Διαφημίσεις
Στη
διεξαχθείσα ανάμεσα στο 1860 και στο 1870 συζήτηση μεταξύ του Μαρξ και
του Μπακούνιν αποκαλύφθηκαν δύο διαφορετικές ερμηνείες της κοινωνικής
αλλαγής, της φύσης της κυριαρχίας και των συνθηκών για την απελευθέρωση
του ανθρώπου. Μολονότι η διαφωνία είχε τις βάσεις της σε θεμελιώδεις
θεωρητικές διαφορές, που είναι ακόμη και σήμερα σημαντικές, η διαμάχη
απασχόλησε για πολύ καιρό μόνον τους ιστορικούς, οι οποίοι είχαν
καταλάβει την σπουδαία σημασία της. Αυτή η διαμάχη ήταν και η πρώτη
αιτία, πραγματικά, για τη διάλυση της Πρώτης Διεθνούς και αργότερα
σφράγισε τούς δύο πόλους του διεθνούς κινήματος των εργαζομένων.
διεξαχθείσα ανάμεσα στο 1860 και στο 1870 συζήτηση μεταξύ του Μαρξ και
του Μπακούνιν αποκαλύφθηκαν δύο διαφορετικές ερμηνείες της κοινωνικής
αλλαγής, της φύσης της κυριαρχίας και των συνθηκών για την απελευθέρωση
του ανθρώπου. Μολονότι η διαφωνία είχε τις βάσεις της σε θεμελιώδεις
θεωρητικές διαφορές, που είναι ακόμη και σήμερα σημαντικές, η διαμάχη
απασχόλησε για πολύ καιρό μόνον τους ιστορικούς, οι οποίοι είχαν
καταλάβει την σπουδαία σημασία της. Αυτή η διαμάχη ήταν και η πρώτη
αιτία, πραγματικά, για τη διάλυση της Πρώτης Διεθνούς και αργότερα
σφράγισε τούς δύο πόλους του διεθνούς κινήματος των εργαζομένων.
Εν
τω μεταξύ, και ενώ τόσο ο κοινοβουλευτικός σοσιαλισμός όσο και ο
επαναστατικός κομμουνισμός επαναδιαμορφώθηκαν βάσει των ιδεών του Μαρξ,
το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα, σπουδαιότερο στη Νότια Ευρώπη και εν
μέρει στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, είχε ως κέντρο αναφοράς του την
παράδοση του Μπακούνιν. Αλλά όμως, από το τέλος της δεκαετίας του ’30, ο
αναρχοσυνδικαλισμός εισέρχεται σε μια περίοδο αγωνίας· οι
αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις έχασαν τη μαζικότητα τους εξ΄ αιτίας ή
της λιποταξίας προς τον κομμουνισμό ή της καταπίεσης από αυταρχικά
καθεστώτα. Εάν η αποτελεσματικότητα αποτελεί το κριτήριο για να
διαγνώσουμε την αξία μιας θεωρίας, τότε η ιστορία αποφάσισε υπέρ του
Μαρξ και εναντίον του Μπακούνιν΄ έτσι, η συζήτησή τους θα μπορούσε να
καταχωρηθεί ως ένα μικρό κεφάλαιο στην ιστορία του θριάμβου του
μαρξισμού επί όλων των άλλων κινημάτων που έχουν προβάλλει εναλλακτικά
οράματα επαναστατικών θεωριών και πρακτικών. Το περιεχόμενο της
συζήτησης θα μπορούσε να αγνοείται, παρ΄ όλο που η διαμάχη είναι ακόμη
μεγάλης σπουδαιότητας και παρ΄ όλο που ο Μπακούνιν είναι στην
πραγματικότητα, εν αντιθέσει προς τις επικρατούσες πεποιθήσεις, ένας
σοβαρός πολιτικός στοχαστής, του οποίου τα έργα αξίζουν μία προσεκτική
εξέταση. Αλλά, εκείνες οι πρώτες συζητήσεις προσλαμβάνουν τη σωστή τους
άξια στη σημερινή κυρίως συγκυρία, στην οποία προβλήματα όπως αυτά της
αυτοδιαχείρισης και της ατομικής ελευθερίας δημιουργούν ζυμώσεις στα
επίσημα μαρξιστικά κόμματα, όπου η απογοήτευση από την εξέλιξη του
κρατικού σοσιαλισμού όλο και αυξάνεται και όπου επανεμφανίζονται τα ίδια
επιχειρήματα, που είχαν τεθεί τότε από τον Μπακούνιν1.
τω μεταξύ, και ενώ τόσο ο κοινοβουλευτικός σοσιαλισμός όσο και ο
επαναστατικός κομμουνισμός επαναδιαμορφώθηκαν βάσει των ιδεών του Μαρξ,
το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα, σπουδαιότερο στη Νότια Ευρώπη και εν
μέρει στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, είχε ως κέντρο αναφοράς του την
παράδοση του Μπακούνιν. Αλλά όμως, από το τέλος της δεκαετίας του ’30, ο
αναρχοσυνδικαλισμός εισέρχεται σε μια περίοδο αγωνίας· οι
αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις έχασαν τη μαζικότητα τους εξ΄ αιτίας ή
της λιποταξίας προς τον κομμουνισμό ή της καταπίεσης από αυταρχικά
καθεστώτα. Εάν η αποτελεσματικότητα αποτελεί το κριτήριο για να
διαγνώσουμε την αξία μιας θεωρίας, τότε η ιστορία αποφάσισε υπέρ του
Μαρξ και εναντίον του Μπακούνιν΄ έτσι, η συζήτησή τους θα μπορούσε να
καταχωρηθεί ως ένα μικρό κεφάλαιο στην ιστορία του θριάμβου του
μαρξισμού επί όλων των άλλων κινημάτων που έχουν προβάλλει εναλλακτικά
οράματα επαναστατικών θεωριών και πρακτικών. Το περιεχόμενο της
συζήτησης θα μπορούσε να αγνοείται, παρ΄ όλο που η διαμάχη είναι ακόμη
μεγάλης σπουδαιότητας και παρ΄ όλο που ο Μπακούνιν είναι στην
πραγματικότητα, εν αντιθέσει προς τις επικρατούσες πεποιθήσεις, ένας
σοβαρός πολιτικός στοχαστής, του οποίου τα έργα αξίζουν μία προσεκτική
εξέταση. Αλλά, εκείνες οι πρώτες συζητήσεις προσλαμβάνουν τη σωστή τους
άξια στη σημερινή κυρίως συγκυρία, στην οποία προβλήματα όπως αυτά της
αυτοδιαχείρισης και της ατομικής ελευθερίας δημιουργούν ζυμώσεις στα
επίσημα μαρξιστικά κόμματα, όπου η απογοήτευση από την εξέλιξη του
κρατικού σοσιαλισμού όλο και αυξάνεται και όπου επανεμφανίζονται τα ίδια
επιχειρήματα, που είχαν τεθεί τότε από τον Μπακούνιν1.
Το
όραμα του Μπακούνιν για την πραγματικότητα που αναπτύχθηκε εν μέρει
μέσω της επιρροής του Μαρξ, είναι εντελώς ματεριαλιστικό και μολονότι
κατηγορήθηκε πολλάκις ότι συναινούσε προς έναν κάποιον τύπο
«βολονταρισμού», δεν προσδίδει, στην πραγματικότητα καμία απολύτως
σημασία στην «ελεύθερη βούληση», την οποία θεωρεί μία μεταφυσική και
θρησκευτική πλάνη. Και οι δύο θεωρητικοί αποδέχονται το φυσικό και υλικό
κόσμο ως ικανή βάση για να κατανοήσει κανείς την πραγματικότητα και δεν
υποστηρίζουν κανένα μεταφυσικό βασίλειο. Στη «Διεθνή και ο Καρλ Μαρξ»,
ο Μπακούνιν λαμβάνει όπως ο Μαρξ, μία κριτική θέση απέναντι στην
ιστορική εξέλιξη, η οποία θα έπρεπε να ερμηνευτεί ως θέση που στοχεύει
να τονίσει ότι οι ιστορικές μάχες της ανθρωπότητας έχουν σταθερό σκοπό
τη δημιουργία μιας ελεύθερης από την κυριαρχία ανθρώπινης κοινότητας, ή
όπως υποστηρίζει στο αναφερθέν έργο,«την πληρέστερη κατάκτηση και
θεμελίωση της προσωπικής ελευθερίας και εξέλιξης υλικής, πνευματικής και
ηθικής του κάθε ατόμου δια μέσου της εντελώς αυθόρμητης και ελεύθερης
οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής αλληλεγγύης»2.
Αυτή η κρίση ωθεί τον Μπακούνιν στο να κατακρίνει πολλές όψεις της
ανάλυσης του Μαρξ, συμπεριλαμβανομένων και των διαδοχικών εκτιμήσεών του
πάνω στην εγγενή αναπτυξιακή δυνατότητα της καπιταλιστικής παραγωγής.
Από αυτήν την κριτική προέρχεται, κατά κάποιον τρόπο, μία ευρύτερη
αντίληψη για τον ιστορικό υλισμό, πιο ανοικτή στην κουλτούρα και την
υποκειμενικότητα.
όραμα του Μπακούνιν για την πραγματικότητα που αναπτύχθηκε εν μέρει
μέσω της επιρροής του Μαρξ, είναι εντελώς ματεριαλιστικό και μολονότι
κατηγορήθηκε πολλάκις ότι συναινούσε προς έναν κάποιον τύπο
«βολονταρισμού», δεν προσδίδει, στην πραγματικότητα καμία απολύτως
σημασία στην «ελεύθερη βούληση», την οποία θεωρεί μία μεταφυσική και
θρησκευτική πλάνη. Και οι δύο θεωρητικοί αποδέχονται το φυσικό και υλικό
κόσμο ως ικανή βάση για να κατανοήσει κανείς την πραγματικότητα και δεν
υποστηρίζουν κανένα μεταφυσικό βασίλειο. Στη «Διεθνή και ο Καρλ Μαρξ»,
ο Μπακούνιν λαμβάνει όπως ο Μαρξ, μία κριτική θέση απέναντι στην
ιστορική εξέλιξη, η οποία θα έπρεπε να ερμηνευτεί ως θέση που στοχεύει
να τονίσει ότι οι ιστορικές μάχες της ανθρωπότητας έχουν σταθερό σκοπό
τη δημιουργία μιας ελεύθερης από την κυριαρχία ανθρώπινης κοινότητας, ή
όπως υποστηρίζει στο αναφερθέν έργο,«την πληρέστερη κατάκτηση και
θεμελίωση της προσωπικής ελευθερίας και εξέλιξης υλικής, πνευματικής και
ηθικής του κάθε ατόμου δια μέσου της εντελώς αυθόρμητης και ελεύθερης
οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής αλληλεγγύης»2.
Αυτή η κρίση ωθεί τον Μπακούνιν στο να κατακρίνει πολλές όψεις της
ανάλυσης του Μαρξ, συμπεριλαμβανομένων και των διαδοχικών εκτιμήσεών του
πάνω στην εγγενή αναπτυξιακή δυνατότητα της καπιταλιστικής παραγωγής.
Από αυτήν την κριτική προέρχεται, κατά κάποιον τρόπο, μία ευρύτερη
αντίληψη για τον ιστορικό υλισμό, πιο ανοικτή στην κουλτούρα και την
υποκειμενικότητα.
Ο Μπακούνιν επικεντρώνει την κριτική του πάνω στη γνώμη του Μαρξ ότι η οικονομία αποτελεί τη βάση όλης της ιστορικής εξέλιξης3.
Σύμφωνα με τον Μπακούνιν, αν η ανθρωπότητα αγωνίζεται για να
πραγματώσει την απελευθέρωσή της, δεν είναι οι οικονομικές συνθήκες
εκμετάλλευσης και αθλιότητας που μπορούν να την καθορίσουν, αλλά μάλλον
μία δραστήρια αγωνιστική διαδικασία καθώς και οι γνώσεις που αποκτά σ”
αυτόν τον αγώνα. «Πώς μπορούν οι εργαζόμενες μάζες να αποκτήσουν
συνείδηση των δικαιωμάτων τους; Μόνο διά μέσου της μεγάλης τους
ιστορικής πείρας, διά μέσου αυτής της μεγάλης παράδοσης, που αποκτούν
στη διάρκεια αιώνων και μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, που αυξάνεται
συνεχώς και εμπλουτίζεται με νέους πόνους και νέες αδικίες και που
επιτυγχάνει, εν τέλει, να διαποτίσει και να διαφωτίσει τις μεγάλες
προλεταριακές μάζες»4. Αυτή
η ιστορική γνώση θα όφειλε επίσης, να ευνοεί την ανάπτυξη οργανωτικών
μορφών και διαπροσωπικών σχέσεων συνειδητά ελευθεριακών· χωρίς μία
τέτοια συνείδηση και χωρίς την ελευθεριακή κουλτούρα στην οποία είναι
βυθισμένη, οι μάζες δεν μπορούν να καταστούν δημιουργικά δραστήριες στην
ιστορία και καθίστανται θύματα μιας νέας κυριαρχίας.
Σύμφωνα με τον Μπακούνιν, αν η ανθρωπότητα αγωνίζεται για να
πραγματώσει την απελευθέρωσή της, δεν είναι οι οικονομικές συνθήκες
εκμετάλλευσης και αθλιότητας που μπορούν να την καθορίσουν, αλλά μάλλον
μία δραστήρια αγωνιστική διαδικασία καθώς και οι γνώσεις που αποκτά σ”
αυτόν τον αγώνα. «Πώς μπορούν οι εργαζόμενες μάζες να αποκτήσουν
συνείδηση των δικαιωμάτων τους; Μόνο διά μέσου της μεγάλης τους
ιστορικής πείρας, διά μέσου αυτής της μεγάλης παράδοσης, που αποκτούν
στη διάρκεια αιώνων και μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, που αυξάνεται
συνεχώς και εμπλουτίζεται με νέους πόνους και νέες αδικίες και που
επιτυγχάνει, εν τέλει, να διαποτίσει και να διαφωτίσει τις μεγάλες
προλεταριακές μάζες»4. Αυτή
η ιστορική γνώση θα όφειλε επίσης, να ευνοεί την ανάπτυξη οργανωτικών
μορφών και διαπροσωπικών σχέσεων συνειδητά ελευθεριακών· χωρίς μία
τέτοια συνείδηση και χωρίς την ελευθεριακή κουλτούρα στην οποία είναι
βυθισμένη, οι μάζες δεν μπορούν να καταστούν δημιουργικά δραστήριες στην
ιστορία και καθίστανται θύματα μιας νέας κυριαρχίας.
Ο οικονομικός ντετερμινισμός του Μαρξ
Αλλά
υπάρχει, πράγματι, στο Μαρξ ο οικονομικός ντετερμινισμός που του
καταμαρτυρά ο Μπακούνιν; Πράγματι υπάρχει, ειδικά αν αναφερθούμε στον
κλασσικό τύπο για τον προσδιορισμό της φύσης του οικονομικού
ματεριαλισμού του Μαρξ, δηλαδή στον Πρόλογο στη «Συμβολή στην Κριτική
της Πολιτικής Οικονομίας». Στα τελευταία έργα του Μαρξ, όπως στα
«Grundrisse» και στο «Κεφάλαιο», η παλιά άποψη συνεχίζει να κατέχει μία
κεντρική θέση στη σκέψη του και τα σχόλιά του στη «Συμβολή στην Κριτική
της Πολιτικής Οικονομίας» δεν αποτελούν μία απομονωμένη απόκλιση. Αν και
στα «Grundrisse» συναντάται μία θαυμάσια ανάλυση των συνδέσεων μεταξύ
της προκαπιταλιστικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της
δημιουργίας του νομισματικού πλούτου και της διαθεσιμότητας του
εμπορεύματος – εργασία, οι παραγωγικές δυνάμεις θεωρούνται ακόμη το
καθοριστικό αίτιο για τη γέννηση της νέας μεθόδου της παραγωγής. Το ίδιο
ισχύει και για το «Κεφάλαιο».
υπάρχει, πράγματι, στο Μαρξ ο οικονομικός ντετερμινισμός που του
καταμαρτυρά ο Μπακούνιν; Πράγματι υπάρχει, ειδικά αν αναφερθούμε στον
κλασσικό τύπο για τον προσδιορισμό της φύσης του οικονομικού
ματεριαλισμού του Μαρξ, δηλαδή στον Πρόλογο στη «Συμβολή στην Κριτική
της Πολιτικής Οικονομίας». Στα τελευταία έργα του Μαρξ, όπως στα
«Grundrisse» και στο «Κεφάλαιο», η παλιά άποψη συνεχίζει να κατέχει μία
κεντρική θέση στη σκέψη του και τα σχόλιά του στη «Συμβολή στην Κριτική
της Πολιτικής Οικονομίας» δεν αποτελούν μία απομονωμένη απόκλιση. Αν και
στα «Grundrisse» συναντάται μία θαυμάσια ανάλυση των συνδέσεων μεταξύ
της προκαπιταλιστικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της
δημιουργίας του νομισματικού πλούτου και της διαθεσιμότητας του
εμπορεύματος – εργασία, οι παραγωγικές δυνάμεις θεωρούνται ακόμη το
καθοριστικό αίτιο για τη γέννηση της νέας μεθόδου της παραγωγής. Το ίδιο
ισχύει και για το «Κεφάλαιο».
Αλλά,
ας επανέλθουμε στα «Grundrisse» για τα σημαντικότερα παραδείγματα του
παραγωγιστικού οράματος της κοινωνίας στο Μαρξ. Αυτά συναντώνται όχι
μόνο στη συζήτηση για την ανθρωπότητα εντός των πλαισίων του
καπιταλιστικού καθεστώτος, αλλά ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο
αναλύονται οι προκαπιταλιστικές και οι μετακαπιταλιστικές κοινωνίες. Στη
συζήτηση για τις πρωτόγονες κοινωνίες, ο Μαρξ ασχολείται με το μύθο,
μία από τις πιο πολύπλοκες και πλούσια αναπτυγμένες συμβολικές μορφές·
αυτός, τουναντίον, τον θεωρεί μία πρωτόγονη απόπειρα να κυριαρχηθεί η
φύση, μια φανταστική κυριαρχία, εκπηγάζουσα από την πρόσκαιρη
ανικανότητα της ανθρωπότητας να επιτύχει μια πραγματική κυριαρχία δια
μέσου της παραγωγής. «Όλη η μυθολογία καταπιέζει, κυριαρχεί και
μορφοποιεί τις δυνάμεις της φύσης στη φαντασία και με τη φαντασία, που
κατόπιν εξαφανίζονται με την έλευση της πραγματικής γνώσης». Έτσι ο
μύθος απορροφάται στη σφαίρα χρήσιμης δραστηριότητας και ενώνεται με
την ιδέα της χρησιμοποίησης της φύσης ως καθαρού μέσου. Η μυθολογική
συνείδηση εκπίπτει, κατ” αυτόν τον τρόπο, σε μια ιδεαλιστική και
αναποτελεσματική τεχνική, προορισμένη να υπερβαθεί από την
αποτελεσματικότερη – και ως εκ τούτου υπέρτερη – τεχνική του υλικού
μετασχηματισμού.
ας επανέλθουμε στα «Grundrisse» για τα σημαντικότερα παραδείγματα του
παραγωγιστικού οράματος της κοινωνίας στο Μαρξ. Αυτά συναντώνται όχι
μόνο στη συζήτηση για την ανθρωπότητα εντός των πλαισίων του
καπιταλιστικού καθεστώτος, αλλά ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο
αναλύονται οι προκαπιταλιστικές και οι μετακαπιταλιστικές κοινωνίες. Στη
συζήτηση για τις πρωτόγονες κοινωνίες, ο Μαρξ ασχολείται με το μύθο,
μία από τις πιο πολύπλοκες και πλούσια αναπτυγμένες συμβολικές μορφές·
αυτός, τουναντίον, τον θεωρεί μία πρωτόγονη απόπειρα να κυριαρχηθεί η
φύση, μια φανταστική κυριαρχία, εκπηγάζουσα από την πρόσκαιρη
ανικανότητα της ανθρωπότητας να επιτύχει μια πραγματική κυριαρχία δια
μέσου της παραγωγής. «Όλη η μυθολογία καταπιέζει, κυριαρχεί και
μορφοποιεί τις δυνάμεις της φύσης στη φαντασία και με τη φαντασία, που
κατόπιν εξαφανίζονται με την έλευση της πραγματικής γνώσης». Έτσι ο
μύθος απορροφάται στη σφαίρα χρήσιμης δραστηριότητας και ενώνεται με
την ιδέα της χρησιμοποίησης της φύσης ως καθαρού μέσου. Η μυθολογική
συνείδηση εκπίπτει, κατ” αυτόν τον τρόπο, σε μια ιδεαλιστική και
αναποτελεσματική τεχνική, προορισμένη να υπερβαθεί από την
αποτελεσματικότερη – και ως εκ τούτου υπέρτερη – τεχνική του υλικού
μετασχηματισμού.
Ίσως,
η δριμύτερη κριτική στο Μαρξ επί αυτού του ζητήματος ασκήθηκε πρόσφατα
από το Sahlins, ο οποίος θέτει αντιμέτωπη τη μαρξιανή θεωρία με την
κεντρικότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη μιας πολιτισμικής λογικής, η οποία
δεν μπορεί να απορροφηθεί μέσα σε μία πραγματιστική ή εργαλειακή
ορθολογικότητα, που δεν την ενδιαφέρει πόσο βαθειά μπορεί να
θεμελιώνεται πάνω σε μια κοινωνική αντίληψη της ανθρώπινης εξέλιξης.
Σύμφωνα μ΄ αυτή την άποψη, «το είδος στο οποίο ανήκουν τα ανθρώπινα όντα του Μαρξ είναι αυτό του Homo Economicus »και το πρόγραμμα του Μαρξ για την απελευθέρωση του ανθρώπου, είναι «μια
εξιδανικευμένη νοοτροπία της αγοράς, η οποία συνδυάζει τις ανθρώπινες
ανάγκες (της αυτοπραγμάτωσης), την ένδεια των φυσικών πηγών (των
αντικειμενικών οικονομικών μέσων) και μία προοδευτική απελευθέρωση του
ανθρώπου από αυτές τις σκοτεινές συνθήκες με μια αυτοκαθοριζόμενη πράξη».
Αυτό το όραμα του προτάγματος της χειραφέτησης δια μέσου της παραγωγής
συναντάται σε μεγάλο μέρος της μαρξιανής επιστημολογίας, για την οποία η
σημασία εκπίπτει σε μια καθαρή ταξινόμηση και η πολιτισμική δημιουργία
σε αντανάκλαση των υλικών πράξεων· αυτή η έκπτωση, όμως, αγνοεί την
κεντρικότητα της συμβολικής διαδικασίας. Η μαρξιανή θέση δε θεωρεί ότι
όλες οι αξίες, συμπεριλαμβανομένων και των αξιών χρήσεως, μπορούν να
καθορίζονται μόνο (και, πράγματι σε μεγάλο μέρος συγκροτούνται) από ένα
σύστημα σημασιών, το όποιο δεν μπορεί να περιορίζεται σε μία
εξιδανικευμένη έκφραση των βιολογικών αναγκών ή και ευρύτερων αναγκών,
που παράγονται από την εξέλιξη της διαδικασίας του υλικού
μετασχηματισμού. Το μαρξιανό παραγωγιστικό όραμα της ανθρώπινης
δραστηριότητας αγνοεί ότι ο πολιτισμικός λόγος δεν υποτάσσεται στην
πρακτική λογική και το αποτέλεσμα είναι ότι ο Μαρξ καθίσταται ανίκανος
να ανακαλύψει, εν όλω, τη σχετικότητα των θεσμίσεων της αστικής
κοινωνίας, του ίδιου του πολιτισμού αναφορικά με την πράξη, την
εργαλειακή δράση και την τεχνική· εξ άλλου, αυτό το παραγωγιστικό όραμα,
για να περιοριστούμε στην κριτική του Μαρξ, περιορίζει ακόμη και το
δικό του όραμα των παραμέτρων, στις όποιες γεννάται το πρόταγμα της
ανθρώπινης χειραφέτησης.
η δριμύτερη κριτική στο Μαρξ επί αυτού του ζητήματος ασκήθηκε πρόσφατα
από το Sahlins, ο οποίος θέτει αντιμέτωπη τη μαρξιανή θεωρία με την
κεντρικότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη μιας πολιτισμικής λογικής, η οποία
δεν μπορεί να απορροφηθεί μέσα σε μία πραγματιστική ή εργαλειακή
ορθολογικότητα, που δεν την ενδιαφέρει πόσο βαθειά μπορεί να
θεμελιώνεται πάνω σε μια κοινωνική αντίληψη της ανθρώπινης εξέλιξης.
Σύμφωνα μ΄ αυτή την άποψη, «το είδος στο οποίο ανήκουν τα ανθρώπινα όντα του Μαρξ είναι αυτό του Homo Economicus »και το πρόγραμμα του Μαρξ για την απελευθέρωση του ανθρώπου, είναι «μια
εξιδανικευμένη νοοτροπία της αγοράς, η οποία συνδυάζει τις ανθρώπινες
ανάγκες (της αυτοπραγμάτωσης), την ένδεια των φυσικών πηγών (των
αντικειμενικών οικονομικών μέσων) και μία προοδευτική απελευθέρωση του
ανθρώπου από αυτές τις σκοτεινές συνθήκες με μια αυτοκαθοριζόμενη πράξη».
Αυτό το όραμα του προτάγματος της χειραφέτησης δια μέσου της παραγωγής
συναντάται σε μεγάλο μέρος της μαρξιανής επιστημολογίας, για την οποία η
σημασία εκπίπτει σε μια καθαρή ταξινόμηση και η πολιτισμική δημιουργία
σε αντανάκλαση των υλικών πράξεων· αυτή η έκπτωση, όμως, αγνοεί την
κεντρικότητα της συμβολικής διαδικασίας. Η μαρξιανή θέση δε θεωρεί ότι
όλες οι αξίες, συμπεριλαμβανομένων και των αξιών χρήσεως, μπορούν να
καθορίζονται μόνο (και, πράγματι σε μεγάλο μέρος συγκροτούνται) από ένα
σύστημα σημασιών, το όποιο δεν μπορεί να περιορίζεται σε μία
εξιδανικευμένη έκφραση των βιολογικών αναγκών ή και ευρύτερων αναγκών,
που παράγονται από την εξέλιξη της διαδικασίας του υλικού
μετασχηματισμού. Το μαρξιανό παραγωγιστικό όραμα της ανθρώπινης
δραστηριότητας αγνοεί ότι ο πολιτισμικός λόγος δεν υποτάσσεται στην
πρακτική λογική και το αποτέλεσμα είναι ότι ο Μαρξ καθίσταται ανίκανος
να ανακαλύψει, εν όλω, τη σχετικότητα των θεσμίσεων της αστικής
κοινωνίας, του ίδιου του πολιτισμού αναφορικά με την πράξη, την
εργαλειακή δράση και την τεχνική· εξ άλλου, αυτό το παραγωγιστικό όραμα,
για να περιοριστούμε στην κριτική του Μαρξ, περιορίζει ακόμη και το
δικό του όραμα των παραμέτρων, στις όποιες γεννάται το πρόταγμα της
ανθρώπινης χειραφέτησης.
Όλη
αυτή η όψη της σκέψης του Μαρξ, η τάση του προς έναν οικονομικό
ντετερμινισμό και προς ένα παραγωγιστικό όραμα της ανθρώπινης φύσης,
αποτελεί τον πυρήνα της διαφωνίας μεταξύ Μπακούνιν και Μαρξ επί του
θέματος της ιστορικής σημασίας της καπιταλιστικής παραγωγής. Σύμφωνα με
τον Μπακούνιν, ο Μαρξ, άκριτα, θεωρεί αναγκαία για την απελευθέρωση της
ανθρωπότητας πολλά στοιχεία της αστικής κοινωνίας και της καπιταλιστικής
παραγωγής. Επομένως ο Μαρξ και μαζί του μεγάλο μέρος του κινήματος των
εργαζομένων, ήταν ακόμη ανίκανοι να προσεγγίσουν κριτικά πολλές
προϋποθέσεις της εποχής τους και κατέστη αναγκαία μία πληρέστερη ανάλυση
επί του θέματος της υπεροχής των κατηγοριών της αστικής ιδεολογίας στο
πεδίο του πολιτικού διαλόγου και μια ριζικότερη ρήξη με αυτή την
ιδεολογία.
αυτή η όψη της σκέψης του Μαρξ, η τάση του προς έναν οικονομικό
ντετερμινισμό και προς ένα παραγωγιστικό όραμα της ανθρώπινης φύσης,
αποτελεί τον πυρήνα της διαφωνίας μεταξύ Μπακούνιν και Μαρξ επί του
θέματος της ιστορικής σημασίας της καπιταλιστικής παραγωγής. Σύμφωνα με
τον Μπακούνιν, ο Μαρξ, άκριτα, θεωρεί αναγκαία για την απελευθέρωση της
ανθρωπότητας πολλά στοιχεία της αστικής κοινωνίας και της καπιταλιστικής
παραγωγής. Επομένως ο Μαρξ και μαζί του μεγάλο μέρος του κινήματος των
εργαζομένων, ήταν ακόμη ανίκανοι να προσεγγίσουν κριτικά πολλές
προϋποθέσεις της εποχής τους και κατέστη αναγκαία μία πληρέστερη ανάλυση
επί του θέματος της υπεροχής των κατηγοριών της αστικής ιδεολογίας στο
πεδίο του πολιτικού διαλόγου και μια ριζικότερη ρήξη με αυτή την
ιδεολογία.
Όπως εξηγεί ο Μπακούνιν «… εμείς,
πράγματι, αναγνωρίζουμε το χαρακτήρα της αναγκαιότητας και του
αναπόφευκτου όλων των ιστορικών φαινομένων, αλλά δε μένουμε αδιάφοροι
απέναντι σ” αυτά και προ πάντων, προφυλασσόμαστε πολύ από το να τα
εξάρουμε, όταν από τη φύση τους αποκαλύπτονται εμφανώς αντιφατικά
απέναντι στο υπέρτατο στόχο της ιστορίας»5,
που είναι, για τον Μπακούνιν, η πραγματοποίηση μιας κοινωνίας χωρίς
κυριαρχία. Το ειδικό αντικείμενο της διαφωνίας είναι η ιστορική σημασία
της αστικής κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Μπακούνιν, ο Μαρξ βλέπει την
εξέλιξη του καπιταλισμού ως ένα βήμα μπροστά προς την κοινωνική
επανάσταση και προς τη γέννηση μιας ελεύθερης κοινωνίας. Ο Μαρξ
υποστηρίζει (όπως έχει γράψει ο Μπακούνιν) ότι αν «οι χώρες είναι
πιο καθυστερημένες από την άποψη της καπιταλιστικής παραγωγής,
τοποθετούνται αναγκαστικά στο ίδιο επίπεδο και από την άποψη της
κοινωνικής επανάστασης».
Η ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής
Αυτή
η ερμηνεία της ιστορικής προόδου συγκροτεί ένα σημαντικό ρεύμα στη
μαρξιστική σκέψη και εκπηγάζει από την τάση να σκεπτόμαστε την εξέλιξη
της ανθρώπινης κοινωνίας μέσω διαδοχικών σταδίων, αντίστοιχων με εκείνα
του ατόμου. Οι αρχαίες και όλες οι πρωτόγονες κοινωνίες αντιπροσωπεύουν
την παιδική ηλικία του ανθρώπινου γένους. Ο Μαρξ, όπως οι περισσότεροι
αστοί του 19ου αιώνα, είχε μία συγκαταβατική και πατερναλιστική αντίληψη
για τα παιδιά (για να μη μιλήσουμε για τις γυναίκες). Ο μύθος, όπως ήδη
έχουμε σημειώσει, θεωρούνταν ως πρωτόγονη απόπειρα να κυριαρχηθεί ή
φύση, μία παιδική φαντασία των λαών που εξαφανίζεται, όταν επεμβαίνει
μια «συγκεκριμένη γνώση»: η αρχή της πραγματικότητας. Έτσι, για το Μαρξ,
η κλασική τέχνη είναι ένα προϊόν της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας
και είναι «γοητευτική», όπως όλα τα απλοϊκά προϊόντα της παιδικής
ηλικίας. Όταν ο Μαρξ ασχολείται με τις μη δυτικές κοινωνίες, τις θεωρεί
επίσης παιδικές, αλλά υπό κάποια έννοια λιγότερο γοητευτικές. Η αστική
τάξη, καθιστώντας, όπως γράφει ο Μαρξ, «την ύπαιθρο εξαρτημένη από
την πόλη,… τους βάρβαρους και ημιβάρβαρους λαούς εξαρτημένους από τους
πολιτισμένους, τα αγροτικά έθνη από τα αστικά, την Ανατολή από τη Δύση»,
αναπτύσσει το λειτούργημα της σωτηρίας ενός πάντοτε μεγαλύτερου αριθμού προσώπων «από την ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής».
η ερμηνεία της ιστορικής προόδου συγκροτεί ένα σημαντικό ρεύμα στη
μαρξιστική σκέψη και εκπηγάζει από την τάση να σκεπτόμαστε την εξέλιξη
της ανθρώπινης κοινωνίας μέσω διαδοχικών σταδίων, αντίστοιχων με εκείνα
του ατόμου. Οι αρχαίες και όλες οι πρωτόγονες κοινωνίες αντιπροσωπεύουν
την παιδική ηλικία του ανθρώπινου γένους. Ο Μαρξ, όπως οι περισσότεροι
αστοί του 19ου αιώνα, είχε μία συγκαταβατική και πατερναλιστική αντίληψη
για τα παιδιά (για να μη μιλήσουμε για τις γυναίκες). Ο μύθος, όπως ήδη
έχουμε σημειώσει, θεωρούνταν ως πρωτόγονη απόπειρα να κυριαρχηθεί ή
φύση, μία παιδική φαντασία των λαών που εξαφανίζεται, όταν επεμβαίνει
μια «συγκεκριμένη γνώση»: η αρχή της πραγματικότητας. Έτσι, για το Μαρξ,
η κλασική τέχνη είναι ένα προϊόν της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας
και είναι «γοητευτική», όπως όλα τα απλοϊκά προϊόντα της παιδικής
ηλικίας. Όταν ο Μαρξ ασχολείται με τις μη δυτικές κοινωνίες, τις θεωρεί
επίσης παιδικές, αλλά υπό κάποια έννοια λιγότερο γοητευτικές. Η αστική
τάξη, καθιστώντας, όπως γράφει ο Μαρξ, «την ύπαιθρο εξαρτημένη από
την πόλη,… τους βάρβαρους και ημιβάρβαρους λαούς εξαρτημένους από τους
πολιτισμένους, τα αγροτικά έθνη από τα αστικά, την Ανατολή από τη Δύση»,
αναπτύσσει το λειτούργημα της σωτηρίας ενός πάντοτε μεγαλύτερου αριθμού προσώπων «από την ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής».
Κατά
την άποψη του Μπακούνιν, αντιθέτως, εάν θέλουμε να εκτιμήσουμε σωστά
την απελευθερωτική δυναμικότητα οποιασδήποτε κοινωνίας, πρέπει να
δώσουμε περισσότερη σπουδαιότητα – από όση δίνει ο Μαρξ – στις ποικίλες
διαστάσεις και όχι μόνο στην τεχνική και οικονομική εξέλιξη. Έτσι ο
Μπακούνιν υπογραμμίζει τη σημασία του πολιτισμού, που ποτέ δεν κατάφεραν
να τον υποβιβάσουν, κατά τρόπον πειστικό, σε καθαρή μεσολάβηση μεταξύ
των πρωταρχικών οικονομικών αιτιών και των άλλων κοινωνικών
πραγματικοτήτων· υποστηρίζει τη σημαντικότητα μιας αίσθησης της
συλλογικότητας και της ύπαρξης αυτού που ονομάζει «το ένστικτο της
εξέγερσης»6.
Αποκαλύπτει σε πολλές καθυστερημένες κοινωνίες μια ικανότητα κοινωνικής
επανάστασης, μεγαλύτερη εν συγκρίσει προς εκείνες τις «προχωρημένες» ή
«πολιτισμένες» κοινωνίες, τις οποίες ο Μαρξ θεωρεί ως περισσότερο
εξελιγμένες. Για τον Μπακούνιν, επί παραδείγματι, μερικά ελευθεριακά
και κοινοτικά αισθήματα των λατινικών πολιτισμών αποτελούσαν ένα
πλεονέκτημα απέναντι στην αυταρχική και ιεραρχική νοοτροπία των
Γερμανών, τους όποιους ο Μαρξ θεωρούσε συχνά ως τους προδρόμους της
μελλοντικής επανάστασης. Ο Μπακούνιν δυσπιστεί απέναντι σε εκείνους που
θέλουν να «εκπολιτίσουν» κοινωνίες ή κοινωνικές ομάδες λιγότερο
αναπτυγμένες από οικονομική άποψη7,
φρονεί ότι αυτή η επιθυμία είναι αντιδραστική για δύο λόγους: διότι
απαιτεί καταπιεστικά μέσα για την επίτευξη του σκοπού και προ πάντων,
διότι οδηγεί στην καταστροφή πολιτισμικών συνθηκών, χαρακτηριζομένων από
ελευθεριακές δυναμικότητες, οι όποιες θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν
συνθήκες πού καίρια ευνοούν την κυριαρχία8.
την άποψη του Μπακούνιν, αντιθέτως, εάν θέλουμε να εκτιμήσουμε σωστά
την απελευθερωτική δυναμικότητα οποιασδήποτε κοινωνίας, πρέπει να
δώσουμε περισσότερη σπουδαιότητα – από όση δίνει ο Μαρξ – στις ποικίλες
διαστάσεις και όχι μόνο στην τεχνική και οικονομική εξέλιξη. Έτσι ο
Μπακούνιν υπογραμμίζει τη σημασία του πολιτισμού, που ποτέ δεν κατάφεραν
να τον υποβιβάσουν, κατά τρόπον πειστικό, σε καθαρή μεσολάβηση μεταξύ
των πρωταρχικών οικονομικών αιτιών και των άλλων κοινωνικών
πραγματικοτήτων· υποστηρίζει τη σημαντικότητα μιας αίσθησης της
συλλογικότητας και της ύπαρξης αυτού που ονομάζει «το ένστικτο της
εξέγερσης»6.
Αποκαλύπτει σε πολλές καθυστερημένες κοινωνίες μια ικανότητα κοινωνικής
επανάστασης, μεγαλύτερη εν συγκρίσει προς εκείνες τις «προχωρημένες» ή
«πολιτισμένες» κοινωνίες, τις οποίες ο Μαρξ θεωρεί ως περισσότερο
εξελιγμένες. Για τον Μπακούνιν, επί παραδείγματι, μερικά ελευθεριακά
και κοινοτικά αισθήματα των λατινικών πολιτισμών αποτελούσαν ένα
πλεονέκτημα απέναντι στην αυταρχική και ιεραρχική νοοτροπία των
Γερμανών, τους όποιους ο Μαρξ θεωρούσε συχνά ως τους προδρόμους της
μελλοντικής επανάστασης. Ο Μπακούνιν δυσπιστεί απέναντι σε εκείνους που
θέλουν να «εκπολιτίσουν» κοινωνίες ή κοινωνικές ομάδες λιγότερο
αναπτυγμένες από οικονομική άποψη7,
φρονεί ότι αυτή η επιθυμία είναι αντιδραστική για δύο λόγους: διότι
απαιτεί καταπιεστικά μέσα για την επίτευξη του σκοπού και προ πάντων,
διότι οδηγεί στην καταστροφή πολιτισμικών συνθηκών, χαρακτηριζομένων από
ελευθεριακές δυναμικότητες, οι όποιες θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν
συνθήκες πού καίρια ευνοούν την κυριαρχία8.
Αλλά
ποια είναι, ακριβέστερα, η αντίληψη του Μαρξ για τον «εκπολιτιστικό»
χαρακτήρα της αστικής παραγωγής; Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε στα
έργα του μία μεγάλη εμπιστοσύνη στην επαναστατική επιτυχία του
καπιταλισμού· τα σχόλιά του για τον ιμπεριαλισμό στην Ινδία είναι
ενδεικτικά: η προοδευτική λειτουργία του κεφαλαίου έγκειται, προ πάντων,
στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στη δημιουργία των αναγκαίων
συνθηκών για να προπαρασκευαστεί ο δρόμος προς την κοινωνική
επανάσταση, η οποία θα καταστεί εν τέλει δυνατή με μία περαιτέρω
εξέλιξη.
ποια είναι, ακριβέστερα, η αντίληψη του Μαρξ για τον «εκπολιτιστικό»
χαρακτήρα της αστικής παραγωγής; Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε στα
έργα του μία μεγάλη εμπιστοσύνη στην επαναστατική επιτυχία του
καπιταλισμού· τα σχόλιά του για τον ιμπεριαλισμό στην Ινδία είναι
ενδεικτικά: η προοδευτική λειτουργία του κεφαλαίου έγκειται, προ πάντων,
στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στη δημιουργία των αναγκαίων
συνθηκών για να προπαρασκευαστεί ο δρόμος προς την κοινωνική
επανάσταση, η οποία θα καταστεί εν τέλει δυνατή με μία περαιτέρω
εξέλιξη.
Η
αναρχική κοινωνική θεωρία έχει πάντοτε αμφισβητήσει την εγκυρότητα της
ιδέας ότι μία βιομηχανία σε ευρεία κλίμακα, συγκεντροποιημένη,
υπερμηχανοποιημένη, μπορεί να αποτελεί το όχημα προς μία ανθρώπινη
κοινωνία. Ο κλασικός αναρχισμός, από τον Προυντόν έως τον Κροπότκιν,
έχει πάντοτε προτείνει μία παραγωγή, προσαρμοσμένη στα ανθρώπινα μέτρα
από την άποψη της έντασης και αποκεντρωμένη, η οποία να θεωρείται ότι
είναι σύμφωνη με τούς κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς που βασίζονται
στην ατομική ελευθερία, στη δημοκρατία, στην αυτοδιαχείριση9 Ένα
από τα ισχυρότερα επιχειρήματα για την υποστήριξη αυτής της τεχνολογίας
αποτελεί το ότι καθιστά δυνατή τη σύνθεση χειρωνακτικής και πνευματικής
εργασίας, η όποια βοηθά στο να προλαμβάνουμε την ανάδυση
τεχνο-γραφειοκρατικών ελίτ που ιδιοποιούνται τις ευθύνες των αποφάσεων
και της διεύθυνσης της κοινωνίας. Μολονότι αυτές οι θεμελιώδεις
αναρχικές θέσεις εκφράστηκαν συστηματικά μόνο στα έργα του Κροπότκιν10,
ο Μπακούνιν είχε, προηγουμένως, υπογραμμίσει τη σημασία που έχουν: η
παραγωγή σε μικρή κλίμακα, οι κοινοτικές ομάδες, η απέχθεια για τα
κεντρικά σχέδια και για τις ελίτ που τα διαχειρίζονται, η υποστήριξη
μιας «ολοκληρωμένης εκπαίδευσης», η οποία σκοπεύει να αναπτύξει, άμεσα,
σε κάθε άτομο τη δυνατότητα να κατανοεί τις κοινωνικές διαδικασίες και
να συμμετέχει, γνωρίζοντας την κάθε υπόθεση, στη διαδικασία, λήψεως των
αποφάσεων.
αναρχική κοινωνική θεωρία έχει πάντοτε αμφισβητήσει την εγκυρότητα της
ιδέας ότι μία βιομηχανία σε ευρεία κλίμακα, συγκεντροποιημένη,
υπερμηχανοποιημένη, μπορεί να αποτελεί το όχημα προς μία ανθρώπινη
κοινωνία. Ο κλασικός αναρχισμός, από τον Προυντόν έως τον Κροπότκιν,
έχει πάντοτε προτείνει μία παραγωγή, προσαρμοσμένη στα ανθρώπινα μέτρα
από την άποψη της έντασης και αποκεντρωμένη, η οποία να θεωρείται ότι
είναι σύμφωνη με τούς κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς που βασίζονται
στην ατομική ελευθερία, στη δημοκρατία, στην αυτοδιαχείριση9 Ένα
από τα ισχυρότερα επιχειρήματα για την υποστήριξη αυτής της τεχνολογίας
αποτελεί το ότι καθιστά δυνατή τη σύνθεση χειρωνακτικής και πνευματικής
εργασίας, η όποια βοηθά στο να προλαμβάνουμε την ανάδυση
τεχνο-γραφειοκρατικών ελίτ που ιδιοποιούνται τις ευθύνες των αποφάσεων
και της διεύθυνσης της κοινωνίας. Μολονότι αυτές οι θεμελιώδεις
αναρχικές θέσεις εκφράστηκαν συστηματικά μόνο στα έργα του Κροπότκιν10,
ο Μπακούνιν είχε, προηγουμένως, υπογραμμίσει τη σημασία που έχουν: η
παραγωγή σε μικρή κλίμακα, οι κοινοτικές ομάδες, η απέχθεια για τα
κεντρικά σχέδια και για τις ελίτ που τα διαχειρίζονται, η υποστήριξη
μιας «ολοκληρωμένης εκπαίδευσης», η οποία σκοπεύει να αναπτύξει, άμεσα,
σε κάθε άτομο τη δυνατότητα να κατανοεί τις κοινωνικές διαδικασίες και
να συμμετέχει, γνωρίζοντας την κάθε υπόθεση, στη διαδικασία, λήψεως των
αποφάσεων.
Στο
πλαίσιο αυτών των αρχών, η καπιταλιστική παραγωγή θεωρείται από τον
Μπακούνιν ως μία δύναμη, η οποία, αντί να δημιουργεί τις συνθήκες για
μια ελεύθερη κοινωνία, παράγει έναν τέτοιο βαθμό εξουσίας και μια τέτοια
αδυναμία κατανόησης της ίδιας της κοινωνίας, ώστε να θέτει φραγμούς,
όλο και μεγαλύτερους, στην κοινωνική χειραφέτηση. Είναι αλήθεια, όπως
υπογραμμίζει ο Μαρξ, ότι οι ανθρώπινες ανάγκες αναπτύσσονται και
καθίστανται πάντα όλο και πιο εκλεπτυσμένες και εξευγενισμένες με την
ανάπτυξη της παραγωγής: η ίδια η παραγωγή δημιουργεί ανάγκες γι΄ αυτό
που παράγεται (δηλαδή για την κατανάλωση, για τα υλικά της παραγωγής,
για τη διανομή κλπ.), εις τρόπον ώστε ανάπτυξη της παραγωγής σημαίνει,
για τον Μαρξ, ανάπτυξη (υπό την έννοια του εμπλουτισμού) των αναγκών.
Όμως, απ΄ αυτή την αντίληψη γεννώνται αρκετά προβλήματα. Ένα εξ΄ αυτών
έγκειται στη δυνατότητα η επέκταση του συστήματος της παραγωγής να
δημιουργεί πάντοτε μεγαλύτερες ανάγκες για τα αντικείμενα (είτε αυτά
είναι καπιταλιστικά εμπορεύματα είτε όχι), εις τρόπον ώστε αυτά να
φτάνουν στο σημείο να κατέχουν κεντρική θέση στο σύστημα των αξιών μας,
εξοστρακίζοντας εκείνες τις αξίες που ο Μπακούνιν θεωρεί ως θεμελιώδεις
(την ελευθερία και τη συλλογικότητα). Ο Μπακούνιν αναφέρεται ελάχιστα σ”
αυτή τη δυνατότητα, μολονότι η διάκριση υπονοείται στη σκέψη του αλλά
νεώτεροι στοχαστές, στη μπακουνική παράδοση, έχουν συζητήσει επί μακρόν
για το πώς «μία πλούσια ατομικότητα», βασισμένη σε υψηλά επίπεδα
κατανάλωσης, μπορεί να συμβαδίζει εξ ολοκλήρου με μία κοινωνική
πτώχευση. Αλλά μία άλλη δυνατότητα, επεξεργασμένη από τον Μπακούνιν,
έχει πιο άμεση σπουδαιότητα: πώς ένα τεχνολογικό σύστημα, που
προτείνεται ως ένα μέσο προς την απελευθέρωση, μπορεί να δημιουργεί
νέες δυνατότητες για την κυρίαρχη τάξη;
πλαίσιο αυτών των αρχών, η καπιταλιστική παραγωγή θεωρείται από τον
Μπακούνιν ως μία δύναμη, η οποία, αντί να δημιουργεί τις συνθήκες για
μια ελεύθερη κοινωνία, παράγει έναν τέτοιο βαθμό εξουσίας και μια τέτοια
αδυναμία κατανόησης της ίδιας της κοινωνίας, ώστε να θέτει φραγμούς,
όλο και μεγαλύτερους, στην κοινωνική χειραφέτηση. Είναι αλήθεια, όπως
υπογραμμίζει ο Μαρξ, ότι οι ανθρώπινες ανάγκες αναπτύσσονται και
καθίστανται πάντα όλο και πιο εκλεπτυσμένες και εξευγενισμένες με την
ανάπτυξη της παραγωγής: η ίδια η παραγωγή δημιουργεί ανάγκες γι΄ αυτό
που παράγεται (δηλαδή για την κατανάλωση, για τα υλικά της παραγωγής,
για τη διανομή κλπ.), εις τρόπον ώστε ανάπτυξη της παραγωγής σημαίνει,
για τον Μαρξ, ανάπτυξη (υπό την έννοια του εμπλουτισμού) των αναγκών.
Όμως, απ΄ αυτή την αντίληψη γεννώνται αρκετά προβλήματα. Ένα εξ΄ αυτών
έγκειται στη δυνατότητα η επέκταση του συστήματος της παραγωγής να
δημιουργεί πάντοτε μεγαλύτερες ανάγκες για τα αντικείμενα (είτε αυτά
είναι καπιταλιστικά εμπορεύματα είτε όχι), εις τρόπον ώστε αυτά να
φτάνουν στο σημείο να κατέχουν κεντρική θέση στο σύστημα των αξιών μας,
εξοστρακίζοντας εκείνες τις αξίες που ο Μπακούνιν θεωρεί ως θεμελιώδεις
(την ελευθερία και τη συλλογικότητα). Ο Μπακούνιν αναφέρεται ελάχιστα σ”
αυτή τη δυνατότητα, μολονότι η διάκριση υπονοείται στη σκέψη του αλλά
νεώτεροι στοχαστές, στη μπακουνική παράδοση, έχουν συζητήσει επί μακρόν
για το πώς «μία πλούσια ατομικότητα», βασισμένη σε υψηλά επίπεδα
κατανάλωσης, μπορεί να συμβαδίζει εξ ολοκλήρου με μία κοινωνική
πτώχευση. Αλλά μία άλλη δυνατότητα, επεξεργασμένη από τον Μπακούνιν,
έχει πιο άμεση σπουδαιότητα: πώς ένα τεχνολογικό σύστημα, που
προτείνεται ως ένα μέσο προς την απελευθέρωση, μπορεί να δημιουργεί
νέες δυνατότητες για την κυρίαρχη τάξη;
Το ζήτημα των μέσων και των σκοπών
Μεγάλο
μέρος της κριτικής του Μπακούνιν προς το Μαρξ βασίζεται στο πρόβλημα
των μέσων και των σκοπών. Ενίοτε υποστηρίζεται (από τον ίδιον τον
Μπακούνιν επί παραδείγματι) ότι μαρξιστές και αναρχικοί είναι σύμφωνοι
για τους σκοπούς που προσπαθούν να επιτύχουν, αλλά τα προτεινόμενα μέσα
είναι αντιθετικά. Αυτό είναι αληθές μόνον εν μέρει, διότι, εάν τα μέσα
διαφοροποιούνται σημαντικά, η εξομοίωση των σκοπών θα ήταν μια
υπερβολική απλοποίηση. Βεβαίως, και οι δύο προβλέπουν την εξαφάνιση του
κράτους, την πραγματοποίηση της κοινωνικής διεύθυνσης της οικονομίας, το
τέλος της ταξικής κυριαρχίας και την επίτευξη της ισότητας μεταξύ των
ανθρώπων, για να σημειώσουμε κάποιους κοινούς σκοπούς, αλλά υπάρχουν
ακόμη σημαντικές διαφορές αναφορικά με το ζήτημα των σκοπών. Η
μαρξιστική σκέψη έχει κληρονομήσει ένα όραμα, το όποιο βασίζεται πάνω σε
μια υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη και σε έναν αντίστοιχο βαθμό
συγκεντροποίησης των κοινωνικών θεσμών, που θα έπρεπε να συνεχίσουν να
υπάρχουν και μετά την έλευση της κοινωνικής επανάστασης. Αυτό το όραμα
υιοθετεί και ένα μοντέλο της ανθρώπινης φύσης, το οποίο αντιλαμβάνεται
τους ανθρώπους ως παραγωγούς και θεωρεί την παραγωγική δραστηριότητα ως
την κύρια πραγμάτωση του μελλοντικού κομμουνιστικού ανθρώπινου όντος.
Τέλος, εκθειάζει ένα μέλλον, στο οποίο το άτομο και η κοινωνία
συμφιλιώνονται και η ατομική δραστηριότητα καθίσταται εντελώς κοινωνική· αυτό
το όραμα, εν πάση περιπτώσει προσδίδει ελάχιστη προσοχή σε όλη τη
σφαίρα των διαπροσωπικών σχέσεων, μια περιοχή που, αντιθέτως, θεωρείται
πολύ σημαντική από τους αναρχικούς. Οι κοινωνικές μορφές, που μεσολαβούν
μεταξύ της ανθρωπότητας και του προσώπου, φαίνονται να είναι ιστορικά
περιττές.
μέρος της κριτικής του Μπακούνιν προς το Μαρξ βασίζεται στο πρόβλημα
των μέσων και των σκοπών. Ενίοτε υποστηρίζεται (από τον ίδιον τον
Μπακούνιν επί παραδείγματι) ότι μαρξιστές και αναρχικοί είναι σύμφωνοι
για τους σκοπούς που προσπαθούν να επιτύχουν, αλλά τα προτεινόμενα μέσα
είναι αντιθετικά. Αυτό είναι αληθές μόνον εν μέρει, διότι, εάν τα μέσα
διαφοροποιούνται σημαντικά, η εξομοίωση των σκοπών θα ήταν μια
υπερβολική απλοποίηση. Βεβαίως, και οι δύο προβλέπουν την εξαφάνιση του
κράτους, την πραγματοποίηση της κοινωνικής διεύθυνσης της οικονομίας, το
τέλος της ταξικής κυριαρχίας και την επίτευξη της ισότητας μεταξύ των
ανθρώπων, για να σημειώσουμε κάποιους κοινούς σκοπούς, αλλά υπάρχουν
ακόμη σημαντικές διαφορές αναφορικά με το ζήτημα των σκοπών. Η
μαρξιστική σκέψη έχει κληρονομήσει ένα όραμα, το όποιο βασίζεται πάνω σε
μια υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη και σε έναν αντίστοιχο βαθμό
συγκεντροποίησης των κοινωνικών θεσμών, που θα έπρεπε να συνεχίσουν να
υπάρχουν και μετά την έλευση της κοινωνικής επανάστασης. Αυτό το όραμα
υιοθετεί και ένα μοντέλο της ανθρώπινης φύσης, το οποίο αντιλαμβάνεται
τους ανθρώπους ως παραγωγούς και θεωρεί την παραγωγική δραστηριότητα ως
την κύρια πραγμάτωση του μελλοντικού κομμουνιστικού ανθρώπινου όντος.
Τέλος, εκθειάζει ένα μέλλον, στο οποίο το άτομο και η κοινωνία
συμφιλιώνονται και η ατομική δραστηριότητα καθίσταται εντελώς κοινωνική· αυτό
το όραμα, εν πάση περιπτώσει προσδίδει ελάχιστη προσοχή σε όλη τη
σφαίρα των διαπροσωπικών σχέσεων, μια περιοχή που, αντιθέτως, θεωρείται
πολύ σημαντική από τους αναρχικούς. Οι κοινωνικές μορφές, που μεσολαβούν
μεταξύ της ανθρωπότητας και του προσώπου, φαίνονται να είναι ιστορικά
περιττές.
Το
αναρχικό όραμα, από το άλλο μέρος, θεωρεί ουσιαστική μία διάσταση σε
ανθρώπινα μέτρα, τόσο για τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην
παραγωγή όσο και για τους θεσμούς που προβάλλουν από τους νέους τρόπους
συνεταιρισμού. Θεωρείται σπουδαιότερη για την ανθρώπινη φύση η
πολιτιστική αλληλεπίδραση και η ευχαρίστηση ενός προσώπου για μια
ελεύθερη κοινωνική δραστηριότητα παρά η χειρωνακτική εργασία ή η
παραγωγικότητα (μολονότι αμφότερα θεωρούνται σημαντικά θέματα). Γι΄ αυτό
και οι αναρχικοί έχουν κατανοήσει ότι ο τελικός στόχος είναι μία
κοινωνία, στην οποία πολυάριθμες μικρές ομάδες αποτελούν τη βάση για
μια πλουσιότερη κοινωνική οντότητα· όπως κατέδειξε o Martin Buder, μια
καλή κοινωνία σχηματίζεται από μία κοινότητα κοινοτήτων11.
Ο πιο τέλειος αναρχικός έχει ένα ισχυρό ηδονιστικό στοιχείο και ακριβώς
γι΄ αυτό ο γερμανικός σοσιαλισμός φάνηκε πάντοτε στους αναρχικούς
ασκητικός και πουριτανικός. Για τον Μπακούνιν, «ο σοσιαλιστής …
οικειοποιείται το συγκεκριμένο του δικαίωμα στη ζωή και σε όλες τις
ευχαριστήσεις του, είτε πνευματικές είτε φυσικές ή ηθικές. Του αρέσει η
ζωή και σκοπεύει να την απολαύσει πλήρως»12.
αναρχικό όραμα, από το άλλο μέρος, θεωρεί ουσιαστική μία διάσταση σε
ανθρώπινα μέτρα, τόσο για τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην
παραγωγή όσο και για τους θεσμούς που προβάλλουν από τους νέους τρόπους
συνεταιρισμού. Θεωρείται σπουδαιότερη για την ανθρώπινη φύση η
πολιτιστική αλληλεπίδραση και η ευχαρίστηση ενός προσώπου για μια
ελεύθερη κοινωνική δραστηριότητα παρά η χειρωνακτική εργασία ή η
παραγωγικότητα (μολονότι αμφότερα θεωρούνται σημαντικά θέματα). Γι΄ αυτό
και οι αναρχικοί έχουν κατανοήσει ότι ο τελικός στόχος είναι μία
κοινωνία, στην οποία πολυάριθμες μικρές ομάδες αποτελούν τη βάση για
μια πλουσιότερη κοινωνική οντότητα· όπως κατέδειξε o Martin Buder, μια
καλή κοινωνία σχηματίζεται από μία κοινότητα κοινοτήτων11.
Ο πιο τέλειος αναρχικός έχει ένα ισχυρό ηδονιστικό στοιχείο και ακριβώς
γι΄ αυτό ο γερμανικός σοσιαλισμός φάνηκε πάντοτε στους αναρχικούς
ασκητικός και πουριτανικός. Για τον Μπακούνιν, «ο σοσιαλιστής …
οικειοποιείται το συγκεκριμένο του δικαίωμα στη ζωή και σε όλες τις
ευχαριστήσεις του, είτε πνευματικές είτε φυσικές ή ηθικές. Του αρέσει η
ζωή και σκοπεύει να την απολαύσει πλήρως»12.
Ένα
πρόσωπο διακρίνεται για «τον ειλικρινή και ανθρώπινο εγωισμό του»,
ζώντας με ειλικρίνεια και χωρίς δόγματα για τον εαυτό του και
γνωρίζοντας ότι, ενεργώντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο σύμφωνα με τη
δικαιοσύνη, υπηρετεί ολόκληρη την κοινωνία13.
Μην αφησετε την Πληροφορια να σας ξεπερασει
πρόσωπο διακρίνεται για «τον ειλικρινή και ανθρώπινο εγωισμό του»,
ζώντας με ειλικρίνεια και χωρίς δόγματα για τον εαυτό του και
γνωρίζοντας ότι, ενεργώντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο σύμφωνα με τη
δικαιοσύνη, υπηρετεί ολόκληρη την κοινωνία13.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice