Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε προσωπικά δεδομένα μας ως μέσο “πληρωμής”, δηλαδή ως αντιπαροχή για την παροχή σε εμάς πρόσβαση σε ψηφιακές υπηρεσίες ή ψηφιακό περιεχόμενο;
Έχουμε “εξουσία διάθεσης” των δεδομένων μας;
Οι Οδηγίες 2019/770 και 2019/2161 περιέχουν ρυθμίσεις που αναφέρονται στα προσωπικά δεδομένα ως “αντιπαροχή” σε συμβάσεις ψηφιακού περιεχομένου. Προσπαθούν να αντιμετωπίσουν προβλήματα που αφορούν διάφορες κατηγορίες ψηφιακού περιεχομένου, ψηφιακών υπηρεσιών, και την προμήθειά τους. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και να διαφυλαχθεί ο διαχρονικός χαρακτήρας της έννοιας του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει, μεταξύ άλλων, προγράμματα υπολογιστών, εφαρμογές, αρχεία βίντεο, αρχεία ήχου, μουσικά αρχεία, ψηφιακά παιχνίδια, ηλεκτρονικά βιβλία ή άλλες ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις, και επίσης ψηφιακές υπηρεσίες που επιτρέπουν τη δημιουργία, την επεξεργασία, την προσπέλαση ή την αποθήκευση δεδομένων σε ψηφιακή μορφή συμπεριλαμβανομένου λογισμικού ως υπηρεσίας, όπως ανταλλαγή αρχείων βίντεο και ήχου και άλλες υπηρεσίες φιλοξενίας αρχείων, επεξεργασία κειμένου ή παιχνίδια που παρέχονται σε περιβάλλον υπολογιστικού νέφους και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έναντι “αντιπαροχής προσωπικών δεδομένων”.
Συχνά πραγματοποιείται προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακών υπηρεσιών σε περιπτώσεις που ο καταναλωτής δεν καταβάλλει τίμημα αλλά παρέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον έμπορο. Τα εν λόγω επιχειρηματικά μοντέλα χρησιμοποιούνται με διάφορες μορφές σε σημαντικό μέρος της αγοράς. Μολονότι αναγνωρίζεται πλήρως από τον ενωσιακό νομοθέτη ότι η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα και, ως εκ τούτου, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορούν να θεωρηθούν εμπόρευμα, με τις ως άνω οδηγίες θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι καταναλωτές δικαιούνται συμβατική επανόρθωση, στο πλαίσιο αυτών των επιχειρηματικών μοντέλων. Συνεπώς, εφαρμόζοται σε συμβάσεις με τις οποίες ο έμπορος προμηθεύει ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να προμηθεύσει ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία στον καταναλωτή, και ο καταναλωτής παρέχει ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στην προσυμβατική ενημέρωσή του διότι αυτές οι συμβάσεις δεν παύουν να είναι “συμβάσεις από απόσταση”.
Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να παρέχονται στον έμπορο είτε κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης είτε αργότερα, για παράδειγμα, όταν ο καταναλωτής παρέχει τη συγκατάθεσή του προκειμένου ο έμπορος να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία ο καταναλωτής μπορεί να αναφορτώσει ή να δημιουργήσει με τη χρήση του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας. Η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προβλέπει πλήρη κατάλογο νομικών λόγων για τη νόμιμη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Η οδηγία 2019/770 εφαρμόζεται σε κάθε σύμβαση με την οποία ο καταναλωτής παρέχει ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον έμπορο. Για παράδειγμα, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ο καταναλωτής δημιουργεί έναν λογαριασμό σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης και παρέχει όνομα και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που χρησιμοποιούνται για σκοπούς πέραν της προμήθειας του ψηφιακού περιεχομένου ή της συμμόρφωσης προς νομικές απαιτήσεις. Θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που ο καταναλωτής συναινεί στην υποβολή οποιουδήποτε υλικού συνιστά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως φωτογραφίες ή αναρτήσεις που ο καταναλωτής θα αναφορτώσει, σε επεξεργασία από τον έμπορο για σκοπούς εμπορικής προώθησης.
Με την οδηγία αυτή ρυθμίζονται δικαιώματα του καταναλωτή, σε περίπτωση ελαττώματος της παροχής του εμπόρου, όταν έχει πληρώσει ο καταναλωτής με τα “δεδομένα του”. Όταν το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία δεν παρέχεται έναντι τιμήματος αλλά ο καταναλωτής παρέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ο καταναλωτής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και σε περιπτώσεις που η έλλειψη συμμόρφωσης είναι επουσιώδης, δεδομένου ότι ο τρόπος επανόρθωσης της μείωσης του τιμήματος δεν είναι διαθέσιμος για τον καταναλωτή. Εάν ο καταναλωτής καταβάλλει τίμημα και παρέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, δικαιούται όλους τους διαθέσιμους τρόπους επανόρθωσης σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης. Συγκεκριμένα, εφόσον πληρούνται όλες οι άλλες προϋποθέσεις, ο καταναλωτής θα πρέπει να δικαιούται την αποκατάσταση της συμμόρφωσης του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας, τη μείωση του τιμήματος σε σχέση με το τίμημα που έχει καταβληθεί για το ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία, ή την καταγγελία της σύμβασης.
Η οδηγία 2019/2161 επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/83/ΕΕ ώστε να καλύπτει και τις συμβάσεις βάσει των οποίων ο προμηθευτής παρέχει ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει ψηφιακή υπηρεσία στον καταναλωτή και ο καταναλωτής παρέχει ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Κατά τρόπο ανάλογο με τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου που δεν παρέχεται σε υλικό μέσο, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται όποτε ο καταναλωτής παρέχει ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον έμπορο, εκτός της περίπτωσης κατά την οποία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρέχει ο καταναλωτής υποβάλλονται σε επεξεργασία από τον έμπορο με αποκλειστικό σκοπό την παροχή ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακής υπηρεσίας και ο έμπορος δεν επεξεργάζεται τα εν λόγω δεδομένα για οποιονδήποτε άλλο σκοπό.
Έτσι, με την οδηγία αυτή προστίθεται νέο άρθρο 6α στην Οδηγία 2011/83/ΕΚ. Έτσι, προβλέπεται ότι προτού ο καταναλωτής δεσμευτεί από εξ αποστάσεως σύμβαση ή οποιαδήποτε αντίστοιχη προσφορά σε επιγραμμική αγορά, ο πάροχος της επιγραμμικής αγοράς, με την επιφύλαξη της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, παρέχει στον καταναλωτή πληροφορίες με τρόπο σαφή και κατανοητό, αλλά και κατάλληλο για τα μέσα επικοινωνίας εξ αποστάσεως, πέρα των λοιπών υποχρεώσεων ενημέρωσης που υπέχει.
Με βάση τα ανωτέρω, βλέπουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει μείνει με “κλειστά τα μάτια” μπροστά στο φαινόμενο της εμπορευματοποιήσης των δεδομένων. Έστω και αν με συγκαλυμμένο τρόπο αναβαθμίζει τα προσωπικά δεδομένα σε μέσο πληρωμής, εντούτοις τα προβλήματα δεν λείπουν.
Το ερώτημα λοιπόν μετά από όλα αυτά είναι το αν τα δεδομένα γίνονται όντως μέσο πληρωμής, τη στιγμή που η νομοθεσία προστασίας δεδομένων (GDPR) παρέχει το δικαίωμα ανάκλησης της “συγκατάθεσης” στην παροχή δεδομένων ανά πάσα στιγμή. Πώς μπορεί κάτι να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πληρωμής, αν μπορεί να το πάρει πίσω ανά πάσα στιγμή εκείνος που πληρώνει;
Τα προβλήματα αυτά θα απασχολήσουν τα επόμενα έτη όχι μόνο τη νομική επιστήμη, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία.
Πηγή: lawspot.gr
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice