πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου (Λουκάς 19/ιθ: 12-17)
Επειδή κάποιοι αποκόβουν λόγια από οίον βιβλίον τής Καινής Διαθήκης καί τής Παλαιάς Διαθήκης ήτοι τής Αγίας Γραφής αλλά καί από άλλα βιβλία, ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΕ ενσφαλμένες περιπτώσεις, εάν όχι πάντοτε τίς πλείστες φορές… Διότι τά αποκομμένα λόγια δημιουργούν διαφορετικές = αιρετικές (καθότι αίρεση σημαίνει διαφορά, διαφοροποίηση, διαφορετικότητα είς τήν πράξιν ή τήν άποψιν) εντυπώσεις σέ όσους αναγνώθουν καί συνάμα δέν είναι έμπειροι ερευνητές ίσης αποστάσεως από κάθε προκατάληψη….
Ό Χριστός λέγει τά εξής λόγια: πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου (Λουκάς 19/ιθ: 12-17)
Ιδού ολόκληρη η παραβολή:
ουκ. 19,11 Ἀκουόντων δὲ αὐτῶν ταῦτα προσθεὶς εἶπε παραβολήν, διὰ τὸ ἐγγὺς αὐτὸν εἶναι Ἱερουσαλὴμ καὶ δοκεῖν αὐτοὺς ὅτι παραχρῆμα μέλλει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀναφαίνεσθαι·
Λουκ. 19,11 Ενώ δε εκείνοι ήκουαν αυτά τα λόγια, τους είπε μίαν παραβολήν· και τούτο επειδή ενόμιζαν ότι τώρα που πλησιάζει ο διδάσκαλος εις την Ιερουσαλήμ, θα φανερωθή με όλην της την δόξαν η βασιλεία του Θεού.
Λουκ. 19,12 εἶπεν οὖν· ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι.
Λουκ. 19,12 Είπε λοιπόν· “ένας άνθρωπος ευγενούς καταγωγής, επήγεν εις μακρυνήν χώραν, δια να πάρη βασιλείαν και κατόπιν να επιστρέψη.
Λουκ. 19,13 καλέσας δὲ δέκα δούλους ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι.
Λουκ. 19,13 Αφού δε εκάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε δέκα μνας, μίαν στον καθένα, δηλαδή εκατό περίπου δραχμάς της εποχής εκείνης, και τους είπε· Εμπορευθήτε με τα χρήματα αυτά, έως ότου έλθω, οπότε και θα μου δώσετε λογαριασμόν.
Λουκ. 19,14 οἱ δὲ πολῖται αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ᾿ ἡμᾶς.
Λουκ. 19,14 Οι συμπολίται του όμως τον εμισούσαν και αμέσως μόλις αυτός ανεχώρησε, έστειλαν μίαν επιτρπήν και έλεγαν· Δεν θέλομεν να γίνη αυτός βασιλεύς μας.
Λουκ. 19,15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί διεπραγματεύσατο.
Λουκ. 19,15 Και όταν αυτός επέστρεψε, αφού πλέον είχε λάβει την βασιλείαν, είπε να φωνάξουν τους δούλους του, στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα δια να μάθη τι ο καθένας των εμπορεύθηκε και τι εκέρδησε.
Λουκ. 19,16 παρεγένετο δὲ ὁ πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς.
Λουκ. 19,16 Ηρθε ο πρώτος και είπε· Κυριε, η μνα σου εκέρδησε δέκα άλλας μνας.
Λουκ. 19,17 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω δέκα πόλεων.
Λουκ. 19,17 Και είπεν εις αυτόν ο Κυριος· Εύγε καλέ και πιστέ δούλε. Επειδή δε εδείχθης εις τα ολίγα, που σου έδωσα, αξιόπιστος, σου δίνω τώρα εξουσίαν επάνω εις δέκα πόλεις.
Λουκ. 19,18 καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου ἐποίησε πέντε μνᾶς.
Λουκ. 19,18 Και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· Κυριε, η μνα σου έφερε ως κέρδος άλλας πέντε μνας.
Λουκ. 19,19 εἶπε δὲ καὶ τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων.
Λουκ. 19,19 Είπε και στον πιστόν αυτόν δούλον ο κύριος· και συ γίνε διοικητής επάνω εις πέντε πόλεις.
Λουκ. 19,20 καὶ ἕτερος ἦλθε λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ.
Λουκ. 19,20 Και άλλος δούλος ήλθε λέγων· Κύριε, ιδού η μνα, που μου έδωσες, την οποίαν είχα φυλαγμένην και ασφαλισμένην εις ένα μανδήλι.
Λουκ. 19,21 ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας.
Λουκ. 19,21 Την εφύλαττα δια να σου την επιστρέψω ασφαλώς, επειδή σε εφοβούμην, διότι είσαι άνθρωπος σκληρός και απαιτητικός. Παίρνεις ως ιδικόν σου, εκείνο που δεν έδωσες και θερίζεις χωράφι που δεν έσπειρες, και μαζεύεις εις αλώνι, στο οποίον δεν εσκόρπισες και δεν ελύχνισες.
Λουκ. 19,22 λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγώ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα, καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα·
Λουκ. 19,22 Είπε δε προς αυτόν ο κύριος· Από τα λόγια σου θα σε κρίνω, πονηρέ δούλε. Εγνώριζες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, που παίρνω ο,τι δεν έβαλα, και θερίζω εκεί που δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί που δεν ελίχνισα.
Λουκ. 19,23 καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτό;
Λουκ. 19,23 Τοτε, διατί δεν έδωσες το χρήμα μου εις την τράπεζαν, ώστε όταν εγώ θα ηρχόμην, να το εισέπραττα μαζή με τον τόκον;
Λουκ. 19,24 καὶ τοῖς παρεστῶσιν εἶπεν. ἄρατε ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν μνᾶν καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι.
Λουκ. 19,24 Και εις εκείνους, που εστέκοντο εκεί κοντά είπε· Παρτε από αυτόν την μναν και δώστε την εις εκείνον που έχει τας δέκα μνας.
Λουκ. 19,25 καὶ εἶπον αὐτῷ· κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς.
Λουκ. 19,25 Και εκείνοι του είπαν· Κυριε έχει δέκα μνας.
Λουκ. 19,26 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Λουκ. 19,26 Καμετε όπως σας είπα. Διότι σας λέγω τούτο· εις εκείνον που έχει τα χαρίσματα και τα καλλιεργεί και τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει, θα δοθή ακόμη περισσότερον. Από εκείνον όμως που δεν έχει ούτε ελάχιστον καλόν έργον να παρουσιάση, θα του αφαιρεθή και το μικρόν χάρισμα, που έχει.
Λουκ. 19,27 πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτούς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου.
Λουκ. 19,27 Οσον δε δια τους εχθρούς μου εκείνους που δεν με ήθελαν βασιλέα των, φέρετέ τους εδώ και κατασφάξατέ τους εμπρός μου”.
Τά καίρεια σημεία είναι διατί Ό Χριστός νά ειπεί μία παραβολή μέ παράδειγμα τήν αξιοποίση του χρήματος;… Βεβαίως είναι συμβολική αλλά συνάμα πραγματιστική καί προσδίδει πώς πρέπει νά διαχερίζεται τό χρήμα καί η βασιλεία καί τί πρέπει νά πράττει ό βασιλεύς είς τούς ανυπάκουους καί τούς πονηρούς… Ό βασιλεύς αυτός μπορεί νά είναι ένας συνήθης άνθρωπος βασιλεύς, ένας βασιλεύς θρησκοκεντρικός όπως είς τό Ελληνοβυζάντιον ή Ό Θεός…
Λέγει ότι υπήγε νά χρισθεί βασιλεύς αλλού… Πρόκειται διά τόν ίδιον ός υπήγε παρά Πατρός Θεού…. Σέ πραγματιστική απόδοση πρόκειται διά βασιλέα τού οποίου η βασιλεία αποδίδεται από υπερβασιλέα ή αυτοκράτωρ ή βασιλέα τής Ρώμης από τόν Καίσαρ… άλλωστε ίσχυε τότες….
Κάποιοι δούλοι επένδυσαν τά χρήματα καί κέρδισαν καί τούς επαίνεσε μέ τό νά τούς δώκει διοίκηση σέ ανάλογες πολλές πόλεις….
Ένας άλλος τού είπε ότι φύλαξε τήν μνά σ’ έναν σουδάριον/μανδήλιον διά νά τού τό παραδώσει επειδή είναι άνθρωπος: Λουκ. 19,21 ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας.
Ό βασιλεύς ή Χριστός έκρινε αυτόν πονηρόν: λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγώ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα, καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα·
Καί: καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτό;
Υπάρχει δίκαιον σ’ αυτά τά λόγια;… Τού λέγει αφού είμαι αυστηρός καί λαμβάνω απ’ εκεί που δέν έβαλα προφανώς κόπον καί άλλα, θερίζω α[‘ εκεί που δέν έσπειρα καί συνάγω απ’ εκεί που δέν ελύχνισα/διεσκόρπισα, διατί δέν έβαλες τ’ αργύριον είς τόν τράπεζα νά λαμβάνω τόκον;…
Κρίνει τόν δούλον ώς πονηρόν διότι έκρινε ότι μπορούσε αφού φοβόταν νά επενδύσει μήπως απωλαίσει τήν μνά, νά τήν έθετε είς τράπεζαν τουλάχιστον διά νά εξασφαλίσει τόν βέβαιον τόκον! Δέν τό έκαμε όμως ό πονηρός δούλος επειδή δέν ήθελε νά κερδίσει ό βασιλεύς, αυτόν τό επιβεβαιώνει μέ τίς κατηγορίες που προσάπτει είς τόν βασιλεά… ότι είναι άδικος!… Μέ τά σημερινά δεδομένα θά λέγαμε εάν κατάθετε τήν μνά καί πτώχευε η τράπεζα τί θά έλεγε ό βασιλεύς; Δέν γνωρίζουμε αλλά προφανώς θά έριχνε τό πταίξιμον είς τήν τράπεζα καί θά εξέταζε εάν απ’ εκεί υπήρχε δόλος αρπαγής καταθέσεων καί δημιουργίας άλλων προβλημάτων…
Ό πονηρός δούλος είναι ζηλόφθονος, δυσαρεστημένος, θυμωμένος καί κάπως κομμουνιστής… Συνάμα έκανε πόλεμον κατά τού βασιλέως ή πραγματιστικώς τού κεφαλαιοκράτη γαιοκτήμονα… Θά λέγαμε ότι μέ πονηρία α[‘εδώ θά μπορούσε νά εμπνευστεί ό κομμουνισμός είτε έν δικαίω είτε έν αδίκω αλλά έξ’ όσων γνωρίζουμε έγινε έκ τού αδίκου πονηρού διότι ό κομμουνισμός δέν έδωσε κτήματα είς τούς υπηκόους τού αλλά τούς πήρε καί όσα είχαν… Συνεπώς, ό δούλος αυτός ήθελε όσα είχε ό βασιλεύς καί δέν δικαιούτο!…
Ποίος είναι αυτός ό δούλος; Ό Σατανάς καί οί σατανάνθρωποι, οί εβραίοι που σφετερίσθηκαν τήν καθέδραν Μωϋσή υπέρ τών καί όχι υπέρ Θεού…
Νά μία άλλη παραβολή που τό επιβεβαιοί: ” 33 Άλλην παραβολήν ακούσατε. άνθρωπός τις ην οικοδεσπότης, όστις εφύτευσεν αμπελώνα και φραγμόν αυτώ περιέθηκε και ώρυξεν εν αυτώ ληνόν και ωκοδόμησε πύργον, και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησεν. 34 ότε δε ήγγισεν ο καιρός των καρπών, απέστειλε τους δούλους αυτού προς τους γεωργούς λαβείν τους καρπούς αυτού. 35 και λαβόντες οι γεωργοί τους δούλους αυτού ον μεν έδειραν, ον δε απέκτειναν, ον δε ελιθοβόλησαν. 36 πάλιν απέστειλεν άλλους δούλους πλείονας των πρώτων, και εποίησαν αυτοίς ωσαύτως. 37 ύστερον δε απέστειλε προς αυτούς τον υιόν αυτού λέγων· εντραπήσονται τον υιόν μου. 38 οι δε γεωργοί ιδόντες τον υιόν είπον εν εαυτοίς· ούτός εστιν ο κληρονόμος· δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν και κατάσχωμεν την κληρονομίαν αυτού. 39 και λαβόντες αυτόν εξέβαλον έξω του αμπελώνος, και απέκτειναν. 40 Όταν ουν έλθη ο κύριος του αμπελώνος, τι ποιήσει τοις γεωργοίς εκείνοις; 41 λέγουσιν αυτώ· κακούς κακώς απολέσει αυτούς, και τον αμπελώνα εκδώσεται άλλοις γεωργοίς, οίτινες αποδώσουσιν αυτώ τους καρπούς εν τοις καιροίς αυτών” (Ματθαίος 21/κα: 33-41).
Αποκάλυψη, στο 16/ις: 13,14: “13 Και είδον εκ του στόματος του δράκοντος και εκ του στόματος του θηρίου και εκ του στόματος του ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ακάθαρτα, ως βάτραχοι· 14 εισί γαρ πνεύματα δαιμονίων ποιούντα σημεία, α εκπορεύεται επί τους βασιλείς της οικουμένης όλης, συναγαγείν αυτούς εις τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του παντοκράτορος“.
Εδώ επιβεβαιούται ό στίχος: πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτούς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου. Λουκ. 19,27
Ιδού λόγια τής Αποκάλυψης που επιβεβαιούν τά ανωτέρω Λουκ. 19,27, αμφότερα είπεν Ό Χριστός!… Δι’ όσους νομίζουν ότι Ό Θεός δέν σκοτώνει «κοιμούντε όρθιοι ημέραν μεσημβρίαν»!… Ό θάνατος σκοτώνει καί είναι από Θεού ορισμένος ώς δεύτερη αλήθεια, πρώτη είναι ό δεύτερος θάνατος ήτοι τής ψυχής ή ή σωτηρία τής ψυχής… Ό Θεός μακροθυμεί αλλά εκδικείται… Συγχωρεί, αγαπάει, περιμένει αλλά αποδίδει δικαιοσύνη. Σέ τόσα άρθρα σάς τό είπα τί λογής δικαιοσύνη θά είναι εάν δέν τιμωρρηθούν οί άδικοι; Τό λογής αγάπη θά είναι εάν δέν κάνει τό θέλημα τής δικαιοσύνης μετά θάνατον;… Σάς είπα ότι ό αγαπών φθάνει σέ σημείον νά αγαπάει μόνον τό δίκαιον καί τίποτε άλλον που είς τό άκρον άωτον τού είναι αγάπη μόνον διά Τόν Θεόν καί δι’ αυτού ή ομοία ν’ αγαπάει πάν άλλον άνθρωπον… Έστω όμως ν’ αγαπάει Τόν Θεόν καί τό δίκαιον έξ’ αυτού… Οί άδικοι αμετανόητοι δέν αγαπούν καί αφού δέν αγαπούν θά γίνει τό θέλημα τούς νά ενταχθούν σέ θάλάμους έξω από τήν αγάπη που είναι η καρδία τής δικαιοσύνης ήτοι σέ θαλάμους αδικίας… Τά λόγια τού Λουκ. 19,27 καί τά κατωτέρω επιβεβαιούν καί είναι όμοια μέ αυτά τής δικαιοσύνης από τήν Παλαιά Διαθήκη… Καμμία διαφορά, άλλωστε Ό Χριστός εξυμνεί τόν Μωϋση καί ότι αυτός θά κρίνει τούς Ιουδαίος όχι Ό Χριστός!… Συνεπώς, όστις λέγει ότι η Παλαιά διαφέρει από τήν Καινή Διαθήκη σφάλλει σέ πολλά σημεία διότι σέ πάρα πολλά είναι όμοιες καί όσα άλλαξαν από τήν Καινή Διαθήκη ήταν επειδή όταν εφαρμόζονταν είς τήν Παλαιά Διαθήκη ήταν σωστά λόγω πρωτόγονων τότες συνθηκών καί ανάγκης επιβίωσης…
Είς τήν Παλαιά σού είπε ότι σέ κάθε τότες βασίλειον από τούς πλείστους, οδόντα αντί οδόντα διά νά επιβιώσεις αλλά είπε ότι συμπληρώνει αυτόν μέ τό ν’ αγαπάς τόν εχθρόν σού είς τήν Καινή! Τί σημαίνει αυτόν, εφαρμόζεις τό πρώτον διά νά επιβιώσεις εάν δέν έχεις άλλη επιλογή αλλά αγαπάς αυτόν που αδίκως θέλει νά σέ σκοτώσει καί άν καταλαβαίνει νά τόν σώσεις καί νά τόν βοηθήσεις… Οί ευγενέστεροι καί καλύτεροι δεξιοτέχνες πολεμιστές αμύνωνταν, επιτίθονταν, σκότωναν χωρίς νά μισούν, μέ απάθεια καί μέ προδιάθεση ειρήνης καί σύναψης κατάπαυσης τού πυρός υπό όρους όχι εμπιστοσύνης αλλά ασφάλειας… Θεωρείτε ότι είναι βλάξ Ό Θεός καί οί Πιστοί Τού καί ότι δέν θά αμυνθούν; Νομίζετε ότι έν τέλει Ό Θεός δέν πρέπει νά εκδικηθεί τούς εχθρούς Τού, είς τούς οποίους μακρυθυμεί αλλά δέν Μετανοούν; Νά αδικήσει τό Δίκαιον διά χάριν τών άδικων;…
19-19 Καὶ εἶδον τὸ θηρίον καὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ τὰ στρατεύματα αὐτῶν συνηγμένα ποιῆσαι τὸν πόλεμον μετὰ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου καὶ μετὰ τοῦ στρατεύματος αὐτοῦ. 19-20 καὶ ἐπιάσθη τὸ θηρίον καὶ ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης ὁ ποιήσας τὰ σημεῖα ἐνώπιον αὐτοῦ, ἐν οἷς ἐπλάνησε τοὺς λαβόντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ· ζῶντες ἐβλήθησαν οἱ δύο εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην ἐν θείῳ. 19-21 καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεκτάνθησαν ἐν τῇ ῥομφαίᾳ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου, τῇ
ἐξελθούσῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ· καὶ πάντα τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν αὐτῶν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ Καὶ εἶδον ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἔχοντα τὴν κλεῖν τῆς ἀβύσσου καὶ ἅλυσιν μεγάλην ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ. 20-2 καὶ ἐκράτησε τὸν δράκοντα, τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, ὅς ἐστι διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην, καὶ ἔδησεν αὐτὸν χίλια ἔτη, 20-3 καὶ ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὴν ἄβυσσον, καὶ ἔκλεισε καὶ ἐσφράγισεν ἐπάνω αὐτοῦ, ἵνα μὴ πλανᾷ ἔτι τὰ ἔθνη, ἄχρι τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη· μετὰ ταῦτα δεῖ αὐτὸν λυθῆναι μικρὸν χρόνον
20-8 καὶ ἐξελεύσεται πλανῆσαι τὰ ἔθνη τὰ ἐν ταῖς τέσσαρσι γωνίαις τῆς γῆς, τὸν Γὼγ καὶ τὸν Μαγώγ, συναγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον, ὧν ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης.
20-9 καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς γῆς, καὶ ἐκύκλευσαν τὴν παρεμβολὴν τῶν ἁγίων καὶ τὴν πόλιν τὴν ἠγαπημένην· καὶ κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ κατέφαγεν αὐτούς· 20-10 καὶ ὁ διάβολος ὁ πλανῶν αὐτοὺς ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ θείου, ὅπου καὶ τὸ θηρίον καὶ ὁ ψευδοπροφήτης, καὶ βασανισθήσονται ἡμέρας καὶ νυκτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
20-13 καὶ ἔδωκεν ἡ θάλασσα τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτῇ, καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ Ἅδης ἔδωκαν τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτοῖς, καὶ ἐκρίθησαν ἕκαστος κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. 20-14 καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ Ἅδης ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός· οὗτος ὁ θάνατος ὁ δεύτερός ἐστιν. 20-15 καὶ εἴ τις οὐχ εὑρέθη ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς γεγραμμένος, ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός.
21-8 τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος.
(27 πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.” (Λουκάς 19/ιθ: 12-17). Λόγια Τού Χριστού… Τό νά τά βλέπουμε αποσχισμένα από τό όλον εδάφιον ή παραβολή δίνει άλλες εντυπώσεις, έστω καί εάν εννοεί αυτά τά οποία λέγει. Ομοίως καί όσα λέγει η Παλαιά Διαθήκη, η απόσπαση λόγων δημιουργεί διαφορετικές = αιρετικές εντυπώσεις….
Μία εξήγηση δίνεται εδώ είτε είναι επαρκής είτε δέν είναι ή έν μέρει. Λόγια μίσους είπαμε καί εμείς οί Έλληνες καί κάθε λαός έν δικαίω καί έν αδίκω καί άλλοι δέν είπαν αλλά έπραξαν καί άλλοι είπαν αλλά δέν έπραξαν ή έπραξαν ολιγότερα έξ’ όσων είπαν καί όσων δέν είπαν αλλά έπραξαν… oodegr.com )
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΙΑΣ
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
1.Δεν μας εξήγησες, γιατί ήταν άδικος ο δούλος
2. Ο Θεός που είναι Αγάπη, εκδικείται;
3. Στον άσωτο υιό, που σπατάλησε τα πάντα, επεδείχθη μακροθυμία. Στον δούλο που δεν σπατάλησε εκδίκηση. Γιατί;
εάν δεν κάνω λάθος η λέξη εκδίκηση θα πρέπει να ειναι το πόρισμα απο μία δίκη, Εκ-Δικηση. Τώρα πως έφτασε να έχει αποκλειστικά αρνητικό νόημα, δεν κατάλαβα,, δεν ξέρω.
Ερευνητή μέ όσα λές δέν διαβασες όλον τό άρθρον. Ό άσωτος υιός παραβολικώς επέστρεψε καί μετανόησε καί Ό Θεός τόν συγχώρησε. Σ’ αυτόν τόν δούλον δέν υπάρχει επιστροφή, μετάνοια καί αγάπη από τόν δούλον αλλά συνάμα κακία καί προσπάθεια δυσφήμισης τού βασιλέως Ή ΘΕΟΥ έν προκειμένω. Ό Θεός εκ+δικείται έν δικαίω βεβαίως, ειδικώς μετά θάνατον, διότι τί δίκαιος θά είναι άμα αφήσει τούς άδικους νά μπούν μέσα στά παλάτια τών δικαίων; Θά είναι άδικος Ό Θεός σέ τέτοια περίπτωση. Όποιος αγαπάει εξηγώ στό
άρθρον καταλήγει νά αγαπάει τό δίκαιον διότι αυτόν είναι η πηγή τής αγάπης καί δέν υπάρχει ανωτέρα αγάπη από τό ν’ αγαπάς τί; τήν γκόμενα ή τά χρήματα; όχι, από τό ν’ αγαπάς τό δίκαιον. Διάβασε σέ παρακαλώ τό άρθρον είναι πολύ ωραίον είτε συμφωνείς είτε διαφωνείς μαζύν τού είναι πολύ επεξηγηματικόν…
Τό νά μπορεί νά κατηγορήσει κάποιος Τόν Θεόν δι’ άδικον θά πρέπει πρωτίστως νά έχει κατανοήσει τί είναι δίκαιον καί ποίος είναι Ό Θεός…
Ό Θεός δικάζει καί τιμωρρεί, Ό Θεός έκαμε τόν θάνατον καί τήν τιμωρρία, συμφωνούν όλες οί θρησκείες παρ’ όλες τίς διαφορές τούς, π.χ. ό σατανισμός τιμωρρεί τούς αγνούς καί καταδικάζει τούς δίκαιους, αλλά άν μπορούσε όλους θά τούς χάσει, εξού καί είναι ασαφής διά μεταθάνατον ή μπορεί νά σού πεί δέν υπάρχει τίποτε μετά θάνατον. Νά ψάξουμε κ’ εμείς τί κάνουμε καί τί δέν κάνουμε, ασχέτως άν αντέχουμε ή πόσον αδικούμαστε καί δέν αντέχουμε νά είμαστε υποχείρια άλλων, αλλά ότι αντέξεις έν δικαίω θά
θά ανταμοιφθείς μέ μετά θάνατον μισθόν, όπως ό,τι κάμεις έν αδίκω θά ανταμοιφθείς μετά θάνατον, αλλά τώρα δέν έχεις συναίσθηση ούτε τού μέν ούτε τού δέ μισθού… Εάν είχες τότε δέν θά είχες τήν ελευθερία νά δοκιμαστείς καί θά έκανες μόνον καλά από συμφέρον όχι από αγάπη πρός τό δίκαιον…
καί αγάπη υπακοής Πατέρα Θεού…
ΠάνοςΓέριμου…ΟΚ
http://www.apologitis.com/gr/arxaiatot.htm