Κατάρρευση – Γιατί οι κοινωνίες παίρνουν καταστροφικές αποφάσεις;
Η εκπαίδευση είναι μια διαδικασία στην οποία εμπλέκονται δυο ομάδες, οι οποίες υποτίθεται ότι παίζουν διαφορετικούς ρόλους: δάσκαλοι που μεταδίδουν γνώση σε σπουδαστές και σπουδαστές που απορροφούν γνώση από τους δασκάλους. Στην πραγματικότητα, όπως ανακαλύπτει κάθε ανοιχτόμυαλος δάσκαλος, η εκπαίδευση αφορά επίσης τη μετάδοση γνώσης από τους σπουδαστές στους δασκάλους τους, με την αμφισβήτηση όσων οι δάσκαλοι υποθέτουν και με την υποβολή ερωτήσεων τις οποίες εκείνοι δεν είχαν ξανασκεφθεί.
Ανακάλυψα και πάλι το γεγονός αυτό προσφάτως, όταν δίδασκα ένα μάθημα, σχετικά με το πώς οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν τα περιβαλλοντικά προβλήματα, σε προπτυχιακούς φοιτητές που έτρεφαν μεγάλο ενδιαφέρον για τέτοια ζητήματα, στο ίδρυμα όπου εργάζομαι, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες (UCLA)
Η πρώτη μου διάλεξη μετά τη συνάντηση γνωριμίας της τάξης αφορούσε την κατάρρευση της κοινωνίας του Νησιού τού Πάσχα. Στη συζήτηση μετά την παρουσίασή μου, το φαινομενικά απλό ερώτημα που προβλημάτιζε περισσότερο τους σπουδαστές μου ήταν ένα ερώτημα του οποίου την πραγματική πολυπλοκότητα δεν είχα συνειδητοποιήσει προηγουμένως: πώς στην ευχή μπορούσε μια κοινωνία να πάρει μια τόσο προφανώς καταστροφική απόφαση, να κόψει όλα τα δέντρα από τα οποία εξαρτιόταν;
Ένας από τους σπουδαστές ρώτησε τι πίστευα ότι έλεγε ο κάτοικος του νησιού ο οποίος έκοψε τον τελευταίο φοίνικα τη στιγμή που το έκανε. Για κάθε άλλη κοινωνία που διαπραγματεύθηκα σε κατοπινές διαλέξεις, οι σπουδαστές μου έθεταν ουσιαστικά το ίδιο ερώτημα. Έθεταν επίσης το παραπλήσιο ερώτημα: πόσο συχνά προκαλούν οι άνθρωποι οικολογικές ζημιές σκόπιμα, ή έχοντας τουλάχιστον επίγνωση των πιθανών συνεπειών; Αντιστρόφως, πόσο συχνά οι άνθρωποι ενεργούσαν έτσι χωρίς πρόθεση ή από άγνοια; Οι σπουδαστές μου αναρωτιούνταν εάν οι άνθρωποι του επόμενου αιώνα —αν απομείνουν άνθρωποι ζωντανοί σε εκατό χρόνια από τώρα— θα νιώθουν την ίδια έκπληξη για τη δική μας τύφλωση σήμερα, όπως νιώθουμε εμείς για την τύφλωση των κατοίκων του Νησιού τού Πάσχα.
Το ερώτημα τούτο, γιατί οι κοινωνίες καταλήγουν να καταστρέφουν τον εαυτό τους με ολέθριες αποφάσεις, δεν εκπλήσσει μόνο τους φοιτητές μου στο UCLA αλλά και τους επαγγελματίες ιστορικούς και αρχαιολόγους. Για παράδειγμα, ίσως το πιο συχνά μνημονευόμενο βιβλίο σχετικά με καταρρεύσεις κοινωνιών είναι το The Collapse of Complex Societies (Η κατάρρευση των σύνθετων κοινωνιών) του αρχαιολόγου Joseph Tainter. Αξιολογώντας τις αντικρουόμενες εξηγήσεις για τις αρχαίες καταρρεύσεις, ο Tainter δίσταζε να αποδεχθεί ακόμη και τη δυνατότητα να οφείλονταν απλώς και μόνο στην εξάντληση περιβαλλοντικών πόρων, διότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα του φαινόταν εκ των προτέρων πολύ απίθανο.
Ο συλλογισμός του ήταν ο εξής: «Η εν λόγω άποψη προϋποθέτει ότι οι κοινωνίες εκείνες αρκέστηκαν στο να παρατηρούν την αδυναμία που τις καταλάμβανε χωρίς να λαμβάνουν διορθωτικά μέτρα. Εδώ υπάρχει μια βασική δυσκολία. Οι σύνθετες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από συγκεντρωτική λήψη αποφάσεων, σημαντική ροή πληροφοριών, μεγάλης έκτασης συντονισμό των μερών τους, επίσημους διαύλους διοίκησης και συνδυασμένη αξιοποίηση των πόρων. Ένα μεγάλο μέρος της δομής αυτής φαίνεται ότι έχει την ικανότητα, αν όχι τον σχεδιασμένο σκοπό, να αντισταθμίζει τις διακυμάνσεις και τις ελλείψεις της παραγωγικότητας.
Με τη διοικητική τους δομή και την ικανότητα να κατανέμουν τόσο την εργασία όσο και τους πόρους, η αντιμετώπιση αντίξοων περιβαλλοντικών συνθηκών είναι ίσως ένα από τα πράγματα που οι σύνθετες κοινωνίες κάνουν καλύτερα (βλ. Isbell [1978]). Είναι παράξενο να καταρρέουν όταν αντιμετωπίζουν ακριβώς εκείνες τις συνθήκες τις οποίες έχουν προετοιμαστεί να παρακάμψουν. […] Καθώς γίνεται σαφές στα μέλη ή τους ιθύνοντες μιας σύνθετης κοινωνίας ότι η κατάσταση ενός βασικού πόρου επιδεινώνεται, το πιο λογικό είναι να υποθέσουμε ότι λαμβάνονται κάποια εύλογα μέτρα ώστε να υπάρξει μια λύση. Η αντίθετη υπόθεση —της αδράνειας μπροστά στην καταστροφή— απαιτεί ένα λογικό άλμα μπροστά στο οποίο δικαιολογημένα διστάζουμε».
Ο συλλογισμός δηλαδή του Tainter τον οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι οι σύνθετες κοινωνίες είναι απίθανο να αφεθούν να καταρρεύσουν εξαιτίας της αδυναμίας τους να διαχειριστούν τους περιβαλλοντικούς πόρους τους. Και όμως, προκύπτει σαφώς από όλες τις περιπτώσεις που εξετάστηκαν ότι τούτο ακριβώς συνέβη επανειλημμένα.
Πώς τόσο πολλές κοινωνίες έκαναν τόσο μεγάλα λάθη;
Οι φοιτητές μου στο UCLA, και ο Joseph Tainter επίσης, έχουν εντοπίσει ένα φαινόμενο που προκαλεί αμηχανία: την αδυναμία ομαδικής λήψης αποφάσεων από ολόκληρες κοινωνίες ή άλλες ομάδες. Το πρόβλημα σχετίζεται φυσικά με το πρόβλημα της αδυναμίας ατομικής λήψης αποφάσεων. Τα μεμονωμένα άτομα λαμβάνουν επίσης κακές αποφάσεις: συνάπτουν κακούς γάμους, προβαίνουν σε κακές επενδύσεις και κακές επιλογές για τη σταδιοδρομία τους, οι επιχειρήσεις τους αποτυγχάνουν κ.λπ. Αλλά στην αδυναμία ομαδικής λήψης αποφάσεων υπεισέρχονται μερικοί πρόσθετοι παράγοντες, όπως η σύγκρουση συμφερόντων των μελών της ομάδας και η δυναμική της ομάδας.
Προφανώς πρόκειται για σύνθετο θέμα και δεν μπορεί να υπάρχει μία μοναδική απάντηση για όλες τις καταστάσεις. Θα προτείνω αντιθέτως έναν οδικό χάρτη με τους παράγοντες που συμβάλλουν στην αδυναμία ομαδικής λήψης αποφάσεων. Θα διαιρέσω τους παράγοντες σε μια ασαφώς οριοθετημένη σειρά τεσσάρων κατηγοριών.
*Κατ’ αρχάς, μια ομάδα δεν καταφέρνει να προβλέψει ένα πρόβλημα πριν εκείνο εμφανιστεί.
*Δεύτερον, όταν εμφανιστεί το πρόβλημα, μπορεί η ομάδα να μην το αντιληφθεί.
*Κατόπιν, αφού το αντιληφθεί, μπορεί να μην προσπαθήσει καν να το λύσει.
*Τέλος, μπορεί να προσπαθήσει να το λύσει και να μην το κατορθώσει.
Μολονότι όλη η συζήτηση για τους λόγους της αποτυχίας και της κατάρρευσης των κοινωνιών μπορεί να φαίνεται καταθλιπτική, η άλλη όψη του νομίσματος -η επιτυχημένη δηλαδή λήψη αποφάσεων- είναι ένα ζήτημα που μας εμψυχώνει. Εάν κατανοήσουμε τους λόγους που οι ομάδες παίρνουν κακές αποφάσεις, ίσως μπορέσουμε έτσι να χρησιμοποιήσουμε τη γνώση αυτή ως οδηγό ώστε οι ομάδες να παίρνουν καλές αποφάσεις.
Η πρώτη στάση στον οδικό μου χάρτη αφορά το γεγονός ότι οι ομάδες μπορούν να κάνουν καταστροφικά πράγματα διότι δεν κατάφεραν να προβλέψουν ένα συγκεκριμένο πρόβλημα πριν εκείνο εμφανιστεί, για μια σειρά από λόγους. Ένας λόγος είναι ότι ίσως δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία από τέτοια προβλήματα, οπότε δεν ευαισθητοποιήθηκαν μπροστά σε μια τέτοια δυνατότητα.
Κορυφαίο παράδειγμα συνιστά ο κυκεώνας που δημιούργησαν οι βρετανοί άποικοι όταν εισήγαγαν αλεπούδες και κουνέλια από τη Βρετανία στην Αυστραλία τον 19ο αιώνα. Και τα δύο κατατάσσονται σήμερα μεταξύ των πιο καταστροφικών περιπτώσεων επίδρασης ξένων ειδών σε περιβάλλον όπου δεν ανήκαν. Η συγκεκριμένη εισαγωγή καθίσταται ακόμη πιο τραγική καθώς έγινε σκόπιμα και με πολλές προσπάθειες και όχι τυχαία, όπως συνέβη σε τόσο πολλές περιπτώσεις εγκατάστασης δηλητηριωδών ζιζανίων μέσω μικροσκοπικών σπόρων οι οποίοι μεταφέρθηκαν μαζί με σανό και δεν έγιναν αντιληπτοί.
Οι αλεπούδες άρχισαν να κυνηγούν πολλά είδη ιθαγενών θηλαστικών της Αυστραλίας που είχαν εξελιχθεί χωρίς εμπειρία από αλεπούδες και τα εξολόθρευσαν, ενώ τα κουνέλια καταναλώνουν μεγάλο μέρος της φυτικής τροφής η οποία προορίζεται για πρόβατα και βοοειδή, ανταγωνίζονται τα ιθαγενή φυτοφάγα θηλαστικά και υπονομεύουν το έδαφος με τις στοές τους.
Με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης, θεωρούμε σήμερα απίστευτη ανοησία το γεγονός ότι οι άποικοι εξαπέλυσαν σκόπιμα στην Αυστραλία δύο ξένα θηλαστικά, τα οποία έχουν προκαλέσει ζημιές και έξοδα δισεκατομμυρίων δολαρίων προκειμένου να τεθούν υπό έλεγχο. Αναγνωρίζουμε σήμερα, από πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα, ότι παρόμοιες εισαγωγές συχνά αποδεικνύονται καταστροφικές με απροσδόκητους τρόπους. Αυτός είναι ο λόγος που, όταν πηγαίνει κανείς στην Αυστραλία ή τις ΗΠΑ ως επισκέπτης, ή κατά την επιστροφή του εάν διαμένει εκεί, μία από τις πρώτες ερωτήσεις που κάνουν οι υπάλληλοι της υπηρεσίας μετανάστευσης είναι εάν μεταφέρει φυτά, σπόρους ή ζώα —ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος να διαφύγουν και να εγκατασταθούν.
Έχουμε πλέον μάθει από άφθονες προγενέστερες εμπειρίες να προβλέπουμε (συχνά, αλλά όχι πάντα) τουλάχιστον τους πιθανούς κινδύνους της εισαγωγής ειδών. Αλλά παραμένει δύσκολο ακόμη και για επαγγελματίες οικολόγους να προβλεφθεί ποια εισαγόμενα είδη όντως θα εγκατασταθούν, ποια από εκείνα που θα πετύχουν να εγκατασταθούν θα αποδειχθούν καταστροφικά και γιατί το ίδιο είδος εγκαθίσταται σε ορισμένους τόπους εισαγωγής και όχι σε άλλους. Συνεπώς, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι Αυστραλοί του 19ου αιώνα, χωρίς την εμπειρία του 20ού αιώνα σχετικά με τέτοιες καταστροφικές εισαγωγές, δεν κατάφεραν να προβλέψουν τις επιπτώσεις από τα κουνέλια και τις αλεπούδες.
Δίνοντας μεγάλο βάρος στο κυνήγι του θαλάσσιου ίππου, ώστε να εξάγουν φίλντισι στην Ευρώπη, οι Σκανδιναυοί της Γροιλανδίας δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι οι Σταυροφορίες θα εξαφάνιζαν την αγορά για το φίλντισι του θαλάσσιου ίππου, καθώς θα επέτρεπαν πάλι την πρόσβαση της Ευρώπης στο ασιατικό και αφρικανικό ελεφαντόδοντο ή ότι η αύξηση των πάγων στις θάλασσες θα εμπόδιζε τη ναυτική επικοινωνία με την Ευρώπη. Επιπλέον, καθώς δεν ήταν εδαφολόγοι, οι Μάγια τού Κοπάν δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι η αποδάσωση στις πλαγιές των λόφων θα πυροδοτούσε τη διάβρωση του εδάφους και ότι το χώμα θα παρασυρόταν από τις πλαγιές και θα κατέληγε στον πυθμένα των κοιλάδων.
Αλλά ακόμη και μια προηγούμενη εμπειρία δεν εγγυάται ότι η κοινωνία θα προβλέψει ένα πρόβλημα, εάν η εμπειρία είναι τόσο παλιά ώστε να έχει ξεχαστεί. Τούτο αποτελεί πρόβλημα ιδιαίτερα για μη εγγράμματες κοινωνίες, οι οποίες έχουν μικρότερη ικανότητα από τις εγγράμματες να διατηρούν λεπτομερείς μνήμες γεγονότων από το μακρινό παρελθόν, λόγω των περιορισμών της προφορικής μετάδοσης πληροφοριών σε σχέση με τη γραπτή. Για παράδειγμα, η κοινωνία των Ανασάζι στο Τσάκο Κάνιον επέζησε σε αρκετές ξηρασίες πριν υποκύψει σε μια μεγάλη ξηρασία του 12ου μ.κ.ε. αιώνα.
Αλλά οι προγενέστερες ξηρασίες είχαν παρουσιαστεί πολύ πριν γεννηθεί οποιοσδήποτε Ανασάζι από εκείνους που έπληξε η μεγάλη ξηρασία· έτσι, εκείνη δεν θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί, καθώς οι Ανασάζι δεν διέθεταν γραφή. Με τον ίδιο τρόπο, οι Μάγια των βαθυπέδων της Κλασικής Περιόδου υπέκυψαν σε μια ξηρασία τον 9ο αιώνα, μολονότι η περιοχή τους είχε πληγεί ξανά από ξηρασίες αιώνες πριν. Στην προκειμένη περίπτωση, μολονότι οι Μάγια είχαν γραφή, κατέγραφαν έργα βασιλέων και αστρονομικά συμβάντα, και όχι αναφορές για τις καιρικές συνθήκες, οπότε η ξηρασία του 3ου αιώνα δεν βοήθησε τους Μάγια να προβλέψουν την ξηρασία του 9ου αιώνα.
Στις σύγχρονες εγγράμματες κοινωνίες που τα γραπτά τους κείμενα διαπραγματεύονται και άλλα ζητήματα εκτός από βασιλείς και πλανήτες, δεν έπεται απαραίτητα ότι διδασκόμαστε από προηγούμενες καταγεγραμμένες εμπειρίες. Και εμείς επίσης συνηθίζουμε να ξεχνάμε. Για ένα ή δύο χρόνια μετά την έλλειψη βενζίνης κατά την πετρελαϊκή κρίση του Κόλπου το 1973, εμείς οι Αμερικανοί αποφεύγαμε τα βενζινοβόρα αυτοκίνητα, αλλά, κατόπιν, λησμονήσαμε την εμπειρία εκείνη και σήμερα αγκαλιάζουμε τα τετρακίνητα οχήματα ελεύθερου χρόνου, παρά τους τόνους μελάνης που χύθηκε γύρω από τα γεγονότα τού 1973. Όταν η πόλη Τούσον της Αριζόνας δοκιμάστηκε από μια σοβαρή ξηρασία τη δεκαετία τού 1950, οι κάτοικοί της, ανήσυχοι, ορκίστηκαν ότι θα διαχειρίζονταν το νερό τους καλύτερα, αλλά γρήγορα ξαναγύρισαν στις συνήθειές τους της υπερκατανάλωσης νερού, κατασκευάζοντας γήπεδα γκολφ και ποτίζοντας τους κήπους τους.
Συλλογισμός με Λανθασμένες Αναλογίες.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο μια κοινωνία ίσως δεν μπορέσει να προβλέψει ένα πρόβλημα αφορά το συλλογισμό με λανθασμένες αναλογίες. Όταν βρισκόμαστε σε μια άγνωστη κατάσταση, καταφεύγουμε σε αναλογίες με παλιές οικείες καταστάσεις. Πρόκειται για έναν καλό τρόπο δράσης εάν η παλιά και η νέα κατάσταση είναι όντως ανάλογες, αλλά μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνος εάν μοιάζουν μόνο επιφανειακά. Για παράδειγμα, οι Βίκινγκς που άρχισαν να μεταναστεύουν στην Ισλανδία γύρω στο 870 μ.κ.ε. είχαν έλθει από τη Νορβηγία και τη Βρετανία, οι οποίες έχουν βαριά αργιλώδη χώματα, αλεσμένα από τους παγετώνες.
Ακόμη και αν αυτά τα χώματα απογυμνωθούν από τη βλάστηση που τα καλύπτει, είναι τόσο βαριά ώστε δεν τα παρασύρουν οι άνεμοι. Όταν οι άποικοι Βίκινγκς συνάντησαν στην Ισλανδία πολλά από τα είδη δέντρων της Νορβηγίας και της Βρετανίας, παραπλανήθηκαν από τη φαινομενική ομοιότητα του τοπίου. Δυστυχώς, τα χώματα της Ισλανδίας δεν σχηματίστηκαν από τη δράση των παγετώνων αλλά από την ελαφριά στάχτη ηφαιστειακών εκρήξεων που μετέφεραν οι άνεμοι. Όταν οι Βίκινγκς έκοψαν τα δάση της Ισλανδίας για να δημιουργήσουν βοσκοτόπους για τα ζώα τους, τα ελαφριά χώματα έμειναν εκτεθειμένα στους ανέμους που άρχισαν να τα παρασύρουν πάλι και μεγάλο μέρος των επιφανειακών χωμάτων της Ισλανδίας γρήγορα διαβρώθηκε.
Ένα τραγικό και διάσημο σύγχρονο παράδειγμα συλλογισμού με λανθασμένες αναλογίες αφορά τις γαλλικές στρατιωτικές προετοιμασίες για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το φρικτό λουτρό αίματος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γαλλία αναγνώρισε τη ζωτική ανάγκη να προστατευθεί από την πιθανότητα άλλης μιας γερμανικής εισβολής. Δυστυχώς, το επιτελείο του γαλλικού στρατού υπέθεσε ότι ο επόμενος πόλεμος θα διεξαγόταν όπως και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, κατά τον οποίο το Δυτικό Μέτωπο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας είχε καθηλωθεί επί τέσσερα χρόνια σε έναν στατικό πόλεμο χαρακωμάτων.
Αμυντικές δυνάμεις πεζικού που επάνδρωναν περίπλοκα οχυρά μπορούσαν συνήθως να αποκρούουν επιθέσεις πεζικού, ενώ οι επιτιθέμενες δυνάμεις ανέπτυσσαν τα τανκς, που είχαν μόλις εφευρεθεί, σε μεμονωμένες περιπτώσεις και μόνο σε υποστήριξη του επιτιθέμενου πεζικού. Συνεπώς, η Γαλλία κατασκεύασε ένα ακόμη πιο περίπλοκο και δαπανηρό σύστημα οχυρών, τη Γραμμή Μαζινό, για να περιφρουρήσει τα ανατολικά της σύνορα απέναντι στη Γερμανία.
Αλλά το επιτελείο του γερμανικού στρατού, που είχε ηττηθεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναγνώρισε την ανάγκη μιας διαφορετικής στρατηγικής. Χρησιμοποίησε τα τανκς αντί για το πεζικό ως αιχμή των επιθέσεών του, τα συγκέντρωσε σε χωριστές τεθωρακισμένες μεραρχίες, παρέκαμψε τη Γραμμή Μαζινό περνώντας μέσα από δασώδεις εκτάσεις που θεωρούνταν μέχρι τότε ακατάλληλες για τανκς και νίκησε έτσι τη Γαλλία μέσα σε έξι εβδομάδες μόνο. Με τους συλλογισμούς τους βάσει λανθασμένων αναλογιών με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι γάλλοι στρατηγοί διέπραξαν ένα συνηθισμένο λάθος: συχνά οι στρατηγοί εκπονούν σχέδια για τον επόμενο πόλεμο σαν να πρόκειται να είναι ίδιος με τον προηγούμενο, ιδιαίτερα εάν ο προηγούμενος πόλεμος ήταν νικηφόρος για τη δική τους πλευρά.
Η δεύτερη στάση στον οδικό μου χάρτη αφορά την ικανότητα ή την ανικανότητα μιας κοινωνίας να αντιληφθεί ένα πρόβλημα όταν όντως έχει αυτό εμφανιστεί, είτε προηγουμένως το προέβλεψε είτε δεν κατάφερε να το προβλέψει. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις λόγοι για τέτοιες αποτυχίες, όλοι τους συνηθισμένοι στον κόσμο των επιχειρήσεων και τους ακαδημαϊκούς κύκλους.
Πρώτον, η έναρξη κάποιων προβλημάτων είναι κυριολεκτικά ανεπαίσθητη
Για παράδειγμα, οι θρεπτικές ουσίες στις οποίες οφείλεται η γονιμότητα του εδάφους είναι αόρατες διά γυμνού οφθαλμού, και μόνο στη σύγχρονη εποχή έγιναν μετρήσιμες με τη χημική ανάλυση. Στην Αυστραλία, τη Μανγκαρέβα, σε περιοχές στα νοτιοδυτικά των ΗΠΑ και σε πολλές άλλες τοποθεσίες, οι περισσότερες θρεπτικές ουσίες είχαν ήδη παρασυρθεί από τις βροχές πριν από την εγκατάσταση του ανθρώπου. Όταν έφτασαν οι άνθρωποι και άρχισαν να καλλιεργούν τη γη, οι θρεπτικές ουσίες που απέμεναν εξαντλήθηκαν γρήγορα, με αποτέλεσμα την αποτυχία των καλλιεργειών. Εντούτοις, τέτοια εδάφη φτωχά σε θρεπτικές ουσίες έχουν συχνά βλάστηση με πλούσια εμφάνιση· εκείνο που συμβαίνει είναι ότι οι περισσότερες θρεπτικές ουσίες του οικοσυστήματος περιέχονται στη βλάστηση και όχι στο έδαφος, οπότε χάνονται εάν κάποιος αφαιρέσει τη βλάστηση.
Οι πρώτοι άποικοι της Αυστραλίας και της Μανγκαρέβα δεν είχαν κανέναν τρόπο να αντιληφθούν τούτο το πρόβλημα εξάντλησης των θρεπτικών ουσιών του εδάφους -ούτε οι αγρότες σε περιοχές με άλατα στο υπέδαφος (όπως στην ανατολική Μοντάνα και σε τμήματα της Αυστραλίας και της Μεσοποταμίας) είχαν τρόπο να αντιληφθούν την έναρξη της αλάτωσης- ούτε θα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί τον τοξικό χαλκό και τα οξέα που ήταν διαλυμένα στα απόνερα των ορυχείων με θειούχα κοιτάσματα.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ
Μια άλλη συχνή αιτία της αδυναμίας να γίνει αντιληπτό ένα πρόβλημα μετά την ανάδυσή του είναι ότι οι ιθύνοντες μπορεί να βρίσκονται πολύ μακριά, κατάσταση πιθανή σε κάθε μεγάλη κοινωνία ή επιχείρηση. Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη ιδιωτική εταιρεία ξυλείας και ιδιοκτησίας γης σήμερα στη Μοντάνα δεν έχει τη βάση της μέσα στην Πολιτεία αλλά σε απόσταση 645 χιλιομέτρων, στο Σιάτλ της Πολιτείας τής Ουάσινγκτον.
Καθώς δεν βρίσκονται επί τόπου, τα στελέχη της εταιρείας πιθανόν να μην αντιληφθούν ότι έχουν ένα μεγάλο πρόβλημα στη δασική τους περιουσία εξαιτίας των ζιζανίων. Οι επιχειρήσεις που διοικούνται σωστά αποφεύγουν τέτοιες εκπλήξεις στέλνοντας ανά διαστήματα στελέχη τους «επί του πεδίου» για να παρατηρήσουν τι πραγματικά συμβαίνει· έτσι και ένας ψηλός φίλος μου, που ήταν πρόεδρος κολεγίου, έκανε τακτική εξάσκηση με τους μαθητές του σχολείου του στα γήπεδα του μπάσκετ, ώστε να παραμένει ενήμερος σχετικά με τον τρόπο σκέψης των μαθητών.
Το αντίθετο της αποτυχίας λόγω απομακρυσμένων στελεχών είναι η επιτυχία λόγω επιτόπιας παρουσίας τους. Ένας από τους λόγους που οι Τικοπιανοί στο μικροσκοπικό τους νησί και οι κάτοικοι των Υψιπέδων της Νέας Γουινέας στις κοιλάδες τους διαχειρίζονται με επιτυχία τους πόρους τους επί 1.000 και πλέον χρόνια έγκειται στο ότι όλοι στο νησί ή στην κοιλάδα είναι εξοικειωμένοι με το σύνολο των εδαφών από τα οποία εξαρτάται η κοινωνία τους.
Ίσως η πιο κοινή περίπτωση στην οποία οι κοινωνίες δεν αντιλαμβάνονται ένα πρόβλημα είναι όταν αυτό παίρνει τη μορφή μιας ανεπαίσθητης τάσης που επισκιάζεται από μεγάλες διακυμάνσεις. Το κυριότερο παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή είναι η παγκόσμια θέρμανση. Συνειδητοποιούμε σήμερα ότι οι θερμοκρασίες αυξάνονται παγκοσμίως με αργούς ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας ατμοσφαιρικών αλλαγών. Εντούτοις, δεν πρόκειται για περίπτωση όπου το κλίμα είναι κάθε χρόνο ακριβώς 0,01 βαθμούς θερμότερο από τον προηγούμενο χρόνο. Απεναντίας, όπως όλοι γνωρίζουμε, το κλίμα κυμαίνεται ακανόνιστα από χρόνο σε χρόνο: ένα καλοκαίρι είναι 3 βαθμούς θερμότερο από το προηγούμενο, ύστερα το επόμενο καλοκαίρι είναι 2 βαθμούς πάνω, το επόμενο είναι 4 βαθμούς κάτω, άλλον 1 βαθμό κάτω το επόμενο, κατόπιν 5 βαθμούς πάνω κ.λπ.
Με τέτοιες μεγάλες και απρόβλεπτες διακυμάνσεις, χρειάστηκε πολύς χρόνος για να διακριθεί η μέση ανοδική τάση των 0,01 βαθμών ετησίως μέσα στο θόρυβο του σήματος. Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι επαγγελματίες κλιματολόγοι, οι οποίοι προηγουμένως ήταν σκεπτικιστές σχετικά με την πραγματικότητα της παγκόσμιας θέρμανσης, πείστηκαν μόλις πριν από λίγα χρόνια. Τη στιγμή, πάντως, που έγραφα τούτες τις γραμμές, ο πρόεδρος Μπους των ΗΠΑ δεν είχε πειστεί και θεωρούσε ότι χρειαζόμαστε περισσότερη έρευνα. Οι μεσαιωνικοί Γροιλανδοί είχαν την ίδια δυσκολία να αναγνωρίσουν ότι το κλίμα τους γινόταν βαθμιαία ψυχρότερο, ενώ οι Μάγια και οι Ανασάζι αδυνατούσαν να διακρίνουν ότι το δικό τους γινόταν ξηρότερο.
ΕΡΠΟΥΣΑ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ
Οι πολιτικοί χρησιμοποιούν τον όρο «έρπουσα κανονικότητα» όταν αναφέρονται σε τέτοιου είδους αργή τάση που καλύπτεται από το θόρυβο των διακυμάνσεων. Εάν η οικονομία, τα σχολεία, η κυκλοφοριακή συμφόρηση ή οτιδήποτε άλλο επιδεινώνεται αργά, δύσκολα θα αναγνωρίσουμε ότι ο επόμενος χρόνος είναι κατά μέσον όρο ελαφρώς χειρότερος από τον προηγούμενο, οπότε το βασικό μέτρο για το τι συνιστά «κανονικότητα» μετατοπίζεται βαθμιαία και ανεπαίσθητα. Πιθανόν να χρειαστούν μερικές δεκαετίες με μια μακρά σειρά τέτοιων ελαφριών αλλαγών από χρόνο σε χρόνο πριν αντιληφθούν οι άνθρωποι, ξαφνιασμένοι, ότι οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες πριν από αρκετές δεκαετίες και ότι εκείνο που γίνεται δεκτό ως κανονικότητα έχει ολισθήσει προς τα κάτω.
ΑΜΝΗΣΙΑ ΤΟΠΙΟΥ
Ένας άλλος όρος σχετικός με την έρπουσα κανονικότητα είναι η «αμνησία τοπίου»: λησμονούμε πόσο διαφορετικό ήταν το τοπίο που μας περιβάλλει πριν από πενήντα χρόνια, διότι η αλλαγή από χρόνο σε χρόνο έγινε με πολύ αργούς ρυθμούς. Ένα παράδειγμα αφορά την τήξη των παγετώνων και των χιονισμένων εκτάσεων της Μοντάνα που προκλήθηκε από την παγκόσμια θέρμανση. Αφού πέρασα ως έφηβος τα καλοκαίρια τού 1953 και του 1956 στη Λεκάνη τού Μπιγκ Χόουλ τής Μοντάνα, δεν επέστρεψα εκεί παρά μόνο σαράντα δύο χρόνια αργότερα, το 1998, όταν άρχισα να πηγαίνω κάθε χρόνο. Μερικές από τις ζωντανές μνήμες της εφηβείας μου για το Μπιγκ Χόουλ ήταν το χιόνι που σκέπαζε τις μακρινές βουνοκορφές ακόμη και στα μέσα του καλοκαιριού, η αίσθηση που μου δημιουργούσε ότι μια λευκή λωρίδα χαμηλά στον ουρανό περικυκλώνει τη λεκάνη και η ανάμνηση της εκδρομής ενός σαββατοκύριακου όταν δύο φίλοι μου και εγώ σκαρφαλώσαμε μέχρι τη μαγική εκείνη λωρίδα χιονιού.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice