Δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά που ο Αριστοτέλης έγραψε τα «Πολιτικά» αποδείχθηκε όχι μόνο επίκαιρος και σοφός αλλά φάνηκε να ήξερε τον σχεδιασμό όσων ήθελαν να εξοντώσουν το λαό ο οποίος είναι ο ίδιος από τότε μέχρι σήμερα.
Αλλά και ο Πλάτωνας είχε σκιαγραφήσει πλήρως το αποτέλεσμα όσων ήταν άβουλοι και αμέτοχοι στα κοινά με αποτέλεσμα να φέρνουν πάνω από τα κεφάλια τους επικίνδυνους και καταστροφικούς κυβερνήτες. Το ίδιο όμως φαίνεται να συμβαίνει μέχρι και σήμερα.
Διαβάστε στο παρακάτω απόσπασμα την σημασία των λόγων τους:
Επιδίωξη της τυραννίας είναι να πτωχεύσουν οι πολίτες, αφενός για να συντηρείται με τα χρήματά τους η φρουρά του καθεστώτος και αφ ετέρου για να είναι απασχολημένοι οι πολίτες και να μην τους μένει χρόνος για επιβουλές.
Σε αυτό το αποτέλεσμα αποβλέπει τόσο η επιβολή μεγάλων φόρων, η απορρόφηση των περιουσιών των πολιτών, όσο και η κατασκευή μεγάλων έργων που εξαντλούν τα δημόσια οικονομικά.
– ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Αλλά και ο Πλάτωνας είχε γράψει για τον λαό:
Κάθε λαός είναι άξιος των ανθρώπων που τον κυβερνούν. Κανείς δεν είναι πιο υποδουλωμένος από εκείνους που εσφαλμένα πιστεύουν πως είναι ελεύθεροι. Όσοι αδιαφορούν για τα κοινά είναι καταδικασμένοι να εξουσιάζονται πάντα από ανθρώπους κατώτερούς τους.
– Πλάτωνας 427-347 π.Χ
thesecretrealtruth.blogspot.com
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
Τι μπορει τωρα να πει καποιος μπροστα τους;Ακρα του ταφου σιωπη.
Το να έχει κάποιος πλούτο με τίμιο τρόπο και εξ ιδίων δυνάμεως είναι καλό… το να έχει πλούτο εκμεταλεύομενος τους συνανθρώπους του και επί βάρους των επόμενων γενεών… κάπου θα του γυρίσει μπούμερανγκ έστω και αν νομίζει το αντίθετο. Το άφθονο και εύκολο χρήμα στην νεότερη Ελλάδα, το έσωσαν αυτοί που τώρα το παίρνουν πίσω, οι ιουδαιοχάζαροι τραπεζίτες και μέσω της Γερμανίας Α.Ε. παίρνουν το χρήμα από την κοινωνία, αλλά μένει η ουσία του χρήματος, που είναι η διαφθορά, η απληστία, κ.λ.π. οπωσδήποτε οι επισημάνσεις του Αριστοτέλη η του Πλάτωνα, δεν αφορούν τον Διογένη των Κυνικό… η και κάποιους άλλους με παρόμοιο βίο. Αν κάποιος μπορέσει και δει το τη είδους άνθρωπος κατοικεί στην χώρα των Ελλήνων… και αυτό που θα δει το συγκρίνει με την όλη οικτρή κατάσταση, τότε καταλαβαίνει ότι και πάλι καλά πάμε, μιας και αξίζουμε ακόμα χειρότερα, τα οποία έρχονται. Αυτά.
Αὐτοὶ οὔτε Πλάτων εἶναι οὔτε Ἀριστοτέλης ἀλλὰ φαντασιώσεις κάποιου ἀμαθοῦς.
Πρῶτον ἀπουσιάζουν τὰ πρωτότυπα κείμενα καὶ δεύτερον ἀπουσιάζουν βιβλίον, κεφάλαιον, παράγραφος ὤστε νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ ἀναζήτησίς των.
Από την πρώτη εμφάνιση της ελληνικής θρησκείας στο προσκήνιο της ιστορίας, ο οξυδερκής μελετητής διαβλέπει να υπάρχουν δύο κατευθύνσεις: Μια μονοθεϊστική και μια πολυθεϊστική. Είναι λάθος λοιπόν να προσπαθούν ορισμένοι να αποδείξουν μόνο πολυθεϊστική την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων και να μισούν τον μονοθεϊσμό, διότι έτσι μισούν και την αρχαία Ελλάδα. Οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα καλλιέργησαν μονοθεϊστικές αντιλήψεις. Θα προσπαθήσουμε παρακάτω να αναλύσουμε συνοπτικά την μονοθεϊστική αυτή συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων σοφών, που προετοίμασαν, έστω και σκιωδώς, την είσοδο του Χριστιανισμού στην ιστορία ως μοναδικής αλήθειας του σύμπαντος κόσμου.
Ο σπουδαίος θρησκειολόγος, αείμνηστος Λεωνίδας Φιλιππίδης, στο μεγαλειώδες έργο του ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ αναφέρει χαρακτηριστικά αποσπάσματα της Ορφικής Θεολογίας, δια της οποίας εξαίρεται η μοναδικότητα ενός Θεού και έμεσσα και το Τριαδικόν αυτού, πολύ πριν ο Όμηρος παρουσιάσει στα έξοχα επικά του ποιήματα την πολυθεΐα της αρχαίας Ελλάδος. Χαρακτηριστικά είναι τα κάτωθι σημεία και χωρία της ορφικής θεολογίας (αντλημένα από την προαναφερθείσα μελέτη):
Εις δε Λόγον θείον βλέψας, τούτω προσέδρευε…
μούνον (μόνον) δ’ εσόρα κόσμοιο άνακτα
Εις εστ’ αυτογενής . ενός έκγονα πάντα τέτυκται,
Εν δ’ αυτοίς αυτός περιγίγνεσθαι . ουδέ τις αυτόν
Εισοράα θνητών, αυτός δε γε πάντας οράται….
Ουδέ τις εσθ’ έτερος χωρίς μεγάλου βασιλήος.
Αυτόν δ’ ουχ ορόω . περί γαρ νέφος εστήρικται….
Ούτος γαρ χάλκειον ες ουρανόν εστήρικται
Χρυσέω εινί θρόνω, γαίης δ’ επί ποσί βέβηκε…..
Ουρανόν ορκίζω σε Θεού μεγάλου σοφού έργον,
Αυδήν ορκίζω σε Πατρός, την φθέγξατο πρώτον
Ηνίκα κόσμον άπαντα εαίς στηρίξατο βουλαίς
Δηλαδή (σε ελεύθερη απόδοση): «Ένας υπάρχει Θεός, αυτός μόνος βασιλιάς του κόσμου, μέγας βασιλιάς, ένας και αυτογενής και κανείς άλλος εκτός απ’ αυτόν, που έχει τον ουρανόν θρόνο και τη γη χαλί για τα πόδια του. Ο ουρανός είναι ποίημα μεγάλου Θεού και σοφού, που δημιούργησε τα πάντα δια του Λόγου του».
Ο ένας αυτός Θεός ονομάζεται και Φάνης, γατί ακτινοβολεί το φως, και καλείται επίσης «Πρωτόγονος» γιατί δεν υπήρχε κάτι πριν απ’ αυτόν, αλλά απ’ αυτόν έγιναν τα πάντα, και πρώτος αυτός εκ του απείρου υπήρξε και εφάνη προαιωνίως. Χαρακτηρίζεται: αληθής, υπέρχρονος, αθάνατος, αυτόζωος, αυτοπάτωρ, «δια της μιας αυτού τριωνύμου δυνάμεως (βουλή, φως και ζωοδοτήρ) τα πάντα δημιουργήσας, ορατά και αόρατα, αρχή μέσον και τέλος, μόνος του κόσμου άναξ, δαίμονες ον φρίσσουσι, τα πάντα βλέπων αυτός, αλλ’ αόρατος εις τους θνητούς, τω νω μόνον ορατός, ο νους ο νοητός και το αποστίλβον φως το νοητόν….
Και συνεχίζει ο σοφός καθηγητής την έρευνά του λέγοντας ότι Ζεύς δεν είναι μόνο το όνομα του υψίστου των θεών του ομηρικού πανθέου, στον οποίον εκδηλώνεται η υπέρ των πολλών θεών μονοθεϊζουσα ανάταση και έξαρση της αρχαιοελληνικής θρησκευτικότητας προς τον υπέρθεο Ένα . ούτε είναι Ζεύς ένα όνομα μεταξύ πολλών για να διακρίνεται απ’ αυτούς, δεν είναι στοιχείο του πολυθεϊσμού, όπως εκ πρώτης όψεως συμπεραίνεται. Ζεύς-Δεύς είναι ήδη από την προομηρική πρωτοελληνική εποχή κάτι πολύ περισσότερο και ασυγκρίτως υπέρτερο: Είναι η ανώνυμη έκφραση της ουσίας του Υπέρτατου Όντος, ενός και μόνου Θεού, είναι δηλαδή στοιχείο μονοθεϊζουσας πίστης. Δεύς είναι ο ύψιστος Θεός της παναρχαιότατης περί τον Δωδωναίον χώρον πρωτοελληνικής περιόδου, ο πολιτισμός της οποίας ακτινοβολεί σε όλο το μεσογειακό χώρο… Την ανώνυμη αυτή υπέρθεο έννοια συναντάμε και στον πολύ μεταγενέστερο του πρωτοελληνικού Κρητομυκηναϊκό πολιτισμό της προομηρικής περιόδου, αλλά αποδίδεται εκεί σε θηλυκή θεότητα ανώνυμη, προς υπογράμμιση της δημιουργικής και γονιμοποιού δυνάμεως του θείου.
Η λέξη Ζεύς ή Δεύς (Deus) είναι ο προομηρικός (πρωτοελληνικός) τύπος της λέξεως Θεός, κοινή σε όλους τους Αρίους (=ευγενείς) λαούς της Ινδοαρίας ή Ινδοευρωπαϊκής ιαπετικής οικογένειας, η αρχικά ύψιστη θεότητα των αδιαιρέτων (ακόμη) Αρίων, από τη ρίζα div – diF (πρβλ. λέξεις: dies, δίος, ευ-δία), που σημαίνει φως. Σημαίνει μάλιστα: Φαέθων, πάμφωτος, Αυτόφως, πηγή φωτός. Οι αρχαίοι Ινδοί καλούσαν αυτόν : Djaus, Dyaus, din-am, ήτοι φέγγειν, φεγγοβόλος ουρανός, βεδιστί: deva, ιρανιστί: daeva, λατινιστί: Jovis, Jupiter, πρωτοελληνιστί: διος, αιολιστί: Δεύς, αρχαιοελληνιστί: Θεός, ελληνιστί: Ζεύς και ‘Ζεύς πατήρ’. Οι έννοιες επομένως Θεός – Φως είναι κοινές και απαντώνται σε όλους τους λαούς.
Στην αρχαία εβραϊκή θρησκεία έχουμε συνάρτηση Θεού και φωτός σε πάρα πολλά χωρία. Αναφέρουμε μόνο ότι ο Θεός καλείται και Αδονάγ, που παράγεται από τη ρίζα ‘’δ’’: αδά ή ‘’ζ΄΄: αζά (=αίθω, άζω) = λάμπειν, δηλαδή ο ακτονοβολών, ο αιγλοβόλος. Αυτή είναι ετυμολογικά και η σημασία της ρίζας της λέξης Κύριος, του ονόματος που χρησιμοποιούν οι Ο’ για τον Θεό.
Οι από το λαό θεωρούμενες στην μετέπειτα ομηρική θεολογία θεότητες είναι απλά και μόνο διαφορετικά ονόματα του Ενός Θεού, που φανερώνουν τις διάφορες ενέργειες και λειτουργίες αυτού σε διάφορες περιοχές της φύσης. Στην αντίληψη αυτή οφείλονται οι ακόλουθοι στίχοι της ορφικής θεολογίας: «Εις Ζεύς, εις Άϊδης, εις ΄Ηλιος, εις Διόνυσος, εις θεός εν πάντεσσι . τι σοι δίχα ταύτ’ αγορεύω;».
Ο Θαλής ορίζει τον Θεόν «νουν του κόσμου» και λέγει ότι είναι «πρεσβύτατον των όντων ο Θεός . αγέννητον γαρ», «μήτε αρχήν έχον μήτε τελευτήν».
Για τον Αναξίμανδρο ο Θεός είναι άπειρος, άναρχος, δεν έχει αρχή, αλλά είναι αρχή των άλλων. Είναι ακόμη αγέννητος και άφθαρτος. Το Θείον είναι «αθάνατον και ανώλεθρον», τα πάντα κυβερνών.
Ο Πυθαγόρας μπορεί να μνημονεύει διάφορους θεούς, όμως λέγει επίσης: «έστι τε Θεός και ούτος πάντων κύριος», «ένα και μόνον διδάσκει Θεόν είναι» κατά τον Ιάμβλιχον και Πορφύριον.
Ο Φιλόλαος ονομάζει τον Θεόν «αρχή πάντων» και περιγράφει, κατά τον Ξενοφάνη, τον Θεό έναν, αεί όντα, μόνιμον, ακίνητον, αυτόν εαυτώ όμοιον, άρχοντα.
Ο δε πυθαγόριος Θεωρίδας στο περί φύσεως σύγγραμμά του γράφει: «Μια δ’ άρα των όντων αρχά μεν όντως αληθινά, μια . κείνη γαρ εν αρχά τέ εστιν εν και μόνον».
Κατά τον Τίμαιον εξάλλου τον Λοκρόν «μία αρχά πάντων εστίν αγέννητος . ει γαρ εγένετο, ουκ αν ην έτι αρχά….» (Περί Φύσιος).
Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος αναφέρει: «εις Θεός, εν τε θεοίσιν και ανθρώποισι μέγιστος, ούτι δέμας θνήτοισιν ομοίοις ήδε νόημα». Ο Θεός είναι γι’ αυτόν ασώματος, αγέννητος και αθάνατος, αϊδιος. Θεοί που γεννιώνται και πεθαίνουν λέγει δεν είναι Θεοί. Ο Θεόφραστος πληροφορεί ότι ο Ξενοφάνης τον Θεόν «ένα μεν δείκνυσιν εκ του πάντων κράτιστον είναι…. το δε πάντων κράτιστον και άριστον θεός». Τέλος, ο Αριστοτέλης λέγει γι’ αυτόν ότι «πρώτος τούτων (των φιλοσόφων) ενίσας…εις τον όλον ουρανόν αποβλέψας το εν είναι φησί τον Θεόν». (Μετά τα Φυσικά 5, 986 β 18).
Ο Παρμενίδης αποδίδει στο ‘Ον – Παν’ ιδιότητες θείες και λέγει ότι «αγέννητον εόν και ανώλεθρόν έστι … ουδέ διαιρετόν έστι…. αυτάρ ακίνητον …έστιν άναρχον άπαυστον …. ανενδεές και τέλειον αλλά και πεπερασμένον». Η εξήγηση της οντολογίας του Παρμενίδη βρίσκεται στο ότι θεωρεί το Εν ως ουσιαστικό συστατικό των πολλών, το «εν Είναι» ως η ουσία των επί μέρους όντων, το Εν μόνον όντως Ον, ποιοτικώς διάφορον εκείνων, ουσία όλως άλλο… ‘Ολα τα άλλα είναι όντα καθόσον περιέχουν εντός των το Εν Ον. Το Ον υπάρχει ως Εν και Μοναδικόν καθ’ αυτό, τα δε όντα υπάρχουν όσο εμπεριέχουν το όλον και αμερές. Το Ον είναι η ουσία και τα όντα οι εκδηλώσεις και φανερώσεις αυτής της ουσίας. Η αλήθεια και τα φαινόμενά της.
Ο Ηράκλειτος ομιλεί για την ενιαία ουσία του κόσμου και για μια υπέρτατη αρχή του παντός. Από την οποία πηγάζει το ανθρώπινο δίκαιο. «Εκ πάντων εν και εξ ενός τα πάντα». «΄Εν πάντα είναι» αποφαίνεται. «Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπό ενός, του θείου…. νόμοις και βουλή πείθεσθαι ενός». Δέχεται ακόμη ως Αρχή των πάντων τον Λόγο. Ας θυμηθούμε το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, όπου αρχίζει ως εξής: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Από αφηρημένος λόγος, όπως τον δέχονταν οι αρχαίοι, πήρε στο Χριστιανισμό αποκαλυπτικά οντολογική υπόσταση.
Ο Εμπεδοκλής μιλάει κατ’ επανάληψη για μια παγκόσμια Αρχή, την οποία θεωρεί ως ενιαίο γενικό Νόμο, που εξουσιάζει στο σύμπαν. Ο Νόμος αυτός είναι εκδήλωση πρόνοιας Ενός Θεού που είναι αόρατος, απρόσιτος, νους όλος: «φρην ιερή και αθέσφατος έπλετο μούνον, φρόντισι κόσμον άπαντα καταϊσσουσα θόησιν». Απέρριπτε και αυτός, όπως και οι προηγούμενοι, τους ανθρωπόμορφους θεούς της λαϊκής θρησκείας …. «την υπέρ νουν αινιττόμενος αιτίαν».
Ο Δημόκριτος και ο Αναξαγόρας απέρριπταν τον πολυθεϊσμό και την ειδωλολατρία και ο μεν πρώτος ταύτιζε τους θεούς με φυσικές δυνάμεις (π.χ. Ζεύς=αέρας, Παλλάς=φρόνηση κ.λπ.), ενώ ο δεύτερος «έπειθε τους ομιλητάς μηδέ όλως είναι τινάς τους θεούς». Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι τον κατεδίκασαν σε θάνατο εξαιτίας της ασέβειάς του. Θεωρεί ο Αναξαγόρας τον Νουν ως αίτιον της γενέσεως και κινήσεως των όντων, αίτιον της τάξεως και του κόσμου. «Νόος σε έστιν άπειρον και αυτοκρατές και μέμικται ουδενί χρήματι, αλλά μούνος αυτός επ’ εαυτού εστίν… πάντων νοός κρατεί….».
Ο Πρόδικος εθεωρούσε την πολυθεΐα ανύπαρκτη και ως προσωποποιήσεις στοιχείων και αντικειμένων της φύσεως: «πάντα τα ωφελούντα τον βίον ημών οι παλαιοί θεούς ενόμισαν δια των απ’ αυτών ωφέλειαν….».
Ο Ευήμερος θεωρεί όλους τους θεούς αποθεώσεις παλαιών ιστορικών προσώπων και, τέλος, από τους μεγάλους τραγικούς:
Ο Αισχύλος αναφέρει το Υπέρτατον Ον άλλοτε ως «θεόν», άλλοτε ως ‘Ζεύ’ (όμως ως έννοια ανώνυμη και απροσδιόριστη, τέλειου, υψίστου και πατέρα και όχι ως τον πατέρα των Ολυμπίων θεών). Τον ονομάζει «μέγα», «πάντων μέγιστο», «βασιλέα», «παντεπόπτη», «αήττητο» κ.λπ.
Με την ίδια έννοια ανευρίσκουμε τον Θεόν και στον Σοφοκλή, που τον ονομάζει «πατήρ Ζεύ», «ύψιστο», «ουράνιο», «εν θεοίς θεό», «αιώνιο Θεό», «πανταχού παρών μέγα αιθεροβάμων», «πάμφωτο υπέρθεο», «αθάνατον αιεν αρχά», «παντοδύναμο» και «αναίτιο κακών». Είναι ο «εις Θεός».
Ο Ευρυπίδης ασκώντας κριτική στην χονδροειδή αντίληψη που είχαν οι σύγχρονοί του για τους θεούς, αρνείται τις κακές ιδιότητες και πράξεις τους, το ότι κατοικούν σε ναούς, το ότι είναι σοφοί και δίκαιοι, και τους θεωρεί μάταιες δοξασίες. Απορρίπτει τις Ερινύες, και την μαντεία.
Τέλος η πίστη του Σωκράτη και του Πλάτωνα σε εκλεπτυσμένη Νοερά Αρχή, που διακοσμεί και κυβερνά τα πάντα και που καθοδηγεί τους ανθρώπους δια του «δαιμονίου» που εμβάλλει εντός τους, ενώ προνοεί για όλους και όλα και παραμένει ύψιστο Ον, είναι περισσότερον γνωστά και δεν θα εμμείνουμε περισσότερο. Χαρακτηρίζεται πάντως ο Θεός «Αυτοζωή» και «Πηγή πάσης ζωής» και η λατρεία του πρέπει να είναι «ανείδωλος», διότι είναι «άμορφος» και «ανώνυμος». Επιγραμματικά αναφέρουμε εδώ και τον Αριστοτέλη για τον οποίον ο Θεός, όπως φαίνεται στα Μεταφυσικά του, είναι αιώνιος, άϋλος, πνεύμα καθαρό και κυβερνά τα πάντα.
Παρόμοιες θρησκευτικές απόψεις είχε και ο Αντισθένης, ο οποίος έλεγε πως «το κατά νόμον είναι πολλούς θεούς, κατά δε φύσιν ένα», για να μείνουμε μόνο σ’ αυτούς (βλ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ…, Λ. Γ. Φιλιππίδου, Αθ. 1958, σελ. 52 κ.ε.).
Σε γνωστή μελέτη του ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας αναφέρει και τα εξής:
– Παραθέτει τον χρησμό του μαντείου του Κλαρίου Απόλλωνος ότι ο Θεός είναι αυτοδημιούργητος, αγέννητος, αδίδακτος, άφθαρτος, ανώνυμος, κατοικεί στο πυρ [ας θυμηθούμε την φλεγόμενη βάτο στην Π.Δ., την πύρινη στήλη προστασίας των Εβραίων, το καθαρό άκτιστο λευκό φως της Μεταμορφώσεως του Ιησού και τις πύρινες γλώσσες της Πεντηκοστής] και πως οι ελληνικοί θεοί ακόμη και ο Απόλλων (θεός του φωτός) είναι τμήματα του Θεού και απεσταλμένοι του στη γη.
– Ο Ερμητισμός σε ορισμένους από τους «λόγους» του είναι μονοθεϊκός. Ο Θεός εμφανίζεται αμετάβλητος, αγέννητος, Πατέρας, Αγαθός. Ζούμε χάρη στην ενέργεια και δύναμή του. Ο Λόγος είναι γιος του πρώτου Νοός ή Θεού. Ο Πρώτος Νους δημιούργησε κατ’ εικόνα και ομοίωσή του τον Πρώτο άνθρωπο. Οι δαίμονες, όντα διασκορπισμένα σε όλο τον κόσμο, κάνουν τους ανθρώπους να είναι ασεβείς και εγκληματικοί. Η αληθινή γνώση πραγματοποιείται με την άμεση θέα του Θεού, κατόπιν εκστάσεως. Ο άνθρωπος γίνεται τότε ίδιος θεός, αλλά θνητός. Η ψυχή ενώνεται με το Θεό, όπως και στον Πλωτίνο.
– Ο Επίκτητος ακόμη χρησιμοποιεί προσευχή μονοθεϊστική ως εξής: «Χρησιμοποίησέ με όπως θέλεις. είμαι σύμφωνος μαζί σου, σου ανήκω, οδήγησέ με όπου θέλεις…». Απευθύνεται δηλαδή σε προσωπικό Θεό.
– Ο Πλωτίνος δίδασκε ότι το ΈΝ, ο ΝΟΥΣ και η ΨΥΧΗ είναι τρεις υποστάσεις του ενός Θεού.
– Ο Ιάμβλιχος ως αρχή και αιτία του παντός δέχθηκε ένα μόνο Θεό, πηγή του Αγαθού, όπως και ο Πλάτωνας.
– Ο Πλούταρχος ορίζει το Θεό ως αγέννητο, άναρχο, αιώνιο, εκτός χρόνου υπάρχοντα. Πηγή του αγαθού, ως εν και ως ωραίο. Είναι ο Νους που όλα τα ρυθμίζει και διευθύνει. Μετά το θάνατο πίστευε ότι οι ψυχές περιπλανώνται στο διάστημα ανάμεσα στη γη και τη σελήνη, όπου υφίστανται τιμωρίες. Είχε ακόμη την ιδέα πως δαίμονες χρησίμευαν στα διάφορα μαντεία ως μεσάζοντες και ότι όσα μαντεία παρήκμασαν ήταν από την εγκατάλειψη των δαιμόνων τους (βλ. ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ, Στ’ τόμος ‘Ιστορίας Ελληνικού Έθνους’, ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ)
Υπάρχει επομένως ισχυρότατη μονοθεϊστική παράδοση εξ αρχαιοτάτων χρόνων στον Ελληνισμό, στον οποίον «σπερματικώς», στοιχειωδώς και σκιωδώς αποκαλύφθηκε αρχικά η παντοδυναμία, η πανσοφία, η αιωνιότητα και οι προσωπικές ιδιότητες του ενός Θεού. Aρκετοί αρχαίοι Έλληνες σοφοί θεωρούνται ως προ Χριστού χριστιανοί και προφήτες του εθνικού κόσμου, διότι με την «σπερματική τους αυτή αλήθεια» προετοίμασαν έμμεσα, μαζί με τους λαμπρούς φάρους της αληθείας, τις προφητικές φωνές της Παλαιάς Διαθήκης, την είσοδο του Χριστιανισμού στην ιστορία.
Οι αρχαίοι Έλληνες, σύμφωνα με τον Ησίοδο, πίστευαν πως ζούσαν σε μια εποχή ηθικής και υλικής κατάρρευσης, [«τη σιδερένια εποχή»] που ξεκίνησε με τη βασιλεία του Δία! Η νοσταλγία της παλιάς θρησκείας είχε επισημοποιηθεί με τη γιορτή των «Κρονείων», όπου προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τους προηγούμενους θεούς, ακόμα και με ανθρωποθυσίες.
«Μελέτη πάντα καθαιρεί» [1]
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Η κυρίαρχη θεότητα του προϊστορικού πολιτισμού του Αιγαίου ήταν γυναικεία. Μαζί της λατρεύονταν και ένας νεαρός θεός που ανασταίνονταν και πέθαινε κάθε χρόνο. Τον λατρεύουν ακόμα οι Αιγινίτισσες, ως «Λειδινό», μια λατρεία εντελώς ανεξάρτητη από τη χριστιανική. Είναι ένα γυναικείο «Μυστήριο», που αποκλείει τους άντρες, κληρονομιά της σημαντικής θέσης της γυναίκας στην Κρητομυκηναϊκή εποχή.
Ο Ηρόδοτος πιστεύει πως μόνο γυναικείες θεότητες έχουν Ελληνικά ονόματα, (Ήρα, Θέμις, Εστία, Χάριτες, Νηρηίδες) ενώ από τις αντρικές, μόνο ο Ποσειδών και οι Διόσκουροι.[2] Δεν είναι τυχαίο. Αυτή η αρχαία θεά, η Γη, Μητέρα Φύση, Θεά της Γονιμότητας, κ.ο.κ., επέζησε ως «Ποτνία Θηρών» ή «θεά των φιδιών» (ούτε το όνομά της δεν ξέρουμε) Αργότερα ταυτίστηκε με την Άρτεμη, ή την Ασιατική «Μητέρα των θεών», την Κυβέλη, και έδωσε χαρακτηριστικά της και σε άλλες γυναικείες θεότητες. Η Δημήτηρ (Δήμητρα) είναι παραφθορά του Γη Μήτηρ,[3] αλλά ταυτόχρονα σχετίζεται με τη Αιγυπτιακή Ίσιδα. Καμιά από αυτές τις μεταγενέστερες επιβιώσεις δεν έμοιαζε ουσιαστικά με την αρχική θεότητα, ούτε είχε το κύρος της.
Η Ποτνία Θηρών λατρεύεται ακόμη σε όλες τις εκκλησιές. Και αυτή η θρησκεία ήταν παγκόσμια. Βρίσκουμε στοιχεία της στους Αιγυπτιακούς, Βαβυλωνιακούς και Μεσανατολικούς μύθους. Και ο Απόλλων ήταν γιος ενός θεού που πέθανε και αναστήθηκε, σύμφωνα με το Μύθο που διασώζει ο Πλούταρχος! (Βλ. κεφ. «Ασιατική καταγωγή») Ήταν μια θρησκεία της Φύσης, που λατρεύει τη γονιμότητα και την περιοδική αναγέννηση της βλάστησης. [4]
ΟΙ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΘΕΟ
Η λύση του γρίφου
«Όπως πληροφορήθηκα στη Δωδώνη, οι Πε-λασγοί ανέκαθεν θυσίαζαν και προσεύχονταν στους θεούς χωρίς να δίνουν τίτλο ή όνομα σε κανένα από αυτούς» /…/ «αφού πέρασε πολύς καιρός, ρώτησαν για τα ονόματα των θεών, που έφτασαν από την Αίγυπτο» /…/ «Από τότε άρχισαν να θυσιάζουν χρησιμοποιώντας αυτά τα ονόματα για τους θεούς. Από τους Πελασγούς τα πήραν οι Έλληνες κατόπι. Από πού ήρθε κάθε θεός, αν όλοι υπήρχαν ανέκαθεν, πως έμοιαζαν μερικών οι μορφές τους, δεν το γνωρίζανε»[οι Έλληνες]«μέχρι πρότινος, μέχρι χτες σα να λέμε. Νομίζω πως ο Ησίοδος και ο Όμηρος δεν είναι παλιότεροι από τετρακόσια χρόνια»[από την εποχή του, δηλ το 450 πΧ (+-)]«Αυτοί είναι που έπλασαν την θεογονία για τους Έλληνες και απέδωσαν στους θεούς τα ονόματα, τον τρόπο λατρείας»[τιμάς]«τις ειδικότητές τους» [τέχνας]«και τη μορφή τους. Όσο για τους ποιητές που λέγονται αρχαιότεροι από αυτούς τους» [δυο] «άντρες»[εννοεί τα Ορφικά κλπ] «νομίζω πως είναι πιο σύγχρονοι»
Ηρόδοτος 2. 52-53
Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να καταλάβουμε πως η θρησκεία του Δωδεκάθεου είναι σχετικά πρόσφατη. Η Μυθολογία μας πληροφορεί για διαδοχικές αντικαταστάσεις ομάδων θεών. Φάνης, Οφίων, (σύμφωνα με τους Ορφικούς) Ουρανός, Κρόνος, Δίας, αντιπροσωπεύουν πέντε γενιές κατόχων του θρόνου του Ολύμπου! Η τελευταία ομάδα θεών, οι Ολύμπιοι, επικράτησε τόσο όψιμα, που η καθιέρωση της μπορεί να χρονολογηθεί σχεδόν στις αρχές της γραπτής ιστορίας.
Οι ιστορικοί πίστευαν πως οι προϊστορικοί κάτοικοι της Ελλάδας δεν ήταν Έλληνες, γιατί δεν λάτρευαν το Δωδεκάθεο. Η λατρεία των Ολύμπιων θεών ήταν –δήθεν- απαρέγκλιτο εθνικό –Ευρωπαϊκό- μας χαρακτηριστικό. Παραδέχονταν, έτσι, πως η λατρεία του Δωδεκάθεου έφτασε στην Ελλάδα μετά την πτώση των Κρητομυκηναίων, γύρω στα 1300-1100 πΧ, πράγμα αληθές.[5] Την θρησκεία αυτή έφεραν οι «Ινδοευρωπαίοι», μας έλεγαν.
Πολύ ευγενικά, ονόμασαν τους αρχαιότερους Έλληνες, «Προέλληνες», όπως λέμε (;) «Προκινέζοι» ή «Προαλβανοί» (!), και μας έπεισαν πως εμείς, οι πιστοί του Δία, φυλετικά συγγενείς των Γερμανών, (είναι φανερό άλλωστε) καταγόμαστε από βόρειους επιδρομείς, Αχαιούς και Δωριείς, τους Ινδοευρωπαίους, (=Άρια φυλή) που έφεραν τον Δία και το σόι του από την Ινδία.
«Ο προελληνικός ούτος πολιτισμός της Κρήτης και των Κυκλάδων» /…/ «κατεστράφη εκ της εισβολής των Δωριέων αφού προηγουμένως ανεμίχθη εν μέρει με τον έτερον ελληνικόν κλάδον των Αχαιών»[6] μας λέγανε. «Ζευς»: «…παλαιότατος θεός των Αρίων λαών. Το όνομα αυτού ετυμολογείται εκ του θέματος div εξ ού σχηματίζεται και το σανσκριτικόν όνομα του ουρανού dyans, συμφωνεί δε και προς το λατιν. Jovis ….»[7]
Τους παλιούς, γηγενείς θεούς, τους είπαν «Προελληνικούς» ή «Προομηρικούς», ενώ στην πραγματικότητα, ξένοι ήταν οι νέοι θεοί, το Δωδεκάθεο. Οι Ολύμπιοι όμως δεν ήρθαν από τη Ινδία και ούτε υπήρξαν ποτέ Ινδοευρωπαίοι. Από πού ήρθαν, λοιπόν, αλλάζοντας τη θρησκεία του πανάρχαιου Πολιτισμού του Αιγαίου;
Η Σανσκριτική ετυμολογία του Δία-«Ζευς» είναι συνειδητά ψευδής. Ο θεός, που στην Ολυμπία ονομάζονταν «Ζευς Απόμυιος» (=Μυγοδιώχτης) ήταν ο Φοινικικός θεός Βαάλ-Ζεβούβ, ο «θεός-Μύγα», ο «εν τω Βαάλ Μυία θεός Ακκαρών» της Παλαιάς Διαθήκης.[8] Ζεβούβ-Ζευς. Ο Jovis, «Ιόβις: παρά τοις Ιταλοίς ο Ζευς»[9] είναι ο Ιεχωβάς, ο Ιαω-Ιαουε, «…παρά δε τοις Ιουδαίοις»/…/ «τον Ιαώ επικαλούμενον θεόν».[10]
Όσο για τους υπόλοιπους Ολύμπιους, όλες οι αντιστοιχίες που έχουν βρεθεί [=εφευρεθεί] με Ινδικά ονόματα, ανάγονται αποκλειστικά σχεδόν σε φυσικά φαινόμενα, κυρίως καιρικά, και ουσιαστικά ταυτίζονται μεταξύ τους, συνεπώς αλληλοαναιρούνται. Αντίθετα, η ταύτιση με Αιγυπτιακά και Μεσανατολικά αρχέτυπα δεν είναι συμβολική/μεταφορική, αλλά πολύ πιο άμεση και πειστική.
Η Αθηνά, πχ, δεν είναι η Ινδική Αχάνα = φλογερή (επίθετο που θα ταίριαζε σε καμιά δεκαριά θεότητες) αλλά η Αιγυπτιακή Νειθ. Άλλωστε, αυτό πίστευαν και οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες, ειδικά ο Πλάτωνας και όλοι οι Αθη (νειθ) ναίοι.[11] Η θεά Εστία ετυμολογείται από Ινδική ρίζα, αλλά ο Όμηρος την αγνοεί. Πως λοιπόν, μπορεί να είχε μεταφερθεί από την Ινδία πολύ πριν τον Όμηρο, πριν καν την δημιουργία της Ελληνικής γλώσσας;
Όλα αυτά τα… Ινδικά μαγειρέματα έγιναν για χάρη του Δία και του Απόλλωνα, μια που αυτοί οι θεοί αποφάσιζαν και αποφασίζουν ακόμη, ποιος από μας είναι Έλληνας… Αργότερα αποδείχτηκε από την μετάφραση της «Γραμμικής β΄» πως οι πραγματικά αρχαίοι Έλληνες των Μυκηνών, της Κρήτης και του Αιγαίου μίλαγαν… Ελληνικά, αν και δε λάτρευαν τον… Ινδό Δία, την Φοινικική Ζευς-Μύγα και τον Αιγύπτιο Ώρο-Απόλλωνα.
Η διαπίστωση πως δεν υπήρξαν ποτέ «Προέλληνες», ανατρέπει αυτά που πιστεύουμε για την θρησκεία των Ολυμπίων, που αποδείχνεται πλέον πως είναι πολύ μεταγενέστερη από τη γέννηση της Ελληνικής Φυλής, ξενόφερτη, και σε καμία περίπτωση «πανάρχαια». Δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει πλέον πόσες χιλιετίες πριν λατρευότανε ο Dyans στις Ινδίες ή στο όρος Μπεχιστούν της Περσίας («Το δε Βαγίστανον όρος εστί μεν ιερόν Διός».[12]) ή ο Ιαώ στο Ισραήλ.
Η ιστορία ξαναγράφτηκε, λιγότερο από έναν αιώνα πριν. Τα συμπεράσματα της παλιάς θεωρίας δεν αναιρέθηκαν όμως, γιατί είναι κατά το ήμισυ σωστά. Πράγματι, οι Ολύμπιοι ήρθαν μετά την πτώση του «προελληνικού» Πολιτισμού του Αιγαίου, και αλήθεια, τους έφεραν ξένοι. Όμως δεν ήρθαν από την Ινδία, και οι ξένοι αυτοί δεν ήταν Ινδοευρωπαίοι. Η ανύπαρκτη εισβολή των Ινδοευρωπαίων, ήταν στην πραγματικότητα Μεσανατολική και Αιγυπτιακή. (Δαναός, Κάδμος, Κέκροψ, κλπ)
Φυσικά, η σχέση των Ολυμπίων με τις Ινδίες δεν είναι εντελώς ανυπόστατη. Προήλθε από τα ταξίδια των Φοινίκων και τις ιδέες που μετέφεραν από εκεί. Για παράδειγμα, οι πρώτοι Μεσογειακοί που μίλησαν για τη Μετεμψύχωση, μια τυπικά Ινδική δοξασία, ήταν αυτοί![13]
Πιθανολογούμενα Ινδική ήταν και η καταγωγή των Αιγυπτίων.
Μερικοί ταύτιζαν και τους Εβραίους με τους Ινδούς. Κατά τον Ιώσηπο, ο Κλέαρχος, μαθητής του Αριστοτέλη, κατέγραψε τα λόγια του δασκάλου του: «…αυτοί είναι απόγονοι των φιλοσόφων της Ινδίας, ονομάζονται μάλιστα, όπως λένε οι Ινδοί, οι φιλόσοφοι ΄΄Καλανοί΄΄ ενώ οι Σύριοι τους ονομάζουν ΄΄Ιουδαίους΄΄, παίρνοντας το όνομα από τον τόπο…» [14]
Οι Αιθίοπες του Τρώα Μέμνονα προέρχονταν από την Ινδία, ήρθαν όμως από τα Σούσα (Ελάμ) ως τμήμα του Ασσυριακού στρατού, και ονομάστηκαν έτσι γιατί ήταν μαυριδεροί σαν… Αιθίοπες. (Αφιερώνουμε ειδικά κεφάλαια) Ο ίδιος ακριβώς «Αιθιοπικός» στρατός από την Ανατολή, περιγράφεται και από τον Ηρόδοτο ως μέρος του εκστρατευτικού σώματος του Ξέρξη, παραταγμένος δίπλα στους Ινδούς.[15]
Τα όποια αμυδρά Ινδικά στοιχεία του Δωδεκάθεου προήλθαν, λοιπόν, από την Μέση Ανατολή, όχι από κάποια Ινδοευρωπαϊκή μετανάστευση, και γι’ αυτό είναι και ασαφή και απροσδιόριστα. Δεύτερο χέρι…
Αιγυπτο-Σημιτικά Ολύμπια χαρακτηριστικά
Τα περί «Δωδωναίου και Πελασγικού Δία» που αναφέρει ο Όμηρος, δεν αποδείχνουν καθόλου πως ο Δίας είναι ντόπιος και πανάρχαιος. (Όπως ισχυρίζονται διάφοροι, αφού οι Πελασγοί ήταν αρχαιότατοι κάτοικοι της Ελλάδας) Δυστυχώς, ο θεός εισάχθηκε από την Αίγυπτο την εποχή των Πελασγών. Δεν ήταν δικός τους, πατροπαράδοτος θεός. Και το πρώτο Μαντείο του Δία στη Δωδώνη, από Αιγύπτιους ιδρύθηκε… Τα μαρτυρά ο φοβερός Ηρόδοτος.[16]
Δεν θα πιστέψουμε εύκολα πως αρχικά η «πάτρια» θρησκεία μας απαγόρευε την ανθρωπομορφική παράσταση των θεών. Είναι όμως αλήθεια. Είναι προϊστορικό Σημιτικό χαρακτηριστικό. Οι Άραβες λατρεύουν ακόμα το λίθο Καάβα στη Μέκκα. Στα αρχαιότερα στρώματα της Τροίας, (πόλης με έντονα Ιουδαιο-Φοινικικά χαρακτηριστκά) δεν βρέθηκαν αγάλματα, αλλά άμορφες «στήλες» που ταυτίστηκαν με τον Απόλλωνα. Η λατρεία της Τρωικής Κυβέλης συνδέονταν επίσης με άμορφους λίθους. Ο Πίνδαρος της αφιέρωσε έναν μετεωρίτη. [17]
Στην Φοινικική Τύρο, που ήτα χτισμένη σε νησί και είχε πολιούχο τον Απόλλωνα,[18] υπήρχε ένας «αεροπετής αστέρας» (μετεωρίτης) που είχε δοθεί από την Αστάρτη.[19] Από εκεί βγήκε και το άλλο όνομα της Δήλου, «Αστερία», που δεν ήταν παρά μεταφορά της «Ιεράς νήσου Τύρου» με το αστέρι της στην Ελλάδα. Στην Παλαιστίνη ο Απόλλωνας εμφανίζονταν σαν «αστέρια που έπεσαν στη γη».[20] Το άλλο όνομα της Δήλου ήταν Ορτυγία. Οι Φοίνικες έλεγαν πως ο δικός τους Ηρακλής-Μελκάρτ, αναστήθηκε σε από ένα ορτύκι όταν τον είχε σκοτώσει ο Τυφώνας (Σεθ) στη Λιβύη…
Και στην πρώιμη Ρώμη, (μια Τρωική αποικία) λέει η αρχαιολογία, πράγματι, δεν υπήρχαν απεικονίσεις θεών.[21] «Νουμάς δε ο Ρωμαίων βασιλεύς Πυθαγόρειος μεν ην, εκ δε των Μωυσέως ωφεληθείς διεκώλυσε ανθρωποειδήν και ζωόμορφον εικόνα θεού Ρωμαίους κτίζειν»[22] (:ο βασιλιάς της Ρώμης Νουμάς ήταν μεν Πυθαγόρειος, αλλά ευεργετημένος από τον Μωυσή απαγόρεψε να φτιάχνονται ανθρωπόμορφες ή ζωόμορφες απεικονίσεις του θεού)
Κάτω από αυτή την Σημιτική επιρροή, (Κάδμος κλπ- ένα τέτοιο ξόανο «έπεσε από τον ουρανό» στη Θήβα) οι Έλληνες, μετά την πτώση των Μυκηνών, λάτρεψαν άμορφους λίθους και κορμούς, που αποκαλούσαν Βαιτύλια, ενώ οι Μυκηναίοι απεικόνιζαν ανθρωπομορφικά τους θεούς τους. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς μαρτυρούν πως τα «παλαιά» είδωλα (δηλ. τα παλιότερα από όσα είδαν) ήταν άμορφα αντικείμενα. «ουχί αγάλματος συν τέχνη, λίθου δε αργού κατά το αρχαίον».[23] Γι’ αυτό ο Ηρόδοτος γράφει πως κανείς δεν γνώριζε τη μορφή και τα γνωρίσματα κάθε θεού «μέχρι χτες».[24]
Στην Αθήνα υπήρχε «τετράγωνο» άγαλμα της Αφροδίτης, για το οποίο «δεν λέγανε τίποτα».[25] Έτσι λατρεύονταν η θεά και στη Κύπρο, όπως βλέπουμε στα νομίσματα του νησιού. Κατάλοιπα Βαιτυλίων είναι οι τετράγωνες ή σταυροειδείς Ερμές, ο «Οφθαλμός της Γης» στους Δελφούς, καθώς και ο Μύθος πως ο Κρόνος κατάπιε μια πέτρα ως Δία… Μέσω και αυτού του Μύθου, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την «αρχαία» μας θρησκεία, ως Σημιτική και μετα-Μυκηναϊκή.
Σταδιακά, μέσω μικρών αλλαγών, οι Έλληνες επανήλθαν ενστικτωδώς στην Μυκηναϊκή ανθρωπομορφική αναπαράσταση του Θείου.[26] Άρχισε η λεγόμενη «Γεωμετρική περίοδος», όπου η ανθρώπινη μορφή παρουσιάζονταν δειλά, σαν γραμμικό σχήμα. Τα «πρώτα» ανθρωπομορφικά είδωλα τα ονόμαζαν Δαίδαλα, γιατί πίστευαν πως ο αρχικός κατασκευαστής τους ήταν ο Δαίδαλος.[27]
Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι θεοί τους ήταν διεθνείς, και λατρεύονταν σε όλο τον γνωστό κόσμο, από την Αιθιοπία ως την Ινδία, αν και είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους Μύθους τους. Παραδέχονταν, όμως, πως η «Μητέρα των θεών», Ρέα / Κυβέλη, ήταν γεννημένη στην Ασία. Υπήρχαν και αντίθετοι Μύθοι άλλων λαών για τους ίδιους θεούς.
Αναφέρονται –και είναι ένα μόνο παράδειγμα- Φρυγικά κείμενα, που έδιναν διαφορετική εκδοχή της Ελληνικής Μυθολογίας.[28] Ο Πλούταρχος τα διαψεύδει. Αυτό σημαίνει πως πολλοί τα ενστερνίζονταν. Ο Καικίλιος Αρχάγαθος έγραψε το, χαμένο σήμερα, «Κατά Φρυγών». «Γιατί, χωρίς τις διευκρινίσεις των φιλοσόφων και των ιερέων, δεν θα έμενε κάτι παραπάνω» [στην αρχαία Ελληνική θρησκεία] «από αυτά που λένε οι Μυσοί και οι Φρύγες».[29] Οι βασιλιάδες της Φρυγίας, αλλά και της Θράκης (πατρίδας του Ορφέα) ήταν Φοινικικής καταγωγής. Έτσι, οι ρίζες των θρησκειών αυτών των περιοχών δεν διέφεραν ουσιαστικά από τις Αιγυπτιακές και Φοινικικές λατρείες. Μάλιστα, Αιγύπτιοι και Φρύγες διεκδικούσαν τον τίτλο του αρχαιότερου λαού.
Οι Ολύμπιοι δεν είχαν Ελληνικά ονόματα στο εξωτερικό. Ο Παυσανίας λέει πως ο Ποσειδών στην Καρία ονομάζονταν Οσογώας [30], και μάλιστα είχε κοινές παραδόσεις με τον «Ελληνικό» θεό.
Ο Ηρόδοτος λέει πως οι Σκύθες αποκαλούσαν τον Απόλλωνα Γοιτόσυρο, και προσθέτει πως ταυτόχρονα απέρριπταν κάθε Ελληνικό λατρευτικό έθιμο! [31]
«Ενώ οι πρώτοι θεολόγοι των Φοινίκων /…/ μνημόνευαν τον Δία, σα γιο του Κρόνου γεννημένο θνητό, παιδί θνητού, άντρα Φοινικικής καταγωγής /…/ και όλοι όσοι φανερώθηκαν παλιότερα, ταίριαζαν τον Δία στη δικιά τους ιστορία…»[32]
«Οι Έλληνες, ξεπερνώντας όλους σε ευφυΐα, οικειοποιήθηκαν τα αρχικά [Φοινικικά δόγματα] και μετά τα στόλισαν και εξιστόρησαν με κάθε τρόπο και ποικιλία, επινοώντας ελκυστικά και ευχάριστα Μυθολογήματα.»[33]
Υπήρχε παγκόσμια θρησκευτική αντίληψη, από τον Όμηρο (= οι Αιθίοπες λατρεύουν το δωδεκάθεο[34]) μέχρι και τον Ηρόδοτο. (= ο Βαάλ είναι ο Δίας[35]) Ο Βαάλ, (Βηλ) ήταν πράγματι ο Δίας, γιατί οι Χαλδαίοι ονόμαζαν έτσι και τον ομώνυμο πλανήτη.[36] Η Μυθολογία λέει πως όλοι οι λαοί κατάγονται από κάποιο Ολύμπιο.
Μια πολύ απλή, φαινομενικά προφανής και λογική ερμηνεία αυτής της θρησκευτικής παγκοσμιοποίησης, είναι πως οι Έλληνες ταύτιζαν τους ξένους θεούς με κάποιους Ελληνικούς, όταν είχαν παραπλήσια χαρακτηριστικά. Αυτό δεν ήταν δύσκολο, γιατί κάθε θεός είχε πολλά σύμβολα. Ο Διόνυσος, πχ, είχε το αμπέλι, το φίδι, τον ταύρο, την λεοπάρδαλη, την κατσίκα… Άλλο παράδειγμα: «στις Πασαργάδες, υπήρχε ιερό πολεμικής θεάς που θα έλεγες πως είναι η Αθηνά» [37] Πιθανά, όμως, ήταν η Μεσοποταμιακή Αφροδίτη, (Ιστάρ – Μύλιτα) που εικονίζονταν συχνά οπλισμένη. Οπλισμένο ήταν και το πρώτο της ξόανο στα Κύθηρα. [38]
Και όμως, υπήρχαν ξένοι θεοί που οι Έλληνες δεν αναγνώριζαν, πχ. στην Αραβία. «…τρεις ναοί /…/ ωκοδόμηνται θεών, αγνοουμένων μεν υπό των Ελλήνων, τιμωμένων δ’ υπό των εγχωρίων…» [39]
Ο Στράβων αναφέρει στη Μικρά Ασία τον θεό Μήνα Φαρνάκη.[40] Ακόμη λέει για μια περιοχή της Αφρικής, «…οι δ’ εν Μερόη και Ηρακλέα και Πάνα και Ίσιν σέβονται, προς άλλω τινί βαρβαρικώ θεώ…»[41]
Και ο Ηρόδοτος αναφέρει τον «επιχώριο» Θράκα θεό Πλείστωρο.[42]
Συνεπώς, υπήρχε διαχωρισμός τοπικών, ξένων και διεθνών θεών. (Διεθνείς ήταν οι Ολύμπιοι) Όταν οι Έλληνες έλεγαν πως κάποιος θεός που λάτρευαν ξένοι λαοί ήταν ίδιος με κάποιον δικό τους, πχ., ότι ο Βήλος ήταν ο Δίας, δεν βασίζονταν μόνο σε κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά, κοινό όνομα, ή άλλες ευκαιριακές ταυτίσεις:
«…την Ίσιδα και τους θεούς που την συνοδεύουν όλοι» [οι λαοί] «τους έχουν και τους γνωρίζουν, αν και μερικούς πρόσφατα έμαθαν να τους ονομάζουν με τα Αιγυπτιακά ονόματα, αλλά τους γνώριζαν και τιμούσαν εξ αρχής καθενός τη δύναμη…» [43]
«…κάθε έθνος αποδέχτηκε τον Όσιρι» (Οι Έλληνες έλεγαν πως ήταν ο Διόνυσος) «σα θεό για τις ευεργεσίες του, και άφησε παντού μνημεία του εαυτού του/…/και έδειξε πώς να γίνονται οι τελετές, και φανέρωσε στα μυστήρια πολλά γι’ αυτόν».[44]
Κατά τα άλλα αυτά τα έγραψε ο…. Μαρξ
Σε είπαν εγωιστή; Σου είπαν ότι είσαι εγωιστής; Ναι ίσως. Πρέπει να το δεις σοβαρά. Αλλά ως παιγνίδι αυτοθεραπείας και όχι ως κατηγορία. Διότι δεν είναι τίποτε άλλο από ταμπέλες που βάζει ο κόσμος και η κοινωνία αγνοώντας την ανθρώπινη ψυχή. Ο Χριστός μας είπε “Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε”…. Όχι γιατί δεν πρέπει να έχουμε κρίση. Αλλά διότι πρέπει να αποφεύγουμε την επίκριση πάνω στους αδελφούς μας. Οχι για λόγους “ηθικούς”. Αλλα για λόγους υπαρξιακούς. Γιατι ποτέ μα ποτέ δεν μπορείς να μάθεις απόλυτα και να γνωρίζεις σε βάθος πως και για ποιους λόγους αυτο το μοναδικό πρόσωπο δόμησε και διαμόρφωσε την προσωπικότητα του. Πια βαθύτερη ανάγκη το ώθησε να αναπτύξει αρνητικές πτυχές της υπάρξης του. Εσύ να ξέρεις ότι όλες οι άμυνες του “Εγώ” δεν έγιναν τυχαία. Χρειάστηκε να κτιστούν για να μπορείς τώρα εσύ και εγώ να μιλάμε. Αλλιώς δεν θα υπήρχαμε. Δεν θα αντέχαμε να υπάρχουμε. Πρόνοια και σοφία Θεού ήταν. Εκείνος τις εγκατέστησε εντός της υπάρξεως μας. Σου χρειαζόντουσαν και ίσως ακόμη να σου χρειάζονται. Εάν δεις ότι πλέον δεν σου χρειάζονται τότε πέτα της και συνέχισε το ταξίδι. Αλλά μην ντρέπεσαι για τις άμυνες του “Εγώ” σου. Σε αυτές οφείλεις την ψυχολογική σου επιβίωση, το ότι είσαι εδώ. Δεν θεραπεύεται το “Εγω” οταν το μισούμε. Αλλα οταν το αγαπήσουμε ως κομμάτι μας, ως δικής μας ιστορία που πλέον έληξε και πρέπει να προχωρήσουμε με άλλες ποιοτικές αποσκευές το πνευματικό μας ταξίδι. Όμως πρόσεξε μην τις πετάξεις προτού βρεις κάτι πιο σημαντικό να βάλεις στην θέση τους ή προτού έλθει η Χάρις να της καταργήσει ή καλύτερα να τις μεταμορφώσει. Μέχρι τότε συμφιλιώσου μαζί τους και αγωνίσου για το καλύτερο. Όχι το τέλειο. Πρόσεχε. Τούτο δεν υπάρχει επί της γης. «Εις Άγιος, εις Κύριος…» Μη χτυπάς, μη μαστιγώνεις, μην σιχαίνεσαι τον εαυτό σου. Δεν βοηθά αυτό. Αντιθέτως περιπλέκει περισσότερο τα πράγματα. Κάνει την οδύνη οδυνηρότερη. Δεν είναι αυτό χριστιανική ταπείνωση. Ταπείνωση δεν σημαίνει μιζέρια, αυτολύπηση, εξουθένωση της προσωπικότητας και μοναδικότητας σου. Αυτό είναι βλασφημία απέναντι στον δημιουργό σου Θεό. Ταπείνωση σημαίνει ξέρω ποιος είμαι. Αποδέχομαι τον εαυτό μου και παρακαλώ την Χάρι Του Θεού σε συνεργία με τον δικό μου αγώνα να μεταμορφώσει το υλικό της ύπαρξης μου. Γι αυτό σου λέω «σταύρωνε» τα πάθη σου, απαλά, δίχως βία, ήσυχα και ταπεινά. Ποτέ όμως μην «σταυρώνεις» την προσωπικότητα σου. Εσύ είσαι κάτι μεγαλύτερο από τα πάθη και τις αρετές σου. Είσαι κάτι πέρα από όλα αυτά. π. Λίβυος
Ξεχάσαμε να μιλάμε με τους φίλους μας…
Ξεχάσαμε να μιλάμε με τα παιδιά μας…
Ξεχάσαμε να σωπαίνουμε…
Ξεχάσαμε να αφηγούμαστε…
Ξεχάσαμε τι θα πει ελεύθερος χρόνος…
… Ξεχάσαμε την αξία της κάθε στιγμής…
Ξεχάσαμε την μαγεία της κάθε ρωγμής…
Ξεχάσαμε να διαβάζουμε…
Ξεχάσαμε να γράφουμε…
Ξεχάσαμε να ακούμε…
Ξεχάσαμε να τραγουδάμε…
Ξεχάσαμε να αγαπάμε…
Ξεχάσαμε να συνεργαζόμαστε…
Ξεχάσαμε να δημιουργούμε…
Ξεχάσαμε να σταματάμε…
Ξεχάσαμε να ξαναρχίζουμε…
Ξεχάσαμε να κοιτάζουμε και να ΒΛΕΠΟΥΜΕ…
Ξεχάσαμε να θαυμάζουμε…
Ξεχάσαμε να σεβόμαστε…
Ξεχάσαμε να προσευχόμαστε…
Ξεχάσαμε να χαμογελάμε…
Ξεχάσαμε να γευόμαστε…
Ξεχάσαμε να ξεχωρίζουμε τα χρώματα…
Ξεχάσαμε να ξεχωρίζουμε τις νότες…
Ξεχάσαμε να χαρίζουμε…
Ξεχάσαμε να λέμε πικρές αλήθειες…
Ξεχάσαμε να λέμε γλυκά ψέματα…
Ξεχάσαμε να φεύγουμε…
Ξεχάσαμε να ερχόμαστε…
Ξεχάσαμε να ονειρευόμαστε…
Ξεχάσαμε πως είναι να ανασαίνεις καθαρό αέρα…
Ξεχάσαμε πως είναι να ανασαίνεις ελεύθερα…
Ξεχάσαμε να ζούμε…
Όμως, περισσότερο με πειράζει που ξεχάσαμε να περπατάμε ΟΡΘΙΟΙ και με ψηλά το κεφάλι ! Σαν άνθρωποι δηλαδή !