Ο Αμερικανός συγγραφέας, Χένρι Μίλλερ, στο μυθιστόρημα του ο «Κολοσσός του Μαρουσιού» μεταφέρει την εξής εικόνα, επισκεπτόμενος για πρώτη φορά τη χώρα μας λίγο πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, «…Χαίρομαι που ήρθα στην Αθήνα μ’ εκείνο το απίστευτο κύμα καύσωνα, χαίρομαι που την είδα κάτω από τις χειρότερες συνθήκες. Ένιωσα τη γυμνή δύναμη των ανθρώπων, την αγνότητά τους, την ευγένειά τους, την καρτερικότητά τους. Είδα τα παιδιά τους, ένα θέαμα που με θέρμαινε, γιατί ερχόμενος από τη Γαλλία ήταν σαν ο κόσμος να μην είχε παιδιά, σαν να μην γεννιούνταν πια. Είδα ρακένδυτους ανθρώπους, και αυτό ήταν επίσης μια κάθαρση. Ο Έλληνας ξέρει πώς να ζει με τα κουρέλια του: αυτά δεν τον υποβιβάζουν καθόλου ούτε τον ρυπαίνουν, όπως σε άλλες χώρες που έχω επισκεφτεί…».
Έχω γεννηθεί, μεγαλώσει και ζω στην Αθήνα. Είμαι «παιδί» της πόλης, λοιπόν. Παρόλα αυτά, η καταγωγή μου είναι από ένα μικρό χωριό του νομού Μεσσηνίας, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Κυπαρισσίας. Από μικρό παιδί συνηθίζω να περνάω εκεί τα καλοκαίρια μου – μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού σαν παιδί και μικρότερο όσο μεγαλώνω. Το φετινό καλοκαίρι έτυχε να βρεθώ μεταξύ Πελοποννήσου και Πηλίου. Πέρασα από τον Κισσό του Πηλίου, τον Τυρό Αρκαδίας, την Επίδαυρο Αργολίδας και φυσικά από το χωριό μου στην Κυπαρισσία Μεσσηνίας.
Είτε στην πόλη ζει, είτε στην επαρχία, σύμφωνα με τη διεθνή θεωρία και ορολογία, σήμερα, θα βρει κανείς τρείς δομές διαχείρισης των πόρων, με επικρατέστερη την πρώτη. Αυτές είναι η ιδιωτικοποίηση (ή εκ των κάτω διαχείριση), όπου τα δικαιώματα αποδίδονται σε ιδιώτες, η κρατικοποίηση (ή εκ των άνω διαχείριση), όπου το κράτος διατηρεί τα πλήρη δικαιώματα, και η κοινοτικοποίηση ή αυτοδιαχείριση, όπου τα δικαιώματα αποδίδονται σε ομάδα χρηστών, ή σύμπραξη παικτών, οι οποίοι μοιράζονται την εξουσία και την ευθύνη στη διαχείριση του πόρου.
Από όπου και εάν πέρασα, αφενός διαπίστωσα την φανερή απουσία και αδυναμία της πολιτείας να καλύψει πολλές από τις ανάγκες της επαρχίας, στους εγκαταλελειμμένους της δρόμους, κτήρια, υποδομές, καθαριότητα, συντήρηση κ.α., και αφετέρου την προσπάθεια αυτοδιαχείρισης και συνεργασίας των κατοίκων της – μονίμων και μη. Στον Κισσό του Πηλίου συνάντησα τοπικές ομάδες – αρκετά μέλη, γεννημένα και μεγαλωμένα σε αστικά κέντρα, έχουν μετακομίσει εκεί και ζουν μόνιμα τα τελευταία χρόνια – που με δική τους πρωτοβουλία καθάριζαν με επιμέλεια τα μονοπάτια, τους δρόμους και τις πλατείες στο πανέμορφο και γραφικό τους χωριό, οργάνωναν τις προσωπικές καλλιέργειες και τα κοπάδια τους με αίσθημα συνεργασίας και συμμετείχαν σε τακτικές συναντήσεις και συζητήσεις με κύριο θέμα τους το πώς θα βελτιώσουν την τοπική τους οικονομία και κοινωνία.
Με αίσθημα αυτοδιαχείρισης και συνεργασίας συντηρούνται οι δρόμοι, τα κτήρια και γενικότερα οι εγκαταστάσεις στην Ελληνική ύπαιθρο. Στο χωριό μου, π.χ., οι κάτοικοι, προς τιμήν τους, έχουν δημιουργήσει μια τοπική ομάδα που έχει αναλάβει, με δικά της έξοδα και προσωπική εργασία, τη συντήρηση και καθαριότητα της παιδικής χαράς, του άνευ σχολικής χρήσης κτηρίου και των επαρχιακών του δρόμων. Η ίδια ομάδα δημιουργεί πολλές εκδηλώσεις που τα μέλη της κοινότητας άλλοτε καλούνται να μαγειρέψουν κάτι και να συνεισφέρουν σε ένα μεγάλο τραπέζι που στήνεται στην κεντρική της πλατεία προς κοινή ανάλωση και απόλαυση και άλλοτε να συμμετάσχουν και να συνεισφέρουν στην δημιουργία και οργάνωση τοπικών θεματικών βραδιών.
Μαζί με τις εγκαταλελειμμένες εξοχικές κατοικίες, αναβίωσαν και τα ξεχασμένα μποστάνια. Μόνιμη πλέον εικόνα είναι ότι σε όλες αυτές τις επαρχιακές περιοχές οι χωρικοί στις ιδιωτικές τους αυλές και κήπους καλλιεργούν κηπευτικά και οπωροφόρα δέντρα, τους καρπούς των οποίων γεύονται, διανέμουν και ανταλλάσουν δωρεάν μεταξύ τους. Γάλα, τυρί, ψωμί, αυγά, μέλι μέχρι και σαπούνια και άλλα τρόφιμα ή είδη πρώτης ανάγκης, δικής τους δημιουργίας και παραγωγής μπορεί να βρει κανείς στα σπίτια τους και να μοιραστεί μαζί τους.
Κοινό χαρακτηριστικό των τοπικών ομάδων αυτών είναι ότι ενώ συμμετέχουν στα κοινά έχουν διαχωρίσει τις ενέργειες και πράξεις τους, όχι μόνο από την απούσα και αδύναμη πολιτεία αλλά κυρίως από την όποια κομματικοποίηση.
Προσωπικά είχα να βιώσω μια αντίστοιχη κατάσταση από τη δεκαετία του 1980. Η γενικότερη αυτή προσπάθεια, σαφώς διαφορετική αλλά και οργανωμένη, συλλογική και μη κομματικοποιημένη σε σχέση με τότε, μπορεί σήμερα να είναι σε βρεφικό στάδιο ή ακόμη και στο πιο πριν από αυτό, στάδιο της κύησης, σου δημιουργεί, πάντως, την αίσθηση ότι ο Έλληνας μεταξύ Προμηθέα Δεσμώτη και προπατορικού αμαρτήματος, έχει μάθει να πολεμάει τους δαίμονες του, εσωτερικούς και εξωτερικούς, επιχειρώντας κάπου να ελευθερωθεί από τα δεσμά του, αλλού να επαναφέρει τον χαμένο του παράδεισο και σε κάποιες περιπτώσεις και τα δύο μαζί.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
Ο Ελληνας ηταν παντα άρχοντας, ακομα και μεσα στην φτώχεια του.
Θυμάμαι τα ασβεστωμένα πάρτε δια γεμάτα λουλούδια, τα κάτασπρα πεζούλια και τις πεντακάθαρες αυλές των φτωχικής σπιτιών.
Καποια βόδια τολμάνε να συγκρίνουν τους Ελληνες με τους γύφτο λαθρο που ερχονται τωρα στην Ελλαδα η τους Ελληνες μεταναςτες που εκτος του οτι πήγαν νόμιμα στις νέες τους πατρίδες, μετέφεραν εκει και τον πολιτισμό τους.
Αυτος ηταν ο Ελληνας. Τωρα βεβαια εχει αλλαξει, αλλα,και παλι άρχοντας ειναι σε οτι εχει σχέση με τον πολιτισμό.
Οποιος τολμάει να συγκρίνει τους Ελληνες με αλλους λαούς ειναι κακοπροαίρετος χωρις αλλο.
οι Ελληνες να πάψουμε να είμαστε κακομαθημένοι, γιατί ούτε οι δήμοι πλέον μπορούν να ανταπεξέλθουν ειδικά σε θέματα καθαριότητας, πέρσι όλα τα αποθεματικά των δήμων τα πήραν οι κυβερνώντες, αν οργανωθούμε με πνεύμα καταλλαγής και συμφιλίωσης, θα τα καταφέρουμε, στην Ιαπωνία οι μαθητές καθαρίζουν το σχολείο τους, ας αρχίσουν κι οι υπάλληλοι να καθαρίζουν τους χώρους που εργάζονται, μέχρι τώρα μασημένη τροφή έτρωγαν
Αυτος ηταν ο λογος που ποτε δν ειδα καραγκιοζη
Γιατι ηταν φτωχος μιζερος και βρωμιαρη
Στο χωριο του μπαμπα μου ΤΟΤΕ πριν τριαντα χρονια η φτωχεια τσακιζε κοκκαλα
Οταν ομως πηγαιναμε τα σπιτια αστραφταν απο παστρα και τα κερασματα ερχοτανε φέρτε
Φευγαμε και μας διννε και μαζι μας