Διαφημίσεις
Έβαλε το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια και στήριξε τους αγκώνες πάνω στο
τραπέζι. Προσπαθούσε να φέρει τον εγκέφαλό της σε κατάσταση ικανή για
σκέψη. Το μεγάλο χασμουρητό όμως δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για κάτι
τέτοιο. Απλά, ο εγκέφαλος αρνιόταν να πάρει μπροστά. Έκλεισε και τα
μάτια κι ύστερα την πήρε πάλι ο Μορφέας στην αγκαλιά του σ’ αυτή την
άβολη στάση.
Τυραννικός τεχνοκράτης άτεγκτος η αφύπνιση από το κινητό της, πάντα στην
ώρα της άρχισε να την τραγουδάει ζεστά, γλυκά με τον Adamo στο mon
cinema. Χαμογέλασε και έγειρε το κεφάλι χαδιάρικα, τρυφερά μες τις
παλάμες της μόλις ακούστηκε το je t’aime.
Θεέ μου, πόσο ανάγκη το είχε αυτό. Μια αγκαλιά, μια τρυφερή φωνή να της
πει πως την αγαπούν. Αυτή και μόνον αυτή, χωρίς την ανάλογη ανταπόδοση
από το κορμί της για τα δύο εικοσάρικα διπλωμένα πάνω στο μπλε
κομοδινάκι. Δίπλα στο κρεβάτι του αγοραίου. Εκεί, στο βρώμικο στενό με
τα θαμπά και πολύχρωμα φώτα. Στον πρώτο όροφο της παλιάς οικοδομής με το
κουδούνι στην πόρτα μέρα νύχτα φωτεινό. “Λίτσα”. Κι απ’ έξω στον δρόμο
ένα κόκκινο φανάρι, κράχτης. Ένας βουβός ντελάλης που “διαλαλεί” την
όμορφη πραμάτεια. “Εντός ενοικιάζεται η Ευτυχία να σας χαρίσει
ευτυχία”.
Κόντευε τα σαράντα ένα και η μοίρα της την ήθελε να είναι από τα πρώτα
θύματα της κρίσης. Έκλεισε το παπουτσάδικο που δούλευε και μην μπορώντας
να βρει δουλειά έφτασε στο “Λίτσα” εδώ και έξη μήνες. Ούτε που το
κατάλαβε πως έγινε, αλλά τι σημασία είχε πλέον. Το γεγονός ήταν ένα,
είχε γίνει πουτάνα. Πρόσφερε τις υπηρεσίες της επαγγελματικά με νταβά
και τσατσά. Κομπλέ. Ένα μπουρδέλο/πρότυπο για το βιβλίο του Πετρόπουλου
και με τα όλα του. Άδειες απ’ την αστυνομία, γιατρούς, φορολογικές
δηλώσεις και αποδείξεις κανονικότατα.
Έντυσε το καλογραμμένο της σώμα με απλά ρούχα και πήγε στον καθρέπτη.
Άβαφο το γλυκό της πρόσωπο με μια ιδέα από πολύ ελαφρό ρουζ και άτακτα
τα κοντά της μαύρα μαλλιά. Ένα σύνολο αρκετά όμορφο και μακράν της
δουλειάς που επέλεξε από ανάγκη να κάνει. Άλλωστε σήμερα έχει ρεπό και
είναι η μέρα να πάει στο χωριό για τους γέρους γονείς. Ψώνισε και
κατιτίς και ξεκίνησε για τον σταθμό των υπεραστικών.
Κάθισε στην Τρίτη σειρά πίσω από τον οδηγό πάνω στο τζάμι. Ήταν
Σεπτέμβρης μήνας και η υγρασία μεγάλη. Άχνιζαν τα δέντρα στο μουντό
τοπίο καθώς ανέβαιναν το βουνό με τις πολλές στροφές. Παρ’ ότι ήταν
κουραστική της άρεσε πολύ αυτή η διαδρομή. Την απολάμβανε. Κι όσο
ανέβαιναν τόσο πιο δύσκολος γίνονταν ο δρόμος και ανακατεύονταν ο φόβος
με την απόλαυση της απέραντης θέας.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice