Διαφημίσεις
Βραδιάζει, ξημερώνει. Κοιμάμαι και ξυπνώ. Ντυμένη στα μαύρα η ψυχή
μόνη της περπατά σε δρόμους άγνωστους σε μένα. Σε μέρη ανήλιαγα, υγρά.
Με σκοτεινούς ήλιους με σταχτιά χωρίς φύλλα δέντρα. Περπατά ξυπόλυτη
ανάμεσα σε κουφάρια, σε άψυχα. Σέρνει μαζί της μιζέρια και πόνο, πίκρα
και θλίψη. Και ούτε, στο τέλος, θυμάμαι. Ποιους συνάντησα, ποιους είδα
τι άκουσα. Μόνο ένα βάρος μια κατήφια κι ένα στόμα πικρό από το νότισμα
μιας βρωμερής ανάσας.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice