Διαφημίσεις

Φόρεσε το καπέλο του και βγήκε από το δωμάτιο. Η γάτα τον ακολούθησε ως την πόρτα και, όταν αυτός την έκλεισε, ξάπλωσε στο πάτωμα, μύρισε τις χαραμάδες και ανασήκωνε το αυτί της κάθε φορά που ακουγόταν κάποιο τρίξιμο από το ετοιμόρροπο παλιό κτίριο.

Η κάτω πόρτα άνοιξε κι έκλεισε. Η γάτα φάνηκε σκεφτική, για μια στιγμή αβέβαιη, και τέντωσε τα αυτιά της νευρικά κι ανυπόμονα. Σε λίγο σηκώθηκε τινάζοντας την ουρά της και βάλθηκε να κάνει μιαν αθόρυβη περιήγηση στο εργαστήρι. Φτάνοντας σε ένα δοχείο με νέφτι φτερνίστηκε και οπισθοχώρησε βιαστικά ως το τραπέζι. Σε λίγο ανέβηκε πάνω του και, αφού ικανοποίησε την περιέργειά της σχετικά με μια κυλινδρική μάζα από κόκκινο κερί για προσχέδια, γύρισε στην πόρτα, κάθισε με τα μάτια στραμμένα στη χαραμάδα μπροστά από το κατώφλι, κι άρχισε ένα σιγανό, θλιβερό νιαούρισμα.

Όταν επέστρεψε ο Σέβερν, φαινόταν ανήσυχος, μα η γάτα άρχισε να βαδίζει γύρω του, χαρούμενη και χαδιάρα, να τρίβει το αδύνατο κορμί της στα πόδια του, να σπρώχνει με νάζι το κεφάλι της στο χέρι του και να γουργουρίζει ώσπου η φωνή της έγινε οξεία σαν σκούξιμο.

Εκείνος ακούμπησε στο τραπέζι ένα κομμάτι κρέας, τυλιγμένο σε καφέ χαρτί, και με ένα σουγιά το έκοψε σε μικρά κομματάκια. Το γάλα το πήρε από ένα μπουκάλι που κάποτε περιείχε φάρμακο και το άδειασε στο πιατάκι δίπλα στο τζάκι.

Η γάτα κουλουριάστηκε μπροστά του κι άρχισε να γουργουρίζει, ενώ ταυτόχρονα έπινε με τη γλώσσα της.

Αυτός έβρασε το αυγό του και το έφαγε με μια φέτα ψωμί, κοιτάζοντας τη γάτα που έτρωγε το κομματιασμένο κρέας. Όταν τελείωσε, γέμισε και ήπιε ένα φλιτζάνι νερό από τον κουβά στο νεροχύτη, ύστερα κάθισε, την πήρε στα γόνατά του κι αυτή κουλουριάστηκε αμέσως και ξεκίνησε την τουαλέτα της. Ο Σέβερν άρχισε πάλι να της μιλάει και κάθε τόσο την άγγιζε χαϊδευτικά για να δώσει έμφαση στα λόγια του.

«Ανακάλυψα πού μένει η κυρά σου, γάτα. Δεν είναι πολύ μακριά -μένει εδώ, κάτω από την ίδια στέγη που στάζει, αλλά στη βόρεια πτέρυγα που νόμιζα πως ήταν ακατοίκητη. Μου το είπε ο θυρωρός. Έτυχε να είναι σχεδόν ξεμέθυστος σήμερα το βράδυ. Ο κρεοπώλης στην οδό Ντε Σεν, όπου αγόρασα το κρέας σου σε ξέρει, και ο γερο-Καμπάν ο φούρναρης σε αναγνώρισε με περιττό σαρκασμό. Μου είπαν άσχημες ιστορίες για την κυρά σου, αλλά δεν τις πιστεύω. Λένε πως είναι αργόσχολη, ματαιόδοξη και αγαπά τις ηδονές· λένε πως είναι άμυαλη κι απερίσκεπτη. Ο μικρός γλύπτης του ισογείου αγόραζε ψωμάκια από τον γέρο-Καμπάν κι απόψε μου μίλησε για πρώτη φορά, αν και πάντα χαιρετούσαμε ο ένας τον άλλο.

Μου είπε πως ήταν πολύ καλή και πολύ όμορφη. Την έχει δει μόνο μια φορά και δε γνωρίζει το όνομά της. Τον ευχαρίστησα· δεν ξέρω γιατί τον ευχαρίστησα τόσο θερμά. Ο Καμπάν είπε, «Σ’ αυτήν την καταραμένη Οδό των Τεσσάρων Ανέμων, οι τέσσερις άνεμοι φέρνουν όλα τα διαβολικά πράγματα». Ο γλύπτης σάστισε, όταν όμως βγήκε έξω με τα ψωμάκια του, μου είπε, «Είμαι σίγουρος, Μεσιέ, πως δεν έχει μόνο περισσή ομορφιά, αλλά και καλοσύνη».

Η γάτα είχε τελειώσει την τουαλέτα της, πήδησε απαλά στο πάτωμα, πήγε στην πόρτα και μύρισε. Εκείνος γονάτισε δίπλα της, ξεκούμπωσε την καλτσοδέτα και την κράτησε για μια στιγμή στα χέρια του. Έπειτα από λίγο είπε: «Πάνω στην ασημένια πόρπη, κάτω από το κούμπωμα, είναι χαραγμένο ένα όνομα. Είναι ωραίο όνομα, Σίλβια Ελβέν. Το Σίλβια είναι γυναικείο όνομα, Ελβέν είναι το όνομα μιας πόλης. Στο Παρίσι και ιδίως σ’ αυτήν τη συνοικία, στην Οδό των Τεσσάρων Ανέμων, τα ονόματα σβήνουν και ξεχνιούνται όπως αλλάζουν οι μόδες με τις εποχές. Την γνωρίζω τη μικρή πόλη του Ελβέν, αφού εκεί συνάντησα τη Μοίρα πρόσωπο με πρόσωπο και η Μοίρα ήταν σκληρή. Το ξέρεις όμως ότι στο Ελβέν η Μοίρα είχε άλλο όνομα κι αυτό το όνομα ήταν Σίλβια;»

Ο Σέβερν ξαναπέρασε την καλτσοδέτα στη θέση της, σηκώθηκε και κοίταξε τη γάτα που ήταν κουλουριασμένη μπροστά στην κλειστή πόρτα.

«Το όνομα Ελβέν με μαγεύει. Μου φέρνει στο νου λιβάδια και διάφανα ποτάμια. Το όνομα Σίλβια με ενοχλεί σαν άρωμα από νεκρά λουλούδια».

Η γάτα νιαούρισε.

«Ναι, ναι», την καθησύχασε, «θα σε πάω πίσω. Η Σίλβια σου δεν είναι η δική μου Σίλβια· ο κόσμος είναι μεγάλος και το Ελβέν δεν είναι άγνωστο. Παρ’ όλα αυτά, μες στα σκοτάδια και τη βρομιά των φτωχογειτονιών του Παρισιού, μες στις θλιβερές σκιές τούτου του παμπάλαιου σπιτιού, αυτά τα ονόματα με ευχαριστούν πολύ».

Την σήκωσε στην αγκαλιά του και διέσχισε τους σιωπηλούς διαδρόμους ώσπου έφτασε στη σκάλα. Κατέβηκε τους πέντε ορόφους, βγήκε στη φεγγαρόλουστη αυλή, προσπέρασε την καμαρούλα του μικρού γλύπτη, ξαναμπήκε στο κτίριο από την πύλη της βόρειας πτέρυγας, ανέβηκε τα σαρακοφαγωμένα σκαλιά και συνέχισε να προχωρεί ώσπου έφτασε σε μια κλειστή πόρτα. Αφού χτύπησε αρκετές φορές, κάτι κουνήθηκε πίσω από την πόρτα, η πόρτα άνοιξε κι αυτός μπήκε μέσα. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Καθώς διέσχιζε το κατώφλι, η γάτα πήδησε από την αγκαλιά του και χάθηκε στις σκιές.

Εκείνος αφουγκράστηκε, μα δεν άκουσε τίποτα. Η σιωπή ήταν καταθλιπτική και άναψε ένα σπίρτο. Δίπλα του υπήρχε ένα τραπέζι και πάνω στο τραπέζι ένα κερί με επίχρυσο κηροπήγιο. Το άναψε και κοίταξε γύρω του. Η κάμαρα ήταν τεράστια, οι ταπετσαρίες πνιγμένες στο κέντημα Πάνω από το τζάκι δέσποζε μια σκαλιστή κορνίζα, γκρι από τις στάχτες που είχαν αφήσει οι σβησμένες φωτιές. Σε μιαν εσοχή δίπλα στα παράθυρα υπήρχε ένα κρεβάτι· τα κλινοσκεπάσματα, απαλά και φίνα σαν δαντέλα, σέρνονταν στ γυαλισμένο πάτωμα. Σήκωσε το κερί πάνω από το κεφάλι του. Στα πόδια του βρισκόταν πεσμένο ένα μαντήλι. Ήταν ελαφρώς αρωματισμένο.

Στράφηκε προς τα παράθυρα. Μπροστά τους βρισκόταν ένας καναπές και πάνω του ήταν άτακτα πεταμένα μια μεταξωτή ρόμπα, ένας σωρός από ενδύματα που έμοιαζαν δαντελένια, λευκά και λεπτεπίλεπτα σαν ιστός αράχνης, μακριά τσαλακωμένα γάντια και κάτω, στο πάτωμα, οι κάλτσες, τα μικρά μυτερά παπούτσια και μια καλτσοδέτα από ροζ μετάξι, με παράξενα λουλουδάτα σχέδια και ασημένια πόρπη. Γεμάτος απορία, έκανε ένα βήμα μπροστά και άνοιξε τις κουρτίνες του κρεβατιού. Η φλόγα του κεριού που κρατούσε φούντωσε για μια στιγμή· μετά τα μάτια του συνάντησαν δυο άλλα μάτια, ορθάνοιχτα, χαμογελαστά, και η φλόγα έριξε τη λάμψη της σε μαλλιά βαριά σαν χρυσάφι.

Ήταν χλομή, μα όχι όσο αυτός. Το βλέμμα της ήταν γαλήνιο σαν μικρού παιδιού· εκείνος όμως απόμεινε να την κοιτάζει, τρέμοντας από την κορφή ως τα νύχια, ενώ η φλόγα του κεριού τρεμόπαιζε στο χέρι του.

Στο τέλος ψιθύρισε: «Σίλβια, εγώ είμαι».

Και πάλι της είπε, «Εγώ είμαι».

Τότε κατάλαβε πως ήταν νεκρή και την φίλησε στο στόμα. Και τις ατέλειωτες ώρες της αγρύπνιας η γάτα γουργούριζε ολονυχτίς στα γόνατά του, έσφιγγε και χαλάρωνε τα μαλακά της πέλματα, ώσπου το χλομό φως της αυγής φώτισε τον ουρανό πάνω από την Οδό των Τεσσάρων Ανέμων.

#Ρόμπερτ Γ. Τσέιμπερς /Ο Βασιλιάς με τα Κίτρινα [το 6ο κι 7ο διήγημα]

Ο Ρόμπερτ Γ. Τσέιμπερς γεννήθηκε στο Μπρούκλιν το 1865 και μετά τη βασική του εκπαίδευση σπούδασε ζωγραφική αρχικά στη Νέα Υόρκη κι έπειτα στο Παρίσι. Πολύ γρήγγορα στράφηκε στην λογοτεχνία και στην πλούσια και παραγωγική του καριέρα έγραψε περισσότερα από εβδομήντα έργα, μυθιστορήματα και διηγήματα διαφόρων ειδών. Πέθανε το 1933. Το έργο του «Βασιλιάς με τα Κίτρινα» θεωρήθηκε ένα αριστούργημα του φανταστικού και είναι αυτό που του χάρισε την υστεροφημία και μια εξέχουσα θέση στη φανταστική λογοτεχνία την οποία διατηρεί μέχρι και σήμερα. Ο Τσέιμπερς επηρέασε πολλούς από τους συγγραφείς του Φανταστικού, όπως τους Μπλάκγουντ, Κλαρκ Άστον Σμιθ, Ρόμπερτ Χάουαρντ κ.ά. αλλά κυρίως και βαθύτερα τον Χ.Φ. Λάβκραφτ.

«Ο Παράδεισος των Προφητών» [The Prophets’ Paradise], που την εγκαινιάζει, ένα σύνθετο κείμενο, με επιμέρους οχτώ διαφορετικά μικρότερα στο μέγεθος βινιέτας, πρωτοποριακό για την εποχή του στη σύλληψη και γραφή, προαναγγέλλει το σύντομο διήγημα αλλά, κυρίως, ένα νέο είδος λογοτεχνίας: το παράλογο-σουρεαλιστικό στο οποίο θα διαπρέψουν αργότερα συγγραφείς του ύψους ενός Λόρδου Ντάνσανι (1878-1957), Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986), Φρέντρικ Μπράουν (1906-1972), και πλήθος άλλων. Οι τίτλοι των μικρών αυτών κοσμημάτων, «Το Εργαστήρι», «Το Φάντασμα», «Η Θυσία», «Πεπρωμένο», «Το Πλήθος», «Ο Γελωτοποιός», «Παρασκήνια» και « Η Δοκιμασία της Αγάπης», είναι καθαρά συμβολικοί και οι μικρές σκηνές τους εμπεριέχουν ένα «κρυφό» νόημα η αποκρυπτογράφηση των συμβόλων τους που συνθέτουν την εικόνα, αποκαλύπτει τη ματαιότητα της ανθρώπινης κίνησης.

Έχοντας βρεθεί στο κέντρο των καλλιτεχνικών ανακατατάξεων στο Παρίσι κατά τη διάρκεια των σπουδών του ο συγγραφέας, και πολύ πριν ο Αντρέ Μπρετόν (1896-1966), κυκλοφορήσει το περίφημο «Σουρεαλιστικό Μανιφέστο» του, το 1924, συλλαμβάνει το καινούργιο πνεύμα που αρχίζει να πνέει στους κόλπους της Τέχνης. «Ο Παράδεισος των Προφητών» είναι το καλύτερο δείγμα του.

«Η Οδός των Τεσσάρων Ανέμων» [The Street Of The Four Winds], που ακολουθεί, επικεντρώνει την υπόγεια προβληματική του στη μυστικιστική σημασία της γάτας. Η μεταφυσική αύρα που περιβάλλει το εν λόγω αιλουροειδές, ξεκινά από την αρχαία Αίγυπτο και φτάνει ακόμη και μέχρι τις ημέρες μας. Ο Ε.Α. Πόε στον «Μαύρο Γάτο» (1843), και ο Χ.Φ. Λάβκραφτ στο «Οι Γάτες της Ουλθάρ» (1920) την χρησιμοποιούν με ανατριχιαστική αποτελεσματικότητα. Στον Ρ.Γ.Τ. διατηρεί τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της, αλλά αμέσως μετά την «είσοδό» της στο προσκήνιο του διηγήματος αρχίζει να συμπεριφέρεται παράξενα.

Η κίνησή της, το βλέμμα της, η συμπεριφορά της γενικά, παρ’ όλο που δίνουν την εντύπωση ότι είναι οι φυσιολογικές της εκδηλώσεις, ωστόσο, μοιάζει να υπονοούν «κάτι» άλλο, να είναι «κάτι» άλλο. Θα αποδειχθεί τελικά ότι είναι ένας αγγελιοφόρος-πνεύμα θανάτου. Θα οδηγήσει τον νεαρό ζωγράφο στη νεκρή του αγαπημένη, στην ουσία στο τέλος του προσωπικού του δράματος. Αλλά από πού προέρχεται το «πλάσμα» και ποιος το έστειλε; Και είναι απλώς μια «εκπαιδευμένη» γάτα ή ένα «μεταμφιεσμένο» σε γάτα ον που κάτω από την συγκεκριμένη αποστολή του υποκρύπτεται ένα άλλο μήνυμα; Τίποτε δεν δηλώνεται κι αυτή ακριβώς η ασάφεια είναι που πυροδοτεί την ανθρώπινη σκέψη οδηγώντας την μέσα από άγνωστα μονοπάτια σε ακόμη πιο άγνωστα δάση.

terrapapers.com



Μην αφησετε την Πληροφορια να σας ξεπερασει

Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice

  • 1 Month Subscription
    3 Month Subscription
    6 Month Subscription
    Year Subscription

Από Κατοχικά Νέα

"Το katohika.gr δεν υιοθετεί τις απόψεις των αρθρογράφων, ούτε ταυτίζεται με τα ρεπορτάζ που αναδημοσιεύει από άλλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και δεν ευθύνεται για την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και το περιεχόμενό τους. Συνεπώς, δε φέρει καμία ευθύνη εκ του νόμου. Το katohika.gr , ασπάζεται βαθιά, τις Δημοκρατικές αρχές της πολυφωνίας και ως εκ τούτου, αναδημοσιεύει κείμενα και ρεπορτάζ, από όλους τους πολιτικούς, κοινωνικούς και επιστημονικούς χώρους." Η συντακτική ομάδα των κατοχικών νέων φέρνει όλη την εναλλακτική είδηση προς ξεσκαρτάρισμα απο τους ερευνητές αναγνώστες της! Ειτε ειναι Ψεμα ειτε ειναι αληθεια !Έχουμε συγκεκριμένη θέση απέναντι στην υπεροντοτητα πληροφορίας και γνωρίζουμε ότι μόνο με την διαδικασία της μη δογματικής αλήθειας μπορείς να ακολουθήσεις τα χνάρια της πραγματικής αλήθειας! Εδώ λοιπόν θα βρειτε ότι θέλει το πεδίο να μας κάνει να ασχοληθούμε ...αλλά θα βρείτε και πολλούς πλέον που κατανόησαν και την πληροφορία του πεδιου την κάνουν κομματάκια! Είμαστε ομάδα έρευνας και αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε μαζί μας καμία ταμπέλα που θα μας απομακρύνει από το φως της αλήθειας ! Το Κατοχικά Νέα λοιπόν δεν είναι μια ειδησεογραφική σελίδα αλλά μια σελίδα έρευνας και κριτικής όλων των στοιχείων της καθημερινότητας ! Το Κατοχικά Νέα είναι ο χώρος όπου οι ελεύθεροι ερευνητές χρησιμοποιούν τον τοίχο αναδημοσιεύσεως σαν αποθήκη στοιχείων σε πολύ μεγαλύτερη έρευνα από ότι το φανερό έτσι ώστε μόνοι τους να καταλήξουν στο τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα και τι κρυβεται πισω απο καθε πληροφορια που αλλοι δεν μπορουν να δουν! Χωρίς να αναγκαστούν να δεχθούν δογματικές και μασημενες αλήθειες από κανέναν άλλο πάρα μόνο από την προσωπική τους κρίση!

Μια σκέψη στο “Ο Παράδεισος των Προφητών”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

elGreek