Μία από τις πρώτες έρευνες που μελετούν και επιβεβαιώνουν ότι τα άτομα με μουσική εκπαίδευση παρουσιάζουν καλύτερη ακουστική μνήμη με χρήση λεκτικών ερεθισμάτων είναι αυτή του Chan και συνεργατών το 1998. Τον πληθυσμό της συγκεκριμένης έρευνας αποτελούσαν ενήλικες μουσικοί, οι οποίοι είχαν τουλάχιστον 6 χρόνια μουσικής εκπαίδευσης και άτομα που δεν είχαν λάβει κανενός είδους μουσική εκπαίδευση.
Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να ανακαλέσουν όσες περισσότερες λέξεις μπορούσαν κάθε φορά από μια λίστα 16 λέξεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μουσικοί σημείωσαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην ανάκληση λέξεων σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Ουσιαστικά, δηλαδή, κατάφεραν να απομνημονεύσουν και να ανακαλέσουν περισσότερες λέξεις σε σύγκριση με τα άτομα που δεν είχαν λάβει μουσική εκπαίδευση.
Σημαντική, επίσης, κρίνεται η έρευνα της Jakobsοn και συνεργατών (2003) σε ενήλικες που είχαν λάβει μουσική εκπαίδευση σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Η συγκεκριμένη έρευνα είχε ως στόχο να εντοπίσει διαφορές στη λεκτική εργαζόμενη μνήμη μεταξύ των δύο ερευνητικών ομάδων. Οι ερευνητές βρήκαν θετική συνάφεια μεταξύ των χρόνων μουσικής εκπαίδευσης και της επίδοσης σε αυτή τη δοκιμασία και αποδίδουν αυτή τη διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων στο ότι η μουσική εκπαίδευση πιθανόν ενισχύει τις δεξιότητες ακουστικής επεξεργασίας, επιτρέποντας την ακριβή διάκριση μεταξύ των συνεχώς εναλλασσόμενων και διαφορετικών ακουστικών ερεθισμάτων.
Σε επίπεδο μελέτης της εγκεφαλικής δραστηριότητας έχουν εντοπιστεί δομικές εγκεφαλικές διαφορές μεταξύ μουσικών και μη και πιο συγκεκριμένα οι διαφορές αφορούν στον κροταφικό λοβό και συγκεκριμένα στο κατώτερο τμήμα της μετωπιαίας έλικας, εγκεφαλική περιοχή σχετιζόμενη με τη λεκτική μνήμη και την ακοή, (Keenan et.al.,2001, Lueders et al , 2004, Schlaug et al , 1995a; Zatorre et al, 1998). Επίσης, άλλες έρευνες εντοπίζουν διαφορές στο οπίσθιο μέρος της προκεντρικής αύλακας (Αmunts et al , 1997 ), το μεσολόβιο (Schmithorst & Wilke, 2002), την πρόσθια πλάγια πλευρά της κροταφικής έλικας του Heschl, (Schneider et al., 2002) την κάτω πλάγια κροταφική αύλακα, τoν κάτω πλάγιο κροταφικό λοβό (Gaser & Schlaug, 2003a, Lueders et al., 2004) και μέρη της παρεγκεφαλίδας, (Hutchinson et al., 2003).
Σε επίπεδο συμπεριφοράς εντοπίζονται σημαντικές διαφορές στην ενδοημισφαιρική επικοινωνία, την επεξεργασία ακουστικών πληροφοριών, στις ανώτερες γνωστικές λειτουργίες και κυρίως στον έλεγχο της προσοχής, σε εγκεφαλικές περιοχές όπου εδράζονται οι γλωσσικές λειτουργίες και τέλος σε εγκεφαλικές περιοχές που ελέγχουν την δεξιότητα της κίνησης. Οι συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές συνδέονται με δεξιότητες που σχετίζονται με τη χρήση ενός μουσικού οργάνου και την εκτέλεση και αντίληψη της μουσικής.
Συμπερασματικά, γίνεται εύκολα αντιληπτό το γεγονός ότι ο όρος μνήμη περιγράφει ένα νοητικό σύστημα που αποθηκεύει, οργανώνει, τροποποιεί και κωδικοποιεί πληροφορίες που προσλαμβάνονται μέσω των αισθήσεων. Η έρευνα έχει αποδείξει ότι η μνημονική λειτουργία επηρεάζεται από ποικίλους και διαφορετικούς παράγοντες. Ένας από αυτούς είναι και η μουσική, η οποία έχει βρεθεί να ενεργοποιεί αρκετές εγκεφαλικές περιοχές με κυριότερες αυτές που ευθύνονται για την επεξεργασία ακουστικών ερεθισμάτων.
Ταυτόχρονα, γίνεται κατανοητό το γεγονός ότι η μουσική ασκεί τεράστια δύναμη και επηρεάζει το συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου καθώς και τη συμπεριφορά του. Ερευνητικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι η μουσική περιορίζει το άγχος και την κατάθλιψη, συμβάλλει στη χαλάρωση του ανθρώπου και ενισχύει την αποθήκευση και την ανάκληση των πληροφοριών, δηλαδή ασκεί θετική επιρροή στη μνήμη.
Και αυτό μπορεί να συμβεί διότι σύμφωνα με τον Chan et al (1998) η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου συντελεί στην ανάπτυξη της ακουστικής λεκτικής μνήμης. Η έρευνα του σε ενήλικες μουσικούς έδειξε ότι η συγκεκριμένη ομάδα παρουσίαζε πιο ανεπτυγμένη την αριστερή κροταφική περιοχή , περιοχή που σχετίζεται με την επεξεργασία των ακουστικών πληροφοριών .Αυτή η ομάδα μπορούσε να θυμάται 17% περισσότερες λεκτικές πληροφορίες σε σχέση με την ομάδα χωρίς μουσική εκπαίδευση.
Τα ευρήματα αυτά επιβεβαίωσε ο Ηο et al (2003) σε 90 αγόρια ηλικίας 9-15 ετών. Η πειραματική ομάδα σημείωσε καλύτερη ακουστική μνήμη σε σχέση με την ομάδα ελέγχου και μάλιστα όσο μεγαλύτερης διάρκειας είναι η μουσική εκπαίδευση τόσο καλύτερα τα ποσοστά της ακουστικής μνήμης. (Αν.Καραπέτσας, Ρ.Λασκαράκη, Ν.Ζυγούρης, 2011).
Έρευνα που διεξήχθη από το Εργαστήριο Νευροψυχολογίας
Σε μία προσπάθεια μας να μελετήσουμε την επίδραση της μουσικής και σε ποιο βαθμό η μουσική εκπαίδευση επηρεάζει τις γνωστικές λειτουργίες διεξαγάγαμε την ακόλουθη έρευνα. Αναλυτικότερα, το δείγμα μας αποτελείται από 36 παιδιά ηλικίας 9 έως και 12 ετών (4 παιδιά 9 ετών, 12 παιδιά 10 ετών, 12 παιδιά 11 ετών και 8 παιδιά 12 ετών) εκ των οποίων τα 18 (9 αγόρια και 9 κορίτσια) έχουν μουσική εκπαίδευση (μ.ο. 2,4 χρόνια) ενώ τα υπόλοιπα 18 παιδιά (9 αγόρια – 9 κορίτσια) δεν μαθαίνουν κάποιο μουσικό όργανο και η μόνη τους ενασχόληση με τη μουσική είναι αυτή της μίας εκπαιδευτικής ώρας του σχολικού προγράμματος εβδομαδιαίως.
Θέλοντας να εξετάσουμε την οπτικο-χωρική οργάνωση και αντίληψη, την οπτική μνήμη, καθώς και την βραχυπρόθεσμη αλλά και τη μνημονική λειτουργία μετά από εμβόλιμες δραστηριότητες –ακουστική εργαζόμενη μνήμη, χορηγήσαμε τις ακόλουθες δοκιμασίες: α) το Rey – Osterrieth Complex Test (Το πολύπλοκο σχεδιάγραμμα του Rey) και β) το Rey Auditory – Verbal Learning Test. Το κάθε παιδί αρχικά έλαβε την εντολή να αντιγράψει το σχέδιο το οποίο του είχε τοποθετηθεί οριζόντια στην αντίθετη πλευρά από το χέρι που χρησιμοποιούσε για τη γραφή. Μετά από τρία λεπτά αφού το παιδί είχε αντιγράψει το σχέδιο, το σχέδιο απομακρύνθηκε και το παιδί κλήθηκε να ζωγραφίσει το σχέδιο από μνήμης (Karapetsas, A., Vlachos, F., (1997)). Αφού ολοκληρώθηκε και αυτή η διαδικασία του ζητήθηκε να ανακαλέσει όσες περισσότερες λέξεις μπορούσε από τη λίστα των 15 λέξεων του Rey auditory – verbal learning test που του διαβάστηκε (Καραπέτσας, 2007).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Εντυπωσιακά οι διαφορές είναι υψηλά στατιστικά σημαντικές στην εργαζόμενη μνήμη για τα παιδιά με μουσική εκπαίδευση
Όπως προείπαμε, ένα εξίσου σημαντικό πόρισμα ήταν το γεγονός ότι ο αριθμός των λέξεων που μπόρεσαν να ανακαλέσουν τα παιδιά αυτά ήταν ανάλογος με τα χρόνια μουσικής εκπαίδευσης και εκμάθησης οργάνου. Όσο μεγαλύτερο ήταν το διάστημα εκπαίδευσης του παιδιού τόσο μεγαλύτερος ήταν και ο αριθμός ανάκλησης λέξεων. Αυτή η μελέτη οδήγησε πολλούς ερευνητές στην υπόθεση ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποιος βιολογικός σύνδεσμος μεταξύ της μνήμης και της μουσικής.
Σύμφωνα με τον Agnes Chan, η εξάσκηση μιας συγκεκριμένης εγκεφαλικής περιοχής μπορεί να επηρεάσει άλλες σχετιζόμενες περιοχές. Η ενεργοποίηση του αριστερού κροταφικού λοβού που προκαλείται από την ακρόαση μουσικής εξίσου ενεργοποιεί γειτονικές περιοχές που σχετίζονται με τη γνωστική λειτουργία της μνήμης και πιο συγκεκριμένα με την ενεργοποίηση του κροταφικού πεδίου, εγκεφαλική περιοχή που εμπλέκεται και είναι υπεύθυνη για την επεξεργασία και αποθήκευση των ακουστικών πληροφοριών.
Αυτή η περιοχή ελέγχει τη μνήμη που σχετίζεται με τη συγκράτηση των λεκτικών πληροφοριών (Lavelle, 2003). Όταν τα παιδιά άκουγαν τις λέξεις που τους διαβάζονταν κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, το κροταφικό πεδίο των παιδιών με μουσική εκπαίδευση μπορούσε να συγκρατήσει μεγαλύτερο αριθμό λέξεων σε σχέση με αυτό των άλλων παιδιών.
Διδάσκων Α. Καραπέτσας, απόσπασμα από Κλινική νευροψυχολογία του παιδιού
…μια άλλη μορφή της συνείδησης
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice