή και όπως κάθε Κυριακή ο μπαρμπα Θύμιος βγάζει την γυναίκα του στην αύλη και την στριφογυρνάει σαν σβούρα τραγουδώντας της μα πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα πρίν να γνωρίσω εσένα.Λίγο πιο κάτω κάποιοι κρατούσαν στα χέρια τους κεσεδάκια με σβόλους που τα πετούσαν στο χώμα.
Η κυρία Αμαλία περνούσε εκείνη την ώρα κρατώντας τον βασιλικό της και απόρησε,χαρίζουμε ζωή της είπαν και εκείνη χαμογέλασε.Ο μικρός Θανασακης εγραψε σημερα στον τοΙχο δεν πειράζει που δεν μαγαπάς σαγαπάω εγω και για τους δυο μας.Τι να κάνει και ο γείτονας του έδωσε καραμέλες.Γράφω μέσα σε λίγα τετραγωνικά μα τα ονειρά μου δεν χωράνε πια και ξεχύλισαν.Οταν ανοίξω την πόρτα θα ανταμώσω αυτόν τον κόσμο και έναν ακόμη μεγαλύτερο και ακόμη πιο σπουδαίο.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice