Οι παραπάνω περιγραφές σχετικά με τη μέθοδο που αποκτάται το καθόλου καταδεικνύουν την εμπειρική σκέψη του Αριστοτέλη. Είναι σαφής ο πρωτεύων ρόλος της αίσθησης, η οποία αντικρύζει συμπτωματικά το καθολικό και δίνει το έναυσμα για την μετέπειτα αναγνώρισή του. Έτσι, η επαγωγή περιγράφεται ως η κατεξοχήν εμπειρική δραστηριότητα τόσο στο Α των Μετά τα Φυσικά όσο και στα Αναλυτικά Ύστερα . Ενώ, όμως, ο αριστοτελικός εμπειρισμός είναι καθαρός στο Α, στα Αναλυτικά Ύστερα μια ορθολογική πλευρά αφήνει τα ίχνη της.
Στην τελευταία παράγραφο του έργου εμφανίζεται για πρώτη φορά ο νους είτε για να φωτίσει περισσότερο το τοπίο είτε για να το συσκοτίσει. Στις τελευταίες σειρές ενός γραπτού κειμένου περιμένουμε, συνήθως, λόγια που συγκεφαλαιώνουν ή ανασυγκροτούν τα προηγούμενα. Φαίνεται, όμως, πως ο Αριστοτέλης άνοιξε καινούριους λογαριασμούς λέγοντας ότι επει δ’ουδεν αληθεστερον ενδεχεται ειναι επιστημης η νουν, νους αν ειη των αρχων…
Τελικά είναι ο νους αυτός που συλλαμβάνει ή κατανοεί τις πρώτες αρχές διότι είναι το ακριβέστερο και αληθέστερο γένος που υπάρχει μετά την επιστήμη.
Όπως είδαμε, δεν μπορεί να υπάρχει επιστήμη των πρώτων αρχών, αφού οι αρχές δεν αποδεικνύονται, αλλά γίνονται αντικείμενο σύλληψης από το νου. Κι επειδή οι πρώτες αρχές είναι περισσότερο γνωρίσιμες από τα συμπεράσματα μιας απόδειξης, είναι λογικό να γίνεται η σύλληψή τους με έναν τρόπο ασφαλέστερο και ανώτερο από την επιστήμη. Έτσι, αρχή της επιστήμης είναι ο νους.
Η επίδραση του νου στο χώρο της γνώσης μεταφράζεται ως κατανόηση των αρχών ή ως ενορατικός λόγος που συλλαμβάνει τις αρχές. Η ενορατική λειτουργία οφείλεται στη φυσική δυνατότητα του νου να κατανοεί την τάξη του εξωτερικού κόσμου. Στο σημείο αυτό εγείρονται αναπόφευκτα θεμελιώδη ερωτήματα. Ποια η σχέση του νου με την επαγωγή; Έρχονται σε αντιπαράθεση; Με ποιο τρόπο συλλαμβάνεται τελικά το καθόλου;
Ο Αριστοτέλης μοιάζει να μετεωρίζεται ανάμεσα στον πλατωνισμό της νεότητάς του και στον εμπειρισμό που καταβάθος υποστηρίζει. Ο νους είναι η τέλεια λειτουργία της ψυχής και συλλαμβάνει ενορατικά την αλήθεια των πρώτων αρχών από τις οποίες θα ξεκινήσει η απόδειξη. Μέσα στους αναβαθμούς της επαγωγικής διαδρομής η μορφή αποχωρίζεται σταδιακά την ύλη και προετοιμάζεται το έδαφος για την περαιτέρω αφαίρεση που θα πραγματοποιήσει τελικά ο νους.
Εδώ οι μελετητές βλέπουν το μεγάλο πρόβλημα που αφορά τη σύλληψη του καθόλου και κάποιοι επιχειρούν να συμβιβάσουν την εμπειρική με την ορθολογική όψη του ζητήματος. Ο Ross , αν και δεν φαίνεται να προβληματίζεται ιδιαίτερα από μια ενδεχόμενη αντίφαση, προβαίνει στον παρακάτω διαχωρισμό. Η επαγωγή αφορά τη μετάβαση από το επιμέρους στο γενικό, ενώ η ενόραση είναι η ανθρώπινη λειτουργία που συλλαμβάνει το καθόλου. Από το πρίσμα αυτό, ο νους και η επαγωγή είναι ονόματα για διαφορετικά πράγματα και δεν αλληλοαναιρούνται. Η επαγωγή περιγράφει ολόκληρη τη διαδρομή, το σύνολο των στιγμών έως την απόκτηση του καθόλου. Όμως, η τελική και καθοριστική πράξη διενεργείται από την ύψιστη ικανότητα του ανθρώπου: το νου.
Ο Barnes αφιερώνει αρκετό χώρο και χρόνο στο πρόβλημα της σύλληψης των πρώτων αρχών. Υποθέτει ότι η αδυναμία της επαγωγής να μας οδηγήσει από μόνη της στη γνώση των αρχών καθιστά αναγκαία την παρουσία της ενόρασης. Καταχρηστικά, ίσως, ο Barnes χρησιμοποιεί τον όρο ενορατική επαγωγή για να συνδέσει και στην πράξη τις δυο επίμαχες έννοιες. Ωστόσο, διαχωρίζει τον εαυτό του από όσους αναγνωρίζουν στο νου ένα ενορατικό ενέργημα, ένα ενορατικό βλέμμα που ορά τις αλήθειες. Θεωρεί ότι και ο νους μοιάζει περισσότερο με την αίσθηση όταν ενεργεί, εφόσον πραγματεύεται ατομικά πράγματα. Αυτό καθιστά τη χρήση της έννοιας «ενόραση» άστοχη.
Ο Barnes συμβιβάζει την επαγωγή με το νου ισχυριζόμενος ότι η κάθε έννοια αντιπροσωπεύει μια διαφορετική λειτουργία. Η επαγωγή σημαίνει τον τρόπο, τη μέθοδο, τη διαδικασία. Ο νους είναι η έξη, η ανθρώπινη ικανότητα. Αν μεταφράζαμε με τη λέξη ενόραση θα εννοούσαμε το νου ως μέθοδο και θα τον συγχέαμε με την επαγωγή. Καλύτερα, λοιπόν, ο νους είναι κατανόηση. Έτσι, ο νους που κατανοεί τις πρώτες αρχές είναι η αρχή της γνώσης. Μέσα από τη θεώρηση αυτή, ο Barnes αναγνωρίζει τον εμπειρικό χαρακτήρα της μεθόδου με την οποία συλλαμβάνεται το καθόλου, αλλά δεν θεωρεί ορθολογική παρέμβαση την επίδραση του νου, εφόσον ο τελευταίος δεν συνιστά τη μέθοδο, αλλά την ανθρώπινη γνωστική λειτουργία.
Η σχέση του επιμέρους με το καθόλου και μια ίσως πιο ορθολογική κλίση του Αριστοτέλη φαίνεται με έναν διαφορετικό τρόπο στο Περί Ψυχής. Στην πραγματεία αυτή η ανθρώπινη ψυχή είναι μια ψυχή που περνά σταδιακά από την άγνοια στη γνώση αναγνωρίζοντας τη σύστασή της και τη συμβατότητά της με τον εξωτερικό κόσμο. Ο Αριστοτέλης χειρίζεται το δίδυμο αίσθηση – νους σε συνδυασμό με το άλλο γνωστό δίδυμο δυναμει – ενεργεια. Κάτι είναι δυνάμει όταν υπάρχει μόνο ως δυνατότητα και δεν έχει ακόμα πραγματωθεί.
Ενεργεία είναι αυτό που θέτει σε πραγματική κίνηση τη λειτουργία του εκπληρώνοντας το σκοπό του (σε εντελέχεια). Είναι, θα λέγαμε, η δυνατότητα που έγινε πραγματικότητα. Ας δούμε μια πρώτη σύγκριση ανάμεσα στην αίσθηση και στο νου. Η ενεργεία αίσθηση ασχολείται με τα καθ’έκαστον, ενώ η επιστήμη με τα καθόλου. Τα ατομικά πράγματα ανήκουν στον εξωτερικό κόσμο και η ύπαρξή τους είναι απαραίτητη για να λειτουργήσει η αίσθηση. Αντίθετα, τα καθόλου υπάρχουν με κάποιο τρόπο μέσα στην ψυχή κι έτσι ο νους τα νοεί κατά βούληση χωρίς να εξαρτάται από κάτι εξωτερικό. Έτσι, η εντελέχεια της αίσθησης είναι εξαρτημένη, ενώ του νου ανεξάρτητη.
Το συγκεκριμένο επιχείρημα μου μοιάζει προβληματικό καθώς, θέτει την αίσθηση και το νου σε απόλυτη διάζευξη, σαν να μην είναι η αίσθηση απαραίτητη προϋπόθεση για την μετέπειτα λειτουργία του νου. Τα καθόλου είναι, βεβαίως, φύσει πρότερα, αλλά δεν παύουν να βρίσκονται εντός των αισθητών αντικειμένων. Φαίνεται ότι ο νους αξιώνει εδώ μια ειδική αυτονομία έναντι της αίσθησης, ώστε να εξαρθεί αργότερα η ξεχωριστή θέση του. Ας μην είμαστε, όμως, βιαστικοί. Η συνέχεια ξετυλίγει σκέψεις για την ύπαρξη των πέντε αισθήσεων.
Κάθε αίσθηση έχει κάποιο μέγεθος που αντιστοιχεί σε ένα αισθητήριο όργανο. Αν λείπει κάποια αίσθηση, θα λείπει και το αισθητήριό της. Επίσης, τα αισθητήρια όργανα είναι συντεθειμένα από τα πρωταρχικά στοιχεία: νερό και αέρας. Όλα τα υγιή ζώα διαθέτουν τις πέντε αισθήσεις και μάλιστα αν οι ιδιότητες του κόσμου είναι αυτές και τα σώματα των όντων τέτοια δεν μπορεί να υπάρχει έκτη αίσθηση. Όμως, πώς συλλαμβάνονται τα συμπτωματικά κοινά αισθητά, όπως είναι η κίνηση, η στάση, το σχήμα, το μέγεθος, ο αριθμός και η ενότητα;
Ο Αριστοτέλης απαντά ότι γι’αυτά δεν υπάρχει ιδιαίτερο αισθητήριο όργανο κι επομένως ούτε επιπλέον αίσθηση που να τα συλλαμβάνει. Αν υπήρχε ξεχωριστή αίσθηση για τα κοινά αισθητά, θα τα αισθανόμασταν τυχαία με τις άλλες αισθήσεις, όπως για παράδειγμα αισθανόμαστε όχι ότι ο γιος του Κλέωνα είναι γιος του Κλέωνα, αλλά ότι είναι λευκός και τυχαίνει αυτός ο λευκός να είναι γιος του Κλέωνα. Όμως, τα κοινά αισθητά δεν τα συλλαμβάνουμε κατά συμβεβηκός, αλλά με την κοινή αίσθηση.
Δεν πρόκειται για μια έκτη αίσθηση πέρα από τις πέντε, αλλά για την κοινή φύση των πέντε αισθήσεων. Όταν δυο ειδικές αισθήσεις στρέφονται ταυτόχρονα σε ένα πράγμα, η καθεμιά αισθάνεται το ιδιαίτερο αισθητό της άλλης ως μια κοινή αίσθηση. Κατά την πορεία τους στο αισθητό πράγμα οι δυο αισθήσεις μοιάζουν να συνενώνονται σε μια μοναδική που αναγνωρίζει τα δυο αισθητά χαρακτηριστικά τα οποία υπάρχουν ταυτόχρονα στο πράγμα. Κρίσιμο είναι ότι κάθε αίσθηση ως κοινή αίσθηση αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και την πράξη της.
Για να αποφύγουμε μια άπειρη αναγωγή από αίσθηση σε αίσθηση, είναι αναγκαίο να καταλήξουμε σε μια αίσθηση που συλλαμβάνει εαυτήν. Η κοινή αίσθηση διακρίνει τα διαφορετικά αισθητά χαρακτηριστικά, όπως το λευκό και το γλυκό και δίνει την ενότητα στην αισθητηριακή μας γνώση. Διακρίνει ότι τα αισθητά τώρα διαφέρουν και αντιλαμβάνεται ότι τώρα τα διακρίνει.
Η πράξη της αυτοκατανόησης υπό την έννοια μιας ανακλαστικής ενέργειας που επιστρέφει στον εαυτό της μοιάζει με νοητικό ενέργημα στο επίπεδο των καθόλου. Η κοινή αίσθηση έχει πράγματι έναν καθολικό χαρακτήρα. Αισθάνεται τα κοινά χαρακτηριστικά των αισθητών, δηλαδή τις όμοιες ιδιότητές τους. Είναι η συνενωτική δύναμη των επιμέρους ειδικών αισθήσεων που διαβάζει το καθόλου μέσα στα ατομικά πράγματα. Έτσι, η κοινή αίσθηση φαίνεται αρχικά να προβληματίζει ως προς την ενότητα της γνώσης που μας παρέχει. Το αισθητό αντικείμενο της κοινής αίσθησης είναι ταυτόχρονα αδιαίρετο και διαιρετό.
Είναι ένα μεμονωμένο αντικείμενο με πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά που εντοπίζει η κοινή αίσθηση. Η τελευταία είναι ομοίως και μια και πολλαπλή. Ενώ είναι αδιαίρετη και αντιλαμβάνεται τον εαυτό της σε αδιαίρετο χρόνο, την ίδια στιγμή κινείται με διαφορετικές κινήσεις σε διάφορες κατευθύνσεις (π.χ. στο γλυκό και στο πικρό), σαν να είναι ταυτόχρονα και ένα και δυο πράγματα.
Καθώς είναι η κοινή φύση των πέντε αισθήσεων που λειτουργεί ως μια αίσθηση, αποτελεί και η ίδια ένα καθόλου, ενώ όταν ετεροιώνεται λειτουργεί εξατομικευμένα. Το πρόβλημα λύνεται στο μέτρο που η κοινή αίσθηση σε δυναμικότητα είναι μια και μόνη, ενώ σε εντελέχεια επιμερίζεται σε διακριτές κατευθύνσεις σαν να αισθητοποιείται ατομικά. Είναι το Ένα που δυνάμει ενοποιεί την πολλαπλότητα.
Μετά το καθόλου της κοινής αίσθησης έχει ενδιαφέρον να δούμε την εντονότερη σχέση του νου με το καθολικό . Ο νους είναι το μέρος της ψυχής που διανοείται, πιστεύει και δεν είναι ποτέ σε εντελέχεια πριν αρχίσει να σκέφτεται. Είναι αρχικά η δύναμη που μπορεί να δέχεται επίδραση από τα νοητά. Ο νους δεν έχει αισθητήριο όργανο και είναι χωριστός από το σώμα. Είναι το μόνο μέρος της ψυχής όπου κατοικούν οι ιδέες ως δυναμικότητες και όχι ως υποστάσεις, όπως υποδεικνύει ο Πλάτωνας.
Η ψυχή αντιλαμβάνεται αφ’ενός τα αισθητά μεγέθη και αφ’ετέρου την ουσία τους.
Η πρώτη δουλειά είναι έργο της αίσθησης η οποία αισθάνεται τα ένυλα αισθητά πράγματα, ενώ ο νους συλλαμβάνει τις ουσίες τους. Αντικείμενο του νου είναι, λοιπόν, οι άυλες μορφές των πραγμάτων, τα νοητά αντικείμενα που έχουν αποχωριστεί την ύλη τους και συλλαμβάνονται στην καθολικότητά τους. Ήδη από τα Αναλυτικά Ύστερα ξέρουμε ότι ο νους συλλαμβάνει τα καθόλου. Από αυτό το πρίσμα, ο νους ως δύναμη είναι χωριστός από τα νοητά, εφόσον συνιστά τη δυνατότητα της ύπαρξής τους. Όμως, όταν νοεί ταυτίζεται με τα νοητά και αυτή ακριβώς είναι η σημαντική πράξη του.
Τι ακριβώς συμβαίνει και ο νους στην εντελέχειά του είναι τα ίδια τα σκεπτά πράγματα; Όταν ο νους ενεργεί και νοεί τα νοητά αντικείμενα στο επίπεδο της θεωρίας νοεί και τον ίδιο τον εαυτό του. Έτσι, μοιάζει να εκβάλλει στην ετερότητα, καθώς σκέπτεται τα νοητά πράγματα και να επιστρέφει την ενέργειά του εις εαυτόν. Άρα, όταν ο νους είναι νοητός θεωρεί και κατανοεί τον εαυτό του. Αυτή η αναστοχαστική ενέργεια ταυτίζει τη θεωρητική γνώση με το αντικείμενό της. Το ίδιο ακριβώς θέμα αναπτύσσει ο Αριστοτέλης και στο Λ των Μετά τα Φυσικά: Εαυτον δε νοει ο νους κατα μεταληψιν του νοητου.
Το νοητό, δηλαδή το καθόλου υπάρχει ως δυνατότητα μέσα στα υλικά αισθητά πράγματα. Με τον τρόπο αυτό συνδέεται η ύλη με τη νοητή μορφή και τα εξωτερικά πράγματα είναι δυνάμει κατανοητά. Κατά την πορεία προς τη γνώση οι μορφές αποσυνδέονται από την ύλη και επιβάλλονται στο νου. Όμως, ο Αριστοτέλης μιλάει για δυο τύπους νου. Όπως μέσα στη φύση υπάρχει η ύλη για κάθε γένος και η ενεργητική αιτία που το πραγματώνει, έτσι και μέσα στην ψυχή υπάρχει ο παθητικός νους που εν είδη ύλης γίνεται όλα τα νοητά και ο ενεργητικός νους που πραγματώνει τον παθητικό.
Ο παθητικός νους είναι αυτός που συλλαμβάνει τις νοητές μορφές των πραγμάτων και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει ατομική σκέψη. Ο ενεργητικός νους θέτει σε λειτουργία τον παθητικό. Είναι η συνθήκη του μέσου που επιτρέπει στις νοητές μορφές να επιδράσουν στη νόηση. Είναι ο τρίτος όρος δίπλα στον παθητικό νου και το πράγμα. Αναλογεί στη δραστική αιτία που ιδρύει τα πράγματα, καθώς είναι το ενεργό που ήδη γνωρίζει. Είναι η μορφή που προϋπάρχει ως ενέργεια για να μπορεί να κάνει τη δυνατότητα πραγματικότητα.
Είναι η πρώτη πραγματικότητα της ανθρώπινης σκέψης που ήδη γνωρίζει και καθιστά ενεργή τη δυνατότητα του παθητικού νου. Μάλιστα, ενώ ο παθητικός νους είναι φθαρτός και θνητός, ο ενεργητικός είναι θεϊκός κι αθάνατος. Ο ενεργητικός νους προηγείται του παθητικού χρονικά και οντολογικά, διότι η ενέργεια προηγείται πάντα της δύναμης. Κατά πρώτον, προηγείται ως ορισμός, αφού είναι πιο απλό να είναι κανείς από το να μπορεί να είναι. Επίσης, για να μπορεί κάτι πρέπει πρώτα να είναι κάτι. Έτσι, η δυνατότητα πρέπει αναγκαστικά να προκύπτει από κάτι που ήδη υπάρχει.
Η ενέργεια, λοιπόν, προϋποτίθεται χρονικά, γιατί μόνο κάτι που υπάρχει ενεργεία μπορεί να παραγάγει τη δυνατότητα. Η ενέργεια είναι, ακόμα, η ουσία, η μορφή ή το τέλος (σκοπός) της δύναμης και αυτό δικαιολογεί την οντολογική της προτεραιότητα, καθώς η μορφή προϋπάρχει της ύλης ως τελικό αίτιο, ως σκοπός. Αυτό που υπάρχει δυνάμει δεν μπορεί να είναι αιώνιο, αλλά μόνο προσωρινό. Αυτό σημαίνει ότι για να υπάρχει χρειάζεται το αιώνιο. Η ενέργεια είναι ανεξάρτητη και αυτόνομη ακριβώς επειδή είναι αιώνια. Είναι η πρώτη και η τελευταία πραγματικότητα ή καλύτερα η πραγματικότητα που δεν τελειώνει ποτέ. Η προοπτική αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αν και στο άτομο προηγείται χρονικά η επιστήμη ως δυνατότητα έναντι της ενεργής επιστήμης, φύσει και απολύτως προηγείται η επιστήμη στην εντελέχειά της.
Συμπερασματικά, θα είχα να παρατηρήσω ότι το Περί Ψυχής δείχνει να συμπληρώνει τα Αναλυτικά Ύστερα στο μέτρο που εμφανίζει το καθόλου τόσο μέσα στην αίσθηση υπό τη μορφή της κοινής αίσθησης, όσο και στο νοητό αντικείμενο του παθητικού νου. Στο Περί Ψυχής δεν τίθεται θέμα επαγωγής ή ενόρασης, αλλά φαίνεται έντονα πώς το καθόλου ενυπάρχει εμμενώς στις εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής.
Η έννοια της αυτοκατανόησης στις περιπτώσεις της κοινής αίσθησης που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και του παθητικού νου που νοεί εαυτόν φανερώνει μια ορθολογική ροπή εκ μέρους του Αριστοτέλη. Κάνοντας μια ανασυγκρότηση της έννοιας του καθόλου θα λέγαμε ότι τα καθόλου δεν είναι οι μορφές που υπάρχουν πέρα/πάνω από τα πράγματα και υποστασιοποιούνται ως ιδέες, όπως συμβαίνει στον Πλάτωνα. Είναι οι κοινές ιδιότητες που ενυπάρχουν στα επιμέρους αισθητά πράγματα και μπορούν να λειτουργήσουν ως μέση έννοια στο συλλογισμό. Αυτό σημαίνει ότι η γνώση του καθόλου είναι η γνώση του καθολικού που ανήκει στο επιμέρους.
Όπως είδαμε, τα καθόλου είναι φύσει πρότερα από τα καθ’έκαστον. Έτσι, ως γενικές έννοιες διαιρούνται σε επιμέρους ατομικές και αν γνωρίζουμε τις πρώτες, τότε γνωρίζουμε και τις δεύτερες. Το καθόλου είναι ο απαραίτητος κανόνας για να υπάρξει η γνώση, διαφορετικά θα προσκρούαμε σε ατομικά ασύνδετα πράγματα. Και είναι, βεβαίως, αντικείμενο του διανοήματος και όχι της αίσθησης. Ως φύσει πρότερο το καθόλου θα έπρεπε να είναι ενέργεια. Όμως, ενέργεια, δηλαδή πραγματική υπόσταση είναι μόνο το επιμέρους πράγμα, αυτό το συντεθειμένο από ύλη και μορφή. Έτσι, η γνώση του καθόλου είναι δυνατότητα. Για παράδειγμα, όταν βλέπει κανείς ένα αντικείμενο, βλέπει πραγματικά το συγκεκριμένο χρώμα του, ενώ το χρώμα γενικά το βλέπει μόνο κατά σύμπτωση.
Θέλω να πιστεύω ότι ως εδώ έγινε μια επαρκής προσέγγιση της έννοιας του καθόλου και της θέσης που έχει μέσα στη διαδρομή της ανθρώπινης ψυχής προς τη γνώση. Η συνεργασία της ανθρώπινης ψυχής με τον αισθητό κόσμο απλώνει τις γέφυρες για την αναγωγή στις καθολικές αρχές και η μελέτη αυτής της συνεργασίας εκ μέρους μας καταυγάζει τους δρόμους και τους τρόπους της αναγωγής αυτής. Είναι αλήθεια ότι δεν μας αρκεί να παρατηρούμε τα φαινόμενα. Θέλουμε να ξέρουμε και γιατί συμβαίνουν.
Το «γιατί» είναι αυτό που αναζητούμε για να κατανοήσουμε. Είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε μας και τον κόσμο τόσο ως ερωτηματικό όσο και ως απαντητικό «γιατί». Όμως, η μελέτη της συνεργασίας ανάμεσα στην ανθρώπινη ψυχή και τον εξωτερικό κόσμο γίνεται ακριβώς με την ίδια συνεργασία. Η πράξη της κατανόησης του κόσμου είναι μια πράξη κατανόησης της ίδιας της κατανόησης, δηλαδή της φιλοσοφικής σκέψης.
Φαίνεται ότι για να κατανοήσουμε τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη, πρέπει να κάνουμε κι εμείς φιλοσοφία. Μια και ο αναστοχασμός είναι από τα δυσκολότερα εγχειρήματα, ας μείνουμε, προς το παρόν τουλάχιστον, στις συμβιβαστικές λύσεις του Ross και του Barnes. Ας αρκεστούμε στην προσπάθεια να κατανοήσουμε την κατανόηση, αυτήν την δύσκολη έννοια που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης στη “σκοτεινή” γνωσιολογία του. Άλλωστε, ο νους είναι «σημαντικότερος» από την επιστήμη.
@Ντένυ Κωνσταντινίδη
*** ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ackrill J.L., Aristotle the philosopher, Oxford University Press, 1981. Allan D.J., The philosophy of Aristotle, Oxford University Press, Λονδίνο, 1952. Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά Α, εισ.-κειμ.-μτφρ.: H.Tredennick, The Loeb Classical Library, Harvard University Press, 1961. Αριστοτέλης, Όργανο 5 Αναλυτικών Ύστερων Α,Β, μτφρ. Η.Π. Νικολούδης, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1994. Αριστοτέλης, Περί Ψυχής, εισ.-μτφρ.-σχ. Β.Τατάκης, εκδ. Ζαχαρόπουλος. Barnes J., Aristotle’s Posterior Analytics, Clarendon Press, Οξφόρδη, 1975. Dϋring I., Ο Αριστοτέλης, μτφρ. Α.Γ. Κατσιβέλας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2003. Graham D.W., Aristotle’s two systems, Clarendon Press-Oxford, Η.Π.Α., 1987. Κάλφας Β. και Ζωγραφίδης Γ., Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη, 2006. Lear J., Aristotle: The desire to understand, Cambridge University Press, 1988. Πλάτωνας, Πολιτικός, εισ.-κείμ.-μτφρ: H.N.Fowler, The Loeb Classical Library , Harvard University Press , 1975 . Πλάτωνος Διάλογοι, Λάχης–Μένων, εισ.-μτφρ.-σχ. Β.Ν.Τατάκης, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα. Ross D., Aristotle, Methuen & CO LTD, Λονδίνο, 1923. ü Vegetti M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Γ.Χ.Δημητρακόπουλος, εκδ. Τραυλός, Αθήνα, 2000.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice