Αντιμετώπισα πρόσφατα την περίπτωση ζευγαριού που είχε συμβληθεί σε σύμβαση δανείου με κάποια από τις παραπαίουσες ιδιωτικές -για λίγο ακόμα- τράπεζες. Πρωτοφειλετης ήταν ο σύζυγος και εγγυητής η σύζυγος. Η ιδιαιτερότητα εδώ της περίπτωσης, ήταν ότι η σύζυγοςεγγυήθηκε με ακίνητο ιδιοκτησίας της το οποίο ήταν μικρότερης αξίας από το ύψος του δανείου, λόγος για τον οποίο νόμισε εσφαλμένα ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να χορηγήσει εμπράγματη ασφάλεια υπέρ της τράπεζας (με το ακίνητο που δέχτηκε να προσημειώσει)και ΟΧΙ ότι εγγυάται ατομικά ως αυτοφειλέτης (για το σύνολο δηλ του δανείου). Σε αυτή την περίπτωση, εφόσον βεβαίως τα πράγματα έχουν έτσι και αποδειχτεί όντος η πλάνη αυτή μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως,
ΔΕΝ συντρέχει σύμφωνα με την ΑΠ 1096/2006 νόμιμος λόγος εκδόσεως διαταγής πληρωμής εις βάρος του εγγυητή για ΚΑΝΕΝΑ ποσό. Η απόφαση που στη δίκη αυτή εκδόθηκε από το Εφετείο, ΔΕΝ ακύρωσε ΜΕΡΙΚΩΣ τη διαταγή πληρωμής, περιορίζουσα το ποσόν αυτής, μέχρι την αξία του ακινήτου που ο εγγυητής χορήγησε ως εμπράγματη ασφάλεια, αλλά ακύρωσε ΟΛΙΚΩΣ την διαταγή πληρωμής!
Ειδικότερα:
Κατά το άρθρο 847 Α.Κ., «με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή». Σε μια τυπική σύμβαση δανείου με την τράπεζα ο εγγυητής δηλώνει ότι εγγυάται ανεπιφυλάκτως προς την τράπεζα ότι θα εξοφλήσει το ποσό του δανείου και υπόσχεται ότι, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλετη και ότι προς εξασφάλιση της απαιτήσεως της τράπεζας θα συναινέσει στην εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης επί ακινήτων του. Ταυτόχρονα, κατά την πάγια τακτική των επί σειρά ετών προκλητικά παρανομούντων τραπεζών, βάζουν τους εγγυητές και υπογράφουν παραίτηση από τα ευεργετήματα διαιρέσεως και διζήσεως και όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διατάξεις των αρθρ. 853, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 του Α.Κ ,
όρoς που με πλείστες αποφάσεις έχει κριθεί από τη Δικαιοσύνη άκυρος ως καταχρηστικός.
Στην εγγύηση εφαρμόζονται οι κοινές για σύμβαση διατάξεις, όπως εκείνες που αφορούν τα ελαττώματα της δηλώσεως βουλήσεως. Κατά συνέπεια, η εγγύηση μπορεί να ακυρωθεί λόγω ουσιώδους πλάνης (άρθρα 140, 142 Α.Κ). Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία ο εγγυητής υπογράφει ένα έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι έχει ορισμένο περιεχόμενο με ορισμένες συνέπειες, ενώ αυτό περιλαμβάνει περιεχόμενο διαφορετικό. Χωρεί λοιπόν ακύρωση της εγγύησης λόγω ουσιώδους πλάνης, όπως όταν ο εγγυητής υπογράφει μια σύμβαση εγγυήσεως νομίζοντας εσφαλμένα ότι έχει ορισμένο περιεχόμενο, ενώ στην πραγματικότητα αυτό είναι διαφορετικό. Αυτό μπορεί να συμβεί (και) όταν ο εγγυητής νόμιζε εσφαλμένα ότι με τη σύμβαση που υπέγραφε αναλάμβανε την υποχρέωση να παράσχει εμπράγματη ασφάλεια υπέρ της Τράπεζας και ΟΧΙ ότι εγγυόταν προσωπικά για την εξόφληση του συνόλου του χρέους του πρωτοφειλέτη.
Η εκ μέρους του εγγυητή παραχώρηση υποθήκης σε ακίνητο ΔΕΝ σημαίνει ότι αυτός γίνεται και οφειλέτης της τράπεζας, εκτός άν αυτός ενέχεται και προσωπικά. Το ίδιο ισχύει και για την προσημείωση υποθήκης. Η ακύρωση απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση κατόπιν άσκησης αγωγής, ανακοπής ή ένστασης, από τον πλανηθέντα εγγυητή ή τον κληρονόμο του (μιας και τα χρέη κληρονομούνται άμα δεν ενεργήσεις τα δέοντα).
Δες εδώ την Α Π Ο Φ Α Σ Α Ρ Α 1096/ 2006 του ΑΠ και υποκλίσου μπροστά στη σοφίααυτονών που γνωρίζουν νομικά.