Σε μια συγκεκριμένη πόλη υπήρχε μια όμορφη πόρνη που είχε πολλούς εραστές. Ο πρίγκιπας της πρότεινε: «Υπόσχεσου να ζήσεις αγνά και συμφωνώ ότι πρέπει να γίνεις γυναίκα μου». Του υποσχέθηκε λοιπόν. Ο πρίγκιπας την παντρεύτηκε και την πήγε στο σπίτι του. Όταν το έμαθαν αυτό, οι πρώην εραστές της συζήτησαν μεταξύ τους τα εξής: ο τάδε πρίγκιπας την παντρεύτηκε και την πήγε στο σπίτι του. Αν πάμε κατευθείαν στο σπίτι, ο πρίγκιπας θα μας βασανίσει.
Να τι θα κάνουμε: να πάμε πίσω από το σπίτι και να της σφυρίξουμε. Θα αναγνωρίσει το σφύριγμα μας και θα μας βγει: τότε δεν θα φταίμε πια εμείς. Και έτσι έκαναν. Αλλά εκείνη, ακούγοντας το σφύριγμα, κάλυψε τα αυτιά της, έτρεξε στο εσωτερικό δωμάτιο και κλείδωσε τις πόρτες πίσω της.
Ο Αββάς εξήγησε την παραβολή ως εξής:«Η πόρνη είναι ψυχή. Οι εραστές της είναι πάθη. Ο πρίγκιπας είναι ο Χριστός. Το εσωτερικό δωμάτιο είναι η αιώνια κατοικία. οι λάτρεις του σφυρίσματος είναι δαίμονες.
Εάν η ψυχή καταφεύγει συνεχώς στον Θεό, τότε οι δαίμονες και τα πάθη, φοβούμενοι, θα απομακρυνθούν από αυτήν».
************************************************************************************
Γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη διηγοῦνταν τὰ ἑξῆς: Μιᾶς νέας πέθαναν οἱ γονεῖς καὶ ἔμεινε
ὀρφανή. Τὸ ὄνομά της ἦταν Ταϊσία. Σκέφτηκε λοιπὸν ἡ κόρη
αὐτὴ νὰ κάνει τὸ σπίτι τῆς
ξενοδοχεῖο, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν Πατέρων ἀπὸ τὴ Σκήτη, καὶ ἔμεινε σὰν ξενοδόχος
ἀρκετὸ καιρό, ἐξυπηρετώντας τοὺς Πατέρες.
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ξοδεύτηκαν αὐτὰ ποὺ εἶχε καὶ ἄρχισε νὰ στερεῖται. Ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν
πλησίασαν κάποιοι διεφθαρμένοι ἄνθρωποι καὶ τὴν ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸν καλὸ σκοπό της.
Ἔτσι, ἄρχισε νὰ ζεῖ κακὴ ζωή. Ἔφθασε μέχρι τὴν πορνεία.
Οἱ Πατέρες τὸ πληροφορήθηκαν καὶ πάρα πολὺ λυπήθηκαν. Κάλεσαν τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη
τὸν Κολοβὸ καὶ τοῦ λένε: «Μάθαμε γιὰ κείνη τὴν ἀδελφὴ ὅτι ζεῖ ὄχι καλὴ ζωή. Αὐτὴ βέβαια,
ὅταν μποροῦσε, μᾶς ἔδειξε τὴν ἀγάπη της. Τώρα κι ἐμεῖς ἃς τῆς δείξουμε ἀγάπη καὶ ἃς τὴν
βοηθῇσουμε. Μπὲς ἐσὺ στὸν κόπο νὰ τὴν συναντήσεις καὶ μὲ τὴ σοφία πού σου χάρισε ὁ
Θεὸς τακτοποίησε ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ κείνην».
Πῆγε λοιπὸν ὁ ἀββᾶς. Λέει στὴ γριὰ τὴ θυρωρό: «Κᾶνε γνωστὸ στὴν κυρία σου ὅτι ᾖρθα».
Αὐτὴ ὅμως τὸν ἀπόδιωξε λέγοντας: «Ἐσεῖς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς φάγατε ὅ,τι εἶχε, καὶ τώρα πιὰ
εἶναι φτωχή». Τῆς λέει ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης: «Μίλησέ της γιὰ μένα μπορῶ νὰ τῆς φανῶ πολὺ
χρήσιμος». Οἱ ὑπηρέτες τῆς χαμογελώντας εἰρωνικά του λένε: «Τί μπορεῖς τάχα νὰ τῆς
δώσεις καὶ θέλεις νὰ τὴν ἀνταμώσεις;» «Ποῦ ξέρετε ἐσεῖς -ἀποκρίθηκε- τί πρόκειται νὰ τῆς
δώσω;»
Ἀνέβηκε λοιπὸν ἡ θυρωρὸς καὶ τῆς εἶπε γιὰ τὸν ἀββᾶ. Λέει. ἡ νέα: «Αὐτοὶ οἱ μοναχοὶ
πάντοτε περνοῦν ἀπὸ τὰ παράλια της Ἐρυθρᾶς θάλασσας καὶ βρίσκουν μαργαριτάρια».
Ἔπειτα στολίστηκε καὶ τῆς λέει: «Νὰ μοῦ τὸν φέρεις, παρακαλῶ, ἐπάνω». Μόλις ἀνέβηκε ὁ
ἀββᾶς, ἐκείνη πρόλαβε καὶ κάθισε στὴν κλίνη. Ὁ ἀββᾶς ᾖρθε καὶ κάθισε κοντά της καὶ
κοιτάζοντας τὴν μὲ προσοχὴ στὸ πρόσωπο, λέει: «Γιατί ἀπέρριψες τὸν Ἰησοῦ, ὥστε νὰ
φτάσεις ὡς αὐτὸ τὸ σημεῖο;» Στὰ λόγια αὐτὰ πάγωσε ὁλόκληρη. “Ἔσκυψε τὸ κεφάλι κάτω
ὁ ἀββᾶς καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει δυνατά. «Ἀββᾶ, τοῦ λέει ἐκείνη, γιατί κλαίς;» Σήκωσε γιὰ λίγο
το κεφάλι του, ἀλλ’ ἔσκυψε πάλι καὶ κλαίγοντας τῆς λέει: «Βλέπω τὸν σατανᾶ νὰ παίζει στὴν
ὄψη σου καὶ δὲν θὰ κλάψω;»
Τότε τοῦ λέει: «Ὑπάρχει μετάνοια, ἀββᾶ;» «Ναί», ἀπαντᾷ. «Πάρε μέ, τοῦ λέει, καὶ
πήγαινε μὲ ὅπου θέλεις». «Πᾶμε», τῆς ἀποκρίνεται. Σηκώθηκε καὶ τὸν ἀκολούθησε. Δὲνἄφησε καμία ἐντολὴ οὔτε ὅρισε τίποτε γιὰ τὸ σπίτι της. Τὰ πρόσεξε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς καὶ
θαύμασε.
Ἔφθασαν στὴν ἔρημο. Εἶχε βραδιάσει. Ὁ ἀββᾶς ἔκανε ἀπὸ τὴν ἄμμο ἕνα μικρὸ
προσκεφάλι γι’ αὐτὴν καὶ σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἕνα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὸ δικό της τής το
σφράγισε μὲ τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς λέει: «Κοιμήσου ἐδῶ». Καὶ ὁ ἴδιος, ἀφοῦ
τελείωσε τὶς προσευχές του, ξάπλωσε.
Τὰ μεσάνυχτα ξύπνησε. Βλέπει ἕναν δρόμο φωτεινό,
ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τερμάτιζε πάνω στὴ γυναῖκα καὶ εἶδε τοὺς ἀγγέλους τοῦ
Θεοῦ νὰ ἀνεβάζουν ψηλὰ τὴν ψυχή της. Σηκώθηκε. Τὴν πλησίασε καὶ τὴν ἔσπρωξε ἁπαλὰ
μὲ τὸ πόδι. Ἀντιλήφθηκε ὅτι εἶχε πεθάνει. Συγκινημένος ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ
δέονταν στὸν Θεό.
Μιὰ φωνὴ ἀκούστηκε ποὺ ἔλεγε: «Ἡ μετάνοια τῆς μιᾶς ὥρας αὐτῆς τῆς γυναίκας ἔγινε
περισσότερο δεκτὴ ἀπὸ τὴ μετάνοια πολλῶν ποὺ χρόνια μετανοοῦν, χωρὶς ὅμως ἡ μετάνοιά
τους νὰ ἔχει μιὰ τέτοια θερμότητα».
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice